Πλάτωνα Πρωταγόρας - Μετάφραση όλων των ενοτήτων

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Πλάτωνος Πρωταγόρας, ΕΝΟΤΗΤΑ 2 (320d-321b5) :
Η αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου



  ῏Ην γάρ πο­τε χρό­νος ὅ­τε θε­οὶ μὲν ἦ­σαν, θνη­τὰ δὲ γέ­νη οὐκ ἦν. ἐ­πει­δὴ δὲ καὶ τού­τοις χρό­νος ἦλ­θεν εἱ­μαρ­μέ­νος γε­νέ­σε­ως, τυ­ποῦ­σιν αὐ­τὰ θε­οὶ γῆς ἔν­δον ἐκ γῆς καὶ πυ­ρὸς μεί­ξα­ντες καὶ τῶν ὅ­σα πυ­ρὶ καὶ γῇ κε­ράν­νυ­ται. ἐ­πει­δὴ δ' ἄ­γειν αὐ­τὰ πρὸς φῶς ἔ­μελ­λον, προ­σέ­τα­ξαν Προ­μη­θεῖ καὶ ᾿Ε­πι­μη­θεῖ κο­σμῆ­σαί τε καὶ νεῖ­μαι δυ­νά­μεις ἑ­κά­στοις ὡς πρέ­πει. Προ­μη­θέ­α δὲ πα­ραι­τεῖ­ται ᾿Ε­πι­μη­θεὺς αὐ­τὸς νεῖ­μαι, “Νεί­μα­ντος δέ μου,” ἔ­φη, “ἐ­πί­σκε­ψαι·” καὶ οὕ­τω πεί­σας νέ­μει. νέ­μων δὲ τοῖς μὲν ἰ­σχὺν ἄ­νευ τά­χους προ­σῆ­πτεν, τοὺς δ' ἀ­σθε­νε­στέ­ρους τά­χει ἐ­κό­σμει· τοὺς δὲ ὥ­πλι­ζε, τοῖς δ' ἄ­ο­πλον δι­δοὺς φύ­σιν ἄλ­λην τι­ν' αὐ­τοῖς ἐ­μη­χα­νᾶ­το δύ­να­μιν εἰς σω­τη­ρί­αν. ἃ μὲν γὰρ αὐ­τῶν σμι­κρό­τη­τι ἤ­μπι­σχεν, πτη­νὸν φυ­γὴν ἢ κα­τά­γει­ον οἴ­κη­σιν ἔ­νε­μεν· ἃ δὲ ηὖ­ξε με­γέ­θει, τῷ­δε αὐ­τῷ αὐ­τὰ ἔ­σῳ­ζεν· καὶ τἆλ­λα οὕ­τως ἐ­πα­νι­σῶν ἔ­νε­μεν. ταῦ­τα δὲ ἐ­μη­χα­νᾶ­το εὐ­λά­βει­αν ἔ­χων μή τι γέ­νος ἀϊ­στω­θεί­η· ἐ­πει­δὴ δὲ αὐ­τοῖς ἀλ­λη­λο­φθο­ρι­ῶν δι­α­φυ­γὰς ἐ­πήρ­κε­σε, πρὸς τὰς ἐκ Δι­ὸς ὥ­ρας εὐ­μά­ρει­αν ἐ­μη­χα­νᾶ­το ἀμ­φι­εν­νὺς αὐ­τὰ πυ­κναῖς τε θρι­ξὶν καὶ στε­ρε­οῖς δέρ­μα­σιν, ἱ­κα­νοῖς μὲν ἀ­μῦ­ναι χει­μῶ­να, δυ­να­τοῖς δὲ καὶ καύ­μα­τα, καὶ εἰς εὐ­νὰς ἰ­οῦ­σιν ὅ­πως ὑ­πάρ­χοι τὰ αὐ­τὰ ταῦ­τα στρω­μνὴ οἰ­κεί­α τε καὶ αὐ­το­φυ­ὴς ἑ­κά­στῳ· καὶ ὑ­πο­δῶν τὰ μὲν ὁ­πλαῖς, τὰ δὲ [θρι­ξὶν καὶ] δέρ­μα­σιν στε­ρε­οῖς καὶ ἀ­ναί­μοις. τοὐ­ντεῦ­θεν τρο­φὰς ἄλ­λοις ἄλ­λας ἐ­ξε­πό­ρι­ζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βο­τά­νην, ἄλ­λοις δὲ δέν­δρων καρ­πούς, τοῖς δὲ ῥί­ζας· ἔ­στι δ' οἷς ἔ­δω­κεν εἶ­ναι τρο­φὴν ζῴ­ων ἄλ­λων βο­ράν· καὶ τοῖς μὲν ὀ­λι­γο­γο­νί­αν προ­σῆ­ψε, τοῖς δ' ἀ­να­λι­σκο­μέ­νοις ὑ­πὸ τού­των πο­λυ­γο­νί­αν, σω­τη­ρί­αν τῷ γέ­νει πο­ρί­ζων. 



‘Ηταν λοιπόν κάποτε μια εποχή που υπήρχαν θεοί, πλάσματα θνητά όμως δεν υπήρχαν. Και όταν ήρθε και γι’ αυτά ο ορισμένος από τη μοίρα καιρός για τη γέννησή τους, οι θεοί τα πλάθουν στο εσωτερικό της γης, αφού έκαναν μείγμα από χώμα και φωτιά και από εκείνα που μπορούν να αναμειχθούν με φωτιά και χώμα. Και όταν επρόκειτο να τα οδηγήσουν αυτά στο φως, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα και να τα εφοδιάσουν και να μοιράσουν στο καθένα ιδιότητες όπως ταιριάζει. Τότε ο Επιμηθέας ζητάει ως χάρη από τον Προμηθέα να κάνει μόνος του (ο Επιμηθέας) τη μοιρασιά· «και μόλις εγώ κάνω τη μοιρασιά», είπε, «εσύ κάνε τον έλεγχο». Και έτσι, αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά. Ενώ λοιπόν έκανε τη μοιρασιά, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς όμως ταχύτητα, ενώ τα πιο αδύναμα τα εφοδίαζε με ταχύτητα· και σε άλλα έδινε όπλα, ενώ για άλλα, επειδή τους έδινε οργανισμό χωρίς όπλα, γι’ αυτά επινοούσε κάποια άλλη ικανότητα για τη σωτηρία τους. Όσα δηλαδή από αυτά τα κάλυπτε με μικροκαμωμένο σώμα, σ’ αυτά μοίραζε φτερά για να φεύγουν ή υπόγεια κατοικία· και όσα μεγάλωνε κατά το μέγεθος, μ’ αυτό το ίδιο εξασφάλιζε τη σωτηρία τους· και τις άλλες ικανότητες τις μοίραζε κάνοντάς τα ισοδύναμα μ’ αυτόν τον τρόπο. Και επινοούσε αυτά, επειδή έπαιρνε τα μέτρα του μήπως κάποιο γένος εξαφανιστεί· και αφού τα εφοδίασε επαρκώς με όλα τα μέσα για να αποφεύγουν την αλληλοεξόντωση, σοφιζόταν διάφορα μέσα για την προσαρμοστικότητά τους στις μεταβολές του καιρού που προκαλούνται (: προέρχονται) από το Δία, ντύνοντας αυτά και με πυκνά τριχώματα και με γερά δέρματα, ικανά να αντιμετωπίσουν την κακοκαιρία αλλά κατάλληλα και για τις ζέστες, και ακόμη, όταν πηγαίνουν (αυτά) στις φωλιές τους, να χρησιμεύουν αυτά τα ίδια (: τα δέρματα) σαν στρώμα και σκέπασμα ταιριαστό και δοσμένο από τη φύση στο καθένα, και δένοντας από κάτω τα πόδια τους, άλλων με οπλές και άλλων με (τρίχωμα και) δέρματα γερά και χωρίς αίμα. Από εκεί και πέρα εξασφάλιζε τροφές διαφορετικές στο κάθε γένος, σε άλλα χορτάρι από τη γη, σε άλλα καρπούς δέντρων και σε άλλα ρίζες· σε ορισμένα από αυτά όμως επέτρεψε να είναι τροφή τους η σάρκα άλλων ζώων· και σ’ αυτά τα τελευταία έδωσε μικρή γονιμότητα, ενώ σ’ εκείνα που τρώγονταν από αυτά έδωσε μεγάλη γονιμότητα, εξασφαλίζοντας έτσι στο γένος τους τη σωτηρία.






Πλάτωνος Πρωταγόρας, ΕΝΟΤΗΤΑ 3 (321b6-322a) :
Η κλοπή της φωτιάς



ἅ­τε δὴ οὖν οὐ πά­νυ τι σο­φὸς ὢν ὁ ᾿Ε­πι­μη­θεὺς ἔ­λα­θεν αὑ­τὸν κα­τα­να­λώ­σας τὰς δυ­νά­μεις εἰς τὰ ἄ­λο­γα· λοι­πὸν δὴ ἀ­κό­σμη­τον ἔ­τι αὐ­τῷ ἦν τὸ ἀν­θρώ­πων γέ­νος, καὶ ἠ­πό­ρει ὅ­τι χρή­σαι­το. ἀ­πο­ροῦ­ντι δὲ αὐ­τῷ ἔρ­χε­ται Προ­μη­θεὺς ἐ­πι­σκε­ψό­με­νος τὴν νο­μήν, καὶ ὁ­ρᾷ τὰ μὲν ἄλ­λα ζῷ­α ἐμ­με­λῶς πά­ντων ἔ­χο­ντα, τὸν δὲ ἄν­θρω­πον γυ­μνόν τε καὶ ἀ­νυ­πό­δη­τον καὶ ἄ­στρω­τον καὶ ἄ­ο­πλον· ἤ­δη δὲ καὶ ἡ εἱ­μαρ­μέ­νη ἡ­μέ­ρα πα­ρῆν, ἐν ᾗ ἔ­δει καὶ ἄν­θρω­πον ἐ­ξι­έ­ναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀ­πο­ρί­ᾳ οὖν σχό­με­νος ὁ Προ­μη­θεὺς ἥ­ντι­να σω­τη­ρί­αν τῷ ἀν­θρώ­πῳ εὕ­ροι, κλέ­πτει ῾Η­φαί­στου καὶ ᾿Α­θη­νᾶς τὴν ἔ­ντε­χνον σο­φί­αν σὺν πυ­ρί–ἀ­μή­χα­νον γὰρ ἦν ἄ­νευ πυ­ρὸς αὐ­τὴν κτη­τήν τῳ ἢ χρη­σί­μην γε­νέ­σθαι–καὶ οὕ­τω δὴ δω­ρεῖ­ται ἀν­θρώ­πῳ. τὴν μὲν οὖν πε­ρὶ τὸν βί­ον σο­φί­αν ἄν­θρω­πος ταύ­τῃ ἔ­σχεν, τὴν δὲ πο­λι­τι­κὴν οὐκ εἶ­χεν· ἦν γὰρ πα­ρὰ τῷ Δι­ί. τῷ δὲ Προ­μη­θεῖ εἰς μὲν τὴν ἀ­κρό­πο­λιν τὴν τοῦ Δι­ὸς οἴ­κη­σιν οὐ­κέ­τι ἐ­νε­χώ­ρει εἰ­σελ­θεῖν–πρὸς δὲ καὶ αἱ Δι­ὸς φυ­λα­καὶ φο­βε­ραὶ ἦ­σαν–εἰς δὲ τὸ τῆς ᾿Α­θη­νᾶς καὶ ῾Η­φαί­στου οἴ­κη­μα τὸ κοι­νόν, ἐν ᾧ ἐ­φι­λο­τε­χνεί­την, λα­θὼν εἰ­σέρ­χε­ται, καὶ κλέ­ψας τήν τε ἔ­μπυ­ρον τέ­χνην τὴν τοῦ ῾Η­φαί­στου καὶ τὴν ἄλ­λην τὴν τῆς ᾿Α­θη­νᾶς δί­δω­σιν ἀν­θρώ­πῳ, καὶ ἐκ τού­του εὐ­πο­ρί­α μὲν ἀν­θρώ­πῳ τοῦ βί­ου γί­γνε­ται, Προ­μη­θέ­α δὲ δι­' ᾿Ε­πι­μη­θέ­α ὕ­στε­ρον, ᾗ­περ λέ­γε­ται, κλο­πῆς δί­κη με­τῆλ­θεν.


Επειδή λοιπόν ο Επιμηθέας δεν ήταν και πολύ σοφός, χωρίς να το καταλάβει εξάντλησε τις ικανότητες στα άλογα όντα· του απέμενε λοιπόν ακόμη χωρίς χαρίσματα το γένος των ανθρώπων και δε γνώριζε τι να κάνει. Κι ενώ απορούσε, έρχεται σ' αυτόν ο Προμηθέας, για να ελέγξει τη μοιρασιά, και παρατηρεί ότι τα άλλα ζώα ήταν κατάλληλα εφοδιασμένα σε όλα, ενώ ο άνθρωπος έμενε γυμνός, χωρίς υπόδεση, χωρίς στρώμα και χωρίς όπλα· και ήδη πλησίαζε η μέρα η καθορισμένη από τη μοίρα, κατά την οποία έπρεπε και ο άνθρωπος να βγει από τη γη στο φως. Επειδή λοιπόν ο Προμηθέας βρισκόταν σε απορία ποιον τρόπο σωτηρίας να βρει για τον άνθρωπο, κλέβει από τον Ήφαιστο και την Αθηνά την τεχνική γνώση μαζί με τη φωτιά -γιατί ήταν αδύνατο αυτή (: η τεχνική γνώση) χωρίς τη φωτιά να αποκτηθεί από κάποιον ή να χρησιμοποιηθεί- και έτσι τη δωρίζει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν τη γνώση που εξασφάλιζε τις υλικές του ανάγκες έτσι την απέκτησε, δεν κατείχε όμως την πολιτική γνώση· γιατί αυτή ήταν κοντά στο Δία. Στον Προμηθέα όμως δεν επιτρεπόταν πια να μπει στην ακρόπολη, την κατοικία του Δία -άλλωστε και οι φρουρές του Δία προκαλούσαν τρόμο-, μπαίνει όμως κρυφά στο κοινό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ήφαίστου, μέσα στο οποίο και οι δύο επιδίδονταν με ζήλο στην προσφιλή τους ενασχόληση, και, αφού έκλεψε και την τέχνη του Ήφαίστου που στηρίζεται στη φωτιά και την άλλη τέχνη, αυτήν της Αθηνάς, τις δωρίζει στον άνθρωπο, και έτσι απέκτησε ο άνθρωπος τα μέσα για να ζει άνετα. Αργότερα όμως, όπως λέγεται, στον Προμηθέα επιβλήθηκε, εξαιτίας του Επιμηθέα, τιμωρία για κλοπή.


Πλάτωνος Πρωταγόρας, ΕΝΟΤΗΤΑ 4 (322a-323a) :
Η πολιτική αρετή, κοινό δώρο του Δία στους ανθρώπους




  ᾿Ε­πει­δὴ δὲ ὁ ἄν­θρω­πος θεί­ας με­τέ­σχε μοί­ρας, πρῶ­τον μὲν δι­ὰ τὴν τοῦ θε­οῦ συγ­γέ­νει­αν ζῴ­ων μό­νον θε­οὺς ἐ­νό­μι­σεν, καὶ ἐ­πε­χεί­ρει βω­μούς τε ἱ­δρύ­ε­σθαι καὶ ἀ­γάλ­μα­τα θε­ῶν· ἔ­πει­τα φω­νὴν καὶ ὀ­νό­μα­τα τα­χὺ δι­ηρ­θρώ­σα­το τῇ τέ­χνῃ, καὶ οἰ­κή­σεις καὶ ἐ­σθῆ­τας καὶ ὑ­πο­δέ­σεις καὶ στρω­μνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τρο­φὰς ηὕ­ρε­το. οὕ­τω δὴ πα­ρε­σκευ­α­σμέ­νοι κα­τ' ἀρ­χὰς ἄν­θρω­ποι ᾤ­κουν σπο­ρά­δην, πό­λεις δὲ οὐκ ἦ­σαν· ἀ­πώλ­λυ­ντο οὖν ὑ­πὸ τῶν θη­ρί­ων δι­ὰ τὸ πα­ντα­χῇ αὐ­τῶν ἀ­σθε­νέ­στε­ροι εἶ­ναι, καὶ ἡ δη­μι­ουρ­γι­κὴ τέ­χνη αὐ­τοῖς πρὸς μὲν τρο­φὴν ἱ­κα­νὴ βο­η­θὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θη­ρί­ων πό­λε­μον ἐν­δε­ής –πο­λι­τι­κὴν γὰρ τέ­χνην οὔ­πω εἶ­χον, ἧς μέ­ρος πο­λε­μι­κή– ἐ­ζή­τουν δὴ ἁ­θροί­ζε­σθαι καὶ σῴ­ζε­σθαι κτί­ζο­ντες πό­λεις· ὅ­τ' οὖν ἁ­θροι­σθεῖ­εν, ἠ­δί­κουν ἀλ­λή­λους ἅ­τε οὐκ ἔ­χο­ντες τὴν πο­λι­τι­κὴν τέ­χνην, ὥ­στε πά­λιν σκε­δαν­νύ­με­νοι δι­ε­φθεί­ρο­ντο. Ζεὺς οὖν δεί­σας πε­ρὶ τῷ γέ­νει ἡ­μῶν μὴ ἀ­πό­λοι­το πᾶν, ῾Ερ­μῆν πέ­μπει ἄ­γο­ντα εἰς ἀν­θρώ­πους αἰ­δῶ τε καὶ δί­κην, ἵ­ν' εἶ­εν πό­λε­ων κό­σμοι τε καὶ δε­σμοὶ φι­λί­ας συ­να­γω­γοί. ἐ­ρω­τᾷ οὖν ῾Ερ­μῆς Δί­α τί­να οὖν τρό­πον δοί­η δί­κην καὶ αἰ­δῶ ἀν­θρώ­ποις· “Πό­τε­ρον ὡς αἱ τέ­χναι νε­νέ­μη­νται, οὕ­τω καὶ ταύ­τας νεί­μω; νε­νέ­μη­νται δὲ ὧ­δε· εἷς ἔ­χων ἰ­α­τρι­κὴν πολ­λοῖς ἱ­κα­νὸς ἰ­δι­ώ­ταις, καὶ οἱ ἄλ­λοι δη­μι­ουρ­γοί· καὶ δί­κην δὴ καὶ αἰ­δῶ οὕ­τω θῶ ἐν τοῖς ἀν­θρώ­ποις, ἢ ἐ­πὶ πά­ντας νεί­μω;”“᾿Ε­πὶ πά­ντας,” ἔ­φη ὁ Ζεύς, “καὶ πά­ντες με­τε­χό­ντων· οὐ γὰρ ἂν γέ­νοι­ντο πό­λεις, εἰ ὀ­λί­γοι αὐ­τῶν με­τέ­χοι­εν ὥ­σπερ ἄλ­λων τε­χνῶν· καὶ νό­μον γε θὲς πα­ρ' ἐ­μοῦ τὸν μὴ δυ­νά­με­νον αἰ­δοῦς καὶ δί­κης με­τέ­χειν κτεί­νειν ὡς νό­σον πό­λε­ως.” οὕ­τω δή, ὦ Σώ­κρα­τες, καὶ δι­ὰ ταῦ­τα οἵ τε ἄλ­λοι καὶ ᾿Α­θη­ναῖ­οι, ὅ­ταν μὲν πε­ρὶ ἀ­ρε­τῆς τε­κτο­νι­κῆς ᾖ λό­γος ἢ ἄλ­λης τι­νὸς δη­μι­ουρ­γι­κῆς, ὀ­λί­γοις οἴ­ο­νται με­τεῖ­ναι συμ­βου­λῆς, καὶ ἐ­άν τις ἐ­κτὸς ὢν τῶν ὀ­λί­γων συμ­βου­λεύ­ῃ, οὐκ ἀ­νέ­χο­νται, ὡς σὺ φῄς–εἰ­κό­τως, ὡς ἐ­γώ φη­μι–ὅ­ταν δὲ εἰς συμ­βου­λὴν πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς ἴ­ω­σιν, ἣν δεῖ δι­ὰ δι­και­ο­σύ­νης πᾶ­σαν ἰ­έ­ναι καὶ σω­φρο­σύ­νης, εἰ­κό­τως ἅ­πα­ντος ἀν­δρὸς ἀ­νέ­χο­νται, ὡς πα­ντὶ προ­σῆ­κον ταύ­της γε με­τέ­χειν τῆς ἀ­ρε­τῆς ἢ μὴ εἶ­ναι πό­λεις. αὕ­τη, ὦ Σώ­κρα­τες, τού­του αἰ­τί­α.
Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος πήρε μέρος στη θεϊκή φύση, πρώτα πρώτα αυτός μόνο από όλα τα ζωντανά πλάσματα πίστεψε σε θεούς, λόγω της συγγένειάς του με το Θεό, και προσπαθούσε να καθιερώνει (:ιδρύει) βωμούς και αγάλματα θεών· έπειτα, γρήγορα ανακάλυψε με την τέχνη του φθόγγους και λέξεις και βρήκε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και στρωσίδια και τις τροφές από τη γη. Με αυτά τα μέσα, λοιπόν, εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι, και πόλεις δεν υπήρχαν· αφανίζονταν λοιπόν από τα θηρία, γιατί από κάθε άποψη ήταν πιο αδύναμοι από αυτά, και οι τεχνικές γνώσεις τούς βοηθούσαν βέβαια ικανοποιητικά για την ανεύρεση τροφής, ήταν όμως ανεπαρκείς για τον πόλεμο με τα θηρία —γιατί δεν κατείχαν ακόμη την τέχνη για την οργάνωση μιας πολιτείας, της οποίας μέρος είναι η πολεμική τέχνη—· ένιωθαν λοιπόν την ανάγκη να συγκεντρώνονται (: συναθροίζονται) και να εξασφαλίζουν τη σωτηρία τους κτίζοντας πόλεις· όταν λοιπόν συγκεντρώνονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή δεν κατείχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι διασκορπίζονταν και καταστρέφονταν. Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μήπως αφανισθεί εντελώς, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους το σεβασμό και τη δικαιοσύνη, για να αποτελέσουν την αρμονία των πόλεων και δεσμούς συνεκτικούς της φιλίας. Ρωτάει λοιπόν ο Ερμής το Δία με ποιο τρόπο, τέλος πάντων, να δώσει τη δικαιοσύνη και το σεβασμό στους ανθρώπους· «Με ποιον από τους δύο τρόπους, όπως έχουν μοιραστεί οι τέχνες, έτσι να μοιράσω και αυτές; Και έχουν μοιραστεί ως εξής: ένας που κατέχει την ιατρική είναι αρκετός για (να θεραπεύσει) πολλούς απλούς πολίτες, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες·  και τη δικαιοσύνη λοιπόν και το σεβασμό με τον ίδιο τρόπο να τα εγκαταστήσω (:βάλω) μέσα στους ανθρώπους ή να τα μοιράσω σε όλους;».  «Σε όλους», είπε ο Δίας, «και όλοι να συμμετέχουν σε αυτά· γιατί δε θα υπάρχουν πόλεις, αν λίγοι έχουν συμμετοχή σ’αυτά, όπως ακριβώς στις άλλες τέχνες· και μάλιστα θέσπισε ένα νόμο εκ μέρους μου, να θανατώνουν σαν νοσηρό στοιχείο της πόλης αυτόν που δεν μπορεί να έχει συμμετοχή στο σεβασμό και στη δικαιοσύνη». ‘Ετσι λοιπόν, Σωκράτη, και γι’ αυτούς τους λόγους τόσο οι άλλοι όσο και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται συζήτηση για θέμα σχετικό με την οικοδομική ικανότητα ή για κάποια άλλη τεχνική ικανότητα, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να δίνουν συμβουλή, και αν κάποιος που είναι έξω από αυτούς τους λίγους (:δεν ανήκει σε αυτό΄ς τους λίγους) επιχειρεί να δίνει συμβουλές, δεν τον δέχονται, όπως λες εσύ, —σωστά (δεν τον δέχονται), όπως λέω εγώ—· όταν όμως πηγαίνουν σε σύσκεψη για ζήτημα πολιτικής αρετής, η οποία πρέπει να διέπεται ολόκληρη από δικαιοσύνη και σωφροσύνη, ορθά δέχονται κάθε άνθρωπο, επειδή, κατά τη γνώμη τους, αρμόζει στον καθένα να έχει μερίδιο σ’ αυτήν την αρετή, γιατί αλλιώς δεν είναι δυνατό να υπάρχουν πολιτείες. Αυτή, Σωκράτη, είναι η αιτία αυτού του πράγματος.




Πλάτωνος Πρωταγόρας, ΕΝΟΤΗΤΑ 5 (323a-e):
Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων


     ῞Ι­να δὲ μὴ οἴ­ῃ ἀ­πα­τᾶ­σθαι ὡς τῷ ὄ­ντι ἡ­γοῦ­νται πά­ντες ἄν­θρω­ποι πά­ντα ἄν­δρα με­τέ­χειν δι­και­ο­σύ­νης τε καὶ τῆς ἄλ­λης πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς, τό­δε αὖ λα­βὲ τε­κμή­ρι­ον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλ­λαις ἀ­ρε­ταῖς, ὥ­σπερ σὺ λέ­γεις, ἐ­άν τις φῇ ἀ­γα­θὸς αὐ­λη­τὴς εἶ­ναι, ἢ ἄλ­λην ἡ­ντι­νοῦν τέ­χνην ἣν μή ἐ­στιν, ἢ κα­τα­γε­λῶ­σιν ἢ χα­λε­παί­νου­σιν, καὶ οἱ οἰ­κεῖ­οι προ­σι­ό­ντες νου­θε­τοῦ­σιν ὡς μαι­νό­με­νον· ἐν δὲ δι­και­ο­σύ­νῃ καὶ ἐν τῇ ἄλ­λῃ πο­λι­τι­κῇ ἀ­ρε­τῇ, ἐ­άν τι­να καὶ εἰ­δῶ­σιν ὅ­τι ἄ­δι­κός ἐ­στιν, ἐ­ὰν οὗ­τος αὐ­τὸς κα­θ' αὑ­τοῦ τἀ­λη­θῆ λέ­γῃ ἐ­να­ντί­ον πολ­λῶν, ὃ ἐ­κεῖ σω­φρο­σύ­νην ἡ­γοῦ­ντο εἶ­ναι, τἀ­λη­θῆ λέ­γειν, ἐ­νταῦ­θα μα­νί­αν, καί φα­σιν πά­ντας δεῖν φά­ναι εἶ­ναι δι­καί­ους, ἐ­ά­ντε ὦ­σιν ἐ­ά­ντε μή, ἢ μαί­νε­σθαι τὸν μὴ προ­σποι­ού­με­νον [δι­και­ο­σύ­νην]· ὡς ἀ­να­γκαῖ­ον οὐ­δέ­να ὅ­ντι­ν' οὐ­χὶ ἁ­μῶς γέ πως με­τέ­χειν αὐ­τῆς, ἢ μὴ εἶ­ναι ἐν ἀν­θρώ­ποις. ῞Ο­τι μὲν οὖν πά­ντ' ἄν­δρα εἰ­κό­τως ἀ­πο­δέ­χο­νται πε­ρὶ ταύ­της τῆς ἀ­ρε­τῆς σύμ­βου­λον δι­ὰ τὸ ἡ­γεῖ­σθαι πα­ντὶ με­τεῖ­ναι αὐ­τῆς, ταῦ­τα λέ­γω· ὅ­τι δὲ αὐ­τὴν οὐ φύ­σει ἡ­γοῦ­νται εἶ­ναι οὐ­δ' ἀ­πὸ τοῦ αὐ­το­μά­του, ἀλ­λὰ δι­δα­κτόν τε καὶ ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας πα­ρα­γί­γνε­σθαι ᾧ ἂν πα­ρα­γί­γνη­ται, τοῦ­τό σοι με­τὰ τοῦ­το πει­ρά­σο­μαι ἀ­πο­δεῖ­ξαι. ὅ­σα γὰρ ἡ­γοῦ­νται ἀλ­λή­λους κα­κὰ ἔ­χειν ἄν­θρω­ποι φύ­σει ἢ τύ­χῃ, οὐ­δεὶς θυ­μοῦ­ται οὐ­δὲ νου­θε­τεῖ οὐ­δὲ δι­δά­σκει οὐ­δὲ κο­λά­ζει τοὺς ταῦ­τα ἔ­χο­ντας, ἵ­να μὴ τοι­οῦ­τοι ὦ­σιν, ἀλ­λ' ἐ­λε­οῦ­σιν· οἷ­ον τοὺς αἰ­σχροὺς ἢ σμι­κροὺς ἢ ἀ­σθε­νεῖς τίς οὕ­τως ἀ­νό­η­τος ὥ­στε τι τού­των ἐ­πι­χει­ρεῖν ποι­εῖν; ταῦ­τα μὲν γὰρ οἶ­μαι ἴ­σα­σιν ὅ­τι φύ­σει τε καὶ τύ­χῃ τοῖς ἀν­θρώ­ποις γί­γνε­ται, τὰ κα­λὰ καὶ τἀ­να­ντί­α τού­τοις· ὅ­σα δὲ ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας καὶ ἀ­σκή­σε­ως καὶ δι­δα­χῆς οἴ­ο­νται γί­γνε­σθαι ἀ­γα­θὰ ἀν­θρώ­ποις, ἐ­άν τις ταῦ­τα μὴ ἔ­χῃ, ἀλ­λὰ τἀ­να­ντί­α τού­των κα­κά, ἐ­πὶ τού­τοις που οἵ τε θυ­μοὶ γί­γνο­νται καὶ αἱ κο­λά­σεις καὶ αἱ νου­θε­τή­σεις. ὧν ἐ­στιν ἓν καὶ ἡ ἀ­δι­κί­α καὶ ἡ ἀ­σέ­βει­α καὶ συλ­λή­βδην πᾶν τὸ ἐ­να­ντί­ον τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­ρε­τῆς·

 
  Και για να μη νομίζεις πως εξαπατάσαι ως προς το ότι πραγματικά όλοι οι άνθρωποι θεωρούν πως κάθε άνθρωπος συμμετέχει και στη δικαιοσύνη και σε κάθε άλλη πολιτική αρετή, πάρε το εξής πάλι ως απόδειξη. Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως λες εσύ, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία όμως δεν είναι, τον περιγελούν ή θυμώνουν μαζί του, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός· στη δικαιοσύνη όμως και στις άλλες πολιτικές αρετές, κι αν ακόμη ξέρουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς άλλους, εκείνο το οποίο θεωρούσαν στην πρώτη περίπτωση (:στις άλλες ικανότητες) πως είναι σωφροσύνη, να λέει δηλαδή κάποιος την αλήθεια, στη δεύτερη περίπτωση (:στη δικαιοσύνη και στις άλλες πολιτικές αρετές) το θεωρούν τρέλα και ισχυρίζονται ότι πρέπει όλοι να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, ειδεμή λένε ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι είναι δίκαιος· γιατί είναι ανάγκη ο καθένας, χωρίς εξαίρεση, να συμμετέχει οπωσδήποτε σ’ αυτήν ή, αλλιώς, να μην έχει θέση ανάμεσα στους ανθρώπους. 
Για το ότι λοιπόν εύλογα δέχονται (και οι άλλοι και οι Αθηναίοι) κάθε άνθρωπο ως σύμβουλο γι’ αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν συμμετοχή σ’ αυτήν, αυτά τα επιχειρήματα φέρνω· ότι όμως νομίζουν πως αυτή δεν είναι έμφυτη ούτε από κάποια τυχαία αιτία, αλλά ότι μπορεί να διδαχθεί και ότι γίνεται κτήμα ύστερα από φροντίδες, σε όποιον γίνεται κτήμα, αυτό θα προσπαθήσω στη συνέχεια να σου αποδείξω. Γιατί για όσα ελαττώματα έχουν τη γνώμη οι άνθρωποι, ο ένας για τον άλλο, ότι τα έχουν από τη φύση ή την τύχη, κανείς δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους έχουν αυτά, για να μην είναι τέτοιοι, αλλά τους ευσπλαχνίζονται (όλοι)· για παράδειγμα τους άσχημους, τους μικρόσωμους ή τους αδύναμους ποιος θα ήταν τόσο ανόητος, ώστε να προσπαθεί να τους κάνει κάτι από αυτά; Γιατί ξέρουν, νομίζω, ότι από τη φύση και τυχαία συμβαίνουν στους ανθρώπους αυτά, δηλαδή και τα προτερήματα και τα αντίθετά τους· όσα όμως προτερήματα νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι με φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία, αν κανείς δεν τα έχει αυτά, αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις βέβαια προκαλούνται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές. Απ’ αυτά (τα ελαττώματα) ένα είναι και η αδικία και η ασέβεια και, γενικά, καθετί το αντίθετο προς την πολιτική αρετή.




Πλάτωνος Πρωταγόρας, ΕΝΟΤΗΤΑ 6 (324a-c):  Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως απόδειξη του διδακτού της αρετής


ἔν­θα δὴ πᾶς πα­ντὶ θυ­μοῦ­ται καὶ νου­θε­τεῖ, δῆ­λον ὅ­τι ὡς ἐξ ἐ­πι­με­λεί­ας καὶ μα­θή­σε­ως κτη­τῆς οὔ­σης. εἰ γὰρ ἐ­θέ­λεις ἐν­νο­ῆ­σαι τὸ κο­λά­ζειν, ὦ Σώ­κρα­τες, τοὺς ἀ­δι­κοῦ­ντας τί πο­τε δύ­να­ται, αὐ­τό σε δι­δά­ξει ὅ­τι οἵ γε ἄν­θρω­ποι ἡ­γοῦ­νται πα­ρα­σκευ­α­στὸν εἶ­ναι ἀ­ρε­τήν. οὐ­δεὶς γὰρ κο­λά­ζει τοὺς ἀ­δι­κοῦ­ντας πρὸς τού­τῳ τὸν νοῦν ἔ­χων καὶ τού­του ἕ­νε­κα, ὅ­τι ἠ­δί­κη­σεν, ὅ­στις μὴ ὥ­σπερ θη­ρί­ον ἀ­λο­γί­στως τι­μω­ρεῖ­ται· ὁ δὲ με­τὰ λό­γου ἐ­πι­χει­ρῶν κο­λά­ζειν οὐ τοῦ πα­ρε­λη­λυ­θό­τος ἕ­νε­κα ἀ­δι­κή­μα­τος τι­μω­ρεῖ­ται–οὐ γὰρ ἂν τό γε πρα­χθὲν ἀ­γέ­νη­τον θεί­η–ἀλ­λὰ τοῦ μέλ­λο­ντος χά­ριν, ἵ­να μὴ αὖ­θις ἀ­δι­κή­σῃ μή­τε αὐ­τὸς οὗ­τος μή­τε ἄλ­λος ὁ τοῦ­τον ἰ­δὼν κο­λα­σθέ­ντα. καὶ τοι­αύ­την δι­ά­νοι­αν ἔ­χων δι­α­νο­εῖ­ται παι­δευ­τὴν εἶ­ναι ἀ­ρε­τήν· ἀ­πο­τρο­πῆς γοῦν ἕ­νε­κα κο­λά­ζει. ταύ­την οὖν τὴν δό­ξαν πά­ντες ἔ­χου­σιν ὅ­σοι­περ τι­μω­ροῦ­νται καὶ ἰ­δί­ᾳ καὶ δη­μο­σί­ᾳ. τι­μω­ροῦ­νται δὲ καὶ κο­λά­ζο­νται οἵ τε ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι οὓς ἂν οἴ­ω­νται ἀ­δι­κεῖν, καὶ οὐχ ἥ­κι­στα ᾿Α­θη­ναῖ­οι οἱ σοὶ πο­λῖ­ται· ὥ­στε κα­τὰ τοῦ­τον τὸν λό­γον καὶ ᾿Α­θη­ναῖ­οί εἰ­σι τῶν ἡ­γου­μέ­νων πα­ρα­σκευ­α­στὸν εἶ­ναι καὶ δι­δα­κτὸν ἀ­ρε­τήν. ὡς μὲν οὖν εἰ­κό­τως ἀ­πο­δέ­χο­νται οἱ σοὶ πο­λῖ­ται καὶ χαλ­κέ­ως καὶ σκυ­το­τό­μου συμ­βου­λεύ­ο­ντος τὰ πο­λι­τι­κά, καὶ ὅ­τι δι­δα­κτὸν καὶ πα­ρα­σκευ­α­στὸν ἡ­γοῦ­νται ἀ­ρε­τήν, ἀ­πο­δέ­δει­κταί σοι, ὦ Σώ­κρα­τες, ἱ­κα­νῶς, ὥς γέ μοι φαί­νε­ται.


Σ’ αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, επειδή δηλαδή κατά τη γνώμη του (η αρετή) μπορεί να αποκτηθεί με φροντίδα και μάθηση. Γιατί αν θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις ποια σημασία έχει επιτέλους να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν, αυτό το ίδιο (: τό κολάζειν) θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν ότι η αρετή είναι πράγμα που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σ’ αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή αδίκησε, εκτός αν κάποιος τιμωρεί χωρίς λογική, όπως ακριβώς ένα θηρίο· και αυτός που επιχειρεί να τιμωρεί σύμφωνα με τη λογική δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει γίνει στο παρελθόν —γιατί αυτό που έγινε δεν μπορεί να το κάνει να μην έχει γίνει— αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε κάποιος άλλος που είδε αυτόν να τιμωρείται. Και επειδή έχει τέτοια σκέψη, πιστεύει ότι η αρετή είναι δυνατό να διδαχθεί· οπωσδήποτε τιμωρεί για να μην επαναληφθεί στο μέλλον (η διάπραξη του αδικήματος). Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όλοι όσοι, βέβαια, τιμωρούν (για να βρουν το δίκιο τους) και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Τιμωρούν λοιπόν για να βρουν το δίκιο τους και για να διορθώσουν όποιους τυχόν νομίζουν ότι αδικούν και οι άλλοι άνθρωποι και προπάντων οι Αθηναίοι, σι συμπολίτες σου· επομένως, σύμφωνα μ’ αυτόν το συλλογισμό και οι Αθηναίοι είναι από εκείνους που θεωρούν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί. ‘Οτι λοιπόν δικαιολογημένα δέχονται οι συμπολίτες σου και το χαλκιά και τον τσαγκάρη να τους συμβουλεύει για τα πολιτικά και ότι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να διδαχθεί και να αποκτηθεί, σου το έχω αποδείξει, Σωκράτη, αρκετά, όπως τουλάχιστον μου φαίνεται.







Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)