Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης - Αρχίλοχος - Εισαγωγή, αρχαία ποιήματα και μεταφράσεις, λεξιλόγιο, ερμηνευτικά σχόλια, παράλληλο ποίημα - Β' Λυκείου Κατεύθυνσης

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Αρχίλοχος
1. Εισαγωγικά
2. οὐ φιλέω μέγαν
3. ἀσπίδι μὲν
4. θυμέ, θύμ'
5. Tοῖς θεοῖς
5. Σχόλια
7. Και ένα ακόμα ποίημα


Εισαγωγικά
Βίος
Tόπος. Xρόνος.
Οι περισσότεροι μελετητές, βασισμένοι σε εσωτερικές μαρτυρίες, όπως είναι η αναφορά στον Γύγη (687-652, βλ. απόσπ. 19W), τα βάσανα των Mαγνησίων (650) και η έκλειψη ηλίου του 648, τον χρονολογούν στο πρώτο μισό του έβδομου αιώνα.

O Παριανός ποιητής προερχόταν από σημαίνουσα οικογένεια. O παππούς του, Tέλλης, συνδεόταν με τη μεταφορά της λατρείας της Δήμητρας στη Θάσο, ενώ ο πατέρας του, Tελεσικλής, θεωρείται ότι οδήγησε εκεί μια αποικία της Πάρου. O Αρχίλοχος υπηρέτησε στη Θάσο ως στρατιώτης, πιθανόν μισθοφόρος. Αργότερα, υπερασπίστηκε την Πάρο ενάντια στις επιθέσεις από τη γειτονική Nάξο. Λένε ότι έχασε τη ζωή του σε μια από αυτές τις συγκρούσεις από κάποιο Nάξιο που λεγόταν Kαλώνδας.

Γλώσσα. Έργο.
Ενώ λεκτικά βασίζεται κατά πολύ στο έπος, αισθητή είναι επίσης η παρουσία μιας σειράς νεότερων λέξεων και ιδιωματισμών. Τα περισσότερα σωζόμενα ποιήματά του είναι ολιγόστιχα και εμφανίζουν μεγάλη μετρική ποικιλία. Πρόκειται για ελεγειακά δίστιχα, ιαμβικά τρίμετρα, τροχαϊκά τετράμετρα, επωδούς και άλλους στροφικούς συνδυασμούς.

Τα θέματά του ήταν συχνά ερωτικά, συμποτικά, πολιτικά. O Αρχίλοχος, κεντρική φυσιογνωμία της λογοτεχνίας του έβδομου αιώνα και για τους αρχαίους ίσος με τον Όμηρο, υπήρξε ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ιαμβικής ποίησης. Στο έργο του εκφράζει την «ἀμηχανία» του εφήμερου ανθρώπου μπροστά στην παντοδυναμία των Θεών, αναγνωρίζει τον αιώνιο νόμο της εναλλαγής που κυβερνά τον κόσμο, ενώ από τον πόλεμο αφαιρεί κάθε στοιχείο μεγαλοπρέπειας, απεικονίζοντας με ρεαλισμό μόνο την αβεβαιότητα και την αθλιότητά του. Με την ποίηση του Αρχίλοχου συντελείται η πρώτη λυρική ανατροπή του ηρωϊκού ιδεώδους.



3. οὐ φιλέω μέγαν (D60, 114W)
οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ΄ ὑπεξυρημένον͵
ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν
ῥοικός͵ ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί͵ καρδίης πλέως.

μετάφραση 1
Δε μου αρέσει ο στρατηγός που είναι ψηλός
και κάνει δρασκελιές μεγάλες, που περηφανεύεται
για τις πλεξούδες του και φιλάρεσκα ξυρίζει το γένι του.
Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη
κι αν είναι στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται
γερά στα πόδια του και να το λέει η καρδιά του.
                 Δ. Iακώβ

μετάφραση 2
Στρατηγό ψηλό δεν θέλω, που ν' ανοίγει τόσα σκέλη,
να 'χει χτένισμα της ώρας, ξούρισμα και μυρωδιά.
κάλλια να 'ν' κοντός για μένα, στραβοκάνης όσο θέλει,
μα στα πόδια του να στέκει άσειστος, όλο καρδιά.
                 Σ. Mενάρδος

Λεξιλόγιο
1. διαπεπλιγμένον: διαπλίσσομαι= στέκομαι ή περπατώ με ανοικτά τα πόδια.
2. γαῦρον: γαῦρος, -ον= καυχώμενος, περήφανος για κάτι.
2. ὑπεξυρημένον: μετοχή παρακειμένου του ὑποξυράω ή ὑποξυρέω (-έομαι)= ξυρίζω λίγο τα γένεια.
4. ῥοικός, -ή -όν= στραβός.
4. ποσσί(ν) (επικός τύπος)= ποσί(ν)· δοτική πληθυντικού του ουσιαστικού πούς, ὁ.
4. πλέως (αττικός τύπος)= πλέος (ιωνικός τύπος)· πλέως, -έα, -ων= γεμάτος από.
4. καρδίης (ιωνικός τύπος)= καρδίας.
4. καρδίης πλέως: γεμάτος καρδιά, γεμάτος θάρρος. Εδώ για πρώτη φορά χρησιμοποιείται η λέξη καρδίη όχι μόνο ως όργανο του σώματος, αλλά και για να δηλώσει το ψυχικό περιεχόμενο που διαχέεται στον άνθρωπο από την καρδιά.



4. ἀσπίδι μὲν (D6, 5W)
ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται͵ ἣν παρὰ θάμνωι͵
ἔντος ἀμώμητον͵ κάλλιπον οὐκ ἐθέλων·
αὐτὸν δ΄ ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη;
ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.

μετάφραση 1
Kάποιος Σάιος καμαρώνει με την ασπίδα
που αθέλητά μου άφησα πλάι σ' ένα θάμνο,
όπλο χωρίς ψεγάδι. Ωστόσο το κεφάλι μου το
γλίτωσα. Tι με μέλει εκείνη η ασπίδα; Γρήγορα
θ' αποχτήσω μιαν άλλη, διόλου χειρότερη.
                 INK

μετάφραση 2
Με την ασπίδα απ' τους Σαΐους κάποιος θ' αγάλλεται·
στα θάμνα, αρματωσιά λαμπρή, την πέταξα άθελά μου.
Φτάνει που σώθηκα. Για την ασπίδα εκείνη νοιάζομαι;
Ώρα καλή της! Θ' αποχτήσω άλλη λαμπρότερη.
                 Γ. Δάλλας

Λεξιλόγιο
Το θέμα του ριψάσπιδος πολεμιστή απαντά και σε άλλους ποιητές όπως είναι ο Αλκαίος, ο Ανακρέοντας και ο Oράτιος. Μολονότι είναι δύσκολο να καθορισθεί εάν πρόκειται για προσωπικό βίωμα, στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο ποιητής ηχεί τραγικά αληθινός: στο δίλημμα ζωή ή θάνατος ο Αρχίλοχος απαντά διαφορετικά από τους ήρωες του έπους που πέθαιναν για το κλέος. Ύψιστο χρέος πλέον η σωτηρία της ζωής.

1. Σάιοι: Θρακικά φύλα, ίσως οι λεγόμενοι Kίκωνες.
1. ἀγάλλεται: ἀγάλλομαι (ομηρικό)= α) χαίρομαι· β) θριαμβολογώ.
2. ἔντος, τό= όπλο. Aποκλειστική η χρήση της λέξης στην επική και λυρική ποίηση. O ενικός αριθμός απαντά μόνο στον Aρχίλοχο. Συνηθέστερος τύπος: ἔντεα, -ων, τά.
2. ἀμώμητον: ἀμώμητος, -ον (πβ. μωμάομαι= ψέγω)= άμεμπτος, αψεγάδιαστος έξοχος. H λέξη ομηρική. Παράλληλος τύπος: ἀμύμων.
2. κάλλιπον (επικός τύπος)= κατέλιπον. O αναύξητος αυτός αόριστος σχηματίζεται με αποκοπή της πρόθεσης κατά και αφομοίωση του τελικού συμφώνου της (<κατ(α)-λιπον)· καταλείπω= α) εγκαταλείπω· β) κληροδοτώ.
2. οὐκ ἐθέλων: συχνή ομηρική διατύπωση στο τέλος ημιστιχίου.
2. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ ολόκληρος ο στίχος 2 αποτελείται από ομηρικές διατυπώσεις, καινοτομεί ως προς την αντιηρωϊκή αντίληψη που εκφράζει.
3. ἐξεσάωσα: αόριστος του ἐκσαόω· ἐκσαόω (επικός τύπος)= ἐκσῴζω= γλιτώνω, προφυλάσσω από μεγάλο κίνδυνο.
3. O επικός αόριστος ἐξεσάωσα παραπέμπει ηχητικά στον τύπο Σαΐων του στίχου 1. Σκόπιμη ειρωνεία.
4. ἐρρέτω (ομηρικός τύπος): ας χαθεί, ας πάει στο καλό· γ' πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα του ρήματος ἔρρω= χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι (ἔρρω, ἔρρήσω, ἤρρησα, ἤρρηκα).
4. ἐξαῦτις (επικός τύπος)= ἐξαῦθις= πάλι, εκ νέου.
4. κακίω: κακίονα.
4. οὐ κακίω: ἀμείνονα. Σχήμα λιτότητας.
4. κτήσομαι: θα αποκτήσω (κτάομαι, -ῶμαι, [ἐκτώμην], κτήσομαι και κεκτήσομαι, ἐκτησάμην, κέκτημαι και ἔκτημαι).


6. θυμέ, θύμ' (D67a, 128W)
θυμέ͵ θύμ΄͵ ἀμηχάνοισι κήδεσιν κυκώμενε͵
†ἀναδευ δυσμενῶν δ΄ ἀλέξεο προσβαλὼν ἐναντίον
στέρνον † ἐνδοκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς
ἀσφαλέως· καὶ μήτε νικέων ἀμφάδην ἀγάλλεο͵
5 μηδὲ νικηθεὶς ἐν οἴκωι καταπεσὼν ὀδύρεο͵
ἀλλὰ χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα
μὴ λίην͵ γίνωσκε δ΄ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει.

μετάφραση 1
Kαρδιά, καρδιά μου, που σε ταράζουν αγιάτρευτες
συμφορές, μάζεψε τις δυνάμεις σου κι αντιμετώπισε
τον εχθρό προτάσσοντας τα στήθη σου. Mε
σταθερότητα δέξου τον αγώνα με τον εχθρό σώμα
με σώμα. Aν νικήσεις μη δείξεις τη χαρά σου
δημόσια κι αν νικηθείς μη ριχτείς στο πάτωμα του
σπιτιού σου κλαίγοντας. Nα χαίρεσαι στη χαρά και να
λυπάσαι στη λύπη, αλλά όχι υπερβολικά. Προσπάθησε
να καταλάβεις το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους.
                 Δ. Iακώβ

μετάφραση 2
Ω, ψυχή κατατρεγμένη, πάρε θάρρος τρομερό,
για να διώξεις τους εχθρούς σου, βάλ' τα στήθη σου μπροστά,
στο δικό τους το αντιστύλι πόδι πάτησε γερό
και μήτ' αν νικήσεις, γέλα φανερά,προκλητικά,
μήτ' αν νικηθείς, οδύρου μες στο σπίτι σου σκυφτός.
Mα για τα καλά σου χαίρου και λυπού για τα κακά
με το μέτρο! Ξεύρε πάντα πως ο κόσμος είν' αυτός.
                 Σ. Μενάρδος

Λεξιλόγιο
1. θυμέ: θυμός, ὁ= ψυχή.
1. κήδεσιν: κῆδος, -εος, τό= α) φροντίδα, έγνοια· β) θλίψη, συμφορά.
1. ἀμηχάνοισι (επικός τύπος)= ἀμηχάνοις.
1. κυκώμενε: κυκάω= α) ταράσσω, συγχέω· β) ανακατεύω, αναμιγνύω.
2. ἀναδευ: για τον ακατανόητο αυτόν τύπο που παραδίδεται έχει προταθεί η διόρθωση ἄνα δέ= ἀνάστηθι.
2. δυσμενῶν: δυσμενής, -ές= εχθρικός. H γενική πληθυντικού δυσμενῶν συνάπτεται στο ἐναντίον.
2. ἀλέξεο (ασυναίρετος ιωνικός τύπος)= ἀλέξου (προστακτική ενεστώτα μέσης φωνής του ρήματος ἀλέξω= αποτρέπω, διώχνω).
3. ἐνδοκοισιν= ἐν δοκοῖς· δοκός, ἡ (δέχομαι)= α) ενέδρα, παγίδα (εδώ)· β) δοκάρι.
4. ἀμφάδην (επίρρημα)= ἀμφαδόν (ομηρικό)· αντί: ἀναφανδόν= δημόσια, φανερά.
6. χαρτοῖσιν: χαρτός, ή, όν(πβ. χαίρω)= χαρμόσυνος, χαρούμενος.
6. χαρτοῖσιν - κακοῖσιν: και τα δύο επέχουν θέση ουσιαστικού, δηλαδή: οι χάρες - οι συμφορές.
6. ἀσχάλα (ομηρικό)= προστακτική του ρήματος ἀσχαλάω, -ῶ= λυποῦμαι, θλίβομαι.
7. μὴ λίην: πβ. τη ρήση μηδέν ἄγαν· λίην (επικός ιωνικός τύπος)= λίαν= υπερβολικά.
7. ῥυσμός (ιωνικός τύπος)= ῥυθμός, ὁ (ανετυμολόγητος τύπος· η σύνδεση με το ῥέω είναι πλέον ξεπερασμένη). H λέξη εκφράζει εδώ έναν υπέρτατο νόμο: το μεταβλητό, την ρευστότητα και την αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων. ἡ τῆς κινήσεως τάξις (Πλάτων, Nόμοι 665α).


9. Tοῖς θεοῖς (D58, 130W)
Τοῖς θεοῖς† τ΄ εἰθεῖάπάντα†· πολλάκις μὲν ἐκ κακῶν
ἄνδρας ὀρθοῦσιν μελαίνηι κειμένους ἐπὶ χθονί͵
πολλάκις δ΄ ἀνατρέπουσι καὶ μάλ΄ εὖ βεβηκότας
ὑπτίους͵ κείνοις δ΄ ἔπειτα πολλὰ γίνεται κακά͵
καὶ βίου χρήμηι πλανᾶται καὶ νόου παρήορος.

μετάφραση 1
Για τους θεούς όλα είναι εύκολα: συχνά ανορθώνουν
τον άνθρωπο που κείτεται στη μαύρη γη από τα
δεινά· συχνά ξαπλώνουν ανάσκελα έναν άλλο, αν
και προχωρούσε με σταθερό βήμα. Aυτόν τον βρίσκει
μεγάλη δυστυχία και τριγυρνά φτωχός και με
το νου του σαλεμένο.
                 Δ. Iακώβ

μετάφραση 2
Σ' όλα στηρίξου στους θεούς· εκείνοι αναστυλώνουν
όσους στη γη τη μελανή πανάθλιοι σέρνονται,
ρίχνουν τ' ανάσκελα τους πριν καλοστεκάμενους
κι ακολουθούν μύρια δεινά· πλανάται ο άνθρωπος
ψωμί λιμάζοντας, με τα μυαλά του αλαλιασμένα.
                 Γ. Δάλλας

Λεξιλόγιο
1. O στίχος παρουσιάζει προβλήματα, διότι η παράδοση του κειμένου δεν ικανοποιεί.
1. ἰθύς (επικός και ιωνικός τύπος)= εὐθύς, -εῖα, -ύ= ευθύς, απλός, άμεσος.
2. ὀρθοῦσιν: ὀρθόω= ορθώνω, στήνω, σηκώνω· (εδώ) επαναφέρω στην υγεία, στην ευτυχία.
2. μελαίνηι: μέλας, μέλαινα, μέλαν= μαύρος, σκοτεινός.
2. χθονί: χθών, χθονός, ἡ (ποιητικός τύπος)= η γη.
3. ἀνατρέπουσι: ἀνατρέπω= ανατρέπω, (εδώ) καταστρέφω.
4. ὑπτίους: ὕπτιος, -α, -ον= ξαπλωμένος ανάσκελα, πεσμένος με την πλάτη στη γη (αντίθετο: πρηνής).
5. βίου: βίος, -ου, ὁ= (εδώ) τα προς το ζην, τα απαραίτητα αγαθά.
5. χρήμηι (ιωνικός τύπος)= χρείᾳ· χρήμη, ἡ= χρεία= ανάγκη, έλλειψη, φτώχεια.
5. πλανᾶται: πλανάομαι, -ῶμαι= περιφέρομαι, περιπλανιέμαι.
5. νόου: νόος, νόου, ὁ= νοῦς (αττικός τύπος)= μυαλό, πνεύμα, νους, λογική.
5. παρήορος, -ον (επικός και ιωνικός τύπος, < παραείρω)= παράορος (αττικός και δωρικός τύπος) ενωμένος ή κρεμασμένος στο πλάι, (μτφ.) παράλογος.
5. νόου παρήορος= παραλογισμένος, ανισόρροπος.


Σχόλια
I. H επαναστατημένη ποίηση του Αρχίλοχου και η εξέγερσή του εναντίον των παραδοσιακών αξιών δεν εξηγείται με απλή αναφορά στη διπλή προέλευσή του ―ήταν νόθος γιος ενός αριστοκράτη και μιας δούλης. Το επάγγελμα που άσκησε ο Αρχίλοχος, μισθοφόρος στρατιώτης-ποιητής ―αν οι σχετικοί στίχοι αποτελούν βιογραφικό στοιχείο― είναι ένας νέος επαγγελματικός συνδυασμός, προϊόν των νέων ιστορικών συνθηκών· ούτε όμως κι αυτό εξηγεί τη ριζική αλλαγή ποιητικής πλεύσης. Γενικά, η ιστορική και η βιογραφική πλάνη ελλοχεύει ως ο μεγαλύτερος κίνδυνος παρεξήγησης των στίχων του Αρχίλοχου. Είναι πολύ ασφαλέστερο, παραμερίζοντας τους εξωγραμματειακούς παράγοντες, να μείνουμε στον χώρο της ποίησης: ο διάλογος (στην περίπτωση αυτή αντίλογος) με τον Όμηρο αποκαλύπτει αρκετά από τα μυστικά που κρύβει η ποίηση αυτή.

Το απ. 3 βάλλει εναντίον του δόγματος περί "ενότητας των αρετών στο ίδιο πρόσωπο" που χαρακτήριζε το ομηρικό έπος.

Το απ. 4 έρχεται σε αντίθεση προς το ιδεώδες του ηρωικού κλέους (και της παραγόμενης υστεροφημίας) ως ρυθμιστή της ζωής και του θανάτου για τον ομηρικό ήρωα της Iλιάδας.

6-7: Tλημοσύνη ονομάζεται το αντίδοτο στις αλλαγές (κυρίως στις συμφορές) ― η αρετή αυτή είναι περισσότερο οδυσσειακή (δηλαδή του νεότερου μεταπολεμικού έπους) παρά ιλιαδική (δηλαδή της παλαιότερης ηθικής της Iλιάδας). Tο περιεχόμενο της τλημοσύνης, όπως αυτό προκύπτει μέσα από τη συμπεριφορά του κορυφαίου ήρωα στα επεισόδια και στις περιπέτειες της Οδύσσειας αποκαλύπτεται ως η σιδηρά και ακατάβλητη εκείνη δύναμη, χάρη στην οποία ήρωας αναδεικνύεται όχι όποιος αποδεικνύεται γενναιότερος και ικανότερος στη μάχη, αλλά εκείνος που, εντός και εκτός του πεδίου της μάχης, κυριαρχεί πλήρως πάνω στα αισθήματά του· αυτός που αντιστέκεται στις προκλήσεις, και σπάζει τελικά τα δεσμά που τον δένουν με τους πειρασμούς. Οι δυνάμεις αντοχής του Oδυσσέα πάνω απ' όλα παίρνουν τη μορφή του ελέγχου που ασκεί ο υπολογιστικός νους πάνω στα βίαια πάθη της ψυχής και της καρδιάς. Μια από τις κορυφαίες στιγμές όπου θριάβευσε η αρετή αυτή: στην αρχή της ραψωδίας υ, όταν ο Οδυσσέας την παραμονή ακριβώς της μνηστηροφονίας, καταφέρνει να αυτοσυγκρατηθεί να μη σκοτώσει τις άπιστες δούλες του που τις αντιλαμβάνεται να ερωτοτροπούν με τους μεθυσμένους μνηστήρες ― το αντίθετο θα είχε οδηγήσει σε πρόωρη αποκάλυψη της ταυτότητάς του, σε ματαίωση του σχεδίου και στο άδοξο τέλος του πορθητή της Tροίας. Eκεί ο Oδυσσέας εξωτερικεύει έναν παθητικό μονόλογο με τον εαυτό του, και αποκαλύπτει πώς ―παρά τον οξύ πόνο που ένιωσε― δεν υπέκυψε στον πειρασμό να εκδικηθεί αμέσως τον χαμό των εταίρων του στη σπηλιά του Kύκλωπα, όταν τους καταβρόχθιζε με αγριότητα το μεθυσμένο τέρας ― γιατί το αποτέλεσμα θα ήταν να εγκλωβιστούν σε μια σπηλιά χωρίς έξοδο και να χαθούν άδοξα όλοι τους.

Το πλήρες νόημα αυτό της οδυσσειακής αρετής της τλημοσύνης γίνεται αντιληπτό και εκ του αντιθέτου: αν την φανταστούμε στον αντίποδα της περίπτωσης του Αχιλλέα, του μεγάλου πρωταγωνιστή του παλαιότερου και παραδοσιακότερου έπους. Του νεαρού εκείνου ήρωα, του οποίου το πολεμικό ήθος, ενώ εκκινεί από τα ευγενέστερα κίνητρα της ιπποτικότατης αίσθησης της προσωπικής τιμής και της φιλοτιμίας, προκαλεί τελικά την "καταραμένη" και ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεταξύ των δύο αρχηγών, και (κατά το προοίμιο της Iλιάδας) στοίχισε στο ελληνικό στρατόπεδο την άγρια και παρατεταμένη αιματοχυσία που περιγράφει ο ποιητής της Iλιάδας συχνά με τον ωμότερο τρόπο και με τις φρικτότερες λεπτομέρειες.

9-10. Εφήμερος ο άνθρωπος, όχι "εφήμερης διάρκειας", αλλά "υποκείμενος στις αλλαγές της κάθε μέρας" ― και τη μέρα του ανθρώπου την ορίζει μόνος ο πατέρας των θεών. Πλήρης ρευστότητα. Νέο ήθος. Kαι πάλι η αφετηρία της έννοιας αυτής εντοπίζεται στα ομηρικά έπη. Bλ. τους στίχους της Oδύσσειας σ 130:


οὐδὲν ἀκιδνότερον γαῖα τρέφει ἀνθρώποιο
[πάντων, ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει.]
οὐ μὲν γάρ ποτέ φησι κακὸν πείσεσθαι ὀπίσσω,
ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι θεοὶ καὶ γούνατ' ὀρώρῃ·
ἀλλ' ὅτε δὴ καὶ λυγρὰ θεοὶ μάκαρες τελέωσι,
καὶ τὰ φέρει ἀεκαζόμενος τετληότι θυμῷ.
Τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
Οἷον ἐπ' ἦμαρ ἄγῃσι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε.

από τον άνθρωπο δεν τρέφει η γη τίποτε πιο ασθενικό,
ό,τι σαλεύει και αναπνέει πάνω της.
Ούτε που το φαντάζεται ο θνητός το τι κακό τον περιμένει,
όσο οι θεοί τού δίνουν προκοπή κι αισθάνεται να τον
κρατούν τα πόδια του· όταν ωστόσο οι μάκαρες ορίσουν
να πέσουν πάνω του οι συμφορές, θέλοντας τότε και μη θέλοντας,
τις υποφέρει κάνοντας υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς αλλάζει ο νους του ανθρώπου που σέρνεται
σ' αυτή τη γη, ανάλογα του πώς, μέρα τη μέρα, αλλάζει τη
ζωή του ο Δίας, προστάτης θνητών και αθανάτων.

                 Δ. N. Mαρωνίτης

Για τον αρχαϊκό άνθρωπο ο εξωτερικός κόσμος γίνεται αντιληπτός ως πεδίο εναλλαγής και σύνθεσης στοιχείων άκρως αντίθετων μεταξύ τους· με αφετηρία ζεύγη αντιθέτων (σαν τα: αέρας - νερό· ψυχρό - θερμό· νόσος - υγεία κ.ο.κ.) επιχειρούν οι φιλόσοφοι συλλάβουν την αλλαγή και την κίνηση, τη γένεση και τη φθορά στον φυσικό κόσμο. Kατ' αναλογίαν πιστεύουν ότι και η εσωτερική ζωή του ανθρώπου αποτελεί πεδίο όπου κυριαρχούν εναλλακτικά ή σύγχρονα άκρως αντίθετες μεταξύ τους καταστάσεις· το αποτέλεσμα είναι οι ακραίες αυτές αλλαγές να μεταμορφώνουν τη φύση του ανθρώπου, και να τον κάνουν να αισθάνεται έρμαιο ενός παιχνιδιού, που τα νήματά του κινούν κατά την αυθαίρετη βούλησή τους οι θεοί. O άνθρωπος αλλάζει όπως αλλάζει η μέρα. Aυτή την ισορροπία του "εφήμερου" ανθρώπου την βλέπουν ευάλωτη και εύθραυστη όχι μόνον ο Aρχίλοχος, αλλά και ο Θέογνης και ο Πίνδαρος, μεταξύ άλλων αρχαϊκών ποιητών. O άνθρωπος στέκει απέναντι στις διαδοχικές μεταβολές του φυσικού και του κοινωνικού του περίγυρου χωρίς λύση ― "αμήχανος". H "αμηχανία" γίνεται βασική στάση ζωής, και η ποίηση δείχνει αμέριστη κατανόηση και συμπόνοια γι' αυτήν.

Την οξεία αυτή συνείδηση του εφήμερου χαρακτήρα του κόσμου και της βασικής αμηχανίας του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν, όπως την έχουν επιβάλει ο νέος κόσμος και ο νέος τρόπος ζωής στη μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, έρχεται όχι μόνον να την εκφράσει, αλλά και να την εμβληματοποιήσει η κατεξοχήν ποίηση της εποχής, η λυρική ποίηση. Ως εφήμερο βλέπει όχι μόνον το αντικείμενό της αλλά και τον ίδιο τον εαυτό της η ποίηση ― γεγονός που, φυσικά, δεν συγκρούεται ούτε αντιφάσκει προς τις πολλές σύγχρονες μαρτυρίες που φανερώνουν πόσο περήφανος αρχίζει να αισθάνεται αυτή την εποχή ο αρχαϊκός τεχνίτης για τα έργα της τέχνης του και ο αρχαϊκός ποιητής για τα ποιητικά του δημιουργήματα. Σε αντιδιαστολή προς το τόσο διαφορετικό και αυτοχαρακτηριζόμενο ως "αιώνιο" έπος, εφήμερη, με αυτό το νόημα, δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται για τον εαυτό της η ποίηση του "εδώ και του τώρα" και της "τάδε ή της δείνα" συγκεκριμένης περίστασης.


και ένα ακόμα
84 [Ed.78]              
Πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ,
οὔτε τῖμον εἰσενέγκας [
οὐδὲ μὴν κληθείς ἐσῆλθες οἷα δὴ ᾽ς φίλους φίλος
ἀλλὰ σ' εὖ γαστὴρ νόον τε καὶ φρένας παρήγαγεν εἰς ἀναιδείην.

Ἤπιες ἀτέλειωτες ποσότητες καὶ μάλιστα σκέτο.
Στὸ τέλος μέθυσες.
Δὲ ρώτησες γιὰ τὸ λογαριασμό,
οὔτε ἄν σὲ κάλεσε κανείς.
Ἁπλά, ἦρθες καὶ κόλλησες,
παρέα μὲ τὸ αἶσχος τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς κοιλιᾶς σου.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)