Τι σημαίνει η λέξη φανφάρα;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Η φανφάρα είναι ένα σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι. Μεταφορικά η λέξη στον πληθυντικό χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το λόγο που χαρακτηρίζεται από κενή μεγαλοστομία.
Έτσι, ο πομπώδης λόγος λέγεται φανφαρονισμός· ο κομπαστής, ο υπερφίαλος λογάς λέγεται φανφαρόνος, και τα καμώματά του, η συμπεριφορά του φανφαρονική ή φανφαρονίστικη.
Η λέξη είναι ιταλική fanfara αλλά έχει γαλλικές καταβολές fanfare, από έναν τύπο ηχομιμητικής προέλευσης.

Ετυμολογία λέξης φανφάρα
φανφάρα < ιταλική fanfara (σάλπισμα)

Σημασία λέξης φανφάρα
φανφάρα θηλυκό
  1. σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι
    Η φανφάρα γράφεται στους φυσικούς αρμονικούς φθόγγους της σάλπιγγας
  2. μπάντα ή ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές
    Μπροστά πήγαινε η εικόνα, πίσω η φανφάρα και πιο πίσω οι πιστοί
  3. (μεταφορικά) ο πομπώδης λόγος πολιτικού ή γενικά ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός συνομιλητή
    Άσε τις φανφάρες και λέγε τώρα τι θα κάνουμε, γιατι καιγόμαστε

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)