Τα δικαιώματα των γυναικών: Η ιστορική εξέλιξή τους

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Θανάσης Τσακίρης
Ιούνιος 1997
«…Οι βάρκες με τις επίχρυσες πλώρες και τα γιορτινά λαμπιόνια τους βγαίνουν τώρα έξω στη λιμνοθάλασσα . Μια λαμπερή κορδέλα , ένα φυλαχτό για τον Καινούργιο Χρόνο . Του χρόνου θα έχω κόκκινα τριαντάφυλλα στον κήπο μου . Ένα δάσος από κόκκινα τριαντάφυλλα. Πάνω σ’ αυτό το κλίμα ; Ιστορίες σας λέω. Πιστέψτε με.»
Ζανέτ Γουίντερσον , Το Πάθος
Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την έναρξη της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα αναζωπυρώνεται στα πλαίσια του φεμινιστικού κινήματος η συζήτηση γύρω από την ιδιότητα του πολίτη , το φύλο και τα δικαιώματα. Η J.L.Cohen [1][1] συνοψίζοντας τη συζήτηση και ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στην κύρια από τις απόψεις με τις οποίες διαφωνεί σημειώνει ότι «πρόσφατα, πολλές φεμινίστριες έχουν ασχοληθεί με τα μεταμοντερνιστικά επιχειρήματα από τη άποψη των σχέσεων των δύο φύλων . Επομένως , ο λόγος του κυρίαρχου αυτοπροσδιοριζόμενου υποκειμένου θεωρείται ως ο λόγος του ανδρικού ορθολογικού υποκειμένου. Η οικουμενική ιδέα που διαπερνά τις φιλοσοφίες της ιστορίας από την εποχή του Διαφωτισμού συλλαμβάνεται ως βασισμένη στην αποσιώπηση και στην καταστολή της διαφοράς των γυναικών, της ιστορίας τους και χρονικότητάς τους , ενώ η α-ιστορική και μονιστική σύλληψη της ανθρώπινης φύσης που ευλαβικά φυλάσσεται στην ιδέα εξαλείφει την ιεραρχική πραγματικότητα των σχέσεων των δύο φύλων . Με λίγα λόγια , η μεταμοντερνιστική φεμινιστική θεωρία αμφισβητεί την ιδέα των βασικών ηθικών ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως έναν επικίνδυνο Δυτικό , ανδρικό μύθο που ισοπεδώνει τη διαφορά ενώ συγκροτεί την ετερότητα (γυναίκα) ως κατώτερη. Αφού , σύμφωνα με την άποψη αυτή , δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη χωρίς να ληφθεί υπ’ όψη η διαφορά , τα δικαιώματα και η δικαιοσύνη αποδεικνύονται να είναι αντιθετικά. Ότι το μοντέλο των δικαιωμάτων μπορεί να ενσωματώσει τη διαφορά στη βάση μιας ευρείας , πιο πλουραλιστικής , διαδικαστικής έννοιας της οικουμενικότητας μόλις και μετά βίας λαμβάνεται υπ’ όψη απ’ όσους και όσες υπερασπίζονται αυτήν τη προσέγγιση».
Ας δώσουμε όμως το λόγο και στην πλευρά εκείνη που κατηγορείται από την Cohen. Η Luce Irigaray [2][2]από τη δική της πλευρά θεωρεί ότι «το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να γίνει είναι να εκθέσουμε την εκμετάλλευση που είναι κοινή για όλες τις γυναίκες και να βρούμε τους αγώνες που είναι κατάλληλοι για κάθε γυναίκα , εκεί ακριβώς που βρίσκεται , σε σχέση με την εθνικότητά της , το επάγγελμά της , την κοινωνική της τάξη , τη σεξουαλική της εμπειρία , δηλαδή , με τη μορφή της καταπίεσης που είναι γι’ αυτήν η πλέον ανυπόφορη».
Η ανάγκη της έρευνας μας ωθεί στην προσπάθεια να ακολουθήσουμε το μακρύ μονοπάτι της ιστορίας των πολιτικών ιδεών ως τις απαρχές της νεωτερικότητας για να εντοπίσουμε και να εξηγήσουμε τις ρίζες του προβλήματος , πώς δηλαδή ο λόγος για τις γυναίκες και τα δικαιώματά τους διαμορφώθηκε και ποιες είναι οι έννοιες της οικουμενικότητας της ιδιότητας του πολίτη και της διαφοράς και πώς συνδέονται με αντίστοιχες στρατηγικές και αντιλήψεις για τα δικαιώματα των γυναικών και την κατάκτησή τους. Για το λόγο αυτό προσδιορίζω τέσσαρες ενότητες όσον αφορά το ζήτημα της αναδρομής στην ιστορική διαμόρφωση των ιδεών για τα δικαιώματα : η πρώτη αφορά τους τρεις πρώτους αιώνες από την εποχή της Αναγέννησης κατά την οποία διαμορφώνεται ο λόγος για το κοινωνικό δικαίωμα στην εκπαίδευση των γυναικών , η δεύτερη αφορά την ανάπτυξη των ιδεών περί ανάγκης απόδοσης πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και της Γαλλικής επανάστασης , η τρίτη αφορά τον 19ο αιώνα και την ανάπτυξη των πρώτων κινημάτων στα πλαίσια της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης με στόχο την κατάκτηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και των γυναικών , και η τέταρτη αναφέρεται στον 20ό αιώνα και την θεσμική κατοχύρωσης της πολιτικής ισότητας , του δικαιώματος της ψήφου και των κοινωνικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες. Τέλος , θα αναφερθώ στην τελευταία ενότητα του κειμένου στη συζήτηση που διεξάγεται στις μέρες μας σχετικά με τη διαφορά και την ισότητα στα πλαίσια του φεμινιστικού χώρου και θα προσπαθήσω στοιχειωδώς να παραθέσω τα δικά μου συμπεράσματα.
ΙΙ) ΑΠΟ ΤΟΝ 15ο ΣΤΟ 17ο ΑΙΩΝΑ : Η ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Πριν από την εποχή του Διαφωτισμού , κατά τη διάρκεια των Μεσαιωνικών χρόνων και της Αναγέννησης , οι γυναίκες εθεωρούντο εκ φύσεως κατώτερες των ανδρών και αυτή η αντίληψη εσωτερικευόταν από τις γυναίκες λόγω της κυριαρχικής ιδεολογικής επίδρασης της θρησκείας και των νομικά δεσμευτικών κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων . Η αντίδραση ελάχιστων γυναικών ενάντια σ΄αυτήν την μακρόχρονη κατάσταση κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης αντιμετωπίστηκε στην πλειονότητα των περιπτώσεων με τη φυσική και σωματική εξόντωση , το θρησκευτικό αφορισμό και την καταδίκη σε απομόνωση ως φορέων των «σκοτεινών δυνάμεων» που επεδίωκαν την ανατροπή της κατεστημένης τάξης πραγμάτων που εθεωρείτο θεϊκά εγκαθιδρυμένη. Αυτές οι ελάχιστες γυναίκες , ιδίως όσες ήταν εγγράμματες , επρόκειτο να μεταδώσουν από γενιά σε γενιά το βασικό αίτημα για εκπαίδευση των γυναικών ως φορέων του ορθού λόγου . Οι άνδρες αναγνωρίζονταν ως εκ φύσεως πιο δυνατοί βιολογικά και συνεπώς πιο ικανοί για την ηγεσία , τη στρατιωτική ζωή κλπ όμως και οι άνδρες και οι γυναίκες μοιράζονταν την ικανότητα για λογική σκέψη και γιά διανοητική δραστηριότητα. Η φεμινιστική θεώρηση των πραγμάτων είχε αρχίσει δειλά – δειλά να διαμορφώνεται.
Η Christine de Pizan (1365 – 1430 μ.Χ.) ήταν μία από τις πρώτες εκείνες γυναίκες που με το συγγραφικό τους έργο προώθησαν αυτό το αίτημα και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμονή εξαιτίας της λύπης της που δεν έλαβε την απαιτούμενη εκπαίδευση που θα της επέτρεπε να διαδραματίσει το ρόλο που θα ήθελε στην κοινωνία. Η ιδιαίτερα έντονη άρνηση της μητέρας της να συναινέσει σ ‘ αυτό το αίτημα την πίκρανε ακόμα πιο πολύ . Όταν έμεινε χήρα στα νεανικά της χρόνια φρόντισε για την αυτομόρφωσή της , έστω και με δυσβάστακτες θυσίες , κι έγινε ποιήτρια , συγγραφέας και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιστορία. Στο βιβλίο της με τίτλο Book of the City of Ladies1 περιγράφει δύο εικόνες τη μία δίπλα στην άλλη : από τη μια η Christine που συνομιλεί με τις τρεις κυρίες που ονομάζονται Λογική (Reason) , Ευθύτης (Rectitude) , και Δικαιοσύνη (Justice) και από την άλλη η Christine που βοηθάει τη μία εξ αυτών να βάλει το θεμέλιο λίθο της Πόλης των Γυναικών. Η ριζοσπαστικότητα της εικόνας αυτής για τα δεδομένα της εποχής είναι εμφανής . Το βασικό κοινωνικό αίτημα που επρόκειτο να διεκδικηθεί για όλους τους ανθρώπους του πλανήτη μετά από πέντε και περισσότερους αιώνες ήταν για την de Pizan το πρώτο και βασικότερο αίτημα που έπρεπε οι γυναίκες να προβάλουν και να πετύχουν την υλοποίησή του έτσι ώστε να αποκτήσουν την ικανότητα να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους και το φύλο τους και να ιδρύσουν ένα ελευθερωτικό καταφύγιο για τις γυναίκες. Το κοινωνικό δικαίωμα στην εκπαίδευση θα λειτουργούσε ουσιαστικά ως πολιτικό δικαίωμα στο βαθμό που εμπεριέχει τη βασικότερη σημασιακή συνιστώσα της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη, δηλαδή την ισότητα2 . Ο διάλογος της de Pizan με τις τρεις κυρίες φανερώνει τις αιτίες που οι γυναίκες δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από ένα συγκεκριμένο διανοητικό όριο : η κ. Λογική εξηγεί πως αυτό οφείλεται στα όρια που έχουν τεθεί στις δραστηριότητες των γυναικών και που ορίζουν τα οικιακά καθήκοντα των «απλοϊκά σκεπτόμενων» γυναικών ενώ ταυτόχρονα η Φύση έχει αποδώσει τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες με ίσης αξίας προσόντα , σωματικά και πνευματικά ( ιστορικά παραδείγματα της κ.Λογικής , η Σαπφώ , η Νικοστράτη που εφεύρε το λατινικό αλφάβητο , η Ίσις κ.α.) . Εκείνα που στη συγκεκριμένη ιστορική φάση (τέλος Μεσαίωνα , αρχή Αναγέννησης ) είναι τα κύριας σημασίας σημεία που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι η έννοια της ισότητας και της επανερμηνείας των μύθων και της ιστορίας που μπορεί να εμπνεύσει τις μέλλουσες αγωνίστριες γυναίκες στον αγώνα τους για την ισότητα. Σε ένα άλλο της βιβλίο με τίτλο Le Livres des trois vertus η de Pizan λόγω του «πραγματισμού» της οδηγείται στο να θεωρήσει πως άνδρες και γυναίκες έχουν διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα να επιτελέσουν και , ως εκ τούτου , πρέπει η εκπαίδευσή τους να είναι η κατάλληλη για κάθε φύλο ενώ ταυτόχρονα η εκπαίδευσή τους για να ολοκληρωθούν σε ηθικά και ενάρετα ανθρώπινα όντα πρέπει να είναι κοινή και για τα δύο φύλα. Η δική της προσωπική εμπειρία τη δίδαξε πως πρέπει κάθε γυναίκα να προετοιμαστεί και για την περίπτωση που θα έπρεπε να επιβιώσει με τις δικές της δυνάμεις σύμφωνα με το αντρικό πρότυπο που προσδιορίζεται από τα χαρακτηριστικά της δύναμης , του θάρρους , της ανεξαρτησίας . Η θεώρηση των γυναικών ως ισάξιων ποιοτικά με τους άνδρες είναι που επιτρέπει αυτόν το μετασχηματισμό χωρίς την ταυτόχρονη , κατά την de Pizan , απώλεια της γυναικείας ταυτότητας. [s1] [s1]
Η σκυτάλη των γυναικείων διεκδικήσεων έστω και σε θεωρητικό – συγγραφικό επίπεδο πέρασε από διάφορα γυναικεία χέρια στη συνέχεια. Γυναίκες της μεσαίας αστικής τάξης των πόλεων και γυναίκες προερχόμενες από τις βασιλικές αυλές όπως η Louise Labe , η Αnna Maria de Schurman και η Marie le Jars de Gournai (1565 – 1645) που υπήρξε η «θετή θυγατέρα» του Michel de Montaigne του οποίου τα έργα εξέδωσε μετά θάνατον μαζί με τα δικά της. Η de Gournai εξέδωσε δύο πραγματείες της που μπορούν να θεωρηθούν καθαρά φεμινιστικές και , για τα δεδομένα της εποχής , ριζοσπαστικές . Θεωρούσε πως για να επιτευχθεί η άνευ όρων ισότητα θα πρέπει να παρέχεται ίση εκπαίδευση στις γυναίκες. Στο βιβλίο της Egalite des hommes et des femmes3 που κυκλοφόρησε το 1622 που το θεωρούσε εργασία για την άμυνα της τιμής των γυναικών που «καταδυναστεύονταν από την τυραννία των ανδρών» και έχοντας ως καθοδηγητικές αρχές τις σκέψεις του Πλάτωνα , του Πλούταρχου , του Σενέκα και του μέντορά της έγραφε : «το ανθρώπινο ζώο δεν είναι ούτε άνδρας ούτε γυναίκα (…) ο άνδρας και η γυναίκα είναι τόσο τέλεια ένα ώστε , αν ο άνδρας είναι κάτι περισότερο από τη γυναίκα τότε η γυναίκα είναι κάτι περισσότερο από τον άνδρα». Στο επόμενο βιβλίο της που εξέδωσε τέσσερα χρόνια αργότερα με τίτλο Grief des dames μάλωνε με σαρκαστικό ύφος τους άνδρες επειδή δεν θεωρούσαν λογικές τις γυναίκες και κατέληγε στον να τους θεωρεί άσχετους και θρασείς στο βαθμό που έκριναν και απέρριπταν τη διανοητική εργασία των γυναικών χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να τη διαβάσουν.
Η περίοδος των θρησκευτικών πολέμων στην Ευρώπη , οι διώξεις αλλοθρήσκων και , κυρίως , των μελών των αιρετικών σεκτών , οδήγησαν στην αποικιοποίηση εδαφών της Βορειοανατολικής Αμερικής . Τα μέλη των Προτεσταντικών , ως επί το πλείστον , κοινοτήτων καθώς και των αιρετικών σεκτών θεωρούσαν πως μόνο με την εκπαίδευση θα μπορούσαν να φτάσουν στη λύτρωση της ψυχής και στην άμεση επαφή με το Θεό και έθεσαν ως καθήκον τους την εγκαθίδρυση της δημόσιας εκπαίδευσης κοινής τόσο για τα αγόρια όσο και για τα κορίτσια. Επίσης σε χώρες όπως η Αγγλία μετά την κατάργηση των μοναστηριών και των θρησκευτικών σχολείων από τον Ερρίκο Η’ (1534) ιδρύθηκαν παράνομα εκπαιδευτικά δίκτυα στα οποία με μεγάλη αφοσίωση και ζήλο η Mary Ward4 (1585 – 1645) δίδαξε τα κορίτσια τόσο της μεσαίας αστικής τάξης όσο και των φτωχών στρωμάτων έτσι ώστε να γίνει δυνατή η ανάδειξη μιας νέας γενιάς που με περισσότερες γνώσεις να διεκδικήσει τη γενίκευση της εκπαίδευσης στο γυναικείο πληθυσμό σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την επανάσταση του Cromwell και τα επακόλουθά της. Ανάλογα κινήματα στην υπόλοιπη Kαθολική Ευρώπη ήταν αυτό της τάξης των Ουρσουλίνων που ίδρυσε η Αngela Μerici (1474 – 1540) , των αδελφων του ελεους κλπ.
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα στην Αγγλία, στην Ολλανδία και στη Γαλλία μια νέα γενιά γυναικών παραλαμβάνει τη σκυτάλη. Είναι όλες γυναίκες που στήριξαν οικονομικά τους εαυτούς τους και τη δράση τους με τις δικές τους δυνάμεις. Όλες επιδιώκουν να επιβάλουν το αίτημά τους για γενίκευση της εκπαίδευσης των γυναικών για να μπορέσουν να ξεπεράσουν την «κατώτερη θέση» στην οποία τις κρατά η εξουσία των ανδρών. Στην Αγγλία σημαντικότερες εκπρόσωποι του κινήματος είναι η Bathsua Pell Makin (1608 -74) , η Hannah Woolley (1623 – ; ) και η Mary Astell . H Μakin στο ανώνυμο έργο της An Essay to Revive the Ancient Education of Gentlewomen 5 παρά τη διαβεβαίωση που έδινε στους αναγνώστες της , που ήταν βέβαια σχεδόν όλοι άνδρες, πως δεν επεδίωκε την εξίσωση ανδρών – γυναικών, πόσο μάλλον την υπεροχή τους , εν τούτοις εξηγούσε πως οι γυναίκες μόνο πλεονεκτήματα μπορούσαν να αντλήσουν από την εκπαίδευσή τους και να γίνουν καλύτερες σύζυγοι και μητέρες . Η Marguerite Cavendish , Δούκισσα του Newcastle , από τη μια μεριά διεκδικεί εκπαίδευση για τις γυναίκες και από την άλλη θέτει για πρώτη φορά το ζήτημα της γυναικείας αδελφότητας ως έκφραση αλληλεγγύης ανάμεσα στις γυναίκες και της δημιουργίας διαφορετικών χώρων συνάθροισής τους . Με το έργο της The Convent of Pleasure (1688) ζήταγε, προαναγγέλλοντας τις σκέψεις της Astell, την ίδρυση μιας κοινότητας γυναικών που θα ήταν «ένας χώρος ελευθερίας , όχι για την παρενόχληση αλλά για την ευχαρίστηση των αισθήσεων»6 .
O John Locke , ο «θεωρητικός πατέρας» του πολιτικού φιλελευθερισμού , όρισε τον πολίτη ως εκείνο το ορθολογικό , ανθρώπινο ον που είναι προικισμένο με τρία φυσικά δικαιώματα : ζωή , ελευθερία και ιδιοκτησία. Τα δικαιώματα αυτά είναι αναπαλλοτρίωτα και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να τα καταπατήσει το κράτος που είναι προϊόν της συμφωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους οι οποίοι τη συνάπτουν για να τα διαφυλάξουν. Το κράτος του «κοινωνικού συμβολαίου» στηρίζεται πάνω στη συνταγματική συναίνεση των πολιτών. Ο John Locke όμως δεν θεωρούσε όλους τους ανθρώπους πολίτες παρά μόνον τους άνδρες επιφυλάσσοντας για τις γυναίκες τους ρόλους της συζύγου και της μητέρας που υποτάσσονται στους άνδρες προορισμένες για την ιδιωτική σφαίρα του βίου. Η πατριαρχική εξουσία των ανδρών επί των γυναικών θεωρήθηκε ως «φυσικό δικαίωμα». Το ζήτημα του εξοστρακισμού των γυναικών από την πολιτική δημόσια σφαίρα στη μη πολιτική ιδιωτική σφαίρα παρέμενε ως πρόβλημα προς επίλυση στη διαδρομή του ιστορικού χρόνου κατά τη διάρκεια του οποίου εμφανίστηκαν κριτικές και αγωνιστικές φωνές , γυναικών αλλά και ανδρών, που απαίτησαν την ενσωμάτωση και των γυναικών στην πολιτική δημόσια σφαίρα και την απόδοση σ’ αυτές της ιδιότητας του πολίτη και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν.
Στις παραπάνω απόψεις του Locke απάντησε η Mary Astell , κόρη ενός καρβουνέμπορου που ορφάνεψε στα δώδεκά της χρόνια και στηριζόμενη σε επιδοτήσεις γυναικών φίλων της επιδόθηκε στη συγγραφική της δραστηριότητα . ΄Εζησε στο Λονδίνο όπου άσκησε ελεύθερα πια το επάγγελμα της συγγραφέως . Πολιτικά και θρησκευτικά ήταν συντηρητική και στήριξε το κόμμα των Τories . Eνεπλάκη σε μακρόχρονο διάλογο με τον επίσκοπο John Norris που εκτός της θρησκευτικής του ιδιότητας ήταν Πλατωνικός φιλόσοφος. Η Αstell διαφώνησε με πολλά σημεία του βιβλίου του επισκόπου με τίτλο Discourses . Από τη μια πλευρά η αγάπη για το Θεό και από την άλλη η φιλική πλατωνική αγάπη για τις γυναίκες που εξέφραζε η Αstell προκάλεσαν τον αντίλογο του επισκόπου ο οποίος θεωρούσε πως τα «πλάσματα» του Θεού πρέπει να τα αγαπάμε «για το καλό μας αλλά όχι να τα αγαπάμε ως το Καλό μας». Η Αstell στο βασικό φεμινιστικό της βιβλίο με τίτλο A Serious Proposal to the Ladies , For the Advancement of their true and great Interest .By a Lover of their Sex, ενσωματώνει αυτήν την άποψή της και προτείνει την υλοποίησή της με θεσμική μεταρρύθμιση 7 . Οι προτάσεις της αφορούσαν κατ’ αρχήν τις γυναίκες που ζούσαν μόνες τους μετά από αποτυχημένους , ή και αθέλητους , γάμους και για τις οποίες επιδίωκε να ιδρυθούν ειδικά οικοτροφεία και σχολεία που θα χρησίμευαν και ως καταφύγιο για όσες δεν επιθυμούσαν να παντρευτούν. Από όσες θα αποφοιτούσαν κάποιες θα πετύχαιναν τη σύναψη καλύτερων γάμων και άλλες θα περνούσαν σε επαγγέλματα που θα τους ταίριαζαν. Για την Astell «όλος ο Κόσμος είναι η οικογένεια της μοναχικής ανύπαντρης Κυρίας». Στηριζόμενη στη φιλοσοφική σκέψη του Descartes παρότρυνε τις γυναίκες να σκέφτονται για λογαριασμό τους και να μην δίνουν σημασία στην κρίση των άλλων αλλά στη δική τους κοινή λογική . Είναι στο έργο της Reflections upon Marriage στο οποίο αναπτύσσει πλήρως τη σκέψη της . Το λογικό της επιχείρημα ξεκινά με τη θρησκευτική της αποδοχή της θέσης περί απόλυτης και κληρονομικής ισότητας ανδρών και γυναικών. Με την εκπαίδευσή τους θα αποκτήσουν τα εφόδια εκείνα που θα τους επιτρέψουν να αντισταθούν στη καταχρηστική ανδρική κυριαρχία. Ο πολιτικός και θρησκευτικός της συντηρητισμός της περιορίζει τις θελήσεις της και αυτό εκφράζεται τόσο στη δική της ζωή όσο και στις παραινέσεις της για συνετή ζωή των γυναικών στα όρια της φτώχειας , την ίδια βέβαια στιγμή που η ίδια είχε την ευχέρεια της ανεξάρτητης οικονομικής ζωής. Στην πράξη κατάφερε άτυπα να δημιουργήσει το πρόπλασμα του οράματός της για τη δημιουργία ενός χώρου για τις γυναίκες στα τελευταία της χρόνια . Η πρακτική αυτή εμπειρία την κατέστησε την πιο γυναικοκεντρική φιλόσοφο της εποχής της. Ο John Locke βρήκε την απάντηση στις απόψεις του .
Στη Γαλλία ο Francois Poulain de la Barre στο βιβλίο του με τίτλο De l’ egalite des deux sexes (1673 , Αγγλική μετάφραση 1677) εγκαινιάζει την είσοδο στο φεμινιστικό θεωρητικό κόσμο των ανδρών συγγραφέων – στοχαστών. Ο de la Barre θεωρεί ότι οι γυναίκες είναι ικανές να ανποκτήσουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα και ταυτόχρονα να ασκούν τα καθήκοντά τους που απορρέουν από τη μητρότητα τα οποία θεωρούσε τις πιο σημαντικές τους υποχρεώσεις. Θεωρούσε τις γυναίκες ικανές να συμμετέχουν στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας , στην κατάληψη θέσεων εργασίας στη δημόσια διοίκηση και γενικότερα στην άσκηση όλων των επαγγελμάτων ακόμη και αυτό του στρατιωτικού.
Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι τα τέλη του 15ου ως και τις αρχές του 18ου αιώνα ένα τρίπτυχο διεκδικήσεων είναι που κυριαρχεί στα έργα των γυναικών , αλλά και ανδρών , που διαμορφώνουν τη φεμινιστική σκέψη : δικαίωμα του λόγου για τις γυναίκες , δικαίωμα πολιτιστικής έκφρασης των γυναικών , δικαίωμα των γυναικών στη μάθηση και στη διδασκαλία . Βλέπουμε λοιπόν ότι η έμφαση είναι στον αγώνα για την κατάκτηση κοινωνικών δικαιωμάτων σε πρώτη φάση και όχι πολιτικών.
ΙΙΙ) 18ος ΑΙΩΝΑΣ : ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΕΠΟΥΜΠΛΙΚΑΝΙΣΜΟΣ ΕΓΚΛΩΒΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Η ΑΝΑΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ.
Η πατριαρχία καλά κρατεί . Το θεωρητικό μοντέλο που ο Sir Robert Filmer διατύπωσε εφαρμόζεται στην πράξη και ο John Locke παρά την κριτική από τη σκοπιά του φιλελευθερισμού που απηύθυνε προς τις απόψεις του, δεν βλέπει να δικαιώνεται . Οι γυναίκες είναι εγκλωβισμένες στους παραδοσιακούς και προκαθορισμένους ρόλους τους χωρίς δικαίωμα απεγκλωβισμού.1 Ο Locke στο 82ο εδάφιο της Δεύτερης Πραγματείας περί Κυβερνήσεως το λέει καθαρά : «…επειδή συνεπώς είναι αναγκαίο να εντοπιστεί κάπου η τελική αρμοδιότητα της λήψης αποφάσεων , δηλαδή η άσκηση της αρχής , φυσικά πέφτει στο μερίδιο του άνδρα , ως ικανότερου και δυνατότερου. Αυτό όμως εκτείνεται μόνο σε ό,τι αφορά τα κοινά τους συμφέροντα και περιουσία, και αφήνει στη γυναίκα την πλήρη και ελεύθερη κατοχή των ιδιαιτέρων της δικαιωμάτων , όπως καθορίζονται με συμβόλαιο , και δεν δίδει στον σύζυγο μεγαλύτερη εξουσία επί της ζωής της γυναίκας του από όση έχει εκείνη επί της δικής του»2 . Στα εδάφια 52, 53 και 64 έχει στο μεταξύ προσδιορίσει καθαρά την ισότιμη σχέση πατέρα και μητέρας όσον αφορά στην εξουσία επί των παιδιών3 . Σύμφωνα με τα παραπάνω ο πατέρας είναι αυτός που εκπροσωπεί προς τα έξω , δηλαδή προς την πολιτική κοινωνία , τα συμφέροντα της οικογένειας και δικαιούται να λαμβάνει αποφάσεις (πολιτικά δικαιώματα) ενώ , αντίθετα , η μητέρα , της οποίας το ατομικό δικαίωμα επί της ίδιας της ζωής της κατοχυρώνεται ως φυσικό ανθρώπινο δικαίωμα στα οικογενειακά πλαίσια , απολαμβάνει τα εντελώς ιδιαίτερα δικαιώματά της εντός του πλαισίου της ιδιωτικής σφαίρας.
Η έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης θα ωθήσει τη συζήτηση σε νέα μονοπάτια . Έχει προηγηθεί ο Jean Jacques Rousseau που μέσα από τις σελίδες του έργου του για το Κοινωνικό Συμβόλαιο και τον Αιμίλιο θα περιγράψει , με αντιφατικό τρόπο , τις απόψεις του για τη θέση των γυναικών στην ιδανική πολιτεία της άμεσης δημοκρατίας που ευαγγελίζεται. 4 Ο διαχωρισμός δημοσίου και ιδιωτικού βίου , διαχωρισμός που είναι διαχρονικά ορισμένος στα έργα των πολιτικών φιλοσόφων ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη και που γίνεται εκ νέου αποδεκτός από όλους τους εκπροσώπους του πολιτικού φιλελευθερισμού 5 , είναι βασικός και στην πολιτική σκέψη του J.J.Rousseau. Είναι η διχοτόμηση ανάμεσα στη σφαίρα του λόγου και στη σφαίρα της φύσης που καθορίζει και προσδιορίζει ρόλους , υποχρεώσεις και , κυρίως, τα δικαιώματα για κάθε φύλο. Ας παρακολουθήσουμε το συγγραφέα να ξεδιπλώνει τη σκέψη του : « ο ένας οφείλει να είναι ενεργητικός και δυνατός, η άλλη παθητική και αδύναμη : πρέπει απαραίτητα ο ένας να θέλει και να μπορεί , αρκεί η άλλη να αντιστέκεται λίγο»6 , « η ακαμψία των καθηκόντων σχετικά με τα δύο φύλα δεν είναι ούτε μπορεί να είναι η ίδια. Όταν η γυναίκα παραπονιέται εδώ για την άδικη ανισότητα όπου την ρίχνει ο άντρας , έχει άδικο (…) στο δικό της , από τα δύο φύλα , η φύση εναπόθεσε τη φύλαξη των παιδιών για ν’ ανταποκριθεί στο άλλο φύλο (…) η άπιστη γυναίκα είναι είναι χειρότερη διαλύει την οικογένεια και σπάει όλους τους δεσμούς της φύσης (…) το να υποστηρίζουμε ακαθόριστα πως τα δύο φύλα είναι ίσα και πως τα καθήκοντά τους είναι τα ίδια , είναι σα να χανόμαστε σε άσκοπες δηλώσεις , σαν να μη λέμε τίποτα όσο δεν θ’ απαντούμε σ’ αυτό».7 Η Σοφία , δηλαδή η φανταστική σύζυγος που πλάθει ο Rousseau για τον Αιμίλιο «είναι ενημερωμένη για τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του φύλου της και του δικού μας (…) σκέφτεται με περισσότερη αρέσκεια τον τίμιο άντρα , τον άντρα με αξία, νιώθει φτιαγμένη για κείνον , άξιά του, νιώθει πως θα ξέρει καλά να τον αναγνωρίσει , αρκεί μονάχα να τον βρει8». Το μοναδικό δικαίωμα που ο Rousseau φαίνεται να αναγνωρίζει στις γυναίκες είναι αυτό της εκπαίδευσης για να ανταποκρίνονται καλύτερα στα καθήκοντα τους και στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους άνδρες και στην οικογένεια παραμένοντας στην ιδιωτική σφαίρα του βίου σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης.
Η Mary Wollstonecraft από τη Βρετανία φροντίζει μέσα από το έργο της Vindication of the Rights of Women να αντικρούσει τις απόψεις του Rousseau προσπαθώντας να αποκαλύψει τις αντιφάσεις των απόψεών του σε σχέση με την εξισωτική του λογική και τον περιορισμό των γυναικών σε κατάσταση υποταγής έναντι των ανδρών. Προβάλλει το αίτημα της εκκοσμίκευσης των ηθικών επιχειρημάτων στη συζήτηση για το φύλο και τα δικαιώματα , επεκτείνοντας την έννοια της ιδιότητας του πολίτη και των ίσων δικαιωμάτων και στο γυναικείο φύλο.9 H Wollstonecraft όμως , σύμφωνα με κριτικές φεμινιστριών , δεν φαίνεται να ανατρέπει τη βάση της συλλογιστικής του κλασικού φιλελευθερισμού για τα δικαιώματα των δύο φύλων στο βαθμό που αποδέχεται τη διάκριση νου και σώματος 10 , και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί , όπως η παράδοση των φιλελεύθερων στοχαστών , γενικούς και αφηρημένους όρους για την ιδιότητα του πολίτη που υποτίθεται ότι «δεν έχει φύλο»11 . Η Wollstonecraft στηρίζει τη διεκδίκηση των γυναικών για ίσα πολιτικά δικαιώματα στους ρόλους της συζύγου και της μητέρας και το εξής χωρίο είναι χαρακτηριστικό : «…το συμπέρασμα στο οποίο θέλων να φτάσω , είναι φανερό : κάνοντας τις γυναίκες ορθολογικά όντα , και ελεύθερους πολίτες , και σύντομα θα γίνουν καλές σύζυγοι και μητέρες & στο βαθμό που οι άνδρες δεν αρνούνται τα καθήκοντα του συζύγου και πατέρα».11α Σε αντίθεση με το Rousseau η Wollstonecraft θεωρεί ότι ο στόχος δεν είναι η «επιστροφή στη φύση» και δεν είναι «η αφυσικότητα της κοινωνίας που φταίει» για την ανισότητα στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα των δύο φύλων . Είμαστε όντα που προορίζονται με τη χρήση τόσο των παθών όσο και των συλλογισμών να «βελτιώσουμε τη φύση μας» και να «αποκτήσουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε ένα μερίδιο από τη θεϊκή ευτυχία 12». Στα πλαίσια αυτά διαμορφώνονται κινήσεις γυναικών στη Βρετανία και στις ΗΠΑ που σε μερικά χρόνια θα διατυπώσουν για πρώτη φορά οργανωμένα πολιτικό πρόγραμμα για τη διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών και θα διοργανωθεί η συνέλευση των Seneca Falls το 1848, χρονιά κατά την οποία οι διεθνείς δημοκρατικοί αγώνες αποκορυφώνονται.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα διατυπώνονται από τους Jeremy Bentham και James Mill οι αρχές του ωφελιμισμού ως πολιτικής θεωρίας. Σύμφωνα με την αρχή του ωφελιμισμού η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι αυτή που θα εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη ευτυχία στο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων γιατί έτσι τα συμφέροντα των αντιπροσώπων θα τείνουν να προσεγγίζουν τα συμφέροντα , αν όχι ολόκληρου του λαού ως συνόλου , τουλάχιστον της πλειοψηφίας 13 . Tα προβλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που τίθεται το ερώτημα του «ποιος αντιπροσωπεύει ποιόν;». Ο James Mill αμαυρώνει την εικόνα του ωφελιμισμού , εικόνα «ευτυχούς πλειοψηφίας» , με το να εισάγει αποκλεισμούς από το σώμα των εχόντων πολιτικά δικαιώματα : του πολιτικού δικαιώματος στερούνται οι γυναίκες και τα παιδιά 14 (το όριο που θέτει είναι αυτό των 40 ετών για να ενηλικιωθεί πολιτικά ένας άνδρας) . Το επιχείρημα είναι ότι τα συμφέροντα των κατηγοριών αυτών «περιέχονται αναμφισβήτητα σ’ αυτά των άλλων προσώπων». Τόσο ο Bentham όσο και ο John Stewart Mill ( όπως θα δούμε παρακάτω ) διαφωνούν, από τη σκοπιά του ωφελιμισμού ο πρώτος και από τη σκοπιά της ελευθερίας ο δεύτερος. Ο Βentham θεωρεί πως «από πλευράς διανοητικών ικανοτήτων σε καμιά αιτία δεν έχει αποδοθεί το γιατί , όσον αφορά στον ιδιαίτερο τομέα αυτό ικανοτήτων , το ήμισυ αυτό του ανθρωπίνου είδους θα έπρεπε να κρίνεται ως κατώτερο σε σχέση με το άλλο»15 . Το αίτημα για την απόδοση της ιδιότητας του πολίτη και των σχετικών δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν και στις γυναίκες , έστω και υπό το πρίσμα του ωφελιμισμού και παρά τον περιορισμό της απόκτησης γραμματικών γνώσεων , γίνεται πια δεκτό και από την άλλη όχθη , αυτή των ανδρών. Με τον Bentham προτείνεται η «πραγματική οικουμενικότητα του δικαιώματος της ψήφου» (σύμφωνα με δική του δήλωση) και η εισαγωγή του μεγαλύτερου , για τα μέχρι τότε δεδομένα , αριθμού προσώπων στο πολιτικό παιχνίδι.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού ο ριζοσπαστικός ρεπουμπλικανισμός δοκιμάζει τα όριά του τόσο κατά τη διάρκεια της Αμερικάνικης επανάστασης για την ανεξαρτησία όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το σύνταγμα της νέας πολιτείας. Οι γυναίκες πήραν μέρος στον αγώνα τόσο για την ανεξαρτησία από τη Μεγάλη Βρετανία με οργάνωση συλλαλητηρίων , συσσιτίων , οικονομικών εράνων κλπ όσο και για την ανεξαρτησία τους από τις «εκ φύσεως τυραννικές» τάσεις των συζύγων τους. Από αυτή τη σκοπιά είναι αντανάκλαση της πραγματικότητας ο διάλογος του δεύτερου προέδρου των ΗΠΑ John Adams και της συζύγου του Abigail . Στα αιτήματα της συζύγου του να ληφθούν υπόψη οι γυναίκες και τα αιτήματα τους από τον πρώτο στη διαμόρφωση του συντάγματος αυτός απάντησε με ιδιαίτερα αλαζονικό τρόπο : «όσο για τον εξωπραγματικό σας νομικό κώδικα , δεν μπορώ παρά να γελάσω … άλλη μια φυλή πιο πολυάριθμη και ισχυρότερη από όλες τις υπόλοιπες έχει εξελιχθεί σε δυσαρεστημένη»16 . Παρά τις εκκλήσεις των γυναικών το Αμερικάνικο σύνταγμα τις αγνόησε γιατί δεν αναλάμβαναν στρατιωτικές υποχρεώσεις 17 και δεν πλήρωναν φόρους ως μη εργαζόμενες παρά περιορίζονταν στους ρόλους της συζύγου και της μητέρας. Το ζήτημα της εκπαίδευσης των γυναικών ούτως ώστε να μπορούν να εργασθούν και να εισαχθούν ισότιμα με τους άνδρες στη δημόσια σφαίρα τίθεται από τις «ρεπουμπλικάνες μητέρες» ξανά στην ημερήσια διάταξη και για το σκοπό αυτό οι γυναικείες ακαδημίες με πρώτη αυτή της Φιλαδέλφειας το 1787 . Τίθεται όμως για άλλη μια φορά με πατριαρχικούς όρους. Η με βάση τους πατριαρχικούς όρους προσδιορισμένη έννοια των γυναικών ως μητέρων και εκπαιδευτών των παιδιών τους που επιδρά στον προορισμό των εθνών τους , συνδύασε άνετα την αποδοχή φυλετικά προσδιορισμένων ρόλων για τις γυναίκες με την αναγνώρισή της εν δυνάμει πρακτικής τους επιρροής στην πολιτική κοινωνία. Διαφορετικές απόψεις για τη «ρεπουμπλικανική μητρότητα» διατυπώθηκαν από το βήμα της Ακαδημίας Νέων Κυριών της Φιλαδέλφειας & η Priscilla Mason την ερμηνεύει ως εξής : «οι υψηλά ιστάμενοι και ισχυροί μας Κύριοι (χάρη στους αυθαίρετους θεσμούς τους) μας έχουν αρνηθεί τα μέσα για τη γνώση , και κατόπιν μας κατηγόρησαν για την έλλειψή της. Όντας το ισχυρότερο τμήμα , κατέκτησασν νωρίς το σκήπτρο και το σπαθί … αρνήθηκαν στις γυναίκες το πλεονέκτημα μιας φιλελεύθερης εκπαίδευσης , τους απαγόρευσαν να εξασκήσουν τα ταλέντα τους … Ευτυχώς ένας πιο φιλελεύθερος τρόπος σκέψης άρχισε να επικρατεί»18. Η Mason καλεί τις γυναίκες της εποχής της να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη μόρφωση και η ίδια αγωνίζεται επιπλέον για το δικαίωμα στην εργασία των γυναικών στις εκκλησίες και στα δικαστήρια. Το πιο σημαντικό πολιτικό και ριζοσπαστικό αίτημα που τραβάει το ρεπουμπλικανικό όραμα στα άκρα του είναι για τη δημιουργία «μιας Γερουσίας γυναικών … που να τους έχει ανατεθεί εντολή από κάθε τμήμα της Ένωσης» . Η Γερουσία αυτή θα γινόταν μέρος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Πρόκειται φυσικά για ένα όνειρο που δεν πραγματοποιήθηκε τουλάχιστον όσον αφορά το θεσμικό του μέρος. Όμως έθεσε τις βάσεις , πρώτα απ’ όλα για την αμφισβήτηση της οικουμενικότητας της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη όπως διατυπώθηκε στα κλασικά κείμενα των θεωρητικών του κοινωνικού συμβολαίου και δεύτερον για τη διατύπωση σε μεταγενέστερο στάδιο των αιτημάτων για τα ειδικά δικαιώματα με τα οποία η οικουμενικότητα της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη αποκτά το πλήρες περιεχόμενό της. Ο δέκατος όγδοος αιώνας λήγει με την αμφισβήτηση των πατριαρχικά διατυπωμένων αρχών του φιλελευθερισμού και του ρεπουμπλικανισμού και η φεμινιστική συνείδηση παίρνει νέες διαστάσεις και σχηματοποιείται σε νέα θεωρητικά και πολιτικά σχήματα : τα κοινωνικά και τα πολιτικά δικαιώματα γίνονται απαιτητά από τις γυναίκες από κοινού.
ΙV) 19ος ΑΙΩΝΑΣ : Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ.
Τον 19ο αιώνα σφραγίζει η ανάπτυξη των δημοκρατικών αγώνων για την εθνική και κοινωνική χειραφέτηση των κοινωνικών υποκειμένων που ο φιλελεύθερος καπιταλισμός στην ξέφρενη πορεία του προς τη συσσώρευση κεφαλαίου και κερδών υποτάσσει 1 & το έτος τομής στην εξέλιξη των αγώνων των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων και τάξεων στην Ευρώπη υπήρξε το 1848. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1848 έγινε η πρώτη προσπάθεια σύνδεσης των δύο κινημάτων για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα : του εργατικού και του γυναικείου. Τα αποτελέσματα ωστόσο δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικά 2 παρά την ενεργοποίηση γυναικών στους εργατικούς αγώνες και τη διατύπωση δικών τους αιτημάτων 3 . Η είσοδος γυναικών στην αγορά εργασίας κατά το 19ο αιώνα δεν ήταν γενικευμένο φαινόμενο πέρα από τις δυτικοευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές βιομηχανικές κοινωνίες και ειδικότερα στις χώρες αυτές αφορούσε ως επί το πλείστον γυναίκες που προέρχονταν από ομάδες μεταναστών και απελευθερωμένων σκλάβων ενώ δεν αφορούσε , ιδιαίτερα στις ΗΠΑ , την μεγάλη πλειοψηφία των λευκών γυναικών των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών τάξεων4 . Είναι πλέον φανερό ότι η διάσταση δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας αρχίζει να μικραίνει και ότι η ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας έπρεπε να λάβει υπόψη της αυτήν την εξέλιξη.
Ο John Stuart Mill , κατά τη γνώμη μου ο σημαντικότερος φιλελεύθερος ριζοσπάστης του 19ου αιώνα , διατυπώνει μέσα στα πλαίσια αυτά τις απόψεις του για την «υποταγή των γυναικών»5. Είναι λαθεμένη αυτή καθαυτή , κατά Mill , η αρχή της πολιτικής συγκρότησης της κοινωνίας βάσει της οποίας πρέπει να υποτάσσεται νομικά το ένα φύλο στο άλλο και είναι βασικό εμπόδιο στην ανθρώπινη βελτίωση και πρέπει να αντικατασταθεί από την αρχή της τέλειας ισότητας που σημαίνει να μην αποδίδονται εξουσίες και προνόμια στο ένα φύλο και το άλλο να περιθωριοποιείται6 . Η πολιτική συγκρότηση στη βάση της ανισότητας είναι η νομική κατοχύρωση μιας προϋπάρχουσας κατάστασης που επιβλήθηκε μέσα από τη μακρόχρονη άσκηση φυσικής βίας.
Ο Μill θεωρεί πως πρέπει να αποδοθούν όλα τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στις γυναίκες για επιτευχθεί ο στόχος του πολιτικού φιλελευθερισμού που δεν είναι άλλος από την ισότητα των πολιτών ανεξάρτητα από φύλο , φυλή και εθνικότητα και να ισχύσουν οι κανόνες του ανταγωνισμού για την βελτίωση και πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας 7 . Όμως ο Mill , όπως και ο φιλελεύθερος φεμινισμός γενικότερα , στήριξε όλη του τη , ριζοσπαστική κατά τ’ άλλα για την εποχή του , θεωρία του περί εισαγωγής των γυναικών στο πολιτικό σύστημα χωρίς να τη συνδέει με ένα γενικότερο στόχο περί μεταρρύθμισης εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής κοινωνίας που να υποβοηθά την υλοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ισότητας . Σύμφωνα με την φεμινιστική κριτική των απόψεων του 8 , ο Μill προβλέπει ότι ουσιαστικά λίγες γυναίκες είναι εκείνες που θα κάνουν χρήση των πολιτικών τους δικαιωμάτων πέρα από αυτό της ψήφου γιατί οι ανάγκες της οικογένειας και της εργασίας είναι περιοριστικές για τη συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια πολιτική σφαίρα & και αν ο Mill λύνει μερικώς το πρόβλημα με το να αποδέχεται την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως το κατάλληλο πολιτικό σύστημα αντί της άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας εν τούτοις τα προβλήματα παραμένουν όταν τεθεί το ζήτημα της συμμετοχής των γυναικών στους θεσμούς απονομής της Δικαιοσύνης ή στην τοπική αυτοδιοίκηση ή στον εργασιακό συνδικαλισμό των εργοστασίων. Η απόδοση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες μένει κενό γράμμα στο βαθμό που τα κοινωνικά τους δικαιώματα δεν κατοχυρώνονται 9. και δεν έχουν τις κατάλληλες ευκαιρίες να αποκτήσουν τη δική τους ανεξάρτητη ταυτότητα και αυτοεκτίμηση.
Η συζήτηση ξαναρχίζει με την ανάπτυξη των σοσιαλιστικών εργατικών κινημάτων . Oι Karl Marx και Friedrich Engels θεωρούν ως τον πρώτο καταμερισμό εργασίας που εμφανίστηκε στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους αυτόν των ανδρών και γυναικών για την αναπαραγωγή των παιδιών. Ο Engels προσθέτει τριανταοχτώ χρόνια αργότερα ότι «η πρώτη ταξική αντίθεση που εμφανίζεται στην ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα στα πλαίσια της μονογαμίας και η πρώτη ταξική καταπίεση συμπίπτει μ’ αυτήν του θηλυκού φύλου από το αρσενικό»10 . Ο στόχος του σοσιαλιστικού κινήματος , σύμφωνα με τον Εngels , είναι η ανατροπή του καπιταλισμού που στηρίζεται στην εκμετάλλευση και στις ταξικές αντιθέσεις , μία εκ των οποίων είναι και η αντίθεση των δύο φύλων . «Τι θα είναι όμως το καινούργιο ;» αναρωτιέται ο Engels και προσθέτει ότι «αυτό θα απαντηθεί όταν μια νέα γενιά ωριμάσει : μια γενιά ανδρών που ποτέ σ’ όλη τους τη ζωή δεν θα έχουν γνωρίσει τι σημαίνει ν’ αγοράσεις με λεφτά την υποταγή μιας γυναίκας ή οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού οργάνου εξουσίας & μια γενιά γυναικών που ποτέ δεν θα έχουν γνωρίσει τι σημαίνει να δίνονται σ’ έναν άνδρα για λόγους διαφορετικούς από την αληθινή αγάπη ή να αρνούνται να δοθούν στους εραστές τους από φόβο για τις οικονομικές συνέπειες . Όταν οι άνθρωποι αυτοί ζήσουν στον κόσμο , πολύ λίγο θα σκοτίζονται για το τι νομίζουμε εμείς σήμερα πως θα έπρεπε να κάνουν & θα έχουν τη δική τους πρακτική και την αντίστοιχη κοινή γνώμη τους για την πρακτική καθενός ατόμου» 11 .
Το πρόβλημα με την κλασική μαρξιστική ανάλυση ήταν ότι ενώ αναγνωρίζει την αντίθεση ανδρών και γυναικών ως την πρώτη εκ των ταξικών αντιθέσεων στην ιστορική διαδρομή εν τούτοις δεν προβλέπει θέση για αυτόνομο κίνημα γυναικών για την επίλυση της αντίθεσης αυτής και εντάσσει το γυναικείο ζήτημα ως μια επί μέρους συνιστώσα του γενικότερου ταξικού ζητήματος και έτσι αφήνεται να επιλυθεί μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση της εργατικής τάξης . Όπως χαρακτηριστικά και ειρωνικά επισημαίνει η Heidi Hartman «ο γάμος του μαρξισμού και του φεμινισμού υπήρξε σαν το γάμο του συζύγου και της συζύγου όπως περιγράφεται στο Αγγλικό οικογενειακό δίκαιο : ο μαρξισμός και ο φεμινισμός είναι ένα , και αυτό το ένα είναι ο μαρξισμός»12. Για άλλη μια φορά προσδιορίζεται από την ανδρική πατριαρχική λογική το υποκείμενο των δικαιωμάτων : ο αρχηγός της οικογένειας που κερδίζει το ψωμί της οικογένειας στην αγορά εργασίας είναι και αυτός που έχει τον πρώτο , και ουσιαστικά μοναδικό λόγο στην πολιτική σφαίρα , έστω και αν η πολιτική στρατηγική οφείλει να εξυπηρετήσει προοδευτικούς και ανατρεπτικούς ενάντια στον καπιταλισμό αγώνες. Η συνέπεια αυτής της ενσωμάτωσης των γυναικείων αιτημάτων στα πλαίσια του σοσιαλιστικού εργατικού λόγου ήταν να αναβληθούν , ουσιαστικά , οι γυναικείες ανεξάρτητες κινητοποιήσεις για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ως τα τέλη του 19ου αιώνα και την εμφάνιση του «πρώτου κύματος» των μαζικών φεμινιστικών αγώνων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Το «πρώτο κύμα» αφορούσε την πρόσβαση των γυναικών στους εκπαιδευτικούς και στους πολιτικούς θεσμούς 13 . Στις ΗΠΑ όπου ο κλασικός μαρξισμός δεν είχε μεγάλη απήχηση τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός παίρνοντας ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά θέτει ευθέως το ζήτημα των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών . Η Συνδιάσκεψη του 1850 (Ohio , Worchester Mass. ) εξέδωσε διακήρυξη στην οποία τονιζόταν ιδιαίτερα έντονα το ζήτημα της πρόσβασης στην εκπαίδευση και το δικαίωμα της ψήφου : «θεωρήσαμε , ότι όλες οι διακρίσεις ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες που αναφέρονται σε κοινωνικούς , εκπαιδευτικούς , οικονομικούς , θρησκευτικούς ή πολιτικούς θεσμούς , οι οποίες βασίζονται πάνω στη διάκριση του φύλου , είναι αντίθετες στους νόμους της Φύσης , είναι άδικες , και καταστρεπτικές για την αγνότητα , την προαγωγή και την πρόοδο της γνώσης και της αρετής της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας , και πρέπει να καταργηθούν μια και για πάντα (…) Θεωρήσαμε , Ότι η γυναικεία εκπαίδευση πρέπει να είναι σε συμφωνία με την υπευθυνότητα στη ζωή , ότι η γυναίκα μπορεί να αποκτήσει αυτήν την αυτοπεποίθηση και την αληθινή αξιοπρέπεια που είναι τόσο ουσιώδεις για την κατάλληλη εκπλήρωση των σημαντικών καθηκόντων που της μεταβιβάζονται…»14 . Τα δικαιώματα των γυναικών είναι , σύμφωνα με τη διακήρυξη , δικαιώματα που προέρχονται από τη φύση , όπως και των ανδρών. Η διάκριση λόγου και φύσης βάσει της οποίας θεωρούνται οι γυναίκες κατώτερες από τους άνδρες θεωρείται πλέον ξεπερασμένη , αφύσικη , και , πάνω απ’ όλα, άδικη . Τα σχολεία για την εκπαίδευση των γυναικών , ακόμη και των μαύρων γυναικών , που είχαν αρχίσει να λειτουργούν προς τα μέσα του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι , ιδιαίτερα για τις μαύρες γυναίκες , οι δασκάλες εθεωρούντο ως η πρωτοπορία στον αγώνα για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τόσο των γυναικών όσο και των μαύρων. Η δασκάλα Anna Julia Cooper υπήρξε η πρώτη φεμινίστρια της Αφροαμερικάνικης μειονότητας και για την οποία «όσον καιρό η γυναίκα καθόταν με δεμένα μάτια και χέρια , γερά σφιγμένη από τη μέγγενη της άγνοιας και της απραξίας , ο κόσμος της σκέψης εκινείτο στην τροχιά του όπως οι επαναστάσεις της σελήνης & με ένα πρόσωπο (το πρόσωπο του άνδρα) πάντοτε προς τα έξω , έτσι ώστε ο θεατής να μην μπορεί να διακρίνει αν πρόκειται για δίσκο ή για σφαίρα (…) ισχυρίζομαι (…) ότι υπάρχει μια θηλυκή όσο και μια αρσενική πλευρά της αλήθειας & και ότι δεν σχετίζονται ως κατώτερη και ανώτερη , ούτε ως καλύτερη και χειρότερη , ούτε ως κατώτερη και ισχυρότερη , αλλά ως συμπληρωματικές – συμπληρωματικές σε ένα αναγκαίο και συμμετρικό όλο»15 . Από το σημείο αυτό και πέρα εισάγεται πια η προβληματική ενός κινήματος που έχει επίγνωση της θηλυκής του υπόστασης αλλά ταυτόχρονα επιδιώκει με θεωρητικούς , ιδεολογικούς και πολιτικούς αγώνες την ισότητα στα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Αυτή η προβληματική θα τεθεί ως αφετηρία στις σύγχρονες συζητήσεις για την ισάριθμη αντιπροσώπευση και για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη στα τέλη του 20ού αιώνα.
V) Ο 20ος ΑΙΩΝΑΣ : Η ΘΕΣΜΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΦΥΛΑ . ΤΑ ΔΥΟ «ΚΥΜΑΤΑ» ΤΟΥ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
O φεμινισμός του «πρώτου κύματος» σφραγίζει με τη δράση του το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα κυρίως στα χρόνια μέχρι το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ ο φεμινισμός του «δεύτερου κύματος» θα ξεπηδήσει μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής οικοδόμησης και τη διαμόρφωση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Το «πρώτο κύμα» εμφορείται από τη βασική αρχή της ισότητας των γυναικών με τους άνδρες σε όλα τα πεδία των δικαιωμάτων με βασικό το πολιτικό δικαίωμα της ψήφου . Σύμφωνα με την Carole Pateman οι φεμινίστριες του «πρώτου κύματος διεκδικούσαν «ίσα δικαιώματα , αστικά και πολιτικά , η διαφορετικότητα των γυναικών να θεωρηθεί ως μέρος της ιδιότητας του πολίτη ( η γυναικεία ψήφος ως έννοια δικαιοσύνης , κυβέρνηση στηριγμένη στη συναίνεση , ξεχωριστή γυναικεία συνεισφορά στην πολιτική ζωή )»1. Στα μεσοπολεμικά χρόνια έντονη ήταν η διαμάχη ανάμεσα στην τάση για «ισότητα ανδρών και γυναικών» και στην τάση που επεδίωκε την «κατοχύρωση της προστατευτικής νομοθεσίας» κυρίως για τις μητέρες. Η διαμάχη δεν πήρε απόλυτα διχοτομική μορφή ούτε στο επίπεδο της θεωρίας ούτε στο επίπεδο της κοινωνικής ταξικής πρακτικής (πολλές συνδικαλίστριες υποστήριζαν την τάση της ισότητας και πολλές μεσοαστές γυναίκες την τάση της προστατευτικής νομοθεσίας) . Στο βαθμό που η προστατευτική νομοθεσία επρόκειτο να εφαρμοστεί και για τα δύο φύλα απολάμβανε της εμπιστοσύνης του Εθνικού Κόμματος Γυναικών των ΗΠΑ που δραστηριοποιήθηκε στην κατεύθυνση της θεσμικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των γυναικών ως ορθολογικών υποκειμένων δικαίου ίσων με τους άνδρες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το Ανώτατο Συμβούλιο Γυναικών υποστήριξε τις προστατευτικές ρυθμίσεις και επί πλέον άδεια και επίδομα τοκετού . Επίσης το Γραφείο Γυναικών στις ΗΠΑ αντιτίθετο στην Τροποποίηση Ίσων Δικαιωμάτων και ζητούσε νομική κατοχύρωση της ίσης αμοιβής για ίση εργασία . Οι Νέες Φεμινίστριες του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούσαν τα οικογενειακά επιδόματα ως ένδειξη ανεξαρτησίας από την οικονομική εξάρτηση των γυναικών από τους άνδρες. Η Ομάδα των Έξη Σημείων πρότεινε τη λύση της ίσης αμοιβής καθώς και της αναγνώρισης της οικιακής εργασίας των γυναικών. Το φεμινιστικό κίνημα αποκτά πιο σταθερούς δεσμούς με το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα καθώς και με τα αντί-αποικιακά και τα πρώτα ειρηνιστικά κινήματα.
Μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο αρχίζει η συγκρότηση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης . Στο Ηνωμένο Βασίλειο με την έκθεση του William Beveridge εγκαινιάζεται επίσημα το 1945 το κράτος πρόνοιας 2 . Η οργανωτική αρχή του κράτους πρόνοιας της κοινωνικής ασφάλισης είναι η ανταποδοτική συνεισφορά (έτσι σύμφωνα με τον Μarshall μπορούν να χρηματοδοτηθούν τα «κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη» στο κράτος πρόνοιας) . Η αμειβομένη εργασία από την αμοιβή της οποίας αφαιρούνται τα ασφάλιστρα είναι η βάση του συστήματος. Η C.Pateman κρίνει πως το σύστημα είναι στην ουσία πατριαρχικό γιατί είναι οι άνδρες που θεωρούνται ως «οι κερδίζοντες το ψωμί» και λαμβάνουν τον οικογενειακό μισθό , άρα και είναι αυτοί που θα καταβάλουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην επαύριον του καταστροφικότερου πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία και πως η εργασία των γυναικών που αναπλήρωσαν τους άνδρες στα εργοστάσια θεωρείται πια περιττή , γιατί οι άνδρες θα έμεναν άνεργοι. Ο Beveridge στην έκθεσή του με την οποία εισήχθησαν στο Αγγλικό κοινοβούλιο οι διατάξεις που θεμελίωναν το κράτος πρόνοιας έγραφε : «η μεγάλη πλειοψηφία των νυμφευμένων γυναικών πρέπει να θεωρούνται σε εργασία που είναι ζωτική αλλά απλήρωτη , χωρίς την οποία οι σύζυγοί τους δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους και χωρίς την οποία το έθνος αδυνατεί να εξασφαλίσει τη συνέχειά του».3 Το 1946 με την Πράξη Εθνικής Ασφάλισης δεν αναγνωρίστηκε ούτε η μητρότητα ούτε η απλήρωτη εντός του οίκου εργασία και δεν συνδέθηκαν με την ισότητα και την ιδιότητα του πολίτη. Ως και τη δεκαετία του ‘70 το σύστημα δεν αναγνώριζε τις γυναίκες ως πολίτες δικαιούχους των οικογενειακών επιδομάτων αλλά ως άτομα εξαρτημένα από τους άνδρες-συζύγους τους. Η καταγωγή αυτής της λογικής βρίσκεται στον Α΄παγκόσμιο πόλεμο όταν το κράτος πλήρωνε ένα επίδομα «αποχωρισμού» των ανδρών που πήγαν στρατιώτες στον πόλεμο στις γυναίκες το οποίο και έπαιρνε πίσω όταν ο άνδρας επέστρεφε. Το κράτος πρόνοιας αντικατέστησε το σύζυγο στην υποταγή των γυναικών . Το κύριο επιχείρημα ότι οι άνδρες είχαν ως καθήκον τους να ζήσουν και να πεθάνουν για το κράτος ή το έθνος ενώ αντίθετα οι γυναίκες έπρεπε να ζήσουν με στόχο την γέννηση και ανατροφή των γιων του κράτους ή του έθνους . Έτσι προσδιορίζονταν και τα ανάλογα πολιτικά καθήκοντα : στις γυναίκες που λόγω μητρότητας δεν επετράπη να φέρουν όπλα για την «προστασία της προστασίας του έθνους» δεν επετράπη και να ψηφίζουν , παρά μόνο μετά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης , με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Ελβετική όπου ακόμη και στη δεκαετία του ‘ 70 σε μερικά καντόνια της ομοσπονδίας οι γυναίκες στερούνταν το δικαίωμα της ψήφου.
Το «δεύτερο κύμα» έρχεται να στρέψει τα πυρά της κριτικής του στην διαμορφωμένη κοινωνική και πολιτική κατάσταση του κράτους πρόνοιας που ενώ παραχώρησε μετά από αγώνες το δικαίωμα της ψήφου εν τούτοις, στην ουσία του, παραμένει πατριαρχικό. Με το «πρώτο κύμα» μοιράζεται το ίδιο πάθος του αγώνα για την εξασφάλιση και θεσμική κατοχύρωση των ίσων νομικών , εκπαιδευτικών και οικονομικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες . Η θεσμοποίηση της αναπαραγωγής χρησιμοποιείται από την πατριαρχία με στόχο τον περιορισμό των ευκαιριών για τις γυναίκες να εισέλθουν στη σφαίρα της παραγωγής με αξιώσεις και στην καλύτερη περίπτωση να αποδεχθούν να εργασθούν σε part-time κακοπληρωμένες εργασίες. Η ανάλυση της αναπαραγωγικής εξουσίας και των αντίστοιχων τεχνολογιών της είναι για τις φεμινίστριες του «δεύτερου κύματος» κρίσιμα ζητήματα που απαιτούν θεωρητική επιστημονική διερεύνηση 4. Το δικαίωμα της αναπαραγωγής έγινε έτσι κεντρικό θέμα αντιπαράθεσης με την πατριαρχική λογική και ιδεολογία και αυτό φαίνεται καθαρά στο ερώτημα που έθεσε η Mary O’ Brien για το σημείο από το οποίο αρχίζει η φεμινιστική θεωρία και στην απάντηση που έδωσε η ίδια : «Απαντώ πως βρίσκεται μέσα στη διαδικασία της αναπαραγωγής των γυναικών. Η πάλη για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα συνεπάγεται αγώνα ενάντια στη σεξουαλική και στην οικιακή βία , κι έχει βαθύτατους αντίκτυπους στην φυλετική ταυτότητα»5. Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν καμπάνιες με κεντρικά θέματα το δικαίωμα στην άμβλωση , τη δημιουργία κέντρων για την περίθαλψη κακοποιημένων γυναικών και για το «φωτισμό της Νύχτας». Επίσης επαναπροσδιορίστηκαν οι σχέσεις του φύλου, της φυλής και της τάξης και τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα των πολλαπλών ταυτοτήτων που προσδιορίζουν τις γυναίκες , όπως και όλους τους πολίτες , ως κρίσιμο για τη στρατηγική των φεμινιστικών κινημάτων όπως θα δούμε στη συνέχεια. Τέλος στα τέλη της δεκαετίας του ‘ 80 και στις αρχές του ‘ 90 τίθεται το ζήτημα της ασφαλούς περιβαλλοντικής αναπαραγωγής και αναδεικνύεται το αίτημα μέσα από καμπάνιες ειρήνης για μεγάλες αλλαγές στην αναπαραγωγή . Το «δεύτερο κύμα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλέον ως το «κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών» από την πατριαρχία.
Οι προϋποθέσεις που έθεσε ο φιλελεύθερος φεμινισμός αλλά και οι ριζοσπαστικές κριτικές του για την ουσιαστικοποίηση της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη είναι ακόμη ανεκπλήρωτες και αυτό γίνεται έκδηλα φανερό με την αυξανόμενη βία σε βάρος των γυναικών εντός και εκτός οικίας όσο και σε ειρηνικές και μη περιόδους 6 . Η διαμάχη μεταξύ των φεμινιστριών της ισότητας και των φεμινιστριών της διαφοράς θα επανέλθει στο προσκήνιο με νέα πιο καθαρή μορφή, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική πολιτική.
VΙ) H ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ , ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΟ.
Ο 20ός αιώνας τελειώνει με τις γυναίκες να έχουν κατακτήσει το δικαίωμα της ψήφου . Όμως ο σύγχρονος διάλογος ξεκινάει από τη βάση ότι η θεσμική κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου δεν αρκεί για να είμαστε σε θέση να μιλάμε για πλήρη ισότητα ανδρών και γυναικών. Πρέπει να αποκτήσει πλήρη σημασία η έννοια της οικουμενικότητας της ιδιότητας του πολίτη & αυτή είναι η κοινή θέση όλων των θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων του φεμινιστικού κινήματος. Η στρατηγική όμως διαφέρει. Η διαφορά είναι , σύμφωνα με την Katherine O’ Donovan , «ο μπαλαντέρ στην τράπουλα» 1 για την ιδιότητα του πολίτη. Οι προτεινόμενες στρατηγικές είναι ουσιαστικά δύο : οι πολίτες πρέπει να επιδιώξουν τα γενικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα ή η ιδιότητα του πολίτη θα προσδιορίζεται από τις κοινωνικές ομάδες που λειτουργούν από κοινού διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ξεχωριστές τους ταυτότητες ;
Η Iris Marion Young 2 διατυπώνει την άποψη , λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες της κοινωνίας των ΗΠΑ της οποίας είναι μέλος , πως χρειάζεται το μοντέλο της «συμμαχίας του ουράνιου τόξου» για να μπορέσουμε να μιλάμε για ουσιαστικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη. Η στρατηγική αυτή αναγνωρίζει την ύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ταυτοτήτων που προσδιορίζουν τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που βιώνουν από κοινού την πολιτική και κοινωνική καταπίεση και οι οποίες επιδιώκουν την αναγνώρισή τους από το πολιτικό σύστημα χωρίς όμως να απαρνηθούν την ιδιαιτερότητά τους και να απορροφηθούν από την «άποψη του κατεστημένου» . Η Καντιανή προσταγή τίθεται στο στόχαστρο γιατί θεωρείται ότι υπεκφεύγει μπροστά στα διλήμματα της διαφοράς και της μερικότητας με τη συνεχή επίκληση των ιδεών της αφαιρετικότητας. H Καντιανή προσταγή για να επιβληθεί απαιτεί την ύπαρξη ενός διαιτητή που θα είναι σε θέση να αποφασίζει και να επιλέγει ανάμεσα σε αντιπαρατιθέμενες απόψεις (με πρώτο και κύριο το κράτος) που υποτίθεται ότι υψώνονται υπεράνω των ιδιαίτερων συμφερόντων που εκπροσωπούν . Έτσι η συλλογική σφαίρα της αιτιολόγησης της δράσης αντιπαρατίθεται στους όρους της Καντιανής προσταγής . Αντί να εναποτίθεται στα χέρια ενός κριτή που τίθεται υπεράνω συμφερόντων είναι στα πλαίσια ενός πολιτικού φόρουμ που απαρτίζουν οι συλλογικοί φορείς των δρώντων που μετατίθεται ο διάλογος και , στην ουσία , η αιτιολόγηση της δράσης. Αυτή η θέση ωθεί πρακτικά τις ιδιωτικές πλευρές της ζωής των ανθρώπων στη δημοσιοποίησή τους και στην συμπερίληψή τους στο δημόσιο διάλογο. «Το προσωπικό είναι πολιτικό» και σβήνονται τα αποσαφηνισμένα όρια δημόσιου και ιδιωτικού. Όμως το ερώτημα παραμένει εν ισχύ : πώς προσδιορίζονται τα συλλογικά μέτρα και σταθμά που προϋποτίθενται για τη λήψη των συλλογικών αποφάσεων που αφορούν όλους και όλες.
«Μια θεμελιακή διάσταση της ελευθερίας των γυναικών είναι η ελευθερία που ενυπάρχει εκ φύσεως στην ιδιότητα των ίσων πολιτών» 3 τονίζει η Carole Pateman σε αντίθεση με τη Young . Εκείνο το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δύο φύλων σε ένα πατριαρχικό κοινωνικό – πολιτικό πλαίσιο είναι αυτό της εξουσίας του ενός επί του άλλου. Αυτός που είναι , κατ’ αυτήν , ο βασικότερος και ουσιαστικότερος στόχος των γυναικών και του φεμινιστικού κινήματος είναι ο μετασχηματισμός των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα και όχι μια θεμελιακή αντιπαράθεση των δύο φύλων . Εκείνο που προέχει είναι ο μετασχηματισμός της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη σε νέες θεωρητικές και πολιτικές βάσεις που να έχουν ως χαρακτηριστικές αρχές τους την ελευθερία και την ισότητα των δικαιωμάτων . Αυτό δεν σημαίνει ταύτιση των γυναικών με το ανδρικό πρότυπο για την ιδιότητα του πολίτη & σημαίνει εκδημοκρατισμός των πολιτικών σχέσεων των δύο φύλων & σημαίνει πως ενώ η μητρότητα ως κατ’ αρχήν «γυναικεία υπόθεση» 4 δεν μπορεί να ταυτιστεί αποκλειστικά με την έννοια της ιδιότητας του πολίτη εν τούτοις μπορεί να συνδεθεί στενά μ ‘ αυτήν. Η καρδιά του προβλήματος δεν είναι η διαφορά αλλά η υποταγή των γυναικών. Η «αυθεντικά δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη» ως έννοια περιλαμβάνει και τα δύο φύλα ως πλήρεις πολίτες και η ιδιότητα αυτή έχει ίση αξία και για τα δύο φύλα. Η ίση πολιτικά θέση των γυναικών είναι αναγκαία για τη δημοκρατία και για την αυτονομία των γυναικών . Αν πρόκειται να αλλάξει η πολιτική σημασία της διαφοράς των δύο φύλων και να είναι η ιδιότητα του πολίτη των γυναικών ισάξια με αυτήν των ανδρών , πρέπει οι πατριαρχικές κοινωνικές και φυλετικές σχέσεις να μετασχηματιστούν σε ελεύθερες σχέσεις . Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως όλοι οι πολίτες πρέπει να γίνουν όπως οι άνδρες ούτε και πως όλες οι γυναίκες πρέπει να θεωρούνται με τον ίδιο τρόπο. Για να είναι πραγματική και όχι τυπική η ισότητα θα πρέπει να διαφοροποιείται η ουσία της ανάλογα με τις διαφορετικές περιστάσεις εντός των οποίων αναγνωρίζονται κάθε φορά οι άνδρες και γυναίκες πολίτες. Στη θέση αυτή της C.Pateman διακρίνουμε ένα μικρό άνοιγμα προς την άποψη της Iris Marion Young , η οποία θεωρεί την γενική και αφηρημένα ορισμένη οικουμενικότητα της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη ως βασικό εμπόδιο στον αγώνα για την επίτευξη της πραγματικής , ουσιαστικής ισότητας.
Στα τέλη της δεκαετίας 1980-90 άρχισε να αναπτύσσεται η συζήτηση για την ισάριθμη αντιπροσώπευση των γυναικών στα κοινοβούλια και στους πολιτικούς θεσμούς λήψης αποφάσεων γενικότερα. Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία τα κόμματα, με πιο ευαίσθητα αυτά της κεντοαριστεράς και της εξωκοινοβουλευτικής και οικολογικής αριστεράς , άρχισαν να τοποθετούνται επί του ζητήματος και να προβαίνουν και σε λήψη πρακτικών μέτρων για την υλοποίηση , έστω και με τη λογική των ποσοστώσεων , του αιτήματος. Ο διάλογος που διεξάγεται ανάμεσα στις φεμινίστριες της ισότητας και της διαφοράς επεκτάθηκε και σε αυτό το πεδίο έστω και με διάφορες παραλλαγές. Υπό το πρίσμα αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών όπως καταγράφηκαν στο διάλογο ανάμεσα στην Francoise Gaspard και στην Ελένη Βαρίκα5 . Κατά την Gaspard το αίτημα της ισάριθμης αντιπροσώπευσης ανοίγει το δρόμο για την αμφισβήτηση των ορίων ανάμεσα σε πολιτική και ιδιωτική σφαίρα της ζωής , για την ριζοσπαστική ανατροπή του σημερινού πολιτικού συστήματος που πάσχει , σε τελευταία ανάλυση, από έλλειψη νομιμοποίησης και καθιστά την παραγωγή των νόμων μια διαδικασία που απαιτεί τη συμμετοχή με βάση την ισότητα , των ανδρών και των γυναικών. Από την πλευρά της η Βαρίκα επισημαίνει πως το αίτημα δεν τίθεται ως απλώς επιδιορθωτικό της σημερινής πολιτικής δημοκρατίας, όπως αφήνει να εννοηθεί για την άποψη της Gaspard, αλλά απαιτείται η επανίδρυση της δημοκρατίας σε νέες βάσεις , ηθικές και πολιτικές. Η Βαρίκα θεωρεί ότι «οι μόνες δυνατές συμμαχίες είναι συμμαχίες πάνω σε πολιτικά προγράμματα που , ξεκινώντας από τον κόσμο ως έχει 6 , διευρύνουν τη δυνατότητα ενός άλλου κόσμου με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες αντρών και γυναικών , με βάση τις πολλαπλές και συχνά αντιφατικές θεωρήσεις της καταπίεσης. Συμμαχίες που επεξεργάζονται νέους ορισμούς της κοινότητας, της δικαιοσύνης , της εξουσίας , του ατόμου , της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού , της διαχείρισης των αγαθών , του περιεχομένου της εργασίας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι ένα πρόγραμμα της αριστεράς . Όχι γιατί αντιστοιχεί στις ιστορικές πρακτικές της , ούτε γιατί θα βρει αναγκαστικά απήχηση στις γραμμές της , αλλά γιατί θίγει τα ίδια τα θεμέλια της κυριαρχίας». Η άποψη της Βαρίκα θα μπορούσε κάλλιστα να συνδυαστεί με την άποψη της Ιris Marion Young που προτείνει τη στρατηγική του «ουράνιου τόξου» ακριβώς γιατί προσδιορίζεται από τις «πολλαπλές και συχνά αντιθετικές θεωρήσεις της πραγματικότητας» και αποβλέπει στη συμμαχία νέων κοινωνικών κινημάτων πάνω στη βάση του κοινού στόχου της κατάκτησης ειδικών δικαιωμάτων που να ουσιαστικοποιούν την έννοια της οικουμενικότητας της ιδιότητας του πολίτη .
VII) ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η είσοδος των κοινωνιών της Δύσης στη «μεταβιομηχανική εποχή» 1 δημιουργεί νέα προβλήματα και νέες προκλήσεις για τα νέα κοινωνικά κινήματα και , ειδικότερα , το φεμινιστικό κίνημα που ίσως πρέπει να αναζητήσει νέες στρατηγικές και τακτικές που να υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια της διαμάχης ανάμεσα σε φεμινισμό της ισότητας και σε φεμινισμό της διαφοράς . Η ραγδαία επέκταση της νέας τεχνολογίας και οι πολλά υποσχόμενες μορφές άμεσης δημοκρατίας θα θέσουν εκ νέου το ζήτημα της οικουμενικότητας της ιδιότητας του πολίτη . Ίσως η μεγάλη αντίφαση να μην τίθεται στο ζήτημα άνδρες – γυναίκες αλλά στο ζήτημα του ποιοι / ες θα έχουν πρόσβαση στα νέα μέσα επικοινωνίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών για να μπορούν να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα στην περίπτωση που απαιτηθεί. Τότε θα χρειαστεί να ξαναϊδωθεί το ζήτημα του κοινωνικού δικαιώματος της πρόσβασης στην εκπαίδευση όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άνδρες. Οι νέες εργασιακές σχέσεις 2 που προβλέπεται ότι θα προκύψουν θα ευνοούν την τηλε-εργασία από το χώρο της οικίας πράγμα που σημαίνει πως πρώτα οι γυναίκες θα μπουν στην πρώτη φάση στο σύστημα αυτό αν κρίνουμε από τα μέχρι τώρα δεδομένα της εργασίας στο φασόν και στη μαύρη εργασία. Θα χρειαστεί , συνεπώς , να επανεκτιμηθούν μια σειρά από θεωρητικές παραμέτρους που μέχρι τώρα καθόριζαν την ιδιότητα του πολίτη και τα δικαιώματα του φύλου και , γιατί όχι , της ίδιας της έννοιας της δημοκρατίας όπως την έχουμε ως τώρα γνωρίσει.
Μια εξέλιξη αυτού του τύπου δεν πρόκειται βέβαια να αλλάξει ριζικά και άνευ κοινωνικών αντιστάσεων τις υπάρχουσες πολιτικές και κοινωνικές διαρθρώσεις και δομές. Ως εκ τούτου η πάλη για την ουσιαστικοποίηση της οικουμενικότητας της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη δεν σταματάει . Πάντα θα υπάρχουν κοινωνικές κατηγορίες που θα υφίστανται διακρίσεις και θα βιώνουν συλλογικά την καταπίεση. Συνεπώς η στρατηγική που ενιαιοποιεί σε ένα πολιτικό πρόγραμμα τις κοινωνικές ομάδες που προσδιορίζονται από τη συλλογική εμπειρία της καταπίεσης είναι αυτή που απαιτείται . Αυτή πρέπει να είναι μια στρατηγική που θα ενώνει αλλά ταυτόχρονα δεν θα ισοπεδώνει τις διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες . Το φεμινιστικό κίνημα πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή τη συγκυρία πολιτικής κρίσης και μετάβασης και να βοηθήσει να προβληθεί «η αναγκαιότητα ρήξης με την αποκλειστική λογική της υπαρκτής δημοκρατίας , της επινόησης νέων αρχών , νέων κανόνων , του κοινώς ζην 3 , [που] είναι δυνατόν να προσληφθεί ως προϋπόθεση όχι μόνο για τη μετατροπή των γυναικών σε πραγματικούς πολίτες αλλά και για μια δημοκρατική πολιτεία , απλώς και μόνο».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1) Βαρίκα Ελένη , 1995 , Επανίδρυση ή επιδιόρθωση της δημοκρατίας ; Το αίτημα της ισάριθμης αντιπροσώπευσης των φύλων , περιοδικό Σύγχρονα Θέματα , Αθήνα ,Περίοδος Β΄, τεύχος 57 , Οκτ.-Δεκ.1995 , σε.42-59
2) Beaud Michel , 1987 , Η ιστορία του καπιταλισμού , Θεσσαλονίκη, εκδ.Μάλλιαρης – Παιδεία
3) Γεωργακοπούλου Ν.Βασιλική , 1995 , Αγορά εργασίας και Σύγχρονες Εργασιακές Σχέσεις, Αθήνα, έκδοση ΙΝ.Ε./Ο.Τ.Ο.Ε.
4) Γκαβί Φ. , Γκεράσσι Α, κ.α. , 1988 , The Movement : Το Αμερικάνικο ‘68 , Αθήνα , εκδ.Κομμούνα/Κοινωνικά Κινήματα 8
5) Cohen Jean , 1991 , About Women and Rights , αναδημοσίευση στο Mills Nicolaus , 1994, Legacy of Dissent : 40 Years of Writing from Dissent Magazine , New York, Touchstone : Simon and Schuster
6) Δημούλης Δημήτρης , 1996, Ιδιότητα του πολίτη και πολιτικά δικαιώματα : Λειτουργία και υπέρβαση μιας διαφοροποιητικής κατασκευής (μέρος Α΄) , περιοδικό Θέσεις , Αθήνα , τεύχος 55 , Απρ.-Ιούν.’95 , σελ.11-30
7) Διακρατικό Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα AFFET, 1995 , Κοινωνικός Διάλογος και Νέες Τεχνολογίες , Αθήνα , έκδοση ΙΝ.Ε./Ο.Τ.Ο.Ε.
8) Evans Judith, 1986, Feminism and Political Theory , in Hills Jill and Evans Judith (eds) , Feminism and Political Theory , London, Sage , σελ.1-16
9) Gaspard Francoise , 1995 , Για την ισάριθμη αντιπροσώπευση : γένεση μιας έννοιας , γέννηση ενός κινήματος , περιοδικό Σύγχρονα Θέματα , Αθήνα , Περίοδος Β΄, τεύχος 57 , Οκτ.-Δεκ.1995, σελ.32-41
10) Green Karen , 1995 , The Woman of Reason : Feminism, Humanism, and Political Thought , Cambridge , Polity Press
11) Harrison Ross , 1993 , Democracy , London, Routledge
12) Humm Maggie (ed), 1992 , Feminisms : A reader , Hertfordshire , Harvester Wheatsheaf
13) Irigaray Luce , 1981/93 , This sex Which is Not One , in E.Marks and I.de Courtivron (eds) , New French Feminisms , Brighton , Harvester
14) James Susan , 1990 , The good enough citizen : female citizenship and independence , in Pateman Carole (ed), Equality , Difference , Subordination , London Polity Press, σελ.48-65
15) Kourany A., Sterba P.James , Tong Rosemarie (eds) , 1993 , Feminist Philosophies : Problems , Theories and Applications , Hertfordshire , Harvester Wheatsheaf
16) Κωνσταντοπούλου Χρυσούλα , 1994 , Για μια Κοινωνιολογία της Εργασίας , Θεσσαλονίκη , εκδ.Παρατηρητής
17) Lerner Gerda , 1993 , The Creation of Feminist Consciousness : From the Middle Ages to Eighteen Seventy , Oxford , Oxford University Press
18) Marshall T.H. – Bottomore T. , 1995 , Iδιότητα του πολίτη και κοινωνική τάξη, Αθήνα , εκδ.Gutenberg
19) Mαρξ Κ.-Ενγκελς Φ., α.χ. , Διαλεχτά Εργα , Αθήνα
20) Μιλ Τζων Στιούαρτ , 1983 , Περί Ελευθερίας , Αθήνα , εκδ. Επίκουρος
21) Μαυριάς Γ. Κώστας και Παντέλης Μ.Αντώνης , 1990 , Συνταγματικά Κείμενα : Ελληνικά και ξένα , Αθήνα-Κομοτινή , εκδ.Α.Σάκκουλα
22) Λοκ Τζον , 1990 , Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως , Αθήνα , εκδ.Γνώση
23) Okin Moller Susan , 1979 , Women in Western Political Thought , Princeton , Princeton University Press
24) O’ Donovan Katherine , 1993 , Gender Blindness or Justice Engendered , in Blackburn Robert , Rights of Citizenship , London , Mansell
25) Pateman Carole , 1970 , The Sexual Contract , London , Polity Press
26) Pateman Carole, 1990 , Τhe politics of motherhood and women’ s citizenship , in Pateman Carole (ed) , Equality , Difference , Subordination , London , Polity Press ,σελ.18-31
27) Philipps Anne , 1990 , Engendering Democracy , London , Polity Press
28) Philipps Anne , 1993 , Democracy and Difference , Cambridge , Polity Press
29) Ρουσσώ Ζαν-Ζακ , α.χ. Αιμίλιος , τόμοι Α΄ και Β΄ , Αθήνα , εκδ.Γ.Αναγνωστίδη
30) Ruddick Sara , Pacifying the Forces : Drafting Women in the Interests of Peace , in Signs 8 , no.3, Spring 1983
31) Ruddick Sara , 1984 , Preservative Love and Military Destruction : Some Reflections of Mothering and Peace , in Trebilcot J. (ed) , Mothering : Essays in Feminist Theory , Totowa , New Jersey , Rowman & Allenheld
32) Στασινοπούλου Όλγα , 1992 , Κράτος Πρόνοιας , Αθήνα , εκδ.Gutenberg
33) Stimpson R.Catherine , 1996 , Women’ s Studies and Its Discontents , in Dissent , Winter 1996 , σελ.67-75
34) Vogel Ursula , 1986 , Rationalism and romanticism : two strategies for women’ s liberation , in Hills Jill and Judith Evans (eds), Feminism and Political Theory , London , Sage , σελ.17-46
35) Young Iris Marion , 1992 , Polity and Group Difference : A Critique of the Ideal of Universal Citizenship , in Cass R.Sunstein (ed) , Feminism and Political Theory , Chicago , The University of Chicago Press 

Περισσότερα θέματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα εδώ.
Περισσότερα θέματα για τις γυναίκες εδώ.
Περισσότερα ιστορικά θέματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)