Τι σημαίνει η λέξη δάσκαλος;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
1

 

Η λέξη δάσκαλος είναι μεσαιωνική λέξη. Σχηματίστηκε με απλολογία από τη λέξη της αρχαίας ελληνικής διδάσκαλος, παράγωγο του ρήματος διδάσκω με την προσθήκη της κατάληξης –αλος. Η λέξη έγινε ιδιαίτερα γνωστή τον 19ο αι. με τη διαφωτιστική δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι περίφημοι Διδάσκαλοι του Γένους (Άνθιμος Γαζής, Ευγένιος Βούλγαρις κ.α.).

Η λέξη συγγενεύει ετυμολογικά με τα ρήματα doceo(= διδάσκω) και disco(= διδάσκομαι, μαθαίνω) της λατινικής.

Ετυμολογία

δάσκαλος < διδάσκαλος < διδάσκω.

Η λέξη δάσκαλος απλολογείται από το ρήμα διδάσκω, ενεστ. αναδιπλασιασμένος τ. του θ. δα-, το οποίο μαρτυρείται στο απρφ. Παθ. αορ. β΄ δα- ήναι (πβ. Αδαής) <δασ-ήναι< dηs-, που συνδέεται με λατ. disco(=μαθαίνω) , doceo (=διδάσκω),  γαλλ. discipline(=επιστήμη, μάθηση) κ.α.

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική δάσκαλος δάσκαλοι
γενική δασκάλου δασκάλων
αιτιατική δάσκαλο δασκάλους
κλητική δάσκαλε δάσκαλοι

Σημασία

δάσκαλος αρσενικό ουσιαστικό, δασκάλα και δασκάλισσα θηλυκό ουσιαστικό
  1. αυτός που διδάσκει
  2. ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο
  3. ο αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, ο μεγάλος ζωγράφος
  4. ο δεξιοτέχνης ενός μουσικού οργάνου
  5. (μεταφορικά) αυτός που αρέσκεται να δίνει συμβουλές στους άλλους

Συγγενικές λέξεις

  • δασκαλάκος
  • δασκάλεμα
  • δασκαλεμένος
  • δασκαλεύω
  • δασκαλίκι
  • δασκαλικός
  • δασκαλισμός
  • δασκαλίστικος
  • δασκαλίτσα
  • διδάσκω
  • διδασκαλία
  • δίδαγμα
  • διδακτικός
  • δίδακτρα

Σύνθετα

  • αδίδακτος
  • δασκαλοπαίδι
  • δασκαλόπουλο
  • δημοδιδάσκαλος

Συνώνυμα

  • διδάσκαλος
  • παιδαγωγός
  • σύμβουλος
  • σχολαστικός

Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Βρείτε περισσότερες ερμηνείες λέξεων εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

1Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου