Η ιστορία της λέξης κόμμα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Το κόμμα είναι μία λόγια λέξη. Προέρχεται από το αρχαίο κόμμα ( = παν τo κεκομμένον, η τύπωσις ή τo χάραγμα νομίσματος), παράγωγο του ρήματος κόπτω.

Ετυμολογία
  • κόμμα < αρχαία ελληνική κόμμα < κόπτω

Σημασία

  1. (γραμματική) σημείο στίξης (,) το οποίο χωρίζει προτάσεις, όρους προτάσεων, φράσεις κτλ.
  2. (πολιτική) συγκροτημένος πολιτικός οργανισμός που, προβάλλοντας την ιδεολογία και τις θέσεις του, διεκδικεί συμμετοχή στους πολιτικούς θεσμούς ενός κράτους
    • πολιτικός σχηματισμός που δρα σε μια ένωση κρατών (π.χ. την Ευρωπαϊκή Ένωση) και αποτελείται από ιδεολογικά συγγενή εθνικά κόμματα
  3. (μαθηματικά) η υποδιαστολή

Εκφράσεις

  • κάνω κόμμα (με κάποιον): συνεργάζομαι (με κάποιον), συνήθως εναντίον κάποιου άλλου
έκαναν κι οι δυό τους κόμμα εναντίον μου

Αξιομνημόνευτη η αρχαία παροιμία «πονηρού κόμματος», για ανθρώπους φαύλους και ανήθικους, η οποία (κατά τον αρχαίο σχολιαστή) είρηται από μεταφοράς τα των κιβδήλων νομισμάτων, διά τό ολίγον μεν έχειν χρυσόν, πλείονα δέ χαλκόν!
Η πολιτική σημασία είναι μεταγενέστερη και αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική λέξη parti.

Περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)