Ετυμολογία
αδαής < αρχαία ελληνική ἀδαής < ἀ (στερητικό)- + δάω (=μαθαίνω, διδάσκω)
Σημασία
αυτός που δε γνωρίζει το αντικείμενο, που έχει άγνοια πάνω σε αυτό, ο άπειρος, ο ανίδεος
π.χ. κάναμε λάθος στην επιλογή μας, αυτός είναι αδαής στο θέμα με το οποίο ασχολούμαστε
Συνώνυμα
ανίδεος, άπειρος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
αδαής < αρχαία ελληνική ἀδαής < ἀ (στερητικό)- + δάω (=μαθαίνω, διδάσκω)
Σημασία
αυτός που δε γνωρίζει το αντικείμενο, που έχει άγνοια πάνω σε αυτό, ο άπειρος, ο ανίδεος
π.χ. κάναμε λάθος στην επιλογή μας, αυτός είναι αδαής στο θέμα με το οποίο ασχολούμαστε
Συνώνυμα
ανίδεος, άπειρος
Δείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος