Πώς λέγεται το βέτο στα ελληνικά;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Αποτέλεσμα εικόνας για βέτο΄
Η λέξη βέτο προέρχεται από τη λατινική veto (αντιτίθεμαι), λέξη που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαία ρωμαϊκή πολιτική διοίκηση.

Σημαίνει την αρνητική παρέμβαση για να σταματήσει μια διαδικασία, η άρνησή της, εφ όσον μία χώρα ή ένας φορέας ή ένα άτομο έχει το δικαίωμα (ή το κύρος) από το νόμο (ή από θέση ισχύος). Το βέτο παρεμβάλλεται μόνο αρνητικά και συνήθως ασκείται εναντίον του δικαιώματος ενός άλλου. 
Παράδειγμα: η Χ χώρα, επειδή είχε δικαίωμα βέτο, το άσκησε και πάγωσε την εισδοχή της Ψ χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στα ελληνικά ο αντίστοιχος όρος είναι η αρνησικυρία.

Ετυμολογία: αρνησικυρία < άρνησις + κύρος

Δείτε πώς λέγονται περισσότερες γνωστές λέξεις στα ελληνικά εδώ.

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)