Άνοια ή ανία;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ανία

Η άνοια σημαίνει:
  1. κουταμάρα, μωρία, έκπτωση πνευματικής ικανότητας
  2. (ιατρική) βαθμιαία απώλεια των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου
    αγγειακή άνοια
    αλκοολική άνοια
    γεροντική άνοια
    τύπου Alzheimer άνοια
    πολυεμφρακτική άνοια
Ετυμολογία
άνοια < αρχαία ελληνική ἄνοια < ἄνους < ἀ- στερητικό + νοῦς (έλλειψη νου)


Η ανία σημαίνει:
δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από την πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος σε κάτι με το οποίο ασχολείται κανείς, ή από την έλλειψη κάποιας απασχόλησης που τραβά τη προσοχή, βαρεμάρα, πλήξη.

Ετυμολογία
ανία < αρχαία ελληνική ἀνία

Δείτε περισσότερες συγχεόμενες λέξεις εδώ.

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)