Τι σημαίνει άωρος;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
Επίθετο
άωρος - άωρη - άωρο

Σημασία
  1. αυτός που δεν είναι στην ώρα του συνώνυμα: παράκαιρος, ανεπίκαιρος, άκαιρος, πρόωρος ή όψιμος, άγουρος αντίθετα: έγκαιρος, καίριος, επίκαιρος
  2. για καρπούς, αυτός που δεν είναι ώριμος, που δεν είναι στην ώρα του, που δεν ωρίμασε ακόμη: "μη ζητάς τώρα ροδάκινα είναι άωρα ακόμη" συνώνυμα: ανώριμος, αγίνωτος, άγουρος, άμεστος αντίθετα: ώριμος, ωριμασμένος, γινωμένος, μεστωμένος
  3. (μτφ.) για ηλικία, ο μικρής ηλικίας, ο πολύ νέος συνώνυμα: ανήλικος, άγουρος αντίθετα: ενήλικος, ώριμος
  4. (μτφ.) αυτός που δεν είναι μελετημένος, ο επιπόλαιος: "άωρη ενέργεια".

Ετυμολογία
άωρος < α στερητικό + - ωρος < ώρα


Δείτε τι σημαίνουν περισσότερες λέξεις και εμπλουτίστε το λεξιλόγιό σας εδώ.

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)