Το λεξικό του στρατού. 35 φράσεις αποκλειστικά για στρατευμένους!

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0



Η διάλεκτος του φαντάρου…
Εμπλοκή: Σε πιο απλά λόγια, σκοπιές κάθε μέρα κι έξοδος μια φορά το μήνα ή για δύο ώρες με υπηρεσιακό.
Φίδιασμα-Φιδιάζω: Συνώνυμo του λαϊκού “λούφα-λουφάρω”. Βρίσκομαι κάπου απόμερα- Εν υπηρεσία: για να μη με βρουν να κάθομαι’ Εκτός υπηρεσίας: για να αποφύγω τυχόν χώσιμο, μπιφτέκι κλπ.
Το Ψάρι/O Ψαράς: Φαντάρος/Στρατιωτικός ο οποίος είναι νέος στο περιβάλλον, αγχωμένος για την εικόνα του στους ανώτερούς του ή συμπεριφέρεται έτσι κι ας είναι λίγο παλαιότερος.(Αντίθετο: “Παλαίουρας”)
Σειρά: Φουρνιά παρουσίασης στο στρατό. Αντιστοιχεί σε ένα νούμερο το οποίο αυξάνεται κάθε 3μηνο. Η τελευταία σειρά που έχει παρουσιαστεί (εως σήμερα) είναι η 300. Όταν 2 φαντάροι παρουσιάστηκαν την ίδια περίοδο, λέμε ότι είναι σειρά.
«Σειρά!»: Εκφώνηση προσώπου του οποίου δεν γνωρίζεις το όνομα.
Τα είδα όλα κωλυόμενα: Τα βρήκα δύσκολα (συνήθως αφορά τις πολλές υπηρεσίες)
Γκοτζίλα: Κρέας αδιευκρινίστου προελεύσεως, συσκευασμένο και κατεψυγμένο. Επιστήμονες το κατατάσσουν στην παλαιολιθική εποχή. Και ναι, ήρθε η ώρα να μαγειρευτεί!
Το χυμείο: Ο… χύμα φαντάρος ή στρατόπεδο.
Η Καναδέζα: Το φορτηγό όχημα στρατιωτικής χρήσης τύπου Μ715
Καραβανάς: Ο μόνιμος βαθμοφόρος του στρατεύματος.
Το γερμανικό: Η σκοπιά 2-4 τα ξημερώματα
Γαμωσείρης, ο: Αυτός που “χώνει” άτομα της σειράς του. (πχ. σε καθαριότητες, τρώει μπιφτέκιτου κλπ.)
Προβλεπέ: Προέρχεται εκ του προβλεπόμενος. Αντιστοιχεί σε ξύρισμα ανά “5λεπτο”, εκτυφλωτικό γυάλισμα αρβύλων επί 24ώρου κλπ.
Άκυρο!: Χρησιμοποιείται ως ακυρωτικό της πρότασης που προηγήθηκε. Συναντάται ως φαγώσιμο: «Φάε το άκυρο!»,  Αλλά και ως ορεκτικό: «Τσίμπα ένα άκυρο!»
Μαύρο: Προσδιορισμός στρατοπέδου -συνήθως-, όπου όλα είναι προβλεπέ.
Απολελέ: …και τρελελέ! Έκφραση που χρησιμοποιούν οι φαντάροι και απολύονται
Τέντα-Τέντωμα: Βλ. προβλεπέ
Καλλιόπη: Οι τουαλέτες του στρατοπέδου
Ασημί: Δηλαδή Α.Σ.Μ. (Αριθμός Στρατολογικού Μητρώου). Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κοινή καταγωγή
José: Χώσιμο, αγγαρεία στη στρατιωτική αργκό.
Σκοπάνθρωπος: Φαντάρος ειδικευμένος σε σκοπιές και μπιφτέκια! Κολλάει και ένσημα και προβλέπεται να βγει στη σύνταξη πριν την απόλυσή του!
Λ.Ε.Λ.Ε.: Κατάσταση φαντάρου κατά την οποία νιώθει τους μήνες που έχει περάσει να τον βαραίνουν. Πλησιάζει στην απόλυσή του και γενικά δεν την παλεύει. Προέρχεται από τα αρχικά του: “Λήξη Ενός Λανθασμένου Έτους”.
Ροζαλία: Χαρτί απόλυσης
Φ: Συντομολογία του ‘‘Φυλακή’’
Αγγαρεία: Άοπλη υπηρεσία. Λάντζα, μάπα (σκουπ.-σφουγγ.), γόπing, κουβάλημα κλπ.
Γόπινγκ: Η συλλογή των αποτσίγαρων από το έδαφος
Απαλλαγή: Η επόμενη σειρά των φαντάρων που μπαίνει στο στρατόπεδο
Βύσμα: Ή αλλιώς… μέσον
Μονάρβυλος: Αυτός που κάνει θητεία μικρότερη από 12μηνο (3,6,9). Κι αυτό διότι τους δίνεται 1 ζευγάρι άρβυλα αντί για 2, όταν παρουσιάζονται. Χρησιμοποιείται ως πείραγμα.
Π@υστ# με Κινέζο: Το κοτόπουλο με ρύζι
Ντι Τζέι: Αυτός που πλένει τους δίσκους στα μαγειρεία
Αγγαρειομάχος: Πιστός και φιλότιμος στρατιώτης. Μάχεται υπέρ της πατρίδος μέχρι τελευταίας ρανίδας του ιδρώτα του και ανήκει στο ίδιο ταμείο ασφάλισης με τον σκοπάνθρωπο.
Σειρά Απολύσεως: “Φουρνιά” η οποία είναι η επόμενη που απολύεται. Βρίσκεται δηλαδή στο τελευταίο 3μηνό της.
Μπιφτέκι: Υπηρεσία την οποία ο κάτοχός της για κάποιο λόγο (ασθένεια, απουσία κλπ.) αδυνατούσε να εκτελέσει και κάποιος πρέπει να τον αντικαταστήσει. And the μπιφτέκι goes to…  Συναντάται και ως “κούμπωμα”.
Μπιφτέκι γεμιστό: Υπηρεσία-Μπιφτέκι στην Πύλη!
Περισσότερα φιλολογικά θέματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)