Μαρτυρίες από τα κολαστήρια της Χούντας

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0



Ξεκινάμε το αφιέρωμα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, από το αρχείο Παληοτάκη.
Η πρώτη αναφορά μας θα αναλωθεί σ’ ένα είδος ιστορικής παρουσίασης του φρικιαστικού κτιρίου και των ανθρώπων του.
Το πρώτο μέρος του αφιερώματος θα κλείσει με τη μαρτυρία της Αμαλίας Φλέμινγκ, όπως αυτή καταγράφηκε στον Ιό της Ελευθεροτυπίας.
Εν είδει εισαγωγικού σημειώματος, παρουσιάζουμε την προσωπική μαρτυρία ενός πρώην ΕΣΑτζή, του Ιωάννη Κοντού, ο οποίος καταθέτει για την “εκπαίδευση” που δέχονταν, προκειμένου να γίνουν “αξιόλογοι” και “αποτελεσματικοί” ΕΣΑτζήδες.
Πώς γίνεσαι βασανιστής
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η μαρτυρία του τέως ΕΣΑτζή Ιωάννη Κοντού, ο οποίος παρουσιάστηκε ως μάρτυρας κατηγορίας. Η μαρτυρία του προσφέρει μια «εκ των έσω» οπτική γωνία στη δίκη:
«Από τον Σεπτέμβριο 1971 μέχρι τον Αύγουστο του 1973 υπηρέτησα στην ΕΣΑ.
Παρουσιάστηκα στην Καλαμάτα και από κει, μετά από εκπαίδευση δύο μηνών, κατετάγην στο ΚΕΣΑ, όπου η πρώτη επαφή με το ΚΕΣΑ ήταν πάρα πολύ άσχημη.
Μας παρέλαβαν οι υπαξιωματικοί εκπαιδευτές και γονατιστοί – κατόπιν βεβαίως ξυλοδαρμού – μας πήγαν στο άγαλμα της 21ης Απριλίου.
Εκεί ορκιστήκαμε στο άγαλμα και στον διευθυντή μας. Αργότερα, με ξυλοδαρμούς πάντοτε, άρχισε η βασική εκπαίδευση η οποία ήταν:
Ξύλο -πρωινό φαγητό, ξύλο- μεσημεριανό φαγητό, ξύλο -βραδινό φαγητό, ξύλο και ύπνος. Αυτή ήταν η εκπαίδευσή μας επί 90 ημέρες. Υποβληθήκαμε σε πολλά βασανιστήρια. Θα μπορούσα να πω ότι περάσαμε πολύ περισσότερα από όσα πέρασαν αρκετοί κρατούμενοι.
Προσπαθούσαν να διαστρεβλώσουν τον χαρακτήρα μας. Αυτά που η πολιτεία αγωνιζόταν να μας μάθει, με τους γονείς μας, με το σχολείο, με την εκκλησία, αυτοί τα ανέτρεψαν όλα μέσα σε τρεις μήνες. Προσπαθούσαν να ξυπνήσουν τον εγκληματία μέσα μας, μας υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια και ανάμεσά τους ο κ. Μαραγκός, ο οποίος μας έβαζε με τά γόνατα να κάνουμε τον γύρο του διοικητηρίου.
Μας κρεμούσαν από τα δένδρα. Προσωπικά με έβαλαν να βοσκήσω χορτάρι σαν πρόβατο. Δεν υπήρχε καμία δηλαδή αξιοπρέπεια για τον στρατιώτη. Σηκώναμε τζιπ στην ανάταση και τρέχαμε». Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο Κοντός αναφέρει:
«Επί τρεις μήνες γινόταν αυτή η εκπαίδευση και προσπαθούσαν να μας μυήσουν στις ιδέες τους. Εκλήθην να υπηρετήσω την πατρίδα μου και ήμουν περήφανος για αυτό το πράγμα. Αλλά αργότερα κατάλαβα, ότι δεν υπηρέτησα την πατρίδα μου αλλά τις διεστραμμένες ιδέες ορισμένων αξιωματικών».
Ο Κοντός ήταν αυτόπτης μάρτυρας πολλών βασανιστηρίων. «Μας έβαζαν στο διάδρομο των κελιών σκοπούς. Εκεί είδα τον Στ. Παναγούλη, ο οποίος ήταν σε κακά χάλια. Είδα στρατονόμους να χτυπούν άγρια τον κ. Παναγούλη.
Έδερναν πάντα με εντολές. Δεν υπήρχαν υπερβάσεις και παρανομίες από κατώτατα όργανα». (…).
Στη συνέχεια ο Κοντός απευθύνθηκε στο προεδρείο του Στρατοδικείου και είπε: «Μας είχαν κάνει κύριε Πρόεδρε πλύση εγκεφάλου με την κομμουνιστοφοβία.
Τους αμόρφωτους σημάδευαν κυρίως. Έκαναν κατηχήσεις ότι οι κομμουνιστές θα μας σφάξουν με κονσερβοκούτια και όταν αναλάβουν την εξουσία θα μας βγάλουν τα μάτια.
Και όταν ερχόταν κάποιον κρατούμενος το γενικό σύνθημα ήταν: «Κομμουνιστής. Πρέπει να πεθάνει!», «Τσακίστε τους», μας έλεγαν:
«Θα σφάξουν όλη την Ελλάδα». Μας αφήρεσαν ό,τι καλό μας έδωσαν οι γονείς μας και η εκκλησία, να αγαπάμε τον πλησίον, μέχρι σημείου, μάλιστα, που να βλέπουμε άνθρωπο να σφαδάζει και να μη μας κάνει αίσθηση».
Ε.Α.Τ. – Ε.Σ.Α.
Το Ε.Α.Τ. – Ε.Σ.Α. ήταν το Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. Επρόκειτο για τη μυστική αστυνομία και το κύριο σώμα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Φωτο Θωμάς Γερασόπουλος
Οι εγκαταστάσεις αυτές, τώρα, δεν υπάρχουν πια.
Σ’ αυτές μαρτύρησαν πλήθος αγωνιστών Ελλήνων, αριστερών και όχι μόνο.
Ε.Α.Τ. – Ε.Σ.Α.
Το Ε.Α.Τ. – Ε.Σ.Α. (από: Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) ήταν η μυστική αστυνομία και το κύριο σώμα ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η Ε.Σ.Α., όμως, δεν ήταν δημιούργημα της Δικτατορίας. Συστάθηκε το 1951, λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου και ενώ επέκειτο η είσοδος της χώρας στο ΝΑΤΟ. Ως τότε, ο Στρατός Ξηράς δεν είχε ξεχωριστό σώμα στρατιωτικής αστυνομίας, και στρατονομικά καθήκοντα ασκούσε η Χωροφυλακή. Οι άνδρες της Ε.Σ.Α. φορούσαν χαρακτηριστική στολή με γαλάζιο πηλήκιο και λευκά περιβραχιόνια ενώ έφεραν μεγάλα ξύλινα κλομπς (ρόπαλα).
Τον Απρίλιο του 1967, λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας μετά από πραξικόπημα, ο ηγέτης της χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, διόρισε τον Δημήτριο Ιωαννίδη επικεφαλής της E.Σ.A., η οποία μετατράπηκε στο πιο πιστό στη Χούντα σώμα ασφαλείας της Ελλάδας. Όταν ο Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, μετά το πραξικόπημα του 1967, αυξήθηκε η δύναμη της ΕΣΑ ακόμη περισσότερο, καθιστώντας τη χούντα επικεφαλής του βραχίονα του νόμου και της τάξης, καθώς και (κυρίως) της καταστολής. Επί Ιωαννίδη, έφτασε να έχει δύναμη 20.000 ανδρών και έγινε μια πανίσχυρη παραστρατιωτική οργάνωση, που θα χρησιμοποιούσε ο επικεφαλής της, το 1973, για να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο.
Χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι της χούντας συνελήφθησαν από την EΣA και στάλθηκαν σε ορισμένα από τα πιο έρημα νησιά του Αιγαίου. Σε πολλές από τις καταγγελίες για βασανιστήρια κρατουμένων στο πλαίσιο του καθεστώτος Παπαδόπουλου συμμετέχει η ΕΥΔ, και ιδίως στην ανάκριση το Ειδικόν Ανακριτικόν Τμήμα (ΕΑΤ). Χρήση βασανιστηρίων από την ΕΣΑ κατά τη διάρκεια ανακρίσεων αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της επταετίας. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν ένα παράδειγμα ενός ατόμου σε βασανιστήρια κατά την EAT / EΣA, ενώ ο πολιτικός Νίκος Κωνσταντόπουλος είναι ένα άλλο παράδειγμα.
Η ΕΣΑ διαλύθηκε το 1974, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τα ηγετικά μέλη που συμμετείχαν σε βασανιστήρια δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν, αν και πολλοί δεν εξέτισαν το σύνολο της ποινής τους (Χατζηζήσης, Θεοφιλογιαννάκος, Πέτρου).
Έρευνα βασισμένη σε συνεντεύξεις 21 πρώην μελών της ΕΣΑ έδειξε ότι όλοι είχαν επιστρατευτεί αρχικά σε κανονική στρατιωτική θητεία κι έπειτα στην ΕΣΑ. Περνούσαν σειρά μεθοδικών εκπαιδεύσεων για μια περίοδο μηνών, ώστε να προετοιμαστούν ψυχολογικά για τα βασανιστήρια συλληφθέντων.
Το «δόγμα» και η βάση των επιχειρήσεων
Σύμφωνα με μαρτυρίες από τις στρατιωτικές δίκες, το δόγμα της ΕΣΑ ήταν «Φίλος ήσακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα».
Στην Αθήνα, η βάση της ΕΑΤ-ΕΣΑ ήταν σε ένα κτήριο που τώρα φιλοξενεί το Μουσείο Ελευθερίου Βενιζέλου, στο Πάρκο Ελευθερίας στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.
ΕΑΤ – ΕΣΑ
Ανεξίτηλα τα σημάδια
«Είναι ανάγκη των καιρών να επαγρυπνούμε. Να κουβαλάμε την ιστορική μνήμη του αντιδικτατορικού αγώνα και να τη μεταλαμπαδεύουμε στους νέους. Οι νεκροί μας, με την τίμια αγωνιστική τους διαδρομή, το απαιτούν. Η δημοκρατία το έχει ανάγκη για να ζήσει… «.
Με τα λόγια αυτά ο πρόεδρος του Συλλόγου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αγωνιστών (ΣΦΕΑ) 1967 – 74, Μιχάλης Βαρδάνης, έδωσε το στίγμα της εκδήλωσης, που έγινε προχτές στον τόπο μαρτυρίου χιλιάδων αγωνιστών, στο πρώην Ε.Α.Τ. – Ε.Σ.Α. Μια εκδήλωση που δεν έγινε μόνο για τα 29 χρόνια από την 21η Απρίλη του 1967 και για να τιμηθούν οι νεκροί που έπεσαν στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία, αλλά κυρίως «για να ψηλαφίσουμε την ιστορική μας μνήμη, αναγκαιότητα για τους σημερινούς δύσκολους καιρούς». Ή, όπως χαρακτηριστικά επισήμαναν τόσο ο κύριος ομιλητής της εκδήλωσης, Μ. Βαρδάνης, όσο και οι παρευρισκόμενοι, «οι νεκροί μας δείχνουν το δρόμο του καθήκοντος και της τιμής».
«Υπέρτατο χρέος μας αυτή η εκδήλωση για τους συναγωνιστές μας, που δεν
ονειρεύτηκαν να πεθάνουν για να ηρωοποιηθούν, αλλά που συνειδητά επέλεξαν την άνιση πάλη για μια ζωή ελεύθερη με αξιοπρέπεια και τιμή. Τους χρωστάμε πολλά και τους οφείλουμε να διαφυλάξουμε την ιστορία των αγώνων τους, την τιμημένη διαδρομή τους στον αντιδικτατορικό αγώνα, ιερή παρακαταθήκη και να την παραδώσουμε στις νέες γενιές. Αυτή την υπόσχεση τους δίνουμε», τόνισε ο πρόεδρος του ΣΦΕΑ.
Στη συνέχεια της ομιλίας του, ο Μ. Βαρδάνης αναφέρθηκε στο κλίμα εκείνης της εποχής, με τις διώξεις και τις φυλακίσεις προοδευτικών πολιτών, με τη φίμωση κάθε έντιμης και δημοκρατικής φωνής και την ανάπτυξη παραστρατιωτικών εθνικιστικών οργανώσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις και την επιβολή της χούντας, το ξημέρωμα της 21ης Απρίλη. Αμέσως μετά, οι φυλακές γεμίζουν, τα ξερονήσια ξανανοίγουν, πριν καλά – καλά κλείσουν. Οι δολοφονίες διακεκριμένων δημοκρατικών στελεχών έχουν προδιαγραφεί κι όλα αυτά συντελούνται υπό την υψηλή καθοδήγηση των «συμμάχων». Και κατέληξε ο Μ. Βαρδάνης: «Τα σημάδια εκείνης της εποχής παραμένουν ανεξίτηλα έως σήμερα. Γιατί, πώς να ξεχάσει ο ελληνικός λαός τη βία, την αυθαιρεσία, την υποκουλτούρα και τις ταπεινώσεις των εφτά χρόνων; Πώς να λησμονήσουν
όσοι είχαν θύματα; Πώς να ξεχαστούν τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Γιατί να ξεχάσει ο κυπριακός λαός την τραγωδία του 1974 και το δράμα των αγνοουμένων;».
Αμέσως μετά την εκδήλωση, οι παρευρισκόμενοι επισκέφτηκαν το Μουσείο
Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης, που παραμένει ακόμα στο χώρο, όπου, πριν επέμβει ο Χρ. Λαμπράκης, υπήρχε το Πάρκο Ελευθερίας. Στην προχτεσινή εκδήλωση – όπου ενεργό συμμετοχή εκτός από τη ΣΦΕΑ είχε και η Προοδευτική Ένωση Μητέρων Ελλάδας – παρευρέθηκε εκ μέρους του Κ.Κ.Ε. η Λούλα Λογαρά, αντιπροσωπεία της ΠΕΑΕΑ με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της Ν. Κεπέση, ο αντιδήμαρχος Αθηναίων κ. Γιατράκος, βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ και ο πρόεδρος του «ΣΥΝ», Ν. Κωνσταντόπουλος.
Η μαρτυρία της Αμαλίας Φλέμινγκ
[από τον Ιό της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας]
«Όταν τον είδα στο γραφείο ήταν φανερά κάτω από την επήρεια παραισθησιογόνων. Αυτό το καταθέτω σαν γιατρός, δεν έχω καμιά αμφιβολία. Ήταν σε μια φοβερή κατάσταση και δεν ήξερε τι έλεγε. Όταν έφυγε, είπα στον Θεοφιλογιαννάκο: Τι τον κάνατε και τον τρελάνατε;»
Το απόσπασμα αυτό είναι από την κατάθεση της Αμαλίας Φλέμινγκ στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ (11/8/75). Στη γνωστή αγωνίστρια οφείλουμε και μια πολύ σημαντική μαρτυρία για τη χρήση φαρμάκων κατά την ανάκριση από τους χουντικούς μηχανισμούς, αλλά και το ιατρικό προσωπικό που τους υπηρετούσε. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν περιέχονται στο βιβλίο της «Προσωπική Κατάθεση» που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βοστόνη το 1973.
«Χρησιμοποιήθηκαν επίσης παραισθησιογόνα», αναφέρει η Φλέμινγκ για την ανάκριση της Δημοκρατικής Άμυνας. «Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για χρήση παραισθησιογόνων σε ανακρίσεις», προσθέτει (σ. 111).
Ως θύμα παραισθησιογόνων κατά την ανάκριση παρουσιάζει η Φλέμινγκ το συγγραφέα και αγωνιστή της αντίστασης Ανδρέα Φραγκιά. Μιλά για ανάκριση με παραισθησιογόνα στο νοσοκομείο: «Ήταν σαν να ‘χαμε μπροστά μας τη σκιά του άλλοτε ανθρώπου. Μου είπαν αργότερα πως όταν αναφέρουν στον Φραγκιά πράγματα που υποτίθεται πως είπε και υπέγραψε, δεν θυμάται τίποτα. Μα τι του κάναν οι κακούργοι στο στρατιωτικό νοσοκομείο; Παραισθησιογόνα του δώσανε ή του κάνανε ναρκανάλυση, ως τα όρια της ανθρώπινης αντοχής; Από την έκφρασή μου θα είδαν ότι ήξερα αρκετά για το μαρτύριό του. Μαοτιδήποτε και να είπε για μένα ή για άλλους, ο Φραγκιάς παραμένει ήρωας που τίποτα δεν μπορεί να μειώσει» (σ. 152).
Η Αμαλία Φλέμινγκ ήξερε βέβαια τι έλεγε. Γιατρός η ίδια, συνεργάστηκε στις επιστημονικές έρευνες του Νομπελίστα μικροβιολόγου συζύγου της Αλέξανδρου Φλέμινγκ, ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με την ιστορική ανακάλυψη της πενικιλίνης. Εξηγεί, λοιπόν, η Φλέμινγκ τη δράση των μεθόδων αυτών στην ανάκριση:
«Ναρκανάλυση είναι εύστοχος όρος. Δηλώνει μια ορισμένη ψυχαναλυτική μέθοδο που χρησιμοποιεί ναρκωτικά με σκοπό να χάσει σχεδόν ο ασθενής την αυτοσυνειδησία του, ώστε να μπορέσει ο γιατρός να του πάρει τις απαντήσεις που από καιρό καταπιέζει ή έχει ξεχάσει ο ασθενής, απαντήσεις που δεν θα μπορούσε να δώσει αν είχε πλήρη συνείδηση. Ο αστυνομικός ανακριτής μπορεί να κάνει κατάχρηση της μεθόδου για να αναγκάσει τον κρατούμενο να μιλήσει εφ’ όσον η αντίσταση και η θέλησή του έχουν μειωθεί. Για το καλό όσων πρόκειται να φυλακισθούν και να υποβληθούν ίσως σε τέτοιου είδους ανάκριση, θέλω να πω εδώ ότι ακόμα και με τη ναρκανάλυση είναι δυνατόν να βαστάξει κανείς και να μην αποκαλύψει τα μυστικά του. Χρειάζεται μονάχα μεγαλύτερη προσπάθεια και συγκέντρωση» (σ. 152).
Η κάπως αισιόδοξη τελευταία αποστροφή εξηγείται από το γεγονός ότι το βιβλίο γράφτηκε επί δικτατορίας και η Φλέμινγκ ήθελε να αφήσει κάποια ελπίδα σε όσους επρόκειτο να αντιμετωπίσουν την ανάκριση του καθεστώτος. Ωστόσο, λίγο παρακάτω, περιγράφοντας τη συνάντησή της στο ΕΑΤ ΕΣΑ με κάποιον ανακρινόμενο συνεργάτη του Παναγούλη, διαπίστωσε ότι εκείνος είχε ομολογήσει πράξεις που δεν είχε κάνει ποτέ. «Και τότε κατάλαβα. Ο Κώστας βρισκόταν κάτω από την επίδραση παραισθησιογόνων, κάτω από την αναμφισβήτητη, δυνατή επίδραση ναρκωτικών» (σ. 211).
Την προσωπική της εμπειρία από τις μεθόδους ανάκρισης στο ΕΑΤ-ΕΣΑ συνοψίζει η Φλέμινγκ σε μερικές οδηγίες προς τους μελλοντικούς ανακρινόμενους: «Ας γνωρίζουν ότι όσα τους λένε οι ανακριτές είναι τις περισσότερες φορές παγίδες και μπλόφες. Αυτά που λένε πως ξέρουν για τον κρατούμενο, από την παρακολούθηση που του έκαναν κι από τα λόγια του, αυτά πού έπεσαν στην αντίληψή τους, δεν τα ξέρουν πράγματι. Μόνο οδηγό έχουν αυτό που θα τους πούμε, πιστεύοντας πως το ξέρουν ήδη. (…) Αν αισθάνονται παράξενα, αν έχουν παραισθήσεις, αν βλέπουν αλλόκοτες εικόνες ή θηρία στον τοίχο, είναι επειδή τους δώσαν παραισθησιογόνα.
Ας το καταλάβουν αυτό κι ας μην πανικοβληθούν. Ας συγκεντρώσουν όλη τους τη θέληση ώστε ν’ αντισταθούν σ’ ό,τι τους λένε και σ’ ό,τι νομίζουν πως βλέπουν και ακούνε. Τέτοιες στιγμές είναι καλύτερο να μην πιστέψουν ούτε την αλήθεια, παρά να αναγκαστούν σιγά σιγά να πιστέψουν υποβολιμαίες ασυναρτησίες» (σ. 218).
Περισσότερα θέματα για τη Χούντα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)