«Βάρβαρος» ήταν ο ξένος, «βάναυσος» ο τεχνίτης, «σκαιός» ο αριστερός και «αγροίκος» ο αφελής. Η σημασία των λέξεων στην αρχαία Ελλάδα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0



«Βάρβαρος» για τους αρχαίους Έλληνες ήταν ο ξένος, γι’αυτό επικράτησε η φράση: «Πας μη Έλλην βάρβαρος».
Η λέξη προήλθε από τον ακατανόητο ήχο «βαρ-βαρ» που άκουγαν οι Έλληνες από τους άλλους λαούς. Αρχικά, ο «βάρβαρος» περιέγραφε τους ανθρώπους που μιλούσαν μια ξένη γλώσσα, γι’αυτό ο Όμηρος τους αποκαλούσε βαρβαρόφωνους.
Σήμερα, «βάρβαρος» είναι ο άνθρωπος που δεν έχει ευγένεια και λεπτότητα και δεν έχει εκπολιτιστεί.
Την ίδια σημασία έχει και η λέξη «βάναυσος» , η οποία χρησιμοποιείται για τον αγενή άνθρωπο που έχει βίαιους τρόπους.
Στην αρχαιότητα «βάναυσος» ήταν ο τεχνίτης ή διαφορετικά ο χειρώναξ. Η λέξη πήρε τη σημερινή της σημασία επειδή οι Αθηναίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, καθώς τα θεωρούσαν υποδεέστερα για ελεύθερους ανθρώπους.





Συνώνυμο του «βάναυσου» είναι ο «σκαιός», ο άνθρωπος που διέπεται από τραχύτητα.
Η λέξη συνδεόταν με τη λατινική λέξη «scaevus» και σήμαινε «αριστερός».
Η αριστερή πλευρά ήταν συνώνυμο της συμφοράς, οπότε σκαιός ήταν ο δυσοίωνος.

Παρόμοια σημασία έχει και η λέξη «άξεστος» η οποία χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που έχει έλλειψη αγωγής. Προέρχεται από το στερητικό «α» και «ξέω» που σήμαινε «ξύνω». Αρχικά «αξεστος» ήταν ο ακατέργαστος και όχι ο «αγροίκος».
Η λέξη ‘αγροίκος’ χαρακτηρίζει τον ακαλλιέργητο άνθρωπο που συμπεριφέρεται με τραχύτητα.
Προέρχεται από τις λέξεις «αγρός» και «οίκος» και χαρακτήριζε αυτόν που μεγάλωσε στην ύπαιθρο, ενώ τα μεσαιωνικά χρόνια σήμαινε «αφελής».

Αντώνυμο του «άξεστου και αγροίκου» είναι ο «ευγενικός» άνθρωπος, ο οποίος έχει καλούς τρόπους συμπεριφοράς. Η λέξη προέρχεται από τον ‘ευγενή», η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τις λέξεις «ευ και γένος» που χαρακτήριζαν τους ανθρώπους «υψηλής καταγωγής».
Την ίδια σημασία έχει και η λέξη «αβρός» η οποία αρχικά σήμαινε «κομψός» και ‘τρυφερός’ και χρησιμοποιείτο για τα νέα κορίτσια.
«Τρυφερός» είναι αυτός που έχει γλυκιά συμπεριφορά και αγνά αισθήματα. Η λέξη προέρχεται από την «τρυφή» δηλαδή την καλοπέραση. Η «τρυφή» προέρχεται από το ρήμα «θρύπτω» που αρχικά σήμαινε «θρυψαλίζω», αλλά αργότερα είχε την έννοια του «διαφθείρω ηθικά, ζω στην ακολασία».


Το κείμενο βασίστηκε στο Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη, mixanitouxronou.gr

Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)