Μαργαρίτα Παπαμίχου - Ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

 

Η Μαργαρίτα Παπαμίχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Επιστημών Αγωγής-Προσχολική Εκπαίδευση κι έκανε μετεκπαίδευση στην Ειδική Αγωγή. Είναι απόφοιτος της σχολής του <<Θεάτρου της Ημέρας>> κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε δημόσιο σχολείο. Δραστηριοποιείται στο χώρο της εκπαίδευσης ως εμψυχώτρια Θεατρικού παιχνιδιού. Έχει εργαστεί επί σειρά ετών ως εκπαιδεύτρια ενηλίκων για την Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη.

Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ποιητικές συλλογές, ιστοσελίδες ποίησης και ποιητικά ημερολόγια.Το «Μπλε ξαφνικό» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ


ΧΑΡΤΙΝΟ ΣΠΙΤΙ


Θα χτίσω ένα δωμάτιο

μόνο από λέξεις

πρώτα τους συνδέσμους

γιατί

αν και

ωστόσο

ουδέ

για στεγανότητα

Μετά επιρρήματα

κυρίως χρονικά

άλλοτε

σπανίως

κάποτε

οποτεδήποτε

για τη θεμέλια μνήμη

Τα ρήματα θα είναι στην υποτακτική

να βρω

ας μείνω

εδώ ας σταθώ

για πιο ασφαλή κρίση

Υποκείμενα

θα μπαίνουν και θα βγαίνουν

όπως ορίζουν οι μετοχές

εννοείται οι παθητικές

Η πόρτα να κλίνει

σε όλες τις πτώσεις

 

 

 ΑΝΑΒΑΣΗ


1

Όσο ζω καταλαβαίνω πως πεθαίνω

όσο καταλαβαίνω πως πεθαίνω

ζω περισσότερο


2

Θυμάστε όταν ήμασταν παιδιά που χτυπάγαμε τα κουδούνια και τρέχαμε να φύγουμε μακριά;

Έτσι μου χτύπαγαν οι άνθρωποι το κουδούνι της καρδιάς κι έτρεχαν αμέσως να κρυφτούν.


3

Εγώ είμαι

εγώ δεν είμαι

γι αυτό ο ταχυδρόμος παραδίδει σε λάθος παραλήπτη

το σφραγισμένο όνειρο

 

4

Είμαι μια επιστροφή στη θέση της τελείας

η λασπωμένη πινακίδα στη μέση μιας πορείας

το εισιτήριο στο χέρι μου γράφει κάρτα απεριορίστων διαδρομών

κι εγώ φορώ σπασμένα γυαλιά


 

Ο ΨΑΡΑΣ


Κάθε βράδυ γέμιζε η βάρκα του μάτια

τα έβλεπε να τρεμοπαίζουν

μέχρι που γίνονταν γυάλινα

έτσι πλησίαζε πιο πολύ στο θεό

του φαινόταν αλλόκοτη η απορία του θανάτου

ένας φιλικός φόβος του έγνεφε από μακριά

Στην τελευταία του ψαριά έπιασε το φεγγάρι

μα το έσφιξε τόσο γερά στη χούφτα του

επειδή δεν το πίστευε

κι αυτό έσπασε σε χίλια κομμάτια

βροχή από ελπίδες αστεριών

έπεφταν σε ανύποπτα κεφάλια

Kανείς δεν πρόλαβε να κάνει

ούτε μια ευχή


 

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΑΥΤΗ

 

Δε θα με βρείτε σε μια λύπη να πετάω βότσαλα

Φτιάχνω αλλιώς τις λίμνες μου

να προσδοκώ με χορταριάζει

Δε θα με βρείτε μες στα καθαρά σεντόνια

να εκτίω τις ποινές του κοιμισμένου μου βασιλόπουλου

Σε όνειρο δε μπαίνω

πάει καιρός που

χορεύω στο κενό ανάμεσα στις λέξεις μου

κι είμαι η κάθε λέξη της σιωπής μου

Φυσάει ζωή

το φύλλο αναριγεί και πέφτει

εκεί θα με βρείτε

 


ΤΙΠΟΤΑ

 

Έχουμε πειραχτεί από ένα αλλόκοτο μαύρο σύννεφο

ξελογιασμένοι διαγράφουμε με το δείκτη διαδρόμους στον ουρανό

δεν έχουμε που να πάμε

γι’ αυτό πάμε παντού

διυλίζουμε τα νέφη

βουτάμε στο κενό

πιάνουμε το τίποτα

πως θα το κάνουμε κάτι

κι είναι το τίποτα ένα κενό γυάλινο μάτι

πίσω του φαινόμαστε εμείς πιο καθαρά

η ηλιοφάνεια διαβάλλει το μπλε σαρκίο της θάλασσας

κι ό, τι να κάνουμε η νύχτα θα ‘ρθει

 

Περισσότερα αφιερώματα σε νέους λογοτέχνες εδώ.



Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)