Το πρώτο δάνειο
Στις αρχές του 1823 η οικονομική κατάσταση είναι ήδη απελπιστική. Τα τακτικά έσοδα μόλις κάλυπταν το 1/3 των εξόδων. Ο εσωτερικός δανεισμός είχε φτάσει στα όρια. Οι εθνικές ομολογίες αγοράζονταν στο 15% με 17% της ονομαστικής τους αξίας. Η προσωρινή κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου, μετά την εγκατάσταση της στην Τριπολιτσά, αποφάσισε να προσφύγει στην Αγγλία για την εξεύρεση δανείου. Συγκεκριμένα στις 2 Ιουνίου του 1823, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος Γ., ανέθεσε στους Ι. Ορλάνδο, Ι. Ζαΐμη και Α. Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και σε συνεργασία με το εκεί Φιλελληνικό Κομιτάτο να συνάψουν δάνειο. Συγκεκριμένα στις 21 Φεβρουαρίου 1824 είχε συναφθεί δάνειο 800.000 λιρών διάρκειας 36 ετών. Ποσό υπέρογκο όπως αναφέρεται. Τελικά από τις 800.000 λίρες στην Ελλάδα έφτασε με δόσεις και καθυστερήσεις το ποσό των 298.700 λιρών.
Το δεύτερο δάνειο
Στις 31 Ιουλίου 1824 ψηφίστηκε η σύναψη ενός δεύτερου Δανείου 15 εκατομμυρίων ταλίρων και η κυβέρνηση ανέθεσε στους Ορλάνδο, Λουριώτη, και Ζαΐμη να διαπραγματευτούν το Δάνειο. Φεβρουάριο του 1825 ανακλήθηκε ο διορισμός του Ζαΐμη και ορίστηκε αντικαταστάτης του ο Σπανιολάκης, ο οποίος δεν κατάφερε να τα βρει με τους άλλους δύο. Τελικά την σύναψη Δανείου ανέλαβαν οι αδελφοί Ρικάρδου. Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1825 υπογράφηκε σύμβαση για Δάνειο 2.000.000 λιρών, διαιρούμενο σε 200.000 ομολογίες των 100 λιρών. Στην Ελλάδα τελικά έφτασε το 55 ½, δηλαδή το 1.100.000 λίρες. Στη διάθεση των πληρεξουσίων υπήρχαν στο Λονδίνο και τα εξής ποσά : 18.100 λίρες υπόλοιπο από το πρώτο δάνειο, 2.200 λίρες από έρανο των Ελλήνων και 30.500 λίρες από τους τόκους ομολογιών του πρώτου και του δεύτερου δανείου. Σύνολο 1.150.800 λίρες. Από το ποσό αυτό κατακρατήθηκαν 496.220 λίρες για τόκους 2 ετών και χρεολύσιο ενός έτους (220.000), η προμήθεια των Ρικάρδων (64.000) και 212.220 για εξαγορά ομολογιών. Για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού 392.600 λίρες και 28.880 για την κάλυψη δαπανών. Τελικά το ποσό που διαβιβάστηκε στην Ελλάδα έφτασε μόλις τις 232.558 λίρες, λιγότερα από το πρώτο δάνειο ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών όπως αναφέρει στο βιβλίο «Η Ελλάδα των Δανείων και των χρεοκοπιών» ο Ρωμαίος Γ.
Η πρώτη χρεοκοπία
Η Αγγλία είχε δανείσει στην Ελλάδα τα λεγόμενα επαναστατικά δάνεια από τα οποία μόνο το 20% είχε φτάσει στον σκοπό τους. Το 1827 ο Ιωάννης Καποδίστριας απευθύνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για χορήγηση νέου δανείου. Ο Κυβερνήτης υπολόγιζε ότι έτσι θα μπορούσε να ξεπληρώσει ένα μέρος των τόκων των προηγουμένων δανείων και με τα υπόλοιπα να ανορθώσει την κατεστραμμένη ελληνική οικονομία. Όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Οι ξένοι δανειστές δεν είχαν διάθεση να παραχωρήσουν νέα δάνεια στους Έλληνες. Υπό αυτές τις συνθήκες και μπροστά στην αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων της ανεξαρτησίας η ελληνική διοίκηση οδηγείται στην πτώχευση. Η πρώτη πτώχευση της Ελλάδας είναι γεγονός. Πραγματοποιήθηκε το 1827 πριν ακόμα δημιουργηθεί επίσημα το Ελληνικό κράτος.
Το πρώτο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους
Στη Δ’ Εθνοσυνέλευση, στο Άργος στις 26 Ιουλίου του 1829, επισημοποιήθηκε η αναγνώριση του χρέους από τα δάνεια της Ανεξαρτησίας. Από τότε άρχισε ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων με τους δανειστές για την εξεύρεση συμβιβαστικής συμφωνίας, που θα είχε ως βάση τη μείωση των αξιώσεων των δανειστών και την επιμήκυνση του χρόνου εξόφλησης.
Κινήσεις μετά από την πρώτη χρεοκοπία
Σύμφωνα με τον Σουλτάνη Π. στο βιβλίο «Τα μεγάλα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας», όταν ο πρώτος κυβερνήτης του ανεξάρτητου, πλέον, ελληνικού κράτους έφτανε στο Ναύπλιο, τον Ιανουάριο του 1828, είχε ήδη επισημοποιηθεί η πρώτη χρεοκοπία. Ο αρμόδιος για τα οικονομικά Λιδωρίκης Π. ενημέρωσε τον Ιωάννη Καποδίστρια ότι όχι μόνο χρήματα δεν υπάρχουν στο Ταμείο, αλλά και Ταμείο δεν υπάρχει, διότι δεν υπήρξε ποτέ. Το Ταμείο άνοιξε με 50.000 γαλλικά φράγκα, κατά το μεγαλύτερο μέρος από την προσωπική εισφορά του Κυβερνήτη και τη συνδρομή ομογενών και φιλελλήνων. Από τις πρώτες μέρες ο Καποδίστριας έθεσε σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο των οικονομικών. Δεν έβαλε νέους φόρους, αλλά επέβαλε φορολογική ισότητα και δικαιοσύνη. Η φοροδιαφυγή έφτανε το 80%. Είχε αρχίσει να εισπράττεται το σύνολο των άμεσων φόρων και να πηγαίνουν όλοι στο Ταμείο και με την αμείλικτη τιμωρία των αρμοδίων υπαλλήλων, οι οποίοι κατακρατούσαν μέρος των εσόδων. Ο Καποδίστριας ακολούθησε το δόγμα των Ρωμαίων, το οποίο εφάρμοσαν και μεγάλοι ηγέτες, όπως ο Γλάδστων και ο Καβούρ, ότι δηλαδή «η οικονομία είναι ο μέγιστος των φόρων» όπως αναφέρει ο Ρωμαίος Γ. στο βιβλίο του. Άρχισε τις οικονομίες από την κυβέρνηση. Η κεντρική διοίκηση απαρτιζόταν από επτά υπουργεία και 185 αρχιγραμματείς. Κατάργησε τα υπουργεία και αντί των αρχιγραμματέων διόρισε ένα γενικό γραμματέα και έντεκα υπαλλήλους. Όλοι πλέον εργάζονταν στο ρυθμό του Κυβερνήτη όλη μέρα και όσο ακόμα χρειαζόταν. Τα προβλήματα όμως συνέχιζαν να υπάρχουν. Αυξάνονταν συνεχώς οι δαπάνες για το Στρατό και το Ναυτικό για την περίθαλψη των προσφύγων που έρχονταν από τις περιοχές οι οποίες τελούσαν υπό τουρκική κατοχή, για τα έργα υποδομής και για την παιδεία.
Φωτείνη-Χριστίνα Μπιλιλή, οικονομολόγος.