Εκπρόσωποι - Λογοτέχνες:
Άγγελος Σικελιανός, Της μάνας μου
Εμμανουήλ Ροΐδης, Η εορτή του πατρός μου
Λάμπρος Πορφύρας, Το στερνό παραμύθι
Λέων Τολστόι, Ο παππούς και το εγγονάκι
Ζωρζ Σαρή, Νινέτ
Τούλα Τίγκα, Τα πράγματα στρώνουν περισσότερο
Άγγελος Σικελιανός, Της μάνας μου
Εμμανουήλ Ροΐδης, Η εορτή του πατρός μου
Λάμπρος Πορφύρας, Το στερνό παραμύθι
Λέων Τολστόι, Ο παππούς και το εγγονάκι
Ζωρζ Σαρή, Νινέτ
Τούλα Τίγκα, Τα πράγματα στρώνουν περισσότερο
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝA THΣ ENOTHTAΣ AYTHΣ επιχειρούν να αποδώσουν την
πολυπλοκότητα των σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται στο εσωτερικό
της οικογένειας. Παρουσιάζονται ποικίλες εκδοχές των
οικογενειακών σχέσεων, όπως γονιών και παιδιών, παιδιών και ηλικιωμένων
ατόμων (παππούς – γιαγιά), μητέρας και κόρης. Mέσα από τα
κείμενα, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους της νεοελληνικής
και της ξένης λογοτεχνίας, αναδεικνύονται η διαχρονικότητα και η
οικουμενικότητα της οικογένειας ως θεσμού, αλλά και οι εξελίξεις
της στο πέρασμα των χρόνων.
|
Ω μάνα μου, εφταπάρθενη
βαθιά αγκαλιά που ως ουρανός ανοίγει! Ανοίγει, ανοίγει — μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει; Πάντα θα ’ρτω να χαϊδευτώ στα γόνατά σου από τ’ αχνό της ευλογίας το χέρι· να πω το λόγο τον παλιό: «Μάνα, φωτιά με βύζαξες κι είναι η καρδιά μου αστέρι;»
Ά. Σικελιανός, Λυρικός Βίος,
τόμ. 1, Oι φίλοι του βιβλίου |
*εφταπάρθενη: πάναγνη *αχνό: τρυφερό, απαλό
Ερωτήσεις |
---|
1 Στη συνείδηση του ποιητή η μητέρα του αποτελεί μια καθαγιασμένη παρουσία. Βρείτε σε ποια σημεία και με ποιες λέξεις ή φράσεις
πετυχαίνει να δώσει αυτήν τη διάσταση στη μητρική μορφή. 2 Ποιο ρόλο αναγνωρίζει ο ποιητής, στους δύο τελευταίους στίχους του κειμένου, ότι έχει παίξει η μητέρα του στη διαμόρφωση της ποιητικής προσωπικότητάς του; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το νόημα της μεταφορικής έκφρασης «φωτιά με βύζαξες»; 3 Μελετήστε την ακόλουθη επιστολή του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ προς τη μητέρα του και προσπαθήστε να βρείτε τα συναισθήματα που νιώθει ο συγγραφέας και το ρόλο που παίζει η παρουσία της μάνας:
Μανούλα μου,
Ξαναδιάβασα το χτεσινό σου γράμμα, γεμάτο τρυφερότητα. Μανούλα μου, πώς ήθελα να ’μουν κοντά σου! Αν ήξερες πόσο μαθαίνω κάθε μέρα να σ’ αγαπώ περισσότερο! Δεν έγραψα τις τελευταίες μέρες, γιατί έχουμε τόση δουλειά τούτο τον καιρό. Είναι ήσυχα και γλυκά απόψε —όμως είμαι λυπημένος— δεν ξέρω γιατί.
[…] Γράψε μου, τα γράμματά σου μου κάνουν καλό. Τα δέχομαι σα
μια δροσιά. Μανούλα μου, πώς τα καταφέρνεις να βρίσκεις αυτές
τις γλυκές κουβέντες που μου γράφεις; Μένω συγκινημένος όλη τη
μέρα… Σ’ έχω τόσο ανάγκη, όσο τον καιρό που ήμουνα μικρός.
Oι επικεφαλής, η στρατιωτική πειθαρχία, οι ασκήσεις, τι στεγνά
και στυφά πράματα! Σε συλλογιέμαι να ταχτοποιείς τα λουλούδια
μέσα στο σαλόνι, και με πιάνει μια αντιπάθεια για τους
«επικεφαλής».
Πώς άντεξα και σ’ έκαμα μερικές φορές να κλάψεις; Όταν το σκέφτομαι, είμαι τόσο δυστυχισμένος. Σ’ έκαμα ν’ αμφιβάλεις για
την αγάπη μου. Και όμως αν την ήξερες, μανούλα μου!…
Είσαι ό,τι καλύτερο υπάρχει στη ζωή μου. Νιώθω απόψε τη
νοσταλγία της πατρίδας, σαν ένα παιδάκι. Να σκέφτομαι πως εκεί κάτω
περπατάς και μιλάς και πως θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, κι
όμως ούτε χαίρομαι την τρυφεράδα σου ούτε μπορώ να ’μαι για σένα
ένα στήριγμα.
Στ’ αλήθεια είμαι βαθύτατα λυπημένος απόψε. Στ’ αλήθεια είσαι η
μόνη παρηγοριά όταν είμαι λυπημένος. Σαν ήμουνα παιδί, γύριζα
με τη βαριά μου τσάντα στη ράχη, κλαίοντας μ’ αναφιλητά γιατί
με τιμώρησαν —θυμάσαι τότε στο Μανς;— και μόνο που μ’ αγκάλιαζες,
όλα τα ξεχνούσα. Ήσουν ένα στήριγμα δυνατό που με γλίτωνε από
τους επιμελητές και τους παπάδες. Ένιωθε κανείς σιγουριά μες
στο σπίτι σου —ήμαστε δικοί σου μονάχα— τι ωραία που νιώθαμε!
Ε, λοιπόν, πάντα είναι το ίδιο. Εσύ είσαι και τώρα το καταφύγιο, εσύ μονάχα τα ξέρεις όλα — εσύ μπορείς να με κάνεις να λησμονάω
και να νιώθω πάλι σαν ένα μικρό, μικρό αγόρι.
Μανούλα μου, σ’ αφήνω. Έχω πολλή δουλειά. Θα σταθώ λίγο στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω. Έξω τραγουδάνε τα βατράχια όπως στο Saint
Maurice, όμως ετούτα τραγουδάνε τόσο πιο άσχημα!
Σε φιλώ πολύ τρυφερά
ο μεγάλος σου γιος Αντουάν
(Από το βιβλίο του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ Γράμματα στη μητέρα του. Η επιστολή αυτή περιλαμβάνεται στην ανθολογία Για τη
μάνα, Μαρής).
4 Περιγράψτε σε δύο παραγράφους τη σημασία που έχει και το ρόλο που παίζει στη ζωή σας η δική σας μητέρα, ανεξάρτητα αν ζει κοντά σας ή όχι. Διαθεματική εργασία Αναζητήστε σε ζωγραφικούς πίνακες εικαστικές αποδόσεις της μητρικής μορφής. Δοκιμάστε και οι ίδιοι να αποδώσετε εικαστικά τη μητέρα σας ή γενικά τη μητρότητα ως έννοια. |
Την ερχομένην Πέμπτην είναι η εορτή του Aγ. Iωάννου και του πατρός μου. Δεν υπάρχει κίνδυνος να το λησμονήσω, αφού η μητέρα μου μού το ενθυμίζει δέκα φορές τουλάχιστον την ημέραν, με κάποιον μάλιστα θυμόν, ευρίσκουσα ότι δεν με συγκινεί όσον έπρεπε η αγγελία ότι ο πατήρ μου λέγεται Iωάννης.
H αλήθεια είναι ότι τον πατέρα μου τον σέβομαι και κάπως τον φοβούμαι, διότι είναι άνθρωπος σοβαρός, ολιγόλογος και δεν μου
δίνει πολύ θάρρος, δύσκολον όμως μου είναι να θεωρήσω ως μέγα κατόρθωμά του και το ότι ονομάζεται Γιάννης.
Oκτώ ημέρες προ της εορτής, με είπεν η μητέρα μου ότι ήτο
καιρός να ετοιμάσω την προσφώνησίν μου. H διαταγή αυτή ηύξησε την
στενοχωρίαν μου. Eύρισκα ότι ήτο όλως περιττόν και κάπως
άνοστον να προσφωνήσω τον πατέρα μου, ενώ δεν είχα τίποτε νεότερον
να του είπω. Έπειτα δεν ήξευρα και καλά πώς φέρονται οι
προσφωνούντες. Έπρεπεν άρα να σταθώ εις δύο βημάτων απόστασιν, να
υποκλιθώ και έπειτα ν’ αρχίσω την ανάγνωσιν της προσφωνήσεως, ή
πρώτα να χώσω την μύτη μου, καλοσφουγγισμένην, εις τα κόκκινα
γένια του πατρός μου; Εφοβούμην μήπως φανώ γελοίος και ακόμη
περισσότερον μήπως εννοήσει πόσον γελοίαν εύρισκα την τελετήν.
Διά να γίνουν τα πράγματα με τάξιν, ηθέλησεν η μητέρα μου να
κάμομεν προγυμνάσεις και δοκιμάς, απαράλλακτα καθώς εις το θέατρον.
Η απαγγελία μου δεν την ευχαρίστησε διόλου, διά τον λόγον ότι
έλειπεν από αυτήν η απαιτουμένη δόσις συγκινήσεως. Απεφάσισε
λοιπόν ότι καλύτερο θα ήτο να προσφέρω την προσφώνησίν μου
έγγραφον και μαζί με αυτήν μίαν
γάστραν
ανθέων.
Την επομένην ημέραν ηρχίσαμεν από το πρωί την σύνταξιν της
προσφωνήσεως. Η μητέρα μου ήτο παλαιά μαθήτρια του Αρσακείου και
επροσπάθει, ξύουσα την κεφαλήν της με την βελόνην του
πλεξίματος, να ενθυμηθεί όσα έμαθεν από τον Ράνταν αρχαία ελληνικά.
Η προσφώνησις άρχιζε:
«Πάνσεπτε και Αγαπητέ
μοι Πάτερ,
Έμπλεως συναισθημάτων ευφροσύνης παρίσταμαι κατά
τήνδε
χαρμόσυνον ημέραν, ίνα υποβάλω
υμίν…» και ηκολούθουν άλλαι δέκα
αράδες απελέκητες ελληνικούρες, τας οποίας έπρεπε ν’ αντιγράψω
επάνω εις χαρτί με χρυσάς σειράς και ένα περιστέρι εις την
αριστεράν γωνίαν.
Δεν ηξιώθην ποτέ να λάβω βραβείον καλλιγραφίας, έπειτα έτρεμαν
ολίγον και τα δάκτυλά μου, διότι ήτο Γενάρης και δεν ανάπταμεν
φωτιάν παρά μόνον εις το μαγειρείον. Με όλην μου λοιπόν την
καλήν θέλησιν εγέμιζα μελάνι τα ο, τα ρ, και τας ουράς του ζ,
και διά κάθε μουντζούραν ελάμβανα από την μητέρα μου
έναν μπάτσον. Με έκαμε ν’ αντιγράψω την προσφώνησιν επτά φορές και θα
την αντέγραφα βεβαίως πολύ περισσότερες, αν το χαρτί με τας
χρυσάς γραμμάς και το περιστέρι δεν εκόστιζεν δεκαπέντε λεπτά
το φύλλον.
Αριστείδης Βαρούχας,
Κύριος που διαβάζει εφημερίδα
Το απόγευμα υπήγαμεν εις την Αγίαν Ειρήνην να προμηθευθώμεν την
γάστραν και εκάμαμεν τα δύο ανθοπωλεία άνω κάτω. Η μητέρα
μου εμυρίζετο
το εν
μετά το άλλο όλα τα φυτά, με κάποιαν
δυσπιστίαν, ως να ήσαν ψάρια, και όσα δεν εύρισκε βρόμικα τα εύρισκεν
ακριβά. Έτυχε και να πατήσει επάνω εις ένα νεκρικόν στέφανον,
όπου ευρίσκετο καταγής. O ανθοπώλης ήτο άνθρωπος με ολίγην υπομονήν
και ακόμη ολιγοτέραν ανατροφήν. Την ονόμασε «Μάγισσαν» και
εμένα «έκτρωμα».
Η αλήθεια είναι ότι είχα μίαν κάποιαν ομοιότητα
με τον πατέρα μου. Μετά πολλά παζάρια εδέχθη, διά να μας
ξεφορτωθεί, να μας αφήσει ένα αρρωστημένον γεράνιον διά μίαν και
εξήντα πέντε.
Την παραμονήν της εορτής εκάμαμεν γενικάς δοκιμάς. Η μητέρα μου
με είχε διδάξει πώς έπρεπε να παρουσιασθώ, κρατών το χειρόγραφον
εις την μίαν χείρα και το άνθος εις την άλλην, πώς έπρεπε να το
προσφέρω και να προβώ έπειτα εις τον ασπασμόν της πατρικής
δεξιάς. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν ηκούσαμεν το βήμα του
πατρός μου και έσπευσα να κρύψω την γάστραν υποκάτω από την
κλίνην. Είμαι όμως βέβαιος ότι ο πατήρ μου την παρετήρησεν,
αλλ' εθεώρησε πρέπον να υποκριθεί ότι δεν είδε τίποτε, διά να
μη στερηθεί αύριον την ευχαρίστησιν της εκπλήξεως.
Τέλος πάντων ανέτειλεν η επίσημος ημέρα, σκοτεινή, βροχερή και
παγωμένη. Η μητέρα μου ήλθε να μ' εξυπνήσει πριν φέξει. Είχε
βάλει το μεταξωτόν της φουστάνι και μ' έκαμε να φορέσω τα καλά
μου. Ενύσταζα ακόμη, εκρύωνα, έσταζεν η μύτη μου και μ' εβασάνιζαν
αι χιονίστραι. Τον πατέρα μου ευρήκαμεν εις το κρεβάτι, φέροντα
όμως επί της φαλάκρας του, αντί του καθημερινού άσπρου του
σκούφου, το βελούδινον κεντητόν φεσάκι του των επισήμων ημερών.
Τούτο όμως δεν τον εμπόδισε να υποκριθεί έκπληξιν, όταν επαρουσιάσθημεν
ενώπιόν του, η μητέρα μου με το μεταξωτόν της φόρεμα και εγώ με
την προσφώνησιν και με την γάστραν.
Πώς!, ανέκραξεν, είναι σήμερον η εορτή μου! Εγήρασα ακόμη έναν χρόνον. Έλα γυναίκα, να σε φιλήσω.
Όταν ήλθεν η σειρά μου, ευρέθην κάπως συγχυσμένος, διότι κατά
το πρόγραμμα επροηγείτο η προφώνησις, έπειτα ήρχετο η προσφορά
της γάστρας και το φίλημα τελευταίον. Oπωσδήποτε επροσπάθησα ν'
αναρριχηθώ επί της κλίνης, αλλά μ' εδυσκόλευε πολύ το γεράνιον.
Είχα κατορθώσει να θέσω το εν γόνατον επ' αυτής, όταν μου
εξέφυγεν από τας χείρας η γάστρα και εχύθη το βρεγμένον καστανόχωμα
επάνω εις τα σινδόνια και το υποκάμισον του πατρός μου. Το
τοιούτο περίχυμα ήτο βεβαίως δυσάρεστον μ' εκείνο το κρύον.
Άδικον λοιπόν θα ήτο να παραπονεθώ αν, αντί φιλήματος, έλαβα από τον
πατέρα μου μίαν μούντζαν, η δε μήτηρ μου μ' εσυνόδευσεν ως την
θύραν διά να με φιλοδωρήσει έναν τελευταίον μπάτσον. Η μόνη μου
μετά τα τόσα βάσανα παρηγορία είναι ότι η προσεχής εορτή του
πατρός μου απέχει ακόμη τριακοσίας εξήντα πέντε ημέρας.
Ε. Ροΐδης, Άπαντα, τόμ. 5, Ερμής
|
*γάστραν: γλάστρα *μοι: μου *τηνδε: αυτήν εδώ *υμίν: σε σας, σε σένα *έναν μπάτσον: ένα χαστόυκι *το εν: το ένα
Ερωτήσεις |
---|
1 Πώς αντιμετωπίζει ο αφηγητής όλη την τελετή της γιορτής του πατέρα του; 2 Ποια σχέση φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα στον αφηγητή και τους γονείς του; Απαντήστε με αναφορές στο κείμενο. 3 Yπάρχει στο διήγημα ειρωνεία και αυτοσαρκασμός; Αιτιολογήστε την απάντησή σας. 4 Yπάρχουν σημεία μέσα στο κείμενο που σας έκαναν να γελάσετε; Ποια είναι αυτά; Πώς πέτυχε ο συγγραφέας να δώσει αστείο τόνο στην αφήγηση; 5 Όπως φαίνεται στο διήγημα, η τυπικότητα και η υποχρέωση χαρακτήριζαν σε παλαιότερες εποχές τη σχέση παιδιών-γονέων. Σχολιάστε τες, συγκρίνοντάς τες με τη σημερινή πραγματικότητα. Διαθεματική εργασία Χωριστείτε σε δύο ομάδες. Η μία να γράψει μια φανταστική ιστορία γύρω από μια οικογενειακή γιορτή η οποία κατέληξε σε κωμική φάρσα, και να τη διαβάσει στην τάξη με θεατρικό τρόπο. Η άλλη ομάδα να παρουσιάσει με τη γλώσσα του σώματος (παντομίμα, μιμήσεις, χειρονομίες) την ίδια ιστορία, προσπαθώντας με κατάλληλες γκριμάτσες ή κινήσεις να κάνει κατανοητή την υπόθεση. |
Πήραν στρατί στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες, από τις ξένες χώρες βασιλιάδες και καβαλάρηδες απάνω στ’ άτι.
Και γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσα από δυο χλωμές λαμπάδες περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες τής τραγουδούσαν —ποιος το ξέρει— κάτι.
Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη,
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη, και να της φέρει αθάνατο νερό.
Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ’ απάνω —μια φορά κι έναν καιρό— ο Αρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
Λ. Πορφύρας, Άπαντα, Ι.Γ. Βασιλείου
|
*άτι: άλογο *ο Αρχάγγελος:
Αρχάγγελοι στη χριστιανική θρησκεία είναι ο Γαβριήλ και ο Μιχαήλ. Ο
Μιχαήλ είναι ο άγγελος του θανάτου, ο ψυχοπομπός, αυτός δηλαδή που
οδηγεί τις ψυχές στους ουρανούς *χτυπούσε τα φτερά του:
η φράση απηχεί τη λαϊκή δοξασία ότι ο άγγελος χτυπά τα φτερά του την
ώρα που βγαίνει η ψυχή (βλ. τις εκφραστικές λέξεις του λαού
«αγγελόσκιασμα», «αγγελόκρουσμα», «αγγελοχτύπημα» ή και απλώς
«αγγελικό», που αποδίδουν το ψυχορράγημα, το ξεψύχισμα)
Ερωτήσεις |
---|
1 O ποιητής παρουσιάζει το θάνατο της γιαγιάς μέσα σε ατμόσφαιρα λυπητερού παραμυθιού. Με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται η
ατμόσφαιρα αυτή; 2 Ποιο παράπονο εκφράζει ο ποιητής στην τρίτη στροφή; 3 Στο ποίημα συνυπάρχουν εικόνες από την πραγματική ζωή, την εξωπραγματική (παραμυθική) ατμόσφαιρα και τη θρησκευτική πίστη. Εντοπίστε τους σχετικούς στίχους. Διαθεματική εργασία Αφού αναζητήσετε σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες την ετυμολογία της λέξης «παραμύθι», που υπάρχει στον τίτλο του ποιήματος του Πορφύρα, βρείτε αν το περιεχόμενο του ποιήματος ανταποκρίνεται σε αυτές τις σημασίες. |
Λέων Τολστόι |
O παππούς και το εγγονάκι |
Στο μικρό αυτό αφήγημα ο μεγάλος Ρώσος στοχαστής και συγγραφέας Λέων Τολστόι σκιαγραφεί με λιτότητα το θέμα της συμβίωσης του γέροντα γονιού με την οικογένεια του παιδιού του. Η στοιχειώδης πλοκή οδηγεί στη λύση-μήνυμα που είναι η αγάπη και η κατανόηση προς τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. |
O παππούς είχε γεράσει πολύ. Τα πόδια του δεν τον πήγαιναν, τα μάτια του δεν έβλεπαν, τ’ αυτιά του δεν άκουγαν. Δόντια δεν είχε. Κι όταν έτρωγε, του χυνόταν το φαγητό. O γιος του και η νύφη του δεν τον έβαζαν πια μαζί τους στο τραπέζι, αλλά του ’διναν να φάει πάνω στη μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα όπου πλάγιαζε.
I. Mπιλίμπιν, από την εικονογράφηση του ρωσικού λαϊκού
παραμυθιού Tο φτερό του σταυραϊτού
Κάποτε που του βάλανε να φάει στο πήλινο πιάτο, του ξέφυγε από
τα χέρια, έπεσε κι έσπασε. Η νύφη του άρχισε τότε να τον μαλώνει
πως όλα τα χαλάει στο σπίτι και σπάει τα πιάτα. Τέλος του είπε
πως αποδώ και πέρα θα του 'διναν να τρώει στην ξύλινη γαβάθα.
O παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα.
Μια μέρα ο άντρας με τη γυναίκα του παρακολουθούσαν που ο γιος τους μαστόρευε κάτι σκαλίζοντας ένα μικρό κούτσουρο. O πατέρας
λοιπόν τον ρώτησε:
«Τι φτιάχνεις εκεί, Μίσα;».
Κι ο Μίσα απαντά:
«Φτιάχνω μια μεγάλη γαβάθα, πατερούλη. Όταν εσύ κι η μάνα μου γεράσετε, θα σας ταΐζω σ' αυτήν τη γαβάθα».
O άντρας κι η γυναίκα του κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν. Νιώσανε ντροπή που είχαν προσβάλει τον παππού. Κι από τότε τον βάλανε
να τρώει μαζί τους στο τραπέζι και τον πρόσεχαν όπως πρέπει.
Λ. Τολστόι, Διηγήματα, μύθοι και παραμύθια, μτφρ. Π. Ανταίος, Ωκεανίδα
| |
*θερμάστρα: στη Ρωσία οι άνθρωποι κάθονταν και κοιμούνταν σε μεγάλες κτιστές θερμάστρες-τζάκια
Ερωτήσεις |
---|
1 Πώς φέρονται οι γονείς του Μίσα στο γέρο παππού του και πώς αντιδρά εκείνος; 2 Ποιο γεγονός έκανε τους γονείς του Μίσα να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στον παππού και πώς εξηγείτε αυτή την αλλαγή; 3 Στο διήγημα παρουσιάζεται ο κύκλος της ανθρώπινης ζωής μέσα από τις τρεις ηλικιακές φάσεις της. Ποια χαρακτηριστικά κάθε φάσης διακρίνετε; 4 «O παππούς και το εγγονάκι» έχει ορισμένα χαρακτηριστικά λαϊκού παραμυθιού. Μπορείτε να τα επισημάνετε; |
O μεγάλος Pώσος συγγραφέας Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι γεννήθηκε
το 1828 στη Γιάσναγια Πολιάνα και πέθανε το 1910 στο Αστάποβο.
Καταγόταν από πλούσια οικογένεια ευγενών γαιοκτημόνων, αλλά
μικρός έχασε τους γονείς του και μεγάλωσε κοντά σε συγγενείς οι
οποίοι φρόντισαν να του δώσουν μεγάλη μόρφωση. Σπούδασε και
μιλούσε πολλές γλώσσες, ταξίδεψε στην Ευρώπη και επηρεάστηκε από
τα έργα του Μοντεσκιέ και του Ρουσό. Νέος εντάχτηκε στο ρωσικό
στρατό και πολέμησε με ανδρεία στον Κριμαϊκό πόλεμο. Επιστρέφοντας
εγκαταστάθηκε στην πατρική γη, παντρεύτηκε, απόκτησε 13 παιδιά
και αφοσιώθηκε στη συγγραφή και στους κοινωνικούς αγώνες. O
Τολστόι ως συγγραφέας και στοχαστής οραματίζεται μια κοινωνία
ισότητας και δικαιοσύνης, απορρίπτει τη βία, υποστηρίζει την
πειθώ ως μέσο πάλης και προτείνει την επιστροφή στον αγροτικό
τρόπο ζωής. Κορυφαία μυθιστορήματά του είναι
Πόλεμος και Ειρήνη, η Άννα Καρένινα και η Ανάσταση· έγραψε και πολλά διηγήματα, θεατρικά έργα, μύθους, παραμύθια και δοκίμια.
*μπάρα: το ξύλιο ή σιδερένιο προφυλακτικό χώρισμα στις διαβάσεις των σιδηροδρομικών γραμμών *βαγκόν λι: κλινάμαξα (βαγόνι τρένου με κρεβάτια) *την είχαν φασκιώσει: την είχαν τυλίξει με φασκιά, δηλαδή υφασμάτινες λουρίδες, με τις οποίες τύλιγαν τα νεογέννητα *με το μεσοφούστανο: με το μεσοφόρι, το κομπινεζόν
|