Ξενοφώντας Ελληνικά 1.4.8–1.4.23
Ο Αλκιβιάδης επιστρέφει στην Αθήνα και εκλέγεται αρχιστράτηγος
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
O Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα μαζί με τον στρατό, πήγε αμέσως στη Σάμο, απ' όπου ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Εκεί συγκέντρωσε εκατό τάλαντα κι έπειτα επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, από τη μεριά του, έκανε πανιά με τριάντα καράβια για τη Θράκη, όπου υπόταξε ―μαζί μ' άλλες περιοχές που 'χαν μεταπηδήσει στους Λακεδαιμονίους― και τη Θάσο που βρισκόταν σε κακά χάλια από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. Ο Θράσυλλος πάλι έβαλε πλώρη με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα· πριν ακόμα φτάσει, ωστόσο, οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο ―από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη― τον Κόνωνα. Ο Αλκιβιάδης πήρε μαζί του χρήματα και πήγε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο· από κει τράβηξε ίσια για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για τις διαθέσεις των Αθηναίων στο ζήτημα της επιστροφής του. Βλέποντας ότι τούτες ήταν ευνοϊκές, ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο· μερικοί το θεώρησαν κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη, επειδή κανένας Αθηναίος δεν θα τολμούσε να καταπιαστεί, τέτοια μέρα, με σπουδαία υπόθεση.
Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν' αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία ― αυτών που στην πολιτική φρόντιζαν τα δικά τους συμφέροντα, εκείνος όμως πάντοτε υπηρετούσε το σύνολο μ' όλες τις δυνάμεις τις δικές του και της πόλης· κι ενώ τότε εκείνος, ευθύς ως κατηγορήθηκε γι' ασέβεια προς τα Μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί αμέσως ―πράγμα που φαινόταν δίκαιο― αυτό οι εχθροί του το ανέβαλαν και διάλεξαν τον καιρό που έλειπε για να τον στερήσουν από την πατρίδα του· αυτό το διάστημα αναγκάστηκε ―αιχμάλωτος των περιστάσεων― να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του· κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, εξόριστος καθώς ήταν δεν είχε τρόπο να τους βοηθήσει· άλλωστε, δήλωναν, άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμία με τους γεροντότερους, ενώ απ' την άλλη δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ' αυτό που ήταν και πριν ― άνθρωποι οι οποίοι μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες, και που μια κι έμειναν μονάχοι ο κόσμος αρκέστηκε σ' αυτούς μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροι. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη.
Ο Αλκιβιάδης ωστόσο, κι όταν το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά γιατί φοβόταν τους εχθρούς του. Όρθιος στο κατάστρωμα, προσπαθούσε να δει αν είχαν έρθει οι φίλοι του. Μόνο σαν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτος και τους άλλους συγγενείς του, και μαζί και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβηκε στην Αθήνα με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει από κάθε ενόχληση. Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν' αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ' ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν' αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης. Πρώτη πράξη του Αλκιβιάδη στάθηκε, ενώ οι Αθηναίοι συνήθιζαν να στέλνουν την πομπή των Μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου, να την οδηγήσει από τη στεριά βγάζοντας όλο τον στρατό να τη συνοδεύσει.
Μετά απ' αυτά οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα από χίλιους πεντακόσιους οπλίτες, εκατόν πενήντα ιππείς κι εκατό πλοία, και τρεις μήνες ύστερα από τον γυρισμό του έκανε πανιά για την Άνδρο που είχε αποστατήσει από την Αθήνα. Μαζί του έστειλαν τον Αριστοκράτη και τον Αδείμαντο του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για τις δυνάμεις ξηράς. Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε τον στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, νικήθηκαν κι αποκλείστηκαν μέσα στην πόλη· σκοτώθηκαν και μερικοί απ' αυτούς ―όχι πολλοί― καθώς κι οι Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο κι έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο· κατόπιν πήγε στη Σάμο, χρησιμοποιώντας τη σαν ορμητήριο για τις πολεμικές του επιχειρήσεις.
---
Ξενοφώντας Ελληνικά 1.6.1–1.6.5
Ο Καλλικρατίδας διαδέχεται τον Λύσανδρο στην ηγεσία του σπαρτιατικού στόλου.
<Με την ολοκλήρωση της θητείας του το καλοκαίρι του 406 π.Χ., ο Λύσανδρος, ιδιαίτερα επιτυχημένος ναύαρχος του σπαρτιατικού στόλου, καλείται να παραδώσει την αρχηγία στον Καλλικρατίδα.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Τον επόμενο χρόνο ―τότε που έγινε έκλειψη σελήνης ένα βράδυ και κάηκε ο παλιός ναός της Αθηνάς στην Αθήνα [και που ήταν έφορος ο Πιτύας και άρχων στην Αθήνα ο Καλλίας]― έληξε η θητεία του Λυσάνδρου [καθώς συμπληρώνονταν είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου] κι οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αρχηγό του στόλου τον Καλλικρατίδα. Κατά την παράδοση των πλοίων, ο Λύσανδρος είπε στον Καλλικρατίδα ότι του παραδίδει σε στιγμή που κυριαρχεί στη θάλασσα, έχοντας κερδίσει ναυμαχία. Ο άλλος του απάντησε ότι τότε μόνο θα τον παραδεχτεί για θαλασσοκράτορα, αν ξεκινήσει από την Έφεσο, περάσει από τ' αριστερά του τη Σάμο όπου ναυλοχεί ο αθηναϊκός στόλος και του παραδώσει τα πλοία στη Μίλητο. Ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι δεν ανακατεύεται σε ξένα καθήκοντα τη στιγμή που άλλος έχει τη διοίκηση. Τότε ο Καλλικρατίδας επάνδρωσε μονάχος του ―χώρια από τα πλοία που είχε παραλάβει από τον Λύσανδρο― κι άλλα πενήντα ακόμα από τη Χίο, τη Ρόδο κι άλλους συμμάχους, κι αφού συγκέντρωσε έτσι συνολικά εκατόν σαράντα πλοία ετοιμάστηκε ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό. Στο μεταξύ όμως έμαθε ότι οι οπαδοί του Λυσάνδρου έκαναν συνωμοτικές κινήσεις: όχι μόνον δείχναν απροθυμία στην υπηρεσία τους, αλλά διέδιδαν στις πόλεις ότι οι Λακεδαιμόνιοι κάνουν μεγάλα λάθη στις αλλαγές των ναυάρχων, αντικαθιστώντας συχνά ανθρώπους που έχουν δείξει την ικανότητά τους ―οι οποίοι έχουν πείρα και ξέρουν να μεταχειρίζονται το έμψυχο υλικό τους― μ' άλλους, ανίδεους από θάλασσα κι άγνωστους στους πληθυσμούς της περιοχής· από κάτι τέτοια, έλεγαν, κινδυνεύουν οι Λακεδαιμόνιοι να πάθουν συμφορές. Τότε ο Καλλικρατίδας συγκέντρωσε όσους Λακεδαιμονίους βρίσκονταν εκεί και τους είπε τούτα πάνω κάτω:
«Εγώ ευχαρίστως κάθομαι στον τόπο μου, κι αν ο Λύσανδρος ή κάποιος άλλος πιστεύει πως έχει περισσότερη πείρα στα ναυτικά πράγματα, ας κοπιάσει ― δεν είμαι εγώ που θα τον εμποδίσω. Όμως μια και η πόλη μ' έστειλε αρχηγό του στόλου, δεν έχω εκλογή: χρέος μου είναι να εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα τις διαταγές που πήρα. Εσείς ωστόσο συμβουλέψτε με ―αφού ξέρετε εξίσου καλά με μένα και τις φιλοδοξίες μου και τα παράπονα που ακούγονται εναντίον της πόλης μας― τι θεωρείτε προτιμότερο: να μείνω ή να γυρίσω πίσω ν' αναφέρω ποια είν' η κατάσταση εδώ πέρα;»
http://taexeiola.blogspot.com
---
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.1.16–2.1.32
Θρίαμβος των Σπαρτιατών στους Αιγός ποταμούς.
<Μετά την ήττα των Σπαρτιατών στις Αργινούσες (καλοκαίρι 406 π.Χ.), οι σύμμαχοί τους απαίτησαν να οριστεί εκ νέου ναύαρχος ο Λύσανδρος. (Επειδή, όμως, μια δεύτερη θητεία απαγορευόταν από τον νόμο, ο ικανός στρατιωτικός μετέβη στην Ιωνία ως ἐπιστολεὺς ὕπαρχος.)>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι, έχοντας τη Σάμο για ορμητήριο, λεηλατούσαν τα εδάφη του Βασιλέως, έκαναν επιδρομές στη Χίο και στην Έφεσο κι ετοιμάζονταν για ναυμαχία· εκλέξαν και καινούργιους στρατηγούς ―κοντά σ' αυτούς που είχαν κιόλας― τον Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.
Ο Λύσανδρος έκανε πανιά από τη Ρόδο, παραπλέοντας την Ιωνία, προς τον Ελλήσποντο· στόχος του ήταν το πέρασμα των εμπορικών πλοίων κι οι πόλεις που είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους. Ξεκίνησαν κι οι Αθηναίοι περνώντας από τ' ανοιχτά της Χίου, επειδή οι ασιατικές ακτές ήταν στα χέρια του εχθρού. Από την Άβυδο ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη, ακολουθώντας την παραλία, για τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων· οι Αβυδηνοί κι οι άλλοι σύμμαχοι ακολουθούσαν από τη στεριά, μ' αρχηγό τον Θώρακα τον Λακεδαιμόνιο. Έκαναν επίθεση στην πόλη, την κατέλαβαν μ' έφοδο και καθώς ήταν πλούσια ― γεμάτη τροφές, κρασί κι άλλες προμήθειες οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν· τους πολίτες ωστόσο τους άφησε ο Λύσανδρος όλους ελεύθερους.
Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στην Ελαιούντα της Χερσονήσου μ' εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που έτρωγαν εκεί για μεσημέρι έμαθαν τα νέα για τη Λάμψακο· αμέσως ξεκίνησαν για τη Σηστό, όπου εφοδιάστηκαν με τροφές, κι από κει πήγαν στους Αιγός Ποταμούς, αντίκρυ στη Λάμψακο ― εκεί που ο Ελλήσποντος έχει πλάτος κάπου δεκαπέντε στάδια. Τ' άλλο πρωί με τα χαράματα ο Λύσανδρος έδωσε παράγγελμα στα πληρώματα να φάνε και να επιβιβαστούν· αφού έκαναν όμως όλες τις προετοιμασίες για ναυμαχία και σήκωσαν τις λινάτσες στα πλευρά των πλοίων, πρόσταξε να μην κουνηθεί κανένα από τη θέση του μήτε ν' ανοιχτεί. Με την ανατολή του ήλιου οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν κατά μέτωπο έξω από το λιμάνι, έτοιμοι για ναυμαχία· όταν ωστόσο πέρασε η μέρα δίχως ο Λύσανδρος να βγει να τους απαντήσει, επέστρεψαν στους Αιγός Ποταμούς. Τότε ο Λύσανδρος πρόσταξε τα γοργότερα καράβια του ν' ακολουθήσουν τους Αθηναίους, να παρατηρήσουν τι θα κάνουν μετά την αποβίβασή τους και να γυρίσουν να του αναφέρουν. Στο μεταξύ, ώσπου να επιστρέψουν αυτά, δεν έβγαλε τα πληρώματα από τα πλοία.
Τέσσερις μέρες ακολούθησε αυτή την τακτική, και κάθε φορά οι Αθηναίοι έβγαζαν τον στόλο τους στο πέλαγο. Ο Αλκιβιάδης ωστόσο έβλεπε από τον πύργο του τους Αθηναίους αραγμένους σ' ανοιχτή ακρογιαλιά, μακριά από πόλη, κι αναγκασμένους ν' ανεφοδιάζονται από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια ― ενώ ο εχθρός ναυλοχούσε σε λιμάνι, κοντά σε πόλη, και δεν του 'λειπε τίποτα. Είπε λοιπόν στους Αθηναίους ότι δεν είχαν αγκυροβολήσει σε κατάλληλο μέρος και τους συμβούλεψε να μεταφερθούν στη Σηστό, όπου θα 'χαν λιμάνι και πόλη: «Από κει», τους είπε, «μπορείτε να ναυμαχήσετε όποτε θελήσετε». Οι στρατηγοί όμως ―και ιδίως ο Τυδεύς κι ο Μένανδρος― τον έδιωξαν λέγοντας ότι τη διοίκηση είχαν τώρα αυτοί κι όχι εκείνος. Κι ο Αλκιβιάδης έφυγε.
Την πέμπτη μέρα που παρουσιάστηκαν οι Αθηναίοι, ο Λύσανδρος έδωσε διαταγές σ' εκείνους που έστελνε ξοπίσω τους: μόλις τους έβλεπαν ν' αποβιβάζονται και να σκορπίζουν στη Χερσόνησο (πράγμα που οι Αθηναίοι έκαναν κάθε μέρα κυρίως επειδή αναγκάζονταν ν' αγοράζουν τροφές από μακριά, αλλά κι επειδή περιφρονούσαν τον Λύσανδρο που δεν έβγαινε να τους αντιμετωπίσει), να γυρίσουν πίσω και στα μισά της διαδρομής να σηκώσουν ψηλά μιαν ασπίδα.
Οι διαταγές του εκτελέστηκαν. Τότε ο Λύσανδρος έδωσε αμέσως παράγγελμα να ξεκινήσει ο στόλος με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα· ο Θώραξ ακολουθούσε κι αυτός, με το πεζικό. Όταν ο Κόνων είδε τον εχθρό να πλησιάζει, παρήγγειλε να τρέξουν αμέσως όλοι στα καράβια. Καθώς όμως είχαν σκορπίσει τα πληρώματα, άλλα πλοία βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλάτες μονάχα, άλλα με μία κι άλλα αδειανά. Το πλοίο του Κόνωνος κι άλλα εφτά κοντινά του, που βρέθηκαν επανδρωμένα, βγήκαν όλα μαζί στ' ανοιχτά με την «Πάραλο»· όλα τ' άλλα έμειναν στον γιαλό κι έπεσαν στα χέρια του Λυσάνδρου. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αιχμαλωτίστηκε στη στεριά, αν και μερικοί βρήκαν καταφύγιο στα οχυρώματα.
Καθώς έφευγε με τα εννιά πλοία του, ο Κόνων κατάλαβε πως η Αθήνα ήταν χαμένη. Αποβιβάστηκε λοιπόν στην Αβαρνίδα, το ακρωτήρι της Λαμψάκου, και πήρε τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου που βρίσκονταν εκεί· ύστερα ο ίδιος με οχτώ πλοία έβαλε πλώρη για την Κύπρο, στον βασιλιά Ευαγόρα, κι η «Πάραλος» για την Αθήνα, ν' αναγγείλει τα γεγονότα.
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος οδήγησε τα πλοία, τους αιχμαλώτους (ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Φιλοκλής, ο Αδείμαντος κι άλλοι στρατηγοί) και τ' άλλα λάφυρα στη Λάμψακο. Την ίδια μέρα της νίκης του εξάλλου έστειλε τον Θεόπομπο τον Μιλήσιο, τον κουρσάρο, ν' αναγγείλει τα γεγονότα στη Λακεδαίμονα· αυτός έφτασε εκεί τη μεθεπόμενη μέρα κι έδωσε αναφορά. Έπειτα ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους είπε να συσκεφθούν για την τύχη των αιχμαλώτων. Τότε κατηγορήθηκαν για πολλά οι Αθηναίοι: για εγκλήματα που είχαν κάνει και γι' άλλα που είχε ψηφίσει η Συνέλευσή τους να κάνουν αν κέρδιζαν τη ναυμαχία ― να κόψουν το δεξί χέρι σ' όλους τους αιχμαλώτους. Τους κατηγόρησαν κι ότι είχαν ρίξει στη θάλασσα ολόκληρο το πλήρωμα των πολεμικών που 'χαν πέσει στα χέρια τους, ενός ανδριώτικου κι ενός κορινθιακού· ο Φιλοκλής ήταν ο Αθηναίος στρατηγός που τους εξόντωσε. Ειπώθηκαν κι άλλα πολλά, κι αποφασίστηκε να εκτελέσουν όσους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο (αυτός μονάχος, στη Συνέλευση, είχε εναντιωθεί στο κόψιμο των χεριών ― μερικοί μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προδίδει τον στόλο).
Ο Λύσανδρος ρώτησε πρώτο τον Φιλοκλή ποια τιμωρία του άξιζε ―αυτού, που πρώτος παραβίασε τους νόμους του πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες― και κατόπιν τον έσφαξε.
----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.2.1–2.2.23
Πολιορκία και συνθηκολόγηση της Αθήνας.
<Ο Λύσανδρος συνέτριψε τους Αθηναίους στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.). Από την καταστροφή γλίτωσαν μόνο εννέα αθηναϊκά πλοία με τα πληρώματά τους. Ένα από αυτά, η Πάραλος, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, για να αναγγείλει το τραγικό για τους Αθηναίους νέο, ενώ ο Λύσανδρος μετέβη στη Λάμψακο, πόλη που είχε καταλάβει λίγες ημέρες πριν (βλ. σχετικά και Ξενοφώντος Ελληνικά 2.1.16–2.1.32).>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο, ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα, όπου οι κάτοικοι τον δέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες· εκείνοι πάλι που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες. Στην Αθήνα έστελνε κι ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε ― δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ' αυτούς που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι' αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος άφησε αρμοστή στην Καλχηδόνα τον Λάκωνα Σθενέλαο και γύρισε στη Λάμψακο να επισκευάσει τα πλοία του.
Νύχτα έφερε η «Πάραλος» την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ― δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους (τους αποίκους των Λακεδαιμονίων που είχαν νικήσει κι υποτάξει), στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.
Ενόσω οι Αθηναίοι τα 'καναν αυτά, ο Λύσανδρος ήρθε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, όπου έβαλε τάξη στη Μυτιλήνη και στις άλλες πόλεις του νησιού. Έστειλε και τον Ετεόνικο με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης, κι αυτός κατόρθωσε ολόκληρη η περιοχή να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων. Άλλωστε ευθύς μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο, όπου ο λαός έσφαξε τους αφέντες και κατέλαβε την εξουσία στην πόλη.
Έπειτ' απ' αυτά ο Λύσανδρος ειδοποίησε τη Λακεδαίμονα, καθώς και τον Άγι που βρισκόταν στη Δεκέλεια, ότι έρχεται με διακόσια πλοία. Τότε με διαταγή του Παυσανία ―του άλλου βασιλιά― επιστρατεύτηκαν όλοι οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς την Αθήνα και στρατοπέδευσε στην Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος έφτασε στην Αίγινα, σύναξε όσους Αιγινήτες μπόρεσε να βρει και τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που 'χαν διωχτεί από την πατρίδα τους. Κατόπιν λεηλάτησε τη Σαλαμίνα και τέλος αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με εκατόν πενήντα καράβια, αποκλείοντας την είσοδο του λιμανιού στα εμπορικά πλοία.
Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκημένοι κι από στεριά κι από θάλασσα, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση: μήτε καράβια είχαν, μήτε συμμάχους, μήτε τρόφιμα, και πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε ― θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τον καιρό που μέσα στην άμετρη υπεροψία τους τούς αδικούσαν δίχως αφορμή και για τον μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Για τούτο έδωσαν πίσω τα πολιτικά τους δικαιώματα σ' όσους τα 'χαν στερηθεί κι υπέμεναν καρτερικά· μ' όλο που πολλοί μέσα στην πόλη πέθαιναν από πείνα, λόγος δεν γινόταν για συνθηκολόγηση. Μόνο σαν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα έστειλαν πρεσβεία στον Άγι με την πρόταση να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας όμως τα Τείχη και τον Πειραιά ― μ' αυτούς τους όρους ήταν έτοιμοι να κάνουν συνθήκη.
Ο Άγις είπε στους πρέσβεις να πάνε στη Λακεδαίμονα, γιατί ο ίδιος δεν είχε πληρεξουσιότητα. Όταν τ' ανέφεραν αυτό στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Λακεδαίμονα. Σαν έφτασαν στη Σελλασία κι έμαθαν απ' αυτούς οι έφοροι τι προτάσεις φέρνουν ―ήταν οι ίδιες που είχαν κάνει στον Άγι―, τους παράγγειλαν να γυρίσουν πίσω από κει που βρίσκονταν, κι αν θέλουν στ' αλήθεια ειρήνη να βάλουν πιο πολύ μυαλό κι έπειτα να ξανάρθουν.
Μόλις οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και τ' ανέφεραν αυτά στην πόλη, απελπίστηκαν όλοι: ο εχθρός είχε σκοπό να τους υποδουλώσει, πίστευαν, και πάντως, ώσπου να στείλουν καινούργιους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Μολοντούτο κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα Τείχη· τον Αρχέστρατο, που είπε στη Βουλή ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων ―και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα―, τον φυλάκισαν, και βγήκε και ψήφισμα που απαγόρευε να υποβάλλονται τέτοιες προτάσεις.
Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στον Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν' ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών ― αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να 'χουν κάποια εγγύηση. Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στον Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα 'ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν. Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ' άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντάς τους τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους, Λακεδαιμονίους, ότι είπε του Θηραμένη πως αυτοί μονάχα είχαν εξουσία ν' αποφασίζουν για πόλεμο και για ειρήνη.
Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί.
Μ' αυτό το μήνυμα επέστρεψαν ο Θηραμένης κι οι άλλοι πρέσβεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ' όνομα ολωνών μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια ― νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα.
----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.3.6–2.3.16
Παράδοση της Σάμου – Ο Λύσανδρος επιστρέφει θριαμβευτής στη Σπάρτη – Αυθαιρεσίες και εγκλήματα των Τριάκοντα – Η αντίδραση του Θηραμένη.
<Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκλέξουν τριάντα άντρες, για να καταγράψουν τους πατρίους νόμους , προσδοκώντας έτσι διέξοδο από την κρίση. Οι Σπαρτιάτες απέδωσαν σε όσες πόλεις είχαν πληγεί από τους Αθηναίους τα παλιά τους εδάφη, έκαναν ανεξάρτητο κράτος τη Δήλο και τοποθέτησαν αρμοστές σε όλες τις πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ο Λύσανδρος πολιόρκησε τους Σαμίους απ' όλες τις μεριές. Εκείνοι δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, όταν όμως ο Λύσανδρος ετοιμάστηκε να κάνει έφοδο, συμφώνησαν να φύγουν οι ελεύθεροι πολίτες, παίρνοντας από ένα πανωφόρι ο καθένας κι αφήνοντας όλο τ' άλλο βιος τους· έτσι κι έγινε. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε την πόλη, καθώς κι ό,τι υπήρχε μέσα, στους αλλοτινούς της κατοίκους και διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν. Κατόπιν απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε πίσω στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος έκανε πανιά προς τη Λακεδαίμονα με τα λακωνικά πλοία. Μαζί του έπαιρνε τις φιγούρες πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει, τα πολεμικά του Πειραιά εκτός από δώδεκα, τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ―προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις―, τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι (περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τη διεξαγωγή του πολέμου) κι ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλ' αυτά τα παρέδωσε στη Λακεδαίμονα στο τέλος του καλοκαιριού. [Τότε τέλειωσε ο πόλεμος, που είχε κρατήσει είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια του έφορος ήταν πρώτα ο Αινησίας: στον καιρό του άρχισε ο πόλεμος, δέκαπέντε χρόνια μετά την τριαντάχρονη ανακωχή που είχε ακολουθήσει την κατάκτηση της Εύβοιας. Ύστερα απ' αυτόν ήταν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρ, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, Ονομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέων, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Ένδιος· στον καιρό του τελευταίου είναι που ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στην πατρίδα του.]
Η εκλογή των Τριάντα έγινε αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη, και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ' ευχαρίστηση, και το πράγμα δεν δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ' αυτούς. Αργότερα ωστόσο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη. Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν τον Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά ―που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί― «ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς». Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή.
Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν ― όχι πια «κακά στοιχεία» κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ' από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δεν θ' ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν' αντιδράσει, θα 'βρισκε πολλούς συμπαραστάτες. http://taexeiola.blogspot.com
Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως ―που ανάμεσα στ' άλλα είχε εξοριστεί κιόλας από τους δημοκρατικούς― είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο για τον λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη. «Στο κάτω κάτω», του 'λεγε, «κι εγώ κι εσύ έχουμε πει και κάνει πολλά για ν' αποκτήσουμε δημοτικότητα». Ο άλλος πάλι αποκρινόταν (γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στον Θηραμένη) ότι όποιος θέλει να κυριαρχεί είναι υποχρεωμένος να βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο: «Κι αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.3.35–2.3.49
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.3.35–2.3.56: Η παρωδία δίκης του Θηραμένη) Η απολογία του Θηραμένη
<Οι αυθαιρεσίες των Τριάκοντα (βλ. και ΞΕΝ Ελλ 2.3.6–2.3.16) πολλαπλασιάστηκαν, ειδικά μετά την επιλογή των "Τρισχιλίων", των Αθηναίων δηλαδή που θεωρήθηκαν έμπιστοι και κλήθηκαν να μετάσχουν στην άσκηση της εξουσίας. Επειδή ο Θηραμένης αντιδρούσε στα σχέδιά τους, τον συκοφάντησαν και τον προσήγαγαν σε δίκη. Στην αγόρευσή του ο Κριτίας τον κατηγόρησε για αμοραλισμό, καιροσκοπισμό και αναξιοπιστία και πρότεινε την εκτέλεσή του.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Άμα τέλειωσε και κάθισε, σηκώθηκε και μίλησε ο Θηραμένης:
«Πρώτ' απ' όλα, άνδρες, θ' αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία ― ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στον θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ' άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα ―άσε πια να σώσει τους ναυαγούς― κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Ωστόσο δεν απορώ με το λάθος του Κριτία: όταν έγιναν αυτά συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ, αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ' όσα έκανε αυτός εκεί!
»Σ' ένα πράγμα πάντως συμφωνώ μαζί του: όποιος τυχόν θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο· το ποιος είναι όμως που τα κάνει αυτά θα το κρίνετε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική του καθενός από μας. Λοιπόν, όταν επρόκειτο να γίνετε εσείς βουλευτές, να συγκροτηθούν αρχές και να δικαστούν οι γνωστοί καταδότες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι. Καθώς όμως τούτοι άρχισαν να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, τότε άρχισα κι εγώ να διαφωνώ. Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν ― κι ο τρόμος θα τους έκανε αντίπαλους αυτού του καθεστώτος. Το 'βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα 'χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ' έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ' όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα 'κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Αντιμίλησα και τότε που αφόπλισαν τον λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη: ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το 'καναν με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να τους είμαστε ολότελα άχρηστοι· αν αυτό αποζητούσαν, στο χέρι τους ήταν κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό ― δεν είχαν παρά να μας σφίξουν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα.
»Δεν συμφώνησα ούτε με την πρόσληψη μισθοφόρων, τη στιγμή που μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα, εμείς οι εξουσιαστές, στους υπηκόους μας. Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το 'βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θ' αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα 'βρισκαν πολλούς οπαδούς.
»Αυτός που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, τι είναι δίκαιο να θεωρηθεί ― φίλος ή προδότης; Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους ― αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία.
»Κι αν από αλλού δεν φαίνεται πως λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι ― ν' ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι;
»Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης.
»Όσο για τ' άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δεν μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στον μόλο ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα ― αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;
»Με ονομάζει κόθορνο επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τις δυο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δεν ταιριάζει ούτε στη μια ούτε στην άλλη; Γιατί εσένα τον καιρό της δημοκρατίας σε θεωρούσαν τον χειρότερο εχθρό του λαού, και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τιμίων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ' εκείνους που δεν βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ' άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση ― κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι αξίζει να πάθω τα χειρότερα κακά και να πεθάνω».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.3.50–2.3.56
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.3.35–2.3.56: Η παρωδία δίκης του Θηραμένη) Ο Κριτίας υπαγορεύει την καταδίκη του Θηραμένη, που εκτελείται
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Σαν τέλειωσε μ' αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο· σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:
«Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν' αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα, σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε, «διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».
Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Θηραμένης, μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ' όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα, ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ― κι ας ξέρετε ότι τ' όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»
Τότε ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα».
Ύστερα απ' αυτά τα λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ' εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς. Τράβηξαν λοιπόν μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν.
Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε: «Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!»
Το ξέρω ότι τέτοιες κουβέντες δεν αξίζει ν' αναφέρονται· ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία, μήτε το χιούμορ του.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.4.1–2.4.23
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.4.1–2.4.43: Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Οι δημοκρατικοί καταλαμβάνουν το φρούριο της Φυλής και νικούν στη Μουνυχία – Οι Δέκα αντικαθιστούν τους Τριάκοντα
<Μετά την παρωδία δίκης που οδήγησε στη θανάτωση του Θηραμένη, μετριοπαθούς ολιγαρχικού που αντιδρούσε στις ακρότητες των υπόλοιπων τυράννων (βλ. και Ξενοφώντος Ελληνικά 2.3.35–2.3.56), η διακυβέρνηση των Τριάκοντα έγινε ακόμη σκληρότερη.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θηραμένη. Τότε πια θεώρησαν οι Τριάντα πως ήταν ελεύθεροι να τυραννούν δίχως φόβο· όχι μόνο απαγόρευσαν σ' όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη, αλλά τους έδιωχναν κι απ' τ' αγροκτήματά τους για να τους αρπάξουν, αυτοί κι οι φίλοι τους, τη γη τους. Οι κατατρεγμένοι κατέφευγαν στον Πειραιά, μα κι εκεί συνεχιζόταν ο διωγμός· τα Μέγαρα κι η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες.
Τότε κίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και κατέλαβε τ' οχυρό φρούριο της Φυλής. Μια μέρα που 'κανε καλό καιρό βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν, έχοντας μαζί τους τούς Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά πληγώθηκαν κι έφυγαν άπρακτοι. Οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν· τη νύχτα όμως και την άλλη μέρα χιόνισε τόσο πολύ, που υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη, βουτηγμένοι στα χιόνια, αφού τους σκότωσαν οι άλλοι πολλούς βοηθητικούς. Κατάλαβαν ωστόσο ότι οι επαναστάτες θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες αν δεν υπήρχε φρουρά να τις προστατέψει· έστειλαν λοιπόν στα σύνορα ―κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή― όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών, που στρατοπέδευσαν σ' ένα πυκνοφυτεμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες. Μια νύχτα ο Θρασύβουλος τους πήρε και τους κατέβασε σ' απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά· εκεί απόθεσαν τα όπλα τους και περίμεναν. Κατά τα ξημερώματα σηκώθηκαν οι φρουροί και τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, ξεμακραίνοντας από τον οπλισμό τους. Εκείνη την ώρα ―καθώς οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ' άλογα― οι άνδρες του Θρασυβούλου άδραξαν τ' άρματα, κι ορμώντας καταπάνω τους τρέχοντας σκότωσαν μερικούς και κυνήγησαν τους άλλους, που το 'βαλαν στα πόδια, ως έξι εφτά στάδια απόσταση. Οι ολιγαρχικοί έχασαν περισσότερους από εκατόν είκοσι οπλίτες και τρεις ιππείς: τον Νικόστρατο, τον λεγόμενο «ωραίο», κι άλλους δυο που πιάστηκαν στα στρώματά τους. Κατόπιν οι επαναστάτες γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο, μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους κι επέστρεψαν στη Φυλή. Όταν ήρθε το ιππικό από την πόλη για ενίσχυση, δεν βρήκε κανέναν εχθρό μπροστά του· έμεινε λοιπόν εκεί μόνο ώσπου να παραλάβουν τους νεκρούς οι συγγενείς τους και ξαναγύρισε στην πόλη.
Έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα, κρίνοντας ότι η θέση τους είχε κλονιστεί, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να την έχουν καταφύγιο σ' ώρα ανάγκης. Πήγαν λοιπόν εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι Τριάντα έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό, κι έκαναν επιθεώρηση στους Ελευσινίους. Στη συνέχεια, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους κι ο καθένας που θα καταγραφόταν να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στον γιαλό όμως είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν χειροπόδαρα.
Αφού τους έπιασαν όλους μ' αυτόν τον τρόπο, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο, καθώς και τους υπόλοιπους ιππείς, κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε:
«Το καθεστώς, άνδρες, δεν τ' οργανώνουμε μόνο για καλό δικό μας, μα άλλο τόσο και για δικό σας. Μια και θα 'χετε λοιπόν μερίδιο στις τιμές, πρέπει να 'χετε μερίδιο και στους κινδύνους. Για τούτο είν' ανάγκη να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, ώστε να 'χετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας».
Και τους έδειξε κάποιο σημείο, λέγοντας να πάνε εκεί να ψηφίσουν ένας ένας φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· άλλωστε όσοι πολίτες δεν σκοτίζονταν παρά μόνο για το συμφέρον τους τα 'βλεπαν αυτά με καλό μάτι…
Μετά απ' αυτά ο Θρασύβουλος πήρε τους ανθρώπους του από τη Φυλή ―είχαν κιόλας μαζευτεί περίπου χίλιοι― κι έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το 'μαθαν οι Τριάντα έτρεξαν να τους χτυπήσουν με τους Λάκωνες, τους οπλίτες και το ιππικό, και προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που ανεβαίνει στον Πειραιά. Οι επαναστάτες δοκίμασαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι ο περίβολος του τείχους του Πειραιά, μεγάλος καθώς ήταν, χρειαζόταν πολυάνθρωπη φρουρά για την επάνδρωσή του ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά· πρώτα παρατάχτηκαν έτσι ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο, και το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές. Κατόπιν, μ' αυτόν τον σχηματισμό, άρχισαν ν' ανηφορίζουν.
Αντίκρυ τους, οι επαναστάτες έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος· πίσω τους ωστόσο πήραν θέση ασπιδοφόροι κι ελαφρύ πεζικό οπλισμένο μ' ακόντια, και ακόμα πιο πίσω άλλοι, οπλισμένοι με πέτρες. (Απ' αυτούς ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι.) Καθώς προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του ν' αποθέσουν τις ασπίδες τους· κάνοντας κι αυτός το ίδιο, αλλά κρατώντας τ' άλλα όπλα του, στάθηκε στη μέση κι είπε:
«Θυμηθείτε, πολίτες ―κι όσοι δεν το ξέρετε, μάθετέ το― ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που εδώ και τέσσερις μέρες νικήσατε και πήρατε στο κυνήγι. Στο άκρο αριστερό τους πάλι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα ― αυτοί που δίχως σε τίποτε να 'χουμε φταίξει μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των αγαπημένων μας. Να όμως που τώρα τους έλαχε κάτι που αυτοί ποτέ δεν περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν ― τους αντικρίζουμε με τα όπλα στα χέρια! Κάποτε μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην Αγορά· άλλοι εξοριστήκαμε όχι μόνο αναίτια, αλλά δίχως να βρισκόμαστε καν στην πόλη. Γι' αυτό κι οι θεοί παίρνουν τώρα φανερά το μέρος μας: μέσα στην καλοκαιρία προκαλούν θύελλα την ώρα που μας συμφέρει· όταν κάνουμε επίθεση λίγοι εμείς εναντίον πολλών εχθρών, θριαμβεύουμε χάρη στην εύνοιά τους· και να τώρα που μας έφεραν σε τοποθεσία όπου οι εχθροί έχουν ν' ανέβουν ανήφορο κι έτσι δεν μπορούν ούτε δόρατα, ούτε ακόντια να ρίξουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, ενώ εμείς από ψηλά θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ' ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι με τις πρώτες σειρές τους τουλάχιστον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε σαν ίσοι προς ίσους· αν όμως εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δεν θ' αστοχήσει ― γεμάτος καθώς είν' ο κόσμος από δαύτους. Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν ― έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να 'ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε. Εμπρός λοιπόν, άνδρες, αγωνιστείτε με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας σας να νιώσει ότι σ' αυτόν περισσότερο χρωστάμε τη νίκη! Γιατί αυτή, αν θέλει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά ―σ' όσους έχουν― και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι θα 'ναι στ' αλήθεια όσοι από μας, νικητές, ζήσουν για να δουν τη γλυκύτατη εκείνη μέρα! Ευτυχισμένος όμως κι όποιος σκοτωθεί, γιατί σε κανέναν ―και πλούσιος να 'ναι― δεν θα στηθεί μνημείο λαμπρό σαν το δικό του! Όταν λοιπόν έρθει η στιγμή θ' αρχίσω εγώ να τραγουδάω τον παιάνα ― και μόλις επικαλεστούμε τον Ενυάλιο ας ορμήσουμε όλοι με μια καρδιά, να ξεπληρώσουμε σ' αυτούς τους ανθρώπους τις προσβολές που μας έκαναν!»
Αφού τέλειωσε, γύρισε προς το μέρος των εχθρών και περίμενε, επειδή ο μάντης συμβούλευε να μην επιτεθούν προτού σκοτωθεί ή πληγωθεί κάποιος δικός τους. «Έπειτα», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα 'ρθετε ξοπίσω μας, θα νικήσετε ― εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ». Και δεν βγήκε ψεύτης: όταν άδραξαν τ' άρματα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς ―λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό― και σκοτώθηκε. (Είναι θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού.) Οι άλλοι ωστόσο νίκησαν και καταδίωξαν τον εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα.
Μετά απ' αυτά, καθώς έγινε εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών, πολλοί από τις δύο παρατάξεις σίμωσαν ο ένας τον άλλο κι έπιασαν κουβέντα. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των Μυστηρίων που είχε πολύ καλή φωνή, έκανε τους άλλους να σωπάσουν κι είπε:
«Πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας πειράξαμε σε τίποτα. Ίσα ίσα, μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια, σε θυσίες, στις λαμπρότερες τελετές· μαζί έχουμε χορέψει και σπουδάσει και πολεμήσει· μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ' όνομα των προγονικών μας θεών, στ' όνομα των δεσμών που μας ενώνουν ―γιατί πολλοί από μας έχουν αναμεταξύ τους συγγένεια, συμπεθεριό ή φιλία― ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους, πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα! Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να 'χουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου! Εκεί που μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ' όλους τους πολέμους ― σ' εμφύλιο σπαραγμό! Κι όμως να το ξέρετε καλά, ότι ανάμεσα σ' αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε είναι μερικοί που τους κλαίμε κι εμείς το ίδιο πικρά όσο και σεις!»
Έτσι μίλησε ο Κλεόκριτος· καθώς ακούγονταν κι αυτά πάνω σ' όσα άλλα είχαν συμβεί, οι υπόλοιποι ηγέτες των ολιγαρχικών πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα αδικήματα, και γι' αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους ―κι εξηγούσαν και στους άλλους― ότι αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.4.24–2.4.43
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.4.1–2.4.43: Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Εισβολή του Παυσανία στην Αττική – Προσπάθειές του για συμφιλίωση των Αθηναίων – Αποκατάσταση της δημοκρατίας
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Οι Τριάντα αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ενώ οι Δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών. Ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία: ακόμα κι οι ιππείς διανυκτέρευαν στο Ωδείο έχοντας και τ' άλογα και τις ασπίδες τους, κι από καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη ολονυχτίς με τις ασπίδες και κατά τα ξημερώματα με τ' άλογα, με τον αδιάκοπο φόβο ότι θα τους επιτεθούν επαναστάτες. Τούτοι πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, έφτιαχναν μεγάλες ασπίδες ―άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια― και τις γυάλιζαν. Έδωσαν και την υπόσχεση ότι σ' όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, και ξένοι να 'ταν, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους. Πριν περάσουν δέκα μέρες, έχοντας συγκεντρώσει πολλούς οπλίτες και πολύ ελαφρύ πεζικό ―καθώς κι εβδομήντα περίπου ιππείς― άρχισαν να βγαίνουν από τον Πειραιά γι' ανεφοδιασμό, να μαζεύουν ξυλεία κι οπωρικά και να ξαναγυρίζουν στον Πειραιά για να περάσουν τη νύχτα.
Από τη μεριά της Αθήνας ωστόσο δεν έβγαιναν άλλοι ένοπλοι παρά μόνο οι ιππείς, που κάθε τόσο αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από την παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν και το πεζικό τους. Μια φορά συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς που πήγαιναν στα χωράφια τους για τροφές, κι ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε ― παρ' όλες τις ικεσίες τους και παρ' όλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Σ' αντίποινα οι επαναστάτες σκότωσαν έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που 'χαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε είχαν πάρει πια πολύ θάρρος, τόσο που έκαναν επιθέσεις και στα τείχη της Αθήνας. (Ίσως ν' αξίζει ν' αναφερθεί και τούτο σχετικά με τον μηχανικό των Αθηναίων: όταν έμαθε πως οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από τον φαρδύ δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλα τα κάρα να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ' όποιο σημείο του δρόμου ήθελαν ― κι η καθεμιά τους προκάλεσε αργότερα μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.)
Οι Τριάντα, από την Ελευσίνα ―και παράλληλα οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα―, έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν βοήθεια, λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των Λακεδαιμονίων. Ο Λύσανδρος λογάριασε πως γρήγορα μπορούσαν ν' αναγκάσουν τους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από στεριά κι από θάλασσα και τους στερήσουν τον ανεφοδιασμό· φρόντισε λοιπόν να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, καθώς και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος. Αυτός πήγε στην Ελευσίνα και βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς Πελοποννησίους οπλίτες, ενώ ο ναύαρχος φύλαγε από τη μεριά της θάλασσας φροντίζοντας να μην μπαίνει κανένα πλοίο μ' εφόδια για τους επαναστάτες.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι γρήγορα ήρθε η σειρά των επαναστατών να βρεθούν σε δύσκολη θέση, ενώ απ' την άλλη πλευρά η επέμβαση του Λυσάνδρου έδινε πάλι θάρρος στους ολιγαρχικούς. Καθώς όμως τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας ζήλεψε τον Λύσανδρο, ότι αν πετύχαινε τον σκοπό του και δόξα θα κέρδιζε και δική του θα 'κανε την Αθήνα. Έπεισε λοιπόν τρεις από τους εφόρους και ξεκίνησε μ' ένα εκστρατευτικό σώμα· τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, που έλεγαν ότι θα το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, μια και τούτοι δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. (Στην πραγματικότητα κρατούσαν αυτή τη στάση, επειδή πίστευαν πως οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα εδάφη των Αθηναίων.)
Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά· διοικούσε ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό. Ο Παυσανίας έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες, μηνώντας τους να πάνε στα σπίτια τους· καθώς αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση ―ίσα ίσα για τα προσχήματα, για να μη δείξει τις καλές διαθέσεις που είχε απέναντί τους― και κατόπιν υποχώρησε άπρακτος.
Την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα» εξετάζοντας από ποια μεριά θα 'ταν πιο εύκολο ν' αποκλειστεί ο Πειραιάς με τείχος. Την ώρα που έφευγε ωστόσο τον χτύπησαν μερικοί από τους εχθρούς, πράγμα που τον ενόχλησε· οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να κάνει μια γοργή επέλαση, και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού ν' ακολουθήσουν· ο ίδιος πήγε ξοπίσω τους με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν κοντά στους τριάντα ελαφρούς πεζούς του εχθρού και καταδίωξαν τους άλλους ως το θέατρο του Πειραιά. Εκεί όμως έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών· το ελαφρύ πεζικό τους όρμησε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες, πληγώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους και πιέζοντάς τους τόσο, που εκείνοι άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα, ενώ οι άλλοι ενίσχυαν την αντεπίθεση. Τότε σκοτώθηκε ο Χαίρων κι ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, καθώς κι ο ολυμπιονίκης Λακράτης κι άλλοι Λακεδαιμόνιοι ― που βρίσκονται θαμμένοι μπροστά στις πύλες, στον Κεραμεικό.
Βλέποντας αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες έτρεξαν σ' ενίσχυση και παρατάχτηκαν γοργά μπροστά στους άλλους, σ' οχτώ σειρές βάθος. Ο Παυσανίας βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε κάπου τέσσερα πέντε στάδια πιο μακριά, κοντά σ' έναν λόφο, απ' όπου παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Από κει, ανασχηματίζοντας το πεζικό του σε μεγάλο βάθος, κατευθύνθηκε καταπάνω στους Αθηναίους, που στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα· τελικά όμως άλλους έριξε στους βάλτους των Αλυκών κι άλλους ανάγκασε να υποχωρήσουν, σκοτώνοντας κάπου εκατόν πενήντα.
Ο Παυσανίας έστησε τρόπαιο και γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο όχι μόνο δεν θύμωσε με τους επαναστάτες, αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, δασκαλεύοντάς τους τι έπρεπε να πουν· κι εκείνοι τον άκουσαν. Ταυτόχρονα βάλθηκε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι, να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του και να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, παρά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τ' άκουσε μ' ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. (Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να εκστρατεύουν μαζί με τον βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας ― κι οι δυο τους υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο.) Έτσι προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφερναν τις προτάσεις για ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη της Αθήνας, τον Κηφισοφώντα και τον Μέλητο. Αφού όμως ξεκίνησαν αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.
Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ' εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους ― όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα.
Αφού τέλειωσαν αυτά ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος:
«Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε ― και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι πιο φτωχός από σας ― ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας. Αλλά τι καλύτερο κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε σ' εξυπνάδα ― εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα, και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν! ― Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα, κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και θεοφοβούμενοι!»
Αυτά είπε κι άλλα παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το παλιό πολίτευμα· κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση. Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ' αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 3.4.1–3.4.6
Ο Αγησίλαος ξεκινά εκστρατεία στην Ασία
<Ο Τισσαφέρνης, σατράπης της Δυτικής Μ. Ασίας, απαίτησε την παράδοση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας, οι οποίες ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης. Οι Λακεδαιμόνιοι θεώρησαν ότι όφειλαν να ανταποκριθούν σε αυτήν, ώστε να μην πληγεί το κύρος τους, δεδομένης της συμπεριφοράς των Αθηναίων σε ανάλογες εκκλήσεις κατά την περίοδο της δικής τους ηγεμονίας. Έτσι, από το 400 έως το 397 π.Χ. εξεστράτευσαν στη Μ. Ασία με αρχηγούς αρχικά τον Θίβρωνα και στη συνέχεια τον Δερκυλλίδα. Στο μεταξύ στον θρόνο της Σπάρτης ανέβηκε ο Αγησίλαος.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Λίγον καιρό αργότερα κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ' έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να 'ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να 'ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν' αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια. Τότε πήρε το πρώτο καράβι που 'φευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους ότι ο Βασιλεύς κι ο Τισσαφέρνης ήταν που ετοίμαζαν αυτή τη δύναμη ― ιδέα όμως δεν είχε για ποιον σκοπό.
Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, φώναξαν τους συμμάχους κι άρχισαν να συσκέπτονται τι έπρεπε να κάνουν. Ο Λύσανδρος πίστευε πως και στο ναυτικό θα είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες, κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Χώρια απ' αυτές του τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθεια του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν' αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
Όταν ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν' αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του 'δωσαν όλα όσα ζήτησε, καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Τότε εκείνος έκανε όλες τις πρεπούμενες θυσίες ―ανάμεσα στις άλλες κι αυτές που συνηθίζονται στο διάβα των συνόρων― και ξεκίνησε, στέλνοντας αγγελιαφόρους στις πόλεις να μηνύσουν πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν. Ο ίδιος θέλησε να πάει να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπως είχε κάνει κι ο Αγαμέμνων πριν βάλει πλώρη για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί κι έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει, αλλά και πέταξαν χάμω τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια που βρήκαν πάνω στον βωμό. Ο Αγησίλαος, οργισμένος, επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Από κει πήγε στον Γεραιστό, όπου συγκέντρωσε όσο στρατό μπόρεσε κι έκανε πανιά για την Έφεσο.
Μόλις έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως να τον ρωτήσει για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος είπε: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ' αυτό αποκρίθηκε ο Τισσαφέρνης: «Τότε, αν συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή ώσπου ν' αναφερθώ στον Βασιλέα, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα φερθώ στ' αλήθεια τίμια». «Τότε κι εγώ μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, αν φερθείς στ' αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο έχουμε ανακωχή».
Αφού συμφωνήθηκαν αυτά, ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου ―τον Ηριππίδα, τον Δερκυλίδα και τον Μέγιλλο― ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου, ότι εφόσον το 'κανε αυτό θα σεβόταν κι ο Αγησίλαος την ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, από τη μεριά του, παραβίασε αμέσως τον όρκο του, γιατί αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη έστειλε να ζητήσει από τον Βασιλέα ενισχύσεις για τον στρατό του. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 3.4.20–3.4.29
Η μάχη στον Πακτωλό ποταμό
<Ο Τισσαφέρνης παραβίασε την ανακωχή με τους Σπαρτιάτες, μόλις έλαβε ενισχύσεις από τον Πέρση βασιλιά. Ο Αγησίλαος, όμως, τον παραπλάνησε και, αντί για την Καρία, εισέβαλε στη Μικρή Φρυγία, τη σατραπεία του Φαρνάβαζου. Μετά την αμφίρροπη αναμέτρηση με τις δυνάμεις του τελευταίου, ο Αγησίλαος αποσύρθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας, προσπαθώντας να αυξήσει τη μαχητική ικανότητα του στρατεύματός του και να οργανώσει αξιόλογο ιππικό.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, τον Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των αλλοτινών μισθοφόρων του Κύρου και τον Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων, και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας ― ώστε ν' αρχίσουν από κείνη τη στιγμή να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχικά για τη σύγκρουση.
Ο Τισσαφέρνης ωστόσο νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα 'λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος όμως δεν είχε πει ψέματα: όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Τρεις μέρες προχώρησε δίχως να συναντήσει εχθρούς, κι έβρισκε άφθονα εφόδια για τον στρατό. Την τέταρτη μέρα παρουσιάστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων να περάσει τον Πακτωλό και να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, βλέποντας τους υπηρέτες των Ελλήνων σκορπισμένους για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ' αυτούς. Όταν το 'μαθε ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σ' ενίσχυση. Οι Πέρσες πάλι, βλέποντας τις ενισχύσεις, συγκέντρωσαν και παράταξαν αντίκρυ τους πολλές μονάδες ιππικού.
Τότε ο Αγησίλαος, καταλαβαίνοντας ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Έκανε λοιπόν θυσία κι αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα καταπάνω στο παραταγμένο ιππικό, ενώ ταυτόχρονα πρόσταζε τις δέκα νεότερες κλάσεις των οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν μπροστά τους· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ' ακολουθούσε μ' όλο τον υπόλοιπο στρατό.
Οι Πέρσες αντιστάθηκαν στο ιππικό, όταν όμως τους εφόρμησαν όλα τ' άλλα τμήματα ταυτοχρόνως υποχώρησαν· άλλοι απ' αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι το 'βαλαν στα πόδια. Οι Έλληνες τους ακολούθησαν και κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να λεηλατούν· ο Αγησίλαος όμως στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους κι εχθρούς. Εκεί έπεσαν στα χέρια του, ανάμεσα σ' άλλη λεία που πουλήθηκε για περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, κι οι καμήλες που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.
Ενώ γινόταν αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις, γι' αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδιδε. Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε κι ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι. Ο Τιθραύστης εξετέλεσε τη διαταγή και κατόπιν έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο με το ακόλουθο μήνυμα: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο Βασιλεύς σού ζητάει να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου, κι οι πόλεις να 'χουν ανεξαρτησία, αλλά να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τα δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια και εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «δώσε μου εφόδια για τον στρατό ώσπου να φτάσω εκεί». Ο Τιθραύστης του 'δωσε τριάντα τάλαντα, κι ο Αγησίλαος τα πήρε και ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στον Φαρνάβαζο.
Καθώς βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, έλαβε εντολή από τη Λακεδαίμονα ν' αναλάβει και την ανώτατη διοίκηση του ναυτικού, διορίζοντας ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Τούτο το 'καναν οι Λακεδαιμόνιοι με τη σκέψη ότι αν ο αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, και το πεζικό θα 'ναι πολύ πιο δυνατό ―μια και οι δυνάμεις και των δύο θα 'ναι ενωμένες― αλλά και το ναυτικό, αφού θα του ερχόταν ενίσχυση το πεζικό όποτε χρειαζόταν. Σαν τ' άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, πρώτ' απ' όλα παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να κατασκευάσουν όσα πολεμικά ήθελε η καθεμιά. Μ' αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούργια πολεμικά ― άλλα που 'χαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα που αρμάτωσαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά δίχως την απαιτούμενη πείρα του τι θα πει σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος λοιπόν έφυγε κι άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού, ενώ ο Αγησίλαος συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 3.5.1–3.5.15
Προσπάθεια για την οργάνωση αντισπαρτιατικής κίνησης
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ο Τιθραύστης ωστόσο σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του Βασιλέως κι όχι μόνο δεν είχε καθόλου στον νου του να φύγει απ' την Ασία, παρά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει τον Βασιλέα. Μην ξέροντας λοιπόν πώς ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ' όλο που δεν πήραν μερίδιο απ' αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θ' ανακτούσαν την ηγεμονία. Όσο για κείνους που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους ο καθένας στην πόλη του, κι αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους πληθυσμούς, βάλθηκαν να οργανώσουν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
Οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ωστόσο ότι αν δεν άρχιζε άλλος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θ' αποφάσιζαν να παραβιάσουν τις συμφωνίες τους με τους συμμάχους. Για τούτο έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα 'χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή, αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη σαν φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια κι εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο, παρά βρίσκονταν σ' άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αρπάχτηκαν πρόθυμα από το πρόσχημα που τους δινόταν για εκστρατεία κατά των Θηβαίων: ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους, και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση, στη Δεκέλεια, να πάρουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα, κι επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι και τους Κορινθίους είχαν πείσει ν' αρνηθούν συμμετοχή σ' εκείνη την επιχείρηση. Δεν ξεχνούσαν κι ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια πάνω απ' τον βωμό, κι ότι ούτε στην Ασία δέχτηκαν να εκστρατεύσουν με τον Αγησίλαο. Χώρια απ' αυτά, υπολόγισαν ότι ήταν καλή η ευκαιρία για να στείλουν στρατό να τους χτυπήσει και να δώσουν τέλος στην αυθάδη συμπεριφορά των Θηβαίων απέναντί τους: η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι' αυτούς χάρη στις νίκες του Αγησιλάου, και στην Ελλάδα δεν είχαν άλλο πόλεμο που να τους δένει τα χέρια.
Τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων. Οι έφοροι κήρυξαν λοιπόν επιστράτευση κι έστειλαν τον Λύσανδρο στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μιαν ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που θα 'ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα 'χε το γενικό πρόσταγμα. Ο Λύσανδρος εξετέλεσε τις εντολές που είχε πάρει και κατόρθωσε επιπλέον ν' αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τη Θήβα. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε την καθιερωμένη θυσία στο πέρασμα των συνόρων, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστελνε αξιωματικούς–συνδέσμους να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα περίμενε τ' αποσπάσματα από τις άλλες πόλεις της Λακεδαίμονος.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα να πουν τ' ακόλουθα:
«Όταν μας κατηγορείτε, Αθηναίοι, ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά μέτρα εναντίον σας, άδικα μας κατηγορείτε: δεν ήταν η πόλη μας που έδωσε εκείνη την ψήφο, αλλά ένας μόνο άνθρωπος που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στο συνέδριο των συμμάχων. Όταν άλλωστε μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε κατά του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μη μετάσχουμε στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν είστε μια από τις κύριες αφορμές της οργής των Λακεδαιμονίων εναντίον μας, δίκαιο είναι ―νομίζουμε― να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο έχουμε την απαίτηση να ξεσηκωθούν πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη: Οι Λακεδαιμόνιοι είναι που, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκράτες, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ―τάχα σαν σύμμαχοι― και σας παρέδωσαν στον λαό, έτσι που αν εξαρτιόταν απ' αυτούς η τύχη σας ήσασταν χαμένοι ― άλλο αν τούτος δω ο λαός σας έσωσε.
»Το ξέρουμε βέβαια όλοι, Αθηναίοι, ότι θα θέλατε ν' αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· με ποιον άλλο τρόπο όμως είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά βοηθώντας οι ίδιοι όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς δεν πρέπει να σας φοβίζει, αλλά ίσα ίσα να σας δίνει θάρρος: σκεφτείτε ότι τον καιρό που και σεις εξουσιάζατε πολλούς, είχατε και τους περισσότερους εχθρούς ― που έκρυβαν το μίσος τους για σας όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν, και που μόλις μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν τ' αληθινά τους αισθήματα απέναντί σας. Και τώρα λοιπόν, αν φανεί ότι εσείς κι εμείς συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα παρουσιαστούν πολλοί που τους μισούν.
»Λογαριάστε και θα δείτε αμέσως πόσο δίκιο έχουμε. Ποιος έχει μείνει στ' αλήθεια με το μέρος τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς; Στον πόλεμο εναντίον σας οι Λακεδαιμόνιοι τους έπεισαν, με χίλια παρακάλια, να πάρουν μέρος σ' όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες. Ύστερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν τον σκοπό τους, μήπως μοιράστηκαν μαζί τους εδάφη, τιμές ή χρήματα; Αντί γι' αυτό, βρίσκουν πρεπούμενο να διορίζουν είλωτες για αρμοστές ― και μόλις τους ευνόησε η τύχη επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, τη δεσποτεία τους. Αλλά είναι φανερό ότι ξεγέλασαν κι όσους παρακίνησαν ν' αποστατήσουν από σας, αφού αντί για ελευθερία τους έκαναν δυο φορές δούλους ― τους τυραννούν κι οι αρμοστές, κι οι Δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Όσο για τον Βασιλέα της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, μήπως τον μεταχειρίζονται διαφορετικά παρά αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους;
»Δεν είναι λοιπόν φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ; Γιατί όταν είχατε την ηγεμονία είναι γνωστό πως προστάζατε μονάχα τους θαλασσινούς, ενώ τώρα θα προστάζετε όλους ― κι εμάς, και τους Πελοποννησίους, κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε, και τον ίδιο τον Βασιλέα που 'χει τη μεγαλύτερη δύναμη απ' όλους. Άλλωστε σταθήκαμε, καθώς ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι και για κείνους· τώρα όμως είναι φυσικό να πολεμήσουμε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση, από κάθε άποψη, παρά τότε στο πλευρό των Λακεδαιμονίων ― γιατί δεν θ' αγωνιζόμαστε όπως τότε γι' άλλους, νησιώτες ή Συρακουσίους, αλλά για μας τους ίδιους. Και τούτο όμως πρέπει να νιώσετε καλά, ότι πολύ πιο εύκολο είναι να πολεμηθούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες των Λακεδαιμονίων απ' ό,τι η δική σας αλλοτινή αυτοκρατορία: εσείς είχατε ναυτικό κι εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ τούτοι, λίγοι καθώς είναι, έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν πολλούς που δεν είναι χειρότερα εξοπλισμένοι από τους ίδιους.
»Αυτά έχουμε να σας πούμε. Να το ξέρετε όμως καλά, Αθηναίοι, ότι θεωρούμε τις προτάσεις μας πολύ πιο ωφέλιμες για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας».
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 4.2.1–4.2.15
Ανάκληση του Αγησίλαου στην Ελλάδα – Κινήσεις του αντισπαρτιατικού συνασπισμού
<Ο Αγησίλαος εισέβαλε στη Μικρή Φρυγία, όπου διαχείμασε αλλά και προκάλεσε με τις επιτυχίες του δυσχέρειες στον σατράπη της, τον Φαρνάβαζο. Ωστόσο, λόγω της απειλής από τη σύμπηξη του αντισπαρτιατικού συνασπισμού στην Ελλάδα, δεν θα προλάβει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για διείσδυση στα βάθη της Μ. Ασίας.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
υτά, λοιπόν, απασχολούσαν τον Αγησίλαο. Οι Λακεδαιμόνιοι ωστόσο, όταν έμαθαν με βεβαιότητα για τα χρήματα που είχαν έρθει στην Ελλάδα και για τη συμμαχία που είχαν κάνει οι μεγαλύτερες πόλεις για να τους πολεμήσουν, έκριναν ότι η πόλη τους κινδύνευε κι ότι ήταν ανάγκη ν' αναλάβουν εκστρατεία. Άρχισαν λοιπόν να ετοιμάζονται οι ίδιοι, και συνάμα έστειλαν αμέσως τον Επικυδίδα στον Αγησίλαο. Όταν έφτασε, ο Επικυδίδας περιέγραψε στον Αγησίλαο την κατάσταση και του είπε ότι η πόλη του παραγγέλνει να 'ρθει το γρηγορότερο να βοηθήσει την πατρίδα. Σαν τ' άκουσε αυτά ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα 'χανε, και του βαρυφάνηκε· μολοντούτο συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τις διαταγές που είχε πάρει από τη Σπάρτη, λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να πάει να βοηθήσει την πατρίδα του. «Αν όμως όλα πάνε καλά», είπε, «να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα 'ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας».
Όταν τ' άκουσαν αυτά πολλοί δάκρυσαν, κι όλοι ψήφισαν να ενισχύσουν κι αυτοί, μαζί με τον Αγησίλαο, τη Λακεδαίμονα, κι αν πάνε καλά τα πράγματα εκεί να τον ξαναφέρουν μαζί τους στην Ασία.
Εκείνοι λοιπόν έκαναν ετοιμασίες για να τον ακολουθήσουν. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις. Ωστόσο φάνηκε ότι οι πιο πολλοί στρατιώτες προτιμούσαν να μείνουν στην Ασία παρά να πάνε να πολεμήσουν Έλληνες· τότε ο Αγησίλαος, που ήθελε να πάρει μαζί του όσο γινόταν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για την πόλη που θα έστελνε το αρτιότερο εκστρατευτικό σώμα, καθώς και για τον λοχαγό των μισθοφόρων που θα 'παιρνε μέρος στην εκστρατεία με τον καλύτερα εξοπλισμένο λόχο οπλιτών, τοξοτών ή πελταστών. Υποσχέθηκε και στους ιππάρχους ότι θα δώσει βραβεία σ' όποιον απ' αυτούς παρουσιάσει τη μονάδα με τα καλύτερα άλογα και τον καλύτερο οπλισμό. Η απονομή θα γινόταν, είπε, αφού περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο ― για να καταλάβουν καλά ότι έπρεπε να διαλέξουν μ' επιμέλεια εκείνους που θα μετείχαν στην εκστρατεία. Τα περισσότερα βραβεία ήταν ομορφοστολισμένα όπλα για οπλίτες και καβαλάρηδες· άλλα ήταν χρυσά στεφάνια· όλα μαζί τα βραβεία άξιζαν τουλάχιστον τέσσερα τάλαντα. (Είν' αλήθεια ότι σ' αντίκρισμα αυτής της δαπάνης εφοδιάστηκε ο στρατός με όπλα πολύ μεγάλης αξίας.) Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, ορίστηκαν κριτές οι Λακεδαιμόνιοι Μένασκος, Ηριππίδας και Όρσιππος, καθώς κι ένας από κάθε συμμαχική πόλη. Μετά την απονομή των βραβείων, ο Αγησίλαος ξεκίνησε με τον στρατό από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει κι ο Βασιλεύς στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας.
Στο μεταξύ οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση, κι επειδή ο Αγησίπολις ήταν ακόμη ανήλικος, οι πολίτες ανέθεσαν την αρχηγία του στρατού στον Αριστόδημο, που ανήκε στη βασιλική οικογένεια κι ήταν κηδεμόνας του παιδιού. Ενώ ξεκινούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, οι αντίπαλοί τους ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι κι έκαναν συμβούλιο για το πώς θα δώσουν μάχη με τις ευνοϊκότερες γι' αυτούς συνθήκες. Ο Κορίνθιος Τιμόλαος είπε:
«Κατά τη γνώμη μου, σύμμαχοι, με τους Λακεδαιμονίους συμβαίνει ό,τι και με τα ποτάμια. Όπως τα ποτάμια δεν είναι μεγάλα κοντά στις πηγές τους κι εύκολα τα διαβαίνεις, ενώ όσο μακρύτερα προχωρούν χύνονται μέσα τους άλλα ποτάμια και δυναμώνουν το ρεύμα τους, έτσι κι οι Λακεδαιμόνιοι: εκεί που βγαίνουν από τον τόπο τους είναι μόνοι, αλλά όσο προχωρούν και παίρνουν τις πόλεις με το μέρος τους πληθαίνουν ολοένα κι είναι πιο δύσκολο να τους πολεμήσεις. Βλέπω ακόμα», συνέχισε, «κι εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν σφήκες· όταν δοκιμάζουν να τις πιάσουν καθώς βγαίνουν από τη φωλιά τους δέχονται πολλά κεντρίσματα, ενώ αν τους βάλουν φωτιά την ώρα που είναι μέσα, τις δαμάζουν δίχως να πάθουν τίποτα οι ίδιοι. Έχοντας αυτά υπόψη μου πιστεύω πως το καλύτερο απ' όλα είναι να δώσουμε μάχη μέσα στην ίδια τη Λακεδαίμονα, αν γίνεται, ή τουλάχιστον όσο πιο κοντά της μπορούμε».
Οι άλλοι βρήκαν σωστές τις απόψεις του και ψήφισαν σύμφωνα μ' αυτές. Κατόπιν βάλθηκαν να ρυθμίσουν το πρόβλημα της αρχιστρατηγίας, και να συμφωνήσουν σε πόσες σειρές έπρεπε να παραταχτεί ολόκληρο το στράτευμα, για να μην έχουν υπερβολικό βάθος οι φάλαγγες της καθεμιάς πόλης κι έτσι μπορέσει ο εχθρός να τις κυκλώσει. Στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κιόλας παραλάβει τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς και βάδιζαν προς την Κόρινθο. Καθώς προχωρούσαν οι δύο στρατοί, έφταναν σχεδόν ταυτόχρονα οι Κορίνθιοι με τους συμμάχους τους στη Νεμέα κι οι Λακεδαιμόνιοι με τους δικούς τους στη Σικυώνα. Όταν τούτοι εισέβαλαν κοντά στην Επιείκεια, στην αρχή έπαθαν μεγάλη καταστροφή από το ελαφρύ πεζικό των αντιπάλων που τους χτυπούσε με τόξα και ακόντια από τα υψώματα στα δεξιά τους. Στη συνέχεια όμως κατέβηκαν προς τη θάλασσα και προχώρησαν παράλληλα μ' αυτήν μέσα από την πεδιάδα, καταστρέφοντας και καίγοντας τη χώρα. Τότε οι άλλοι τραβήχτηκαν κι έστησαν στρατόπεδο πίσω από μια χαράδρα· οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, αφού προχώρησαν τόσο που να μην απέχουν ούτε δέκα στάδια από κείνους, σταμάτησαν κι έστησαν κι αυτοί στρατόπεδο εκεί.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 4.5.1–4.5.8
Εκστρατεία του Αγησίλαου στην Κορινθία
<Οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν τον αντισπαρτιατικό συνασπισμό στον ποταμό Νεμέα (Ιούλιος 394 π.Χ.) και στην Κορώνεια της Βοιωτίας (τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου υπό την ηγεσία του Αγησίλαου), χωρίς, ωστόσο, να αποκομίσουν στρατηγικά οφέλη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, Κορίνθος και Άργος ενώθηκαν πολιτικά, ενώ απέτυχαν οι προσπάθειές των Σπαρτιατών για προσέγγιση του Πέρση βασιλιά, αλλά και οι προτάσεις για ειρήνη που υπέβαλαν στους αντιπάλους τους. Την άνοιξη του 390 π.Χ. ο Αγησίλαος ξεκινά μια νέα εκστρατεία στην Κορινθία> .
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Αργότερα οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους ότι οι Κορίνθιοι είχαν συγκεντρώσει και φύλαγαν όλα τους τα κοπάδια στο Πείραιο, κι ότι από κει τρέφονταν πολλοί· έκαναν λοιπόν καινούργια εκστρατεία εναντίον της Κορίνθου, πάλι με αρχηγό τον Αγησίλαο. Πρώτα πήγαν στον Ισθμό: ήταν ο μήνας που γιορτάζονται τα Ίσθμια, κι οι Αργείοι βρίσκονταν εκεί και θυσίαζαν στον Ποσειδώνα ― λες κι η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Μόλις όμως άκουσαν ότι σίμωνε ο Αγησίλαος, παράτησαν και τα θυσιασμένα σφάγια και το έτοιμο φαγητό κι αποτραβήχτηκαν πανικόβλητοι προς την πόλη, από τον δρόμο των Κεγχρειών. Ο Αγησίλαος τους είδε, αλλά δεν τους κυνήγησε· κατασκήνωσε στο ιερό κι έκανε ο ίδιος θυσία στον θεό, ενόσω περίμενε να κάνουν οι Κορίνθιοι εξόριστοι τη θυσία και τους αγώνες τους. Όταν αποτραβήχτηκε ο Αγησίλαος, οι Αργείοι γιόρτασαν από την αρχή τα Ίσθμια, κι έτσι παρουσιάστηκε εκείνη τη χρονιά το φαινόμενο να νικηθούν οι ίδιοι άνθρωποι δυο φορές στο ίδιο αγώνισμα, κι άλλοι ν' ανακηρυχτούν δυο φορές νικητές.
Τρεις μέρες αργότερα ο Αγησίλαος οδήγησε τον στρατό προς το Πείραιο, αλλά βλέποντας ότι φυλασσόταν καλά κίνησε μετά το γεύμα προς την πόλη, σαν να 'ταν τάχα να του την παραδώσουν. Οι Κορίνθιοι φοβήθηκαν μην τυχόν υπήρχαν στ' αλήθεια προδότες μέσα στην πόλη, κι έφεραν ενίσχυση τον Ιφικράτη με το μεγαλύτερο μέρος των πελταστών. Μόλις ο Αγησίλαος έμαθε πως είχαν μετακινηθεί τη νύχτα, γύρισε ξανά με τα χαράματα προς το Πείραιο, κι ενώ ο ίδιος προχωρούσε προς τη θερμοπηγή, έστειλε ένα τάγμα στην κορυφογραμμή. Την επόμενη νύχτα στρατοπέδευσε αυτός στη θερμοπηγή και το τάγμα στις κορφές που είχε καταλάβει. Εκεί είναι που ο Αγησίλαος διακρίθηκε με μια μικρή, αλλ' αξιόλογη πρωτοβουλία: καθώς κανένας από κείνους που είχαν πάει συσσίτιο στο τάγμα δεν τους είχε πάει και φωτιά, με το κρύο που έκανε εκεί ψηλά ―προς το βράδυ έβρεξε κιόλας κι έριξε και χαλάζι― οι στρατιώτες που φορούσαν ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα ξεπάγιαζαν και δεν είχαν όρεξη να φάνε. Ο Αγησίλαος λοιπόν έστειλε δέκα, το λιγότερο, άνδρες να τους πάνε φωτιά μέσα σε χύτρες· αυτοί ανέβηκαν από διάφορα μονοπάτια και σε λίγο, καθώς αφθονούσε η ξυλεία, άναβαν πολλές μεγάλες φωτιές. Τότε όλοι οι στρατιώτες αλείφτηκαν με λάδι και πολλοί κάθισαν να φάνε από την αρχή.
Την ίδια νύχτα φάνηκε να καίγεται κι ο ναός του Ποσειδώνα, κανείς όμως δεν ξέρει ποιος του 'βαλε φωτιά.
Σαν είδαν οι κάτοικοι του Πειραίου ότι είχε καταληφθεί η βουνοκορφή, δεν δοκίμασαν πια ν' αμυνθούν, παρά κατέφυγαν όλοι στο Ήραιο ― άνδρες και γυναίκες, δούλοι κι ελεύθεροι πολίτες, μαζί με τα περισσότερα κοπάδια τους. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος προχώρησε με τον στρατό του ακολουθώντας την παραλία, ενώ το τάγμα κατέβαινε από το βουνό, κυρίευε τα οχυρά που είχαν κατασκευαστεί στην Οινόη κι αιχμαλώτιζε ό,τι βρισκόταν μέσα· τέλος όλος ο στρατός εφοδιάστηκε εκείνη τη μέρα με άφθονα τρόφιμα από τα χωριά. Εκείνοι που είχαν καταφύγει στο Ήραιο βγήκαν και παραδόθηκαν δίχως όρους στον Αγησίλαο· αυτός αποφάσισε να παραδοθούν στους εξόριστους όσοι είχαν πάρει μέρος στη σφαγή, κι οι υπόλοιποι να πουληθούν για δούλοι.
Ύστερα απ' αυτά, κι ενώ έβγαιναν από το Ήραιο πολυάριθμοι αιχμάλωτοι και λάφυρα, ήρθαν από πολλά μέρη πρεσβείες να ρωτήσουν με τι όρους θα μπορούσαν να πετύχουν ειρήνη. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν και μία των Βοιωτών. Μ' όλο που στεκόταν πλάι τους, για να τους παρουσιάσει, ο Φάραξ που ήταν πρόξενός τους, ο Αγησίλαος τους φέρθηκε πολύ περιφρονητικά, κάνοντας ότι τάχα δεν τους βλέπει· καθισμένος στο κυκλικό κτίριο, κοντά στη λίμνη, παρακολουθούσε όλα όσα έβγαζαν από το Ήραιο. Μερικοί Λακεδαιμόνιοι που είχαν έρθει από το στρατόπεδο με τα δόρατά τους, φρουροί των αιχμαλώτων, τραβούσαν ολωνών τα βλέμματα ― γιατί πάντα εκείνοι που πετυχαίνουν και νικούν φαίνονται ν' αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αξιοπερίεργο θέαμα.
Την ώρα που ο Αγησίλαος καθόταν ακόμα εκεί και φαινόταν ενθουσιασμένος με την επιτυχία του, έφτασε καλπάζοντας ένας καβαλάρης με τ' άλογό του βουτηγμένο στον ιδρώτα. Πολλοί τον ρώτησαν τι είδηση έφερνε, μ' απάντηση δεν έδινε σε κανέναν· μόνο σαν βρέθηκε σιμά στον Αγησίλαο πήδηξε κάτω κι έτρεξε κοντά του, πολύ σκυθρωπός, να του αναγγείλει την καταστροφή που είχε πάθει το τάγμα του Λεχαίου. Μόλις τ' άκουσε εκείνος αναπήδησε ευθύς από το κάθισμά του, άρπαξε το δόρυ του και πρόσταξε τον κήρυκα να φωνάξει τους πολέμαρχους, τους πεντηκόνταρχους και τους αξιωματικούς–συνδέσμους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι βιαστικά, είπε στους άλλους να φάνε κάτι ―γιατί δεν είχαν ακόμα γευματίσει― και να ξεκινήσουν το γρηγορότερο· στο μεταξύ ο ίδιος έφευγε πρώτος, νηστικός, μαζί με τους συντρόφους του. Οι σωματοφύλακές του πήραν τα όπλα τους και τον ακολούθησαν τρέχοντας καθώς προπορευόταν έχοντας τους συντρόφους ξοπίσω του. Είχε κιόλας ξεπεράσει τη θερμοπηγή και φτάσει στην πεδιάδα του Λεχαίου, όταν ήρθαν να τον απαντήσουν τρεις καβαλάρηδες, με την είδηση ότι είχαν πια περισυλλέξει τους νεκρούς. Σαν τ' άκουσε ο Αγησίλαος πρόσταξε τον στρατό να σταματήσει, τον άφησε λίγο να ξεκουραστεί και τον οδήγησε πίσω στο Ήραιο, όπου την άλλη μέρα ξεπούλησε τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 4.8.12–4.8.19
Αποτυχημένη προσπάθεια των Σπαρτιατών για προσέγγιση με τους Πέρσες
<Από το 4.8.1 ο Ξενοφώντας επιστρέφει στην αφήγηση των γεγονότων στο Αιγαίο και τη Μ. Ασία. Μετά τη νίκη τους στη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.) οι Φαρνάβαζος και Κόνωνας έπλευσαν στο Αιγαίο και προκάλεσαν την ανατροπή των φιλολακωνικών καθεστώτων. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, που διαπίστωσαν πλέον ότι οι νίκες τους στην ξηρά δεν επαρκούσαν για την τελική τους επικράτηση, αποφάσισαν να κλείσουν ειρήνη με τον Πέρση βασιλιά, ώστε να σταματήσει αυτός να χρηματοδοτεί και να επικουρεί τον αθηναϊκό στόλο. Επιθυμώντας τη διάλυση του Βοιωτικού Κοινού και της ένωσης Άργους–Κορίνθου, ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν το ενδεχόμενο αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στη συνθήκη ειρήνης που θα υπογραφόταν στο μέλλον. Στις Σάρδεις στέλνεται ως διαπραγματευτής ο Ανταλκίδας και υποβάλλει τις προτάσεις των Σπαρτιατών στον διάδοχο του Τιθραύστη, τον Τιρίβαζο>.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Οι Λακεδαιμόνιοι άκουσαν ότι ο Κόνων ξόδευε τα χρήματα του Βασιλέως για να ξαναχτίζει τα τείχη των Αθηναίων και για να συντηρεί το ναυτικό που εξασφάλιζε την προσχώρηση των νησιών και των παραθαλασσίων πόλεων της στεριάς στους Αθηναίους. Τότε σκέφτηκαν ότι αν ειδοποιούσαν γι' αυτά τον Τιρίβαζο, τον στρατηγό του Βασιλέως, ο Τιρίβαζος ή θα πήγαινε με το μέρος τους ή τουλάχιστον θα έπαυε να συντηρεί το ναυτικό του Κόνωνος. Αποφάσισαν λοιπόν να του στείλουν τον Ανταλκίδα, με οδηγίες να του μιλήσει με τέτοιο πνεύμα και να προσπαθήσει να πετύχει ειρήνη ανάμεσα στην πόλη και στον Βασιλέα. Όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν κι εκείνοι πρέσβεις ―μαζί με τον Κόνωνα― τον Ερμογένη, τον Δίωνα, τον Καλλισθένη και τον Καλλιμέδοντα. Ζήτησαν κι από τους συμμάχους τους να στείλουν κι εκείνοι πρέσβεις, κι ήρθαν από τους Βοιωτούς, από την Κόρινθο και το Αργός.
Αφού έφτασαν στην έδρα του Τιριβάζου, ο Ανταλκίδας του είπε ότι είχε έρθει με προτάσεις ειρήνης ανάμεσα στην πόλη του και στον Βασιλέα ― και μάλιστα τέτοιας ειρήνης, όπως από καιρό την επιθυμούσε ο Βασιλεύς: γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, δεν διεκδικούσαν από τον Βασιλέα τις ελληνικές πόλεις της Ασίας· όσο για τις υπόλοιπες πόλεις κι όλα τα νησιά, αρκούσε στους Λακεδαιμονίους να μείνουν ανεξάρτητα. «Αφού λοιπόν», είπε, «είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τέτοιους όρους, τι λόγο έχει ο Βασιλεύς να μας πολεμάει και να ξοδεύει χρήματα; Ούτε οι Αθηναίοι θα μπορούν να οργανώσουν εκστρατεία εναντίον του Βασιλέως δίχως εμάς αρχηγούς, ούτε όμως κι εμείς εφόσον θα είναι ανεξάρτητες οι πόλεις».
Οι προτάσεις του Ανταλκίδα άρεσαν πολύ στον Τιρίβαζο όταν τις άκουσε. Στους αντιπάλους του Ανταλκίδα, αντίθετα, δεν βρήκαν απήχηση· οι Αθηναίοι φοβήθηκαν ότι αν συμφωνούσαν να δοθεί ανεξαρτησία στα νησιά θα 'χαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο· οι Θηβαίοι ότι θ' αναγκάζονταν ν' αφήσουν ανεξάρτητες τις πόλεις της Βοιωτίας· οι Αργείοι, τέλος, ότι αν γινόταν τέτοια συνθήκη ειρήνης δεν θα μπορούσαν ―όπως ήθελαν― να κρατήσουν προσαρτημένη την Κόρινθο. Έτσι ματαιώθηκε τότε η σύναψη ειρήνης, κι όλοι γύρισαν στις πατρίδες τους.
Ο Τιρίβαζος έκρινε επικίνδυνο να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων χωρίς τη συγκατάθεση του Βασιλέως· έδωσε ωστόσο, κρυφά, χρήματα στον Ανταλκίδα για να φτιάξουν ναυτικό οι Λακεδαιμόνιοι, με τη σκέψη ότι τότε οι Αθηναίοι κι οι σύμμαχοί τους θα 'δειχναν περισσότερη διάθεση για ειρήνη. Ταυτόχρονα φυλάκισε τον Κόνωνα με τη δικαιολογία ότι οι κατηγορίες των Λακεδαιμονίων ήταν βάσιμες κι ότι είχε παραβεί το καθήκον του προς τον Βασιλέα. Ύστερα πήγε στον Βασιλέα να του διαβιβάσει τις προτάσεις των Λακεδαιμονίων, να του αναφέρει ότι είχε φυλακίσει τον Κόνωνα για παράβαση καθήκοντος και να του ζητήσει οδηγίες για όλ' αυτά.
Όσο ο Τιρίβαζος βρισκόταν στο εσωτερικό της χώρας κοντά στον Βασιλέα, τούτος έστειλε τον Στρούθα ν' αναλάβει τη διοίκηση των παραθαλασσίων περιοχών. Ο Στρούθας όμως, που δεν λησμονούσε πόσα κακά είχε πάθει η χώρα από τον Αγησίλαο, ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Όταν είδαν οι Λακεδαιμόνιοι πόσο εχθρικά φερόταν απέναντί τους και πόσο φιλικά στους Αθηναίους, έστειλαν τον Θίβρωνα εναντίον του. Αυτός πέρασε στην Ασία κι άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη του Βασιλέως με ορμητήρια την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη, Λεύκοφρυ και Αχίλλειο.
Σε λίγον καιρό ο Στρούθας πρόσεξε ότι ο Θίβρων ξεκινούσε πάντα τις επιχειρήσεις του ακατάστατα και δίχως προφυλάξεις· έστειλε λοιπόν ιππικό στην πεδιάδα να κάνει επιδρομή, να περικυκλώσει τον εχθρό και ν' αρπάξει ό,τι μπορέσει. Εκείνη την ώρα ο Θίβρων, που μόλις είχε γευματίσει, έκανε δισκοβολία με τον αυλητή Θέρσανδρο (γιατί ο Θέρσανδρος δεν ήταν μονάχα καλός αυλητής, αλλά σαν οπαδός των λακωνικών εθίμων παρίστανε και τον αθλητή). Όταν είδε ο Στρούθας ότι οι αντίπαλοι έβγαιναν ν' αντιμετωπίσουν τους άνδρες του μ' ακατάστατο τρόπο, κι ότι ήταν λιγοστοί στην πρώτη γραμμή, παρουσιάστηκε ξαφνικά με πολύ και καλά συνταγμένο ιππικό. Πρώτ' απ' όλους σκότωσαν τον Θίβρωνα και τον Θέρσανδρο· μετά τον θάνατο τους καταδίωξαν τον υπόλοιπο στρατό, που τράπηκε σε φυγή, και σκότωσαν πολλούς. Μερικοί ωστόσο σώθηκαν καταφεύγοντας στις φιλικές πόλεις, και περισσότεροι επειδή δεν είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα για την επιχείρηση ― γιατί όπως έκανε συχνά ο Θίβρων, έτσι κι εκείνη τη φορά είχε ξεκινήσει δίχως καν να 'χει εκδώσει διαταγές. Έτσι λοιπόν έγιναν αυτά.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 5.1.30–5.1.36
Η Ανταλκίδειος ειρήνη
<Η ενίσχυση του σπαρτιατικού στόλου και οι επιτυχίες του στον Ελλήσποντο έφεραν σε δυσχερή θέση τους Αθηναίους, που επιθυμούσαν πλέον τη σύναψη ειρήνης. Οι Κορίνθιοι, που υπέφεραν από τη φρουρά του Λεχαίου, και οι Αργείοι, που πληροφορούνταν τις σπαρτιατικές προετοιμασίες για εκστρατεία, ήταν επίσης πρόθυμοι να δεχτούν την ειρήνη που είχαν απορρίψει το 392 π.Χ. Απεσταλμένοι των πόλεων αυτών σπεύδουν στις Σάρδεις μετά από πρόσκληση του σατράπη Τιρίβαζου.>.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Έτσι, όταν ο Τιρίβαζος παρήγγειλε να παρουσιαστούν όσοι ήθελαν ν' ακούσουν τους όρους ειρήνης που πρότεινε ο Βασιλεύς, όλοι βιάστηκαν να πάνε. Αφού συγκεντρώθηκαν, ο Τιρίβαζος τους έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και διάβασε το ακόλουθο κείμενο:
«O Βασιλεύς Αρταξέρξης κρίνει δίκαιο να του ανήκουν οι πόλεις της Ασίας, κι από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος. Οι άλλες ελληνικές πόλεις, μεγάλες και μικρές, ν' αφεθούν ανεξάρτητες εκτός από τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο, που όπως και παλιά θ' ανήκουν στους Αθηναίους. Όσους δεν δεχτούν τούτη την ειρήνη, θα τους πολεμήσω μαζί μ' εκείνους που τη δέχονται και στη στεριά και στη θάλασσα, με πλοία και με χρήματα».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι πρέσβεις των πόλεων, πήγαν να τ' αναφέρουν ο καθένας στην πόλη του. Ενώ όμως οι άλλοι ορκίστηκαν να τηρήσουν τούτους τους όρους, οι Θηβαίοι διατύπωσαν την αξίωση να ορκιστούν για λογαριασμό όλων των Βοιωτών. Ο Αγησίλαος ωστόσο δήλωσε πως δεν θα δεχτεί τους όρκους των παρά μόνο αν ορκιστούν, καθώς ακριβώς έλεγε το κείμενο του Βασιλέως, ότι η καθεμιά πόλη ―μικρή ή μεγάλη― θα είναι ανεξάρτητη. Οι πρέσβεις των Θηβαίων πάλι υποστήριζαν ότι δεν είχαν τέτοια εξουσιοδότηση. «Τότε», τους είπε ο Αγησίλαος, «να πάτε να ρωτήσετε τους δικούς σας. Και να τους ειδοποιήσετε ακόμα ότι αν δεν τα κάνουν αυτά, θα μείνουν έξω από τη συνθήκη ειρήνης». Τότε οι Θηβαίοι πρέσβεις έφυγαν.
Στο μεταξύ ο Αγησίλαος, που εχθρευόταν τους Θηβαίους, δίχως να χάσει καιρό έπεισε τους εφόρους κι έκανε αμέσως θυσία για το πέρασμα των συνόρων. Αφού βγήκαν ευνοϊκά τα σημάδια, πήγε στην Τεγέα κι από κει έστειλε ιππείς να επιταχύνουν την επιστράτευση των περιοίκων, κι έστειλε κι αξιωματικούς–συνδέσμους στις πόλεις. Πριν εξορμήσει ωστόσο από την Τεγέα, ήρθαν οι Θηβαίοι να δηλώσουν ότι αφήνουν τις πόλεις ανεξάρτητες. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι γύρισαν στην πατρίδα τους και οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να δεχτούν τη συνθήκη, αφήνοντας ανεξάρτητες τις πόλεις της Βοιωτίας.
Οι Κορίνθιοι όμως δεν έδιωχναν τη φρουρά των Αργείων. Ο Αγησίλαος τους προειδοποίησε και τούτους: αν οι Κορίνθιοι δεν διώξουν τη φρουρά των Αργείων κι αν οι Αργείοι δεν εκκενώσουν την Κόρινθο, θα τους κηρύξει πόλεμο. Τότε φοβήθηκαν κι οι δύο, έφυγαν οι Αργείοι και η Κόρινθος έγινε ανεξάρτητη· οι υπαίτιοι των σφαγών κι οι συνένοχοί τους αποφάσισαν από μόνοι τους να εγκαταλείψουν την Κόρινθο, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός δεχόταν, με τη θέλησή του, τους αλλοτινούς εξόριστους.
Ύστερα απ' αυτά οι πόλεις ορκίστηκαν να τηρήσουν τη συνθήκη ειρήνης που είχε προτείνει ο Βασιλεύς, και διαλύθηκαν οι στρατοί και οι στόλοι. Έτσι έγινε ειρήνη ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αθηναίους και στους συμμάχους, για πρώτη φορά από τότε που πολεμούσαν έπειτα από το γκρέμισμα των Μακρών Τειχών. Αν και σ' αυτόν τον πόλεμο οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν υπερτερήσει των αντιπάλων τους, ωστόσο χάρη στη λεγόμενη Ειρήνη του Ανταλκίδα το γόητρό τους αυξήθηκε: καθώς έγιναν υπέρμαχοι των προτάσεων ειρήνης του Βασιλέως και υποστήριξαν την ανεξαρτησία των πόλεων, απέκτησαν καινούργιο σύμμαχο, την Κόρινθο, εξασφάλισαν την ανεξαρτησία των βοιωτικών πόλεων από τους Θηβαίους ―που ήταν παλιά τους επιδίωξη― κι έδωσαν τέλος στην προσάρτηση της Κορίνθου από τους Αργείους, με την απειλή ότι θα κηρύξουν επιστράτευση εναντίον τους αν δεν εγκαταλείψουν την πόλη.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 5.2.25–5.2.31
Πραξικοπηματική κατάληψη της Καδμείας από τους Σπαρτιάτες
<Η Ανταλκίδειος ειρήνη (βλ. και Ξενοφώντος Ελληνικάλ 5.1.30–5.1.36) ενίσχυσε τη θέση της Σπάρτης. Άρχισε, έτσι, μια περίοδος παρεμβάσεών της στα εσωτερικά ζητήματα των ελληνικών πόλεων, με παράλληλη προσπάθειά της για τη συστηματική εξασθένιση των αντίπαλων δυνάμεων. Στα πλαίσια αυτά, στάλθηκε στη Χαλκιδική σπαρτιατικό εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του Ευδαμίδα, ενώ ο αδελφός του, ο Φοιβίδας, αναχώρησε για τον ίδιο προορισμό αργότερα, έχοντας υπό τις διαταγές του τους άνδρες που ανήκαν στο σώμα του πρώτου, αλλά είχαν καθυστερήσει να συγκεντρωθούν>.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ συγκεντρώθηκε ο υπόλοιπος στρατός του Ευδαμίδα κι ο Φοιβίδας τον παρέλαβε και ξεκίνησε. Φτάνοντας στη Θήβα στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, κοντά στο γυμνάσιο. Εκείνο τον καιρό οι Θηβαίοι είχαν εμφύλια διαμάχη· ο Ισμηνίας κι ο Λεοντιάδης, που εχθρεύονταν ο ένας τον άλλον κι ήταν οι αρχηγοί των δύο μερίδων, τύχαινε να 'ναι πολέμαρχοι. Ο Ισμηνίας, που μισούσε τους Λακεδαιμονίους, δεν θέλησε ούτε να συναντήσει τον Φοιβίδα. Ο Λεοντιάδης, αντίθετα, τον καλόπιανε με κάθε τρόπο κι όταν απέκτησε οικειότητα του είπε: «Στο χέρι σου είναι, Φοιβίδα, να προσφέρεις σήμερα μια πολύ μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα σου. Αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου θα σε βάλω μέσα στην ακρόπολη, κι άμα γίνει αυτό να 'σαι βέβαιος ότι η Θήβα θα 'ναι ολότελα υπάκουη σε σας και σ' εμάς που είμαστε φίλοι σας. Γιατί τώρα, όπως βλέπεις, έχει απαγορευτεί με προκήρυξη να πάρει μέρος Θηβαίος στην εκστρατεία σας κατά των Ολυνθίων αν όμως συνεργαστείς μαζί μας όπως σου είπα, εμείς θα σου δώσουμε αμέσως πολλούς οπλίτες και πολύ ιππικό. Έτσι θα ενισχύσεις τον αδελφό σου με μεγάλη δύναμη, κι ενώ αυτός ετοιμάζεται να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα 'χεις υποτάξει τη Θήβα που είναι πολύ μεγαλύτερη πόλη από κείνη».
Ακούγοντας αυτά ο Φοιβίδας ενθουσιάστηκε· είν' αλήθεια ότι αγαπούσε τα λαμπρά κατορθώματα πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή, δεν είχε όμως τη φήμη ανθρώπου λογικού μήτε πολύ φρόνιμου. Όταν συμφώνησε, ο άλλος του είπε να ξεκινήσει, μια κι είχε κιόλας ετοιμαστεί γι' αναχώρηση. «Κι όταν έρθει η στιγμή», είπε ο Λεοντιάδης, «θα 'ρθω να σε βρω και θα σε οδηγήσω ο ίδιος».
Η Βουλή συνεδρίαζε στη στοά της Αγοράς ―επειδή οι γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια στην Καδμεία― και καθώς ήταν καλοκαίρι και μεσημέρι, οι δρόμοι ήταν παντέρημοι· εκείνη την ώρα ο Λεοντιάδης τρέχει καβάλα στον Φοιβίδα, τον βάζει να κάνει μεταβολή και τον οδηγεί κατευθείαν στην ακρόπολη. Εκεί τον εγκατέστησε μαζί με τον στρατό του, του παρέδωσε το κλειδί και του παρήγγειλε να μην αφήσει κανέναν να μπει στην ακρόπολη δίχως δική του εντολή. Κατόπιν πήγε αμέσως στη Βουλή και φτάνοντας είπε τούτα: «Μη στενοχωριέστε, βουλευτές, που οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν την ακρόπολη. Δηλώνουν πως δεν ήρθαν σαν εχθροί, εξόν αν κανένας μας θέλει πόλεμο. Τώρα, ο νόμος ορίζει ότι ο πολέμαρχος έχει δικαίωμα να συλλαμβάνει όποιον κρίνει ότι αξίζει τον θάνατο για τις πράξεις του· σύμφωνα λοιπόν μ' αυτόν, εγώ συλλαμβάνω τούτον δω τον Ισμηνία, σαν υποκινητή πολέμου. Εσείς οι λοχαγοί κι οι βοηθοί τους σηκωθείτε, πιάστε τον κι οδηγήστε τον εκεί που είπαμε».
Όσοι ήταν ειδοποιημένοι για την υπόθεση βρίσκονταν εκεί, κι εκτελώντας τη διαταγή τον συνέλαβαν από τους υπόλοιπους που δεν ήξεραν, και που ήταν αντίπαλοι της μερίδας του Λεοντιάδη, μερικοί έφυγαν αμέσως από την πόλη από φόβο μην τους σκοτώσουν, ενώ άλλοι γύρισαν πρώτα στα σπίτια τους. Όταν όμως έμαθαν ότι ο Ισμηνίας είχε φυλακιστεί στην Καδμεία, τότε οι ομοϊδεάτες του Ανδροκλείδα και του Ισμηνία ―κάπου τριακόσιοι― έφυγαν για την Αθήνα.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 6.1.2–6.1.8
Ο Πολυδάμαντας ενώπιον της σπαρτιατικής συνέλευσης
<Ο Ιάσονας, τύραννος των Φερών, είχε τη φιλοδοξία να αναγνωριστεί ως ταγός ολόκληρης της Θεσσαλίας και στη συνέχεια να καταστήσει την πόλη του ηγέτιδα δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Θεώρησε, λοιπόν, σκόπιμο να προσεγγίσει τον Πολυδάμαντα, ηγέτη της Φαρσάλου, που όμως δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη συμμαχία του με τους Λακεδαιμονίους. Έτσι, ο Ιάσονας του υπέδειξε να μεταβεί στη Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια, υπολογίζοντας –δικαιολογημένα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια– ότι οι Σπαρτιάτες θα την αρνηθούν και έτσι ο Πολυδάμαντας θα αναγκαστεί να ανταποκριθεί στις αξιώσεις του.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Την ίδια εποχή ήρθε από τη Θεσσαλία και παρουσιάστηκε στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων ο Πολυδάμας από τα Φάρσαλα. Τούτος είχε πολύ καλό όνομα σ' ολόκληρη τη Θεσσαλία, αλλά και την ίδια του την πόλη τού είχαν τέτοια εκτίμηση, ώστε ακόμη και σε καιρό εμφύλιας διαμάχης οι Φαρσάλιοι του εμπιστεύτηκαν την ακρόπολη, εξουσιοδοτώντας τον να εισπράττει τα δημόσια έσοδα σύμφωνα με τους νόμους και να τα ξοδεύει για τις λατρευτικές ανάγκες και γενικότερα για τη διοίκηση. Και πραγματικά, μ' αυτά τα χρήματα και την ακρόπολη φύλαγε ανέπαφη για λογαριασμό των συμπολιτών του, και για την υπόλοιπη διοίκηση φρόντιζε, παρουσιάζοντας απολογισμό κάθε χρόνο. Όταν μάλιστα υπήρχε έλλειμμα, το συμπλήρωνε από τη δική του περιουσία, κι όποτε πάλι περίσσευαν τα έσοδα έπαιρνε πίσω τις προκαταβολές που είχε δώσει. Χώρια από τούτα ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος με τον τρόπο των Θεσσαλών. Φτάνοντας λοιπόν στη Λακεδαίμονα μίλησε με τον ακόλουθο τρόπο πάνω κάτω:
«Εγώ, Λακεδαιμόνιοι, είμαι πρόξενος κι ευεργέτης σας όπως στάθηκαν κι όλοι οι πρόγονοί μου, από αμνημονεύτων χρόνων· γι' αυτό βρίσκω σωστό να προσφεύγω σε σας όταν έχω κάποια δυσκολία, αλλά και να σας ειδοποιώ όταν ετοιμάζεται κάτι κακό για σας στη Θεσσαλία.
»Ξέρω ότι και σε σας είναι γνωστό τ' όνομα του Ιάσονος ― γιατί ο άνθρωπος και μεγάλη δύναμη έχει και ξακουστός είναι. Αυτός λοιπόν ζήτησε εκεχειρία για να με συναντήσει και μου είπε τα εξής: "Στο χέρι μου θα 'ταν, Πολυδάμα, να πάρω με το μέρος μου την πόλη σας και δίχως τη θέλησή της, καθώς μπορείς να συμπεράνεις απ' όσα θα σου πω. Γιατί εγώ", είπε, "έχω συμμάχους τις πιο πολλές και τις πιο μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας, και τις υπόταξα μ' όλο που πολεμούσατε και σεις στο πλευρό τους εναντίον μου. Το ξέρεις, άλλωστε, ότι έχω κάπου έξι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους, που καμιά πόλη ―νομίζω― δεν θα μπορούσε εύκολα ν' αντιμετωπίσει. Θα ήταν βέβαια δυνατό", συνέχισε, "να συγκροτηθεί κι από αλλού ισάριθμος στρατός, όμως στα στρατεύματα που αποτελούνται από πολίτες υπηρετούν και άνδρες προχωρημένοι στην ηλικία, καθώς και υπερβολικά νέοι ― κι έπειτα πολύ λίγοι σε κάθε πόλη γυμνάζουν το κορμί τους, ενώ σε μένα δεν υπηρετεί μισθοφόρος που να μην αντέχει στην κακουχία όσο κι εγώ". Κι ο ίδιος ―γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια― είναι πολύ γερός κι αγαπάει τη σκληραγωγία. Εξάλλου δοκιμάζει τους δικούς του καθημερινά, πηγαίνοντας επικεφαλής τους πάνοπλος και στα γυμνάσια και στις εκστρατείες του· και τους μισθοφόρους που θα βρει μαλθακούς τους διώχνει, ενώ όσους βλέπει να επιδιώκουν τη σκληραγωγία και τον πολεμικό κίνδυνο τους αμείβει με διπλό, τριπλό ή και τετραπλό μισθό, καθώς και μ' άλλα δώρα και με ιατρική περίθαλψη και ταφή με ιδιαίτερες τιμές· μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι οι μισθοφόροι του ξέρουν ότι η πολεμική αρετή είναι που θα τους εξασφαλίσει την πιο πλούσια και τιμημένη ζωή.
»Εκτός απ' αυτά μου τόνισε ―πράγμα που ήδη γνώριζα― ότι είναι υπήκοοί του και οι Μαρακοί και οι Δόλοπες και ο Αλκέτας, ο κυβερνήτης της Ηπείρου. "Λοιπόν", είπε, "τι έχω να φοβηθώ, και γιατί να μην πιστεύω ότι εύκολα θα σας υπότασσα; Θ' αποκρινόταν ίσως ένας που δεν θα με ήξερε καλά: 'Τότε τι περιμένεις και δεν κινάς αμέσως να χτυπήσεις τους Φαρσαλίους;' Επειδή, μα τον Δία, το βρίσκω από κάθε άποψη προτιμότερο να σας πάρω με το μέρος μου με το καλό παρά με τη βία· γιατί αν έρθετε με τη βία, κι εσείς θα κοιτάζετε να με βλάψετε με κάθε τρόπο κι εγώ πάλι θα θέλω να 'στε όσο γίνεται πιο αδύναμοι· ενώ αν προσχωρήσετε με το καλό, είναι φανερό ότι θα αλληλοϋποστηριζόμαστε όσο μπορούμε. Ξέρω, Πολυδάμα, ότι η πατρίδα σου σε σένα έχει τα μάτια καρφωμένα: αν μου εξασφαλίσεις τη φιλία της, σου υπόσχομαι", είπε, "να σε κάνω πρώτο ανάμεσα στους Έλληνες, ύστερα από μένα. Άκουσε τώρα τι σημαίνει αυτή η δεύτερη θέση που σου δίνω ― και μην πιστέψεις παρά μόνο όσα θα σου φανούν ότι αντέχουν στον λογικό έλεγχο. Λοιπόν, τούτο είναι πάντως φανερό: ότι αν προσχωρήσουν τα Φάρσαλα κι οι πόλεις που εξαρτώνται από σας, εύκολα θα γίνω ηγεμόνας όλων των Θεσσαλών· καθώς κι ότι, όταν η Θεσσαλία έχει ηγεμόνα, οι ιππείς της ανέρχονται σε έξι χιλιάδες περίπου και οι οπλίτες σε περισσότερους από δέκα χιλιάδες.»
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 6.3.1–6.3.9
(Ξενοφώντος Ελληνικά 6.3.1–6.3.20: Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Απόφαση για αποστολή αθηναϊκής πρεσβείας στη Σπάρτη – Ο λόγος του Καλλία – Ο λόγος του Αυτοκλή
<Οι Θηβαίοι αποτίναξαν τον σπαρτιατικό ζυγό το 379 π.Χ. Παράλληλα, στα χρόνια που ακολούθησαν ουσιαστικά έπαψαν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων, ενώ άρχισαν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά ζητήματα των υπόλοιπων βοιωτικών πόλεων, κάποιες από τις οποίες κατέλαβαν. Έτσι άρχισε να αναγεννάται το Κοινό των Βοιωτών. Οι Αθηναίοι, θορυβημένοι από τις ενέργειες των Θηβαίων και εξαντλημένοι οικονομικά από τις επιχειρήσεις του στόλου τους στο Ιόνιο, στέλνουν αντιπροσωπεία στη Σπάρτη, για να κλείσει ειρήνη. Εκεί παρευρίσκονται και Θηβαίοι απεσταλμένοι.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να 'χουν καταφύγει κοντά τους διωγμένοι από τη Βοιωτία, ενώ παράλληλα οι Θεσπιείς τους ικέτευαν να μην τους αφήσουν στην τύχη τους τώρα που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα· έπαψαν λοιπόν οι Αθηναίοι να επαινούν τους Θηβαίους. Ντρέπονταν, είν' αλήθεια, να τους πολεμήσουν ―λογάριαζαν άλλωστε ότι θα τους ήταν ασύμφορο― αλλά δεν ήθελαν και να συμμετέχουν πια στις επιχειρήσεις τους, βλέποντάς τους να εκστρατεύουν εναντίον των Φωκέων ―που ήταν παλιοί φίλοι της Αθήνας― και ν' αφανίζουν πόλεις που τους είχαν δείξει και φιλία και πίστη τον καιρό του πολέμου κατά των βαρβάρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Συνέλευση των Αθηναίων ψήφισε να γίνει ειρήνη· τότε έστειλαν πρώτα πρεσβεία στους Θηβαίους, για να τους προτείνουν να πάνε κι εκείνοι μαζί τους στη Λακεδαίμονα, αν θέλουν, για διαπραγματεύσεις ειρήνης, και κατόπιν έστειλαν οι ίδιοι πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους. Ανάμεσα σε τούτους είχαν εκλεγεί ο Καλλίας του Ιππονίκου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδου, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντος, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Μαζί τους πήγε κι ο Καλλίστρατος ο ρήτωρ: είχε πάρει άδεια από τον Ιφικράτη με την υπόσχεση ότι είτε θα πετύχαινε να γίνει ειρήνη ― γι' αυτόν τον λόγο βρισκόταν στην Αθήνα κι ενεργούσε για ειρήνευση.
Όταν οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων και στους εκπροσώπους των συμμάχων τους, πήρε τον λόγο πρώτος ο Καλλίας, ο δαδούχος· ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσε τον αυτοέπαινο όσο και τους επαίνους των άλλων, και σ' εκείνη την περίπτωση άρχισε κάπως έτσι:
«Τον τίτλο του προξένου σας, Λακεδαιμόνιοι, δεν τον έχω μόνο εγώ: τον είχε κληρονομήσει ο παππούς μου από τον πατέρα του, και τον κληροδότησε στους απογόνους του. Θέλω ακόμα να σας φανερώσω και το πώς βλέπει τη γενιά μας η πόλη: όποτε έχει πόλεμο μας εκλέγει στρατηγούς, κι όποτε πάλι αποζητήσει ησυχία, μας στέλνει σαν ειρηνοποιούς. Δύο φορές ήρθα κιόλας εδώ να διαπραγματευτώ κατάπαυση του πολέμου, και πέτυχα και στις δύο αποστολές να φέρω ειρήνη και σε σας και σ' εμάς. Τούτη είναι η τρίτη μου αποστολή, και πιστεύω πως τώρα υπάρχουν περισσότεροι λόγοι από κάθε άλλη φορά για να πετύχω συμφιλίωση. Διαπιστώνω, στ' αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών. Μια κι έχουμε λοιπόν την ίδια γνώμη, πιο λογικό δεν είναι να 'μαστε φίλοι παρά εχθροί; Είναι γνωστό πως οι συνετοί άνθρωποι δεν αρχίζουν πόλεμο κι όταν ακόμη τους χωρίζουν μικροδιαφορές· αν όμως εμείς συμφωνούμε δεν θα 'ταν ολωσδιόλου ακατανόητο να μην κάνουμε ειρήνη; Σωστό θα 'ταν βέβαια να μην είχαμε καν σηκώσει όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού, όπως λένε, οι πρώτοι ξένοι που διδάχτηκαν από τον Τριπτόλεμο, τον πρόγονό μας, τα ιερά μυστικά της Δήμητρας και της Κόρης ήταν ο γενάρχης σας Ηρακλής κι οι συμπολίτες σας Διόσκουροι, και στην Πελοπόννησο είναι που εκείνος πρωτοχάρισε τον σπόρο του καρπού της Δήμητρας. Είναι λοιπόν ποτέ σωστό είτε να 'ρχεστε εσείς να λεηλατείτε τον καρπό εκείνων που σας έδωσαν τον σπόρο, είτε πάλι εμείς, που σας τον δώσαμε, να μη θέλουμε να 'χετε όσο γίνεται πιο άφθονη την τροφή; Κι αν ακόμα είναι των θεών θέλημα να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα στους ανθρώπους, χρέος δικό μας είναι να καθυστερούμε την έναρξη του πολέμου όσο μπορούμε, κι όταν μια φορά αρχίσει να τον τελειώνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα».
Μετά απ' αυτόν μίλησε ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη προσεκτικού ρήτορα, με τον ακόλουθο τρόπο:
«Το ξέρω, Λακεδαιμόνιοι, ότι δεν θα σας είναι ευχάριστα αυτά που πρόκειται να πω. Πιστεύω ωστόσο ότι εκείνοι που αποφασίζουν να γίνουν φίλοι, και θέλουν να διατηρηθεί η φιλία τους όσο το δυνατόν περισσότερο, πρέπει να δίνουν ο ένας στον άλλον εξηγήσεις για τους λόγους που τους έσπρωξαν να πολεμάνε μεταξύ τους. Εσείς λοιπόν πάντα λέτε "οι πόλεις πρέπει να 'ναι ανεξάρτητες", κι όμως εσείς οι ίδιοι αποτελείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανεξαρτησία τους. Ο πρώτος όρος που βάζετε στις συμφωνίες με τις συμμαχικές σας πόλεις είναι να σας ακολουθούν σ' όλες σας τις εκστρατείες. Πώς συμβιβάζεται όμως τούτο με την ανεξαρτησία; Από την άλλη πλευρά δημιουργείτε αντιπάλους δίχως συνεννόηση με τους συμμάχους σας, που κατόπιν οδηγείτε σε πόλεμο εναντίον τους, με αποτέλεσμα ν' αναγκάζονται συχνά αυτοί, οι τάχα ανεξάρτητοι, να εκστρατεύουν εναντίον των καλύτερων τους φίλων. Έπειτα, πράγμα ολότελα αντίθετο με κάθε έννοια ανεξαρτησίας, εγκαθιδρύετε καθεστώτα αλλού με δέκα, αλλού με τριάντα άρχοντες· και δεν σας ενδιαφέρει να κυβερνούν τούτοι οι άρχοντες σύμφωνα με τους νόμους, παρά να μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις με τη βία, έτσι ώστε μοιάζει να σας αρέσουν τα τυραννικά καθεστώτα περισσότερο από τα συνταγματικά. Εξάλλου, όταν ο Βασιλεύς πρόσταξε να είναι οι πόλεις ανεξάρτητες, φαινόσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι η πολιτική των Θηβαίων δεν θα ήταν σύμφωνη με τις γραπτές εντολές του Βασιλέως αν δεν άφηναν κάθε πόλη να διοικείται μονάχη της, μ' όποιο πολίτευμα ήθελε· μολοντούτο, ευθύς ως καταλάβατε την Καδμεία, δεν αφήσατε ανεξάρτητους ούτε τους ίδιους τους Θηβαίους. Όμως όσοι θέλουν να 'χουν φίλους δεν πρέπει ν' απαιτούν από τους άλλους δίκαιη μεταχείριση και να δείχνουν ταυτόχρονα οι ίδιοι άπληστη πλεονεξία».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 6.3.10–6.3.20
(Ξενοφώντος Ελληνικά 6.3.1–6.3.20: Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Ο λόγος του Καλλίστρατου – Υπογραφή της ειρήνης του 371 π.Χ. – Αποχώρηση των Θηβαίων
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Η αγόρευσή του προκάλεσε τη σιωπή όλων, ικανοποίησε όμως όσους είχαν παράπονα με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από κείνον μίλησε ο Καλλίστρατος :
«Δεν βλέπω, Λακεδαιμόνιοι, πώς θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έχουν γίνει σφάλματα κι από μας κι από σας. Δεν συμμερίζομαι ωστόσο τη γνώμη ότι δεν πρέπει πια να έχει κανένας σχέσεις μ' όσους έχουν σφάλει, γιατί διαπιστώνω ότι κανένας δεν είναι αλάθητος. Νομίζω μάλιστα ότι κάποτε γίνονται πιο συνεννοήσιμοι οι άνθρωποι χάρη στα λάθη τους, ιδίως όταν τιμωρηθούν γι' αυτά ― όπως εμείς. Αλλά και σε σας παρατηρώ ότι πολλές φορές πληρώσατε ακριβά τις ασυλλόγιστες πράξεις σας· παράδειγμα η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα: ενώ είχατε κάνει τόσες προσπάθειες για την ανεξαρτησία των πόλεων, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, αυτές πήγαν ξανά μαζί τους.
»Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας. Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη ―ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από τον Βασιλέα―, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τι να 'χουμε να φοβηθούμε από κείνον; Ή μήπως φαντάζεται κανείς ότι έχει διάθεση να ξοδέψει χρήματα για να δυναμώσει άλλους, τη στιγμή που η σημερινή κατάσταση ανταποκρίνεται απόλυτα στις επιθυμίες του χωρίς να του στοιχίζει τίποτα; Αλλ' ας είναι.
»Τι είναι λοιπόν αυτό που μας φέρνει εδώ; Ότι δεν βρισκόμαστε σε στενόχωρη θέση, θα το καταλάβετε αν εξετάσετε την τωρινή κατάσταση ― θέλετε στη στεριά, θέλετε στη θάλασσα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι φανερό ότι μερικοί από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν μας αρέσουν. Ίσως και να θέλουμε να σας φανερώσουμε τις ορθές αποφάσεις που πήραμε, σ' αντάλλαγμα του ότι κάποτε μας σώσατε. Αλλ' ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποια μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιος, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιος, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα; Έπειτα το ξέρουμε όλοι μας ότι οι πόλεμοι που κάθε τόσο γίνονται έχουν ένα τέλος, κι ότι κάποτε ―αν όχι τώρα― θα επιθυμήσουμε κι εμείς ξανά την ειρήνη. Γιατί λοιπόν να πρέπει να περιμένουμε την ώρα όπου θα έχουμε εξαντληθεί από τις πολλές συμφορές, και να μην κάνουμε ειρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούμε, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο;
»Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους τους αθλητές που, ενώ έχουν κιόλας κερδίσει πολλές νίκες και δόξα, έχουν τόσο μεγάλη φιλοδοξία, ώστε δεν σταματούν ν' αγωνίζονται παρά όταν μια ήττα δώσει τέλος στην αθλητική τους σταδιοδρομία· ούτε κι εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο ― γιατί διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς καταστρέφονται ολότελα. Βλέποντας λοιπόν κι εμείς αυτά, δεν πρέπει ποτέ να εμπλακούμε σ' αγώνα τέτοιο που να ριψοκινδυνέψουμε ή όλα να τα κερδίσουμε ή όλα να τα χάσουμε, παρά όσο έχουμε ακόμα δυνάμεις κι ευημερούμε να γίνουμε φίλοι. Μ' αυτόν τον τρόπο, κι εμείς χάρη σε σας και σεις χάρη σε μας θα στερεώσουμε τη θέση μας στην Ελλάδα ακόμη καλύτερα απ' ό,τι στο παρελθόν».
Οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως οι πρέσβεις είχαν μιλήσει σωστά· ψήφισαν λοιπόν κι εκείνοι να δεχτούν ειρήνη με τους ακόλουθους όρους: ν' αποσύρουν όλοι τους αρμοστές που είχαν διορίσει σ' άλλες πόλεις, να διαλύσουν τις δυνάμεις τους στη στεριά και στη θάλασσα και ν' αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες· κι αν κάποιος παραβεί τούτους τους όρους, να βοηθάει όποιος θέλει τις πόλεις που αδικούνται, όποιος όμως δεν θέλει, να μην είναι υποχρεωμένος από τη συνθήκη να συμμαχήσει μαζί τους. Πάνω σ' αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό δικό τους και των συμμάχων τους, κι οι Αθηναίοι κι οι δικοί τους σύμμαχοι χωριστά για κάθε πόλη. Οι Θηβαίοι είχαν υπογράψει κι εκείνοι τους όρκους μαζί με τις άλλες πόλεις, αλλά την επόμενη μέρα ήρθαν ξανά οι πρέσβεις τους και ζήτησαν να γίνει διόρθωση ― ότι είχαν ορκιστεί «οι Βοιωτοί» κι όχι «οι Θηβαίοι». Ο Αγησίλαος όμως αποκρίθηκε ότι δεν θα άλλαζε τίποτα απ' όσα είχαν ορκιστεί και υπογράψει· αν ωστόσο δεν ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη, είπε, δεν είχαν παρά να το πουν για να τους διαγράψει.
Μ' αυτόν τον τρόπο όλοι οι άλλοι έκαναν ειρήνη κι έμεινε μόνο η διαφορά τους με τη Θήβα. Οι Αθηναίοι νόμισαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να επιβληθεί στους Θηβαίους ο περιλάλητος φόρος της δεκάτης, κι οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν πολύ αποκαρδιωμένοι.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 6.4.16–6.4.21
Μετά τη νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα
Η επιμονή των Θηβαίων να μην αφήσουν αυτόνομες τις υπόλοιπες βοιωτικές πόλεις –να μην διαλύσουν, επομένως, το Κοινό των Βοιωτών (βλ. και Ξενοφώντος Ελληνικά 6.3.1–6.3.9)– οδήγησε σε εκστρατεία του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεόμβροτου στη Βοιωτία. Η προσπάθεια είχε ατυχή κατάληξη για τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους. Στη Σπάρτη φτάνει η είδηση της συντριβής στα Λεύκτρα της Βοιωτίας από τα στρατεύματα του Επαμεινώνδα (371 π.Χ.).
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ύστερα απ' αυτά, ο αγγελιαφόρος που έφερνε το μήνυμα της καταστροφής στη Λακεδαίμονα έφτασε εκεί την τελευταία μέρα των Γυμνοπαιδιών, την ώρα που ο χορός των ανδρών βρισκόταν στο θέατρο. Μ' όλη την οδύνη, ωστόσο, που προκάλεσε στους εφόρους η είδηση της καταστροφής ―οδύνη, νομίζω, αναπόφευκτη― δεν απομάκρυναν τον χορό, αλλά τον άφησαν να διαγωνιστεί. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα των νεκρών στις οικογένειές τους, προειδοποίησαν όμως τις γυναίκες να μη σύρουν φωνή, παρά να υποφέρουν τον χαμό τους σιωπηλά. Την άλλη μέρα, όσοι είχαν χάσει συγγενείς τους θεάθηκαν να κυκλοφορούν στους δημόσιους χώρους λάμποντας από χαρά· από κείνους, αντίθετα, που είχαν ειδοποιηθεί ότι οι δικοί τους ζούσαν, λίγοι φανερώθηκαν ― και τούτοι όμως περιφέρονταν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι.
Κατόπιν οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση για τα δύο υπόλοιπα τάγματα ως την τεσσαρακοστή κλάση· κάλεσαν, ως την ίδια ηλικία, και τους εφέδρους των ταγμάτων που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα. (Γιατί πρωτύτερα είχαν εκστρατεύσει στη Φωκίδα μόνο οι άνδρες των τριάντα πέντε πρώτων κλάσεων.) Πρόσταξαν να πάνε μαζί τους κι όσοι είχαν μείνει ως τότε πίσω για την άσκηση δημοσίων λειτουργημάτων. Καθώς ο Αγησίλαος δεν είχε ακόμα συνέλθει από την αρρώστια του, η πόλη παρήγγειλε στον γιο του Αρχίδαμο να αναλάβει τη διοίκηση αντί για κείνον. Κοντά του εξεστράτευσαν πρόθυμα οι Τεγεάτες, γιατί ζούσαν ακόμα οι οπαδοί του Στασίππου, φίλοι των Λακώνων, που είχαν αρκετή επιρροή στην πόλη τους. Μ' ενθουσιασμό κίνησαν για την εκστρατεία κι οι Μαντινείς από τα χωριά τους, γιατί είχαν αριστοκρατικό καθεστώς. Αλλά και οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και οι Αχαιοί τους ακολούθησαν με πολλή προθυμία, κι άλλες πόλεις έστειλαν κι εκείνες στρατό. Παράλληλα, οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Κορίνθιοι επάνδρωναν πολεμικά, και ζήτησαν κι από τους Σικυωνίους να κάνουν το ίδιο, σχεδιάζοντας να τα μεταχειριστούν για να μεταφέρουν το στράτευμα αντίκρυ.
Ο Αρχίδαμος λοιπόν έκανε θυσία για το διάβα των συνόρων.
Στο μεταξύ οι Θηβαίοι έστειλαν στην Αθήνα, ευθύς μετά τη μάχη, στεφανωμένο αγγελιαφόρο, για να εξηγήσουν πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη τους και συνάμα να ζητήσουν ενισχύσεις, λέγοντας ότι τώρα είχαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Λακεδαιμονίους για όλα όσα τους είχαν κάνει. Η Βουλή των Αθηναίων έτυχε τότε να συνεδριάζει στην Ακρόπολη· όταν άκουσαν τι είχε συμβεί, έγινε ολοφάνερη η μεγάλη τους στενοχώρια ― ούτε τον κήρυκα κάλεσαν να τον φιλοξενήσουν, ούτε και στο αίτημα για ενίσχυση απάντησαν, κι έτσι έφυγε ο κήρυκας από την Αθήνα.
Ωστόσο οι Θηβαίοι, ανήσυχοι για το μέλλον, έστειλαν βιαστικά να ζητήσουν βοήθεια από τον Ιάσονα, που ήταν σύμμαχός τους. Εκείνος επάνδρωσε αμέσως πολεμικά, τάχα πως θα πήγαινε σ' ενίσχυσή τους από τη θάλασσα· στο μεταξύ όμως πήρε τους μισθοφόρους και την έφιππη φρουρά του και βάδισε από τη στεριά προς τη Βοιωτία, μ' όλο τον άσπονδο πόλεμο που του 'καναν οι Φωκείς, και πολλές πόλεις τους αιφνιδιάστηκαν με την παρουσία του πριν ακόμα ειδοποιηθούν για την προσέγγισή του. Έτσι, προτού συγκεντρωθεί από τριγύρω δύναμη να τον χτυπήσει, εκείνος είχε προλάβει να βρίσκεται κιόλας μακριά ― δείχνοντας μ' αυτόν τον τρόπο ότι η ταχύτητα είναι συχνά πιο αποτελεσματική από τη χρήση βίας.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.1.1–7.1.11
Συζήτηση για την ηγεσία της αντιθηβαϊκής συμμαχίας
Στα χρόνια μετά τη μάχη στα Λεύκτρα (371 π.Χ) ο τύραννος των Φερών Ιάσονας δολοφονήθηκε, οι Θηβαίοι ενισχύθηκαν και επέκτειναν την επιρροή τους, ενώ οι Σπαρτιάτες αντιμετώπισαν δυσχέρειες από την ίδρυση του Κοινού των Αρκάδων και έχασαν κάποια από τα εδάφη τους. Έτσι, στέλνουν πρέσβεις στην Αθήνα, προτείνοντας τη σύναψη επιθετικής συμμαχίας.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Τον επόμενο χρόνο ήρθαν στην Αθήνα πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, με γενική πληρεξουσιότητα να συζητήσουν τους όρους της συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους. Πολλοί από τους ξένους πρέσβεις, αλλά κι από τους Αθηναίους, έλεγαν ότι η συμμαχία έπρεπε να γίνει με βάση την απόλυτη ισοτιμία. Ο Προκλής ο Φλιάσιος έβγαλε τον ακόλουθο λόγο:
«Μια και κρίνατε σκόπιμο, Αθηναίοι, να γίνετε φίλοι με τους Λακεδαιμονίους, νομίζω πως πρέπει να εξεταστεί τούτο: με ποιον τρόπο θα διατηρηθεί η φιλία σας πιο πολύν καιρό. Όσο περισσότερο λοιπόν θα συμφέρει και στα δύο μέρη η συνθήκη που θα κάνουμε, τόσο περισσότερο διάστημα θα είναι πιθανό να τη διατηρήσουμε. Τώρα οι υπόλοιποι όροι έχουν ουσιαστικά συμφωνηθεί, και μένει το ζήτημα της αρχηγίας. Η Βουλή σας πρότεινε να την έχετε σεις στη θάλασσα κι οι Λακεδαιμόνιοι στη στεριά· πιστεύω κι εγώ ότι τούτος ο διαχωρισμός δεν ανταποκρίνεται μόνον στην ανθρώπινη κρίση, αλλά και σε θεία διάταξη και μοίρα.
»Πραγματικά, πρώτ' απ' όλα η γεωγραφική σας θέση είναι απ' αυτή την άποψη η καλύτερη δυνατή: γιατί πάρα πολλές πόλεις που εξαρτώνται από τη θάλασσα βρίσκονται τριγύρω σας, κι είν' όλες πιο αδύναμες από τη δική σας. Εκτός από τούτο έχετε λιμάνια, που χωρίς αυτά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ναυτική δύναμη. Έπειτα έχετε πολλά πολεμικά, κι αποτελεί παλιά σας παράδοση να ενισχύετε το ναυτικό σας· είστε εξοικειωμένοι και μ' όλες τις σχετικές τέχνες. Εξάλλου είστε πολύ πιο έμπειροι από τους άλλους στα ναυτικά πράγματα, γιατί οι περισσότεροι από σας ζουν από τη θάλασσα ― κι έτσι φροντίζοντας τις ιδιωτικές σας υποθέσεις αποκτάτε συνάμα πείρα για θαλασσινούς πολέμους. Αλλά πρέπει να προστεθεί και τούτο: από κανένα άλλο μέρος δεν θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ταυτόχρονα τόσα πολλά πολεμικά, όσα από τα δικά σας λιμάνια. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία όταν πρόκειται για την αρχηγία, επειδή όλοι προτιμούν να συγκεντρώνονται γύρω στον πρώτο ισχυρό πυρήνα που δημιουργείται.
»Σε τούτο τον τομέα άλλωστε σας έχει ευνοήσει η θεία μοίρα, γιατί στους πάμπολλους και σπουδαίους αγώνες σας στη θάλασσα πολύ λίγες στάθηκαν οι ήττες σας και πάρα πολλές οι επιτυχίες σας. Εκεί, λοιπόν, είναι φυσικό να δέχονται με χαρά οι σύμμαχοι να ριψοκινδυνεύουν στο πλευρό σας. Και το πόσο σας είναι απαραίτητη και σας ταιριάζει η φροντίδα στο ναυτικό, μπορείτε να το συμπεράνετε από το γεγονός ότι όλα εκείνα τα χρόνια που σας πολεμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, ακόμα κι όταν κυριαρχούσαν στα εδάφη σας, δεν κατόρθωναν να σας καταστρέψουν. Όταν όμως τους έδωσε κάποτε ο θεός την υπεροχή στη θάλασσα, αμέσως βρεθήκατε ολότελα στο έλεός τους. Από τούτο φαίνεται καθαρά ότι η σωτηρία σας εξαρτάται απόλυτα από τη θάλασσα. Τέτοια λοιπόν που είναι από τη φύση τους τα πράγματα, πώς να 'ναι παραδεκτό για σας να παραχωρήσετε την αρχηγία του ναυτικού στους Λακεδαιμονίους; Πρώτ' απ' όλα ομολογούν κι οι ίδιοι ότι είναι λιγότερο έμπειροι από σας σ' αυτόν τον τομέα· έπειτα δεν ριψοκινδυνεύετε τα ίδια στους θαλασσινούς αγώνες ― για κείνους παίζεται μόνο η τύχη των πληρωμάτων των πολεμικών τους, ενώ για σας παίζεται η τύχη των παιδιών, των γυναικών κι ολόκληρης της πόλης σας.
»Τέτοια είν' η δική σας θέση· τώρα σκεφτείτε και τη θέση των Λακεδαιμονίων. Πρώτ' απ' όλα κατοικούν ηπειρωτική χώρα: έτσι, όσο κυριαρχούν στη στεριά, μπορούν να ζήσουν καλά κι αν ακόμα αποκοπούν από τη θάλασσα. Έχοντας λοιπόν κι εκείνοι συνείδηση της θέσης τους, γυμνάζονται από παιδιά στον στεριανό πόλεμο. Και στο σπουδαιότατο θέμα της πειθαρχίας έρχονται εκείνοι πρώτοι στη στεριά, όπως εσείς στη θάλασσα. Έπειτα, καθώς εσείς με το ναυτικό, έτσι κι εκείνοι με τον στρατό ξηράς ― μπορούν να παρατάξουν μεγαλύτερη δύναμη, και γρηγορότερα, από κάθε άλλον. Η συνέπεια είναι ότι, αντίστοιχα, όταν πρόκειται για στεριανές δυνάμεις, εκείνοι είναι που εμπνέουν το περισσότερο θάρρος στους συμμάχους να συνταχθούν μαζί τους. Έπειτα, όπως η θεία μοίρα σάς έχει ευνοήσει στη θάλασσα, έτσι τους έχει ευνοήσει εκείνους στη στεριά, γιατί στους πάμπολλους και σπουδαίους στεριανούς αγώνες τους έχουν σταθεί πολύ λίγες οι αποτυχίες και πάρα πολλές οι επιτυχίες τους.
»Τέλος, η φροντίδα για τον στρατό ξηράς δεν τους είναι λιγότερο απαραίτητη απ' ό,τι σε σας η φροντίδα για το ναυτικό, όπως δείχνουν τα γεγονότα: σεις, που τους πολεμήσατε πολλά χρόνια και τους νικήσατε σε πολλές ναυμαχίες, δεν κατορθώσατε ποτέ να τους υποτάξετε. Άρκεσε όμως να νικηθούν μια φορά στη στεριά, κι αμέσως βρέθηκαν σε κίνδυνο και τα παιδιά και οι γυναίκες κι ολόκληρη η πόλη τους. Πώς, επομένως, να μην είναι απαράδεκτο για κείνους, αντίστοιχα, να παραχωρήσουν σ' άλλους την αρχηγία στη στεριά, ενώ εκεί είναι που οι ίδιοι έχουν τόση υπεροχή;
»Εγώ λοιπόν συμφωνώ με την πρόταση της Βουλής και πιστεύω πως αυτή είναι που συμφέρει περισσότερο και στις δύο πλευρές. Όσο για σας, εύχομαι να 'χετε την τύχη ν' αποφασίσετε ό,τι είναι το καλύτερο για όλους μας».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.1.27–7.1.32
Αποτυχημένη διπλωματική πρωτοβουλία του Αριοβαρζάνη – Η "άδακρυς" νίκη των Σπαρτιατών
Το 369 π.Χ. ο Επαμεινώνδας στάλθηκε από το Βοιωτικό Κοινό στην Πελοπόννησο και διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Κορινθία. Δύο χιλιάδες Κελτίβηρες, σταλμένοι από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α´, κατέφθασαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, αλλά γύρισαν στη Σικελία μετά την αποτυχία κατάληψης της Σικυώνος. Στο μεταξύ ψυχράνθηκαν οι σχέσεις Αρκάδων και Ηλείων, συμμάχων των Βοιωτών στην Πελοπόννησο. Επιπλέον, ο ηγέτης του Αρκαδικού Κοινού Λυκομήδης, μετά από κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες κάλεσε τους συμπολίτες του να χαράξουν πολιτική ανεξάρτητη από τα θηβαϊκά συμφέροντα. Στη συγκεκριμένη συγκυρία εκδηλώνεται και διπλωματική πρωτοβουλία του σατράπη της Φρυγίας Αριοβαρζάνη, μετά τη διαταγή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Μ' αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο καθένας από τους συμμάχους είχε μεγάλη ιδέα για τη δύναμή του. Τότε έφτασε, σταλμένος από τον Αριοβαρζάνη με πολλά χρήματα, ο Αβυδηνός Φιλίσκος. Στην αρχή συγκάλεσε στους Δελφούς, σε διάσκεψη ειρήνης, τους Θηβαίους με τους συμμάχους τους και τους Λακεδαιμονίους. Οι αντιπρόσωποί τους ωστόσο δεν συμβουλεύτηκαν καθόλου τον θεό για το πώς μπορούσε να γίνει ειρήνη, παρά έκαναν συσκέψεις αναμεταξύ τους. Καθώς όμως δεν δέχονταν οι Θηβαίοι να εξουσιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι τη Μεσσήνη, ο Φιλίσκος βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.
Πάνω σ' αυτά έφτασε δεύτερη επικουρία από τον Διονύσιο. Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν' αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική. Έτσι οι δυνάμεις του Διονυσίου έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου κι έφτασαν στη Λακεδαίμονα, απ' όπου τις παρέλαβε ο Αρχίδαμος μαζί με τον στρατό της Σπάρτης και κίνησε για εκστρατεία. Στην αρχή κατέλαβε μ' έφοδο τις Καρύες κι έσφαξε όσους έπιασε ζωντανούς· από κει εξεστράτευσε αμέσως, μαζί με τον στρατό του Διονυσίου, εναντίον των Παρρασίων της Αρκαδίας και λεηλάτησε τη χώρα τους. Όταν όμως ήρθαν οι Αρκάδες και οι Αργείοι να τους βοηθήσουν, αποσύρθηκε και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Κισσίδας ―διοικητής των δυνάμεων του Διονυσίου― του είπε ότι είχε τελειώσει το χρονικό διάστημα που είχε διαταγή να μείνει, και μ' αυτή τη δήλωση ξεκίνησε αμέσως για τη Σπάρτη. Καθώς έφευγε, ωστόσο, οι Μεσσήνιοι δοκίμασαν να του κόψουν τον δρόμο σε μια στενοποριά· τότε έστειλε να ζητήσει ενίσχυση από τον Αρχίδαμο, και τούτος πάλι πήγε να τον βοηθήσει.
Όταν έφτασαν στο σημείο όπου ο δρόμος στρίβει προς τους Ευτρησίους, συνάντησαν τους Αρκάδες και τους Αργείους που προχωρούσαν προς τη Λακωνία, με σκοπό κι εκείνοι να του κόψουν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη. Λένε μάλιστα ότι επιθεωρώντας τους λόχους εμψύχωνε τους άνδρες με λόγια σαν και τούτα: «Πολίτες, ας φανούμε τώρα παλικάρια, για να σηκώσουμε ξανά το κεφάλι ψηλά. Ας παραδώσουμε την πατρίδα στους απογόνους μας τέτοια που την παραλάβαμε από τους πατέρες μας. Να μη νιώθουμε πια ντροπή μπρος στα παιδιά μας, στις γυναίκες, στους γέρους και στους ξένους, που άλλοτε μας θεωρούσαν τους πιο δοξασμένους ανάμεσα στους Έλληνες».
Λένε πως όταν τα 'πε αυτά, μέσ' από καθαρό ουρανό φάνηκαν ―καλότυχο για κείνον σημάδι― αστραπές και βροντές· έτυχε και να βρίσκεται κοντά στο δεξιό του κέρας ένα τέμενος με άγαλμα του Ηρακλή, που ισχυρίζονται ότι ήταν πρόγονός του. Το αποτέλεσμα ήταν ν' αντλήσουν τέτοιο πολεμικό μένος και θάρρος απ' όλα τούτα οι στρατιώτες, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουν και με κόπο τους συγκρατούσαν οι αξιωματικοί. Και πραγματικά, όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ' απόσταση δόρατος ― κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες.
Αφού τέλειωσε η μάχη, ο Αρχίδαμος έστησε τρόπαιο κι αμέσως έστειλε τον Δημοτέλη, τον κήρυκα, ν' αναγγείλει στη Σπάρτη πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη, κι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ούτε έναν νεκρό, ενώ οι εχθροί είχαν πάμπολλους. Και λένε ότι όταν τ' άκουσαν στη Σπάρτη έβαλαν όλοι τα κλάματα, αρχίζοντας από τον Αγησίλαο και τους γερουσιαστές και τους εφόρους ― απόδειξη ότι τα δάκρυα είναι σύμπτωμα κοινό στη χαρά και στη λύπη. Εξάλλου το πάθημα των Αρκάδων ευχαρίστησε τους Θηβαίους και τους Ηλείους εξίσου σχεδόν με τους Λακεδαιμονίους, τόσο πολύ τους είχε ενοχλήσει η αλαζονεία τους.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.1.33–7.1.40
Αποτυχημένη προσπάθεια των Θηβαίων να επιβάλουν τη σύναψη κοινής ειρήνης
Ο θάνατος του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α´ (καλοκαίρι του 368 π.Χ) θορύβησε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι στο μέλλον θα στερούνταν την πολύτιμη στρατιωτική επικουρία των Κελτιβήρων μισθοφόρων, που είχε στείλει ήδη δύο φορές ο σικελιώτης ηγεμόνας. Γι' αυτό προσπάθησαν να προσεγγίσουν εκ νέου τους Πέρσες, στέλνοντας τον Ευθυκλή στον βασιλιά Αρταξέρξη. Δεν ήταν, όμως, οι μόνοι:
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Οι Θηβαίοι, που δεν έπαψαν να μηχανεύονται τρόπους για ν' αποκτήσουν την ηγεμονία στην Ελλάδα, σκέφτηκαν πως αν έστελναν πρέσβεις στον Βασιλέα είχαν κάποια πιθανότητα να κερδίσουν την εύνοιά του. Με την πρόφαση λοιπόν ότι κι ο Ευθυκλής ο Λακεδαιμόνιος βρισκόταν κοντά στον Βασιλέα, ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι έτσι ξεκίνησαν για το εσωτερικό της Ασίας ο Πελοπίδας ως αντιπρόσωπος των Θηβαίων, ο Αντίοχος ο παγκρατιαστής ως αντιπρόσωπος των Αρκάδων κι ο Αρχίδαμος ως αντιπρόσωπος των Ηλείων μαζί τους πήγε κι ένας Αργείος. Οι Αθηναίοι πάλι, σαν το 'μαθαν, έστειλαν κι εκείνοι τον Τιμαγόρα και τον Λέοντα.
Όταν έφτασαν οι πρέσβεις, ο Πελοπίδας βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση μπροστά στον Πέρση, γιατί είχε πολλά να πει για τους Θηβαίους: ότι μόνοι απ' όλους τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Βασιλέως στην Πλάταια· ότι ποτέ, αργότερα, δεν εξεστράτευσαν εναντίον του· ότι ο λόγος που τους είχε κηρύξει τον πόλεμο η Λακεδαίμων ήταν η άρνησή τους ν' ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον του Βασιλέως, καθώς και να τον αφήσουν να κάνει θυσία προς τιμήν της Άρτεμης στην Αυλίδα ― εκεί ακριβώς όπου είχε κάνει θυσία ο Αγαμέμνων, πριν βάλει πλώρη για την Ασία και κουρσέψει την Τροία.
Στις τιμές που απολάμβανε ο Πελοπίδας συντελούσε πολύ η νίκη των Θηβαίων στη μάχη των Λεύκτρων, καθώς και οι ειδήσεις για τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει στο έδαφος της Λακεδαίμονος. Άλλωστε, μόλις βρέθηκαν χωρίς τους Θηβαίους, οι Αργείοι και οι Αρκάδες ―είπε ο Πελοπίδας― νικήθηκαν σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους. Την αλήθεια όλων αυτών την επιβεβαίωνε ο Αθηναίος Τιμαγόρας, και για τούτο ερχόταν αμέσως μετά τον Πελοπίδα στις τιμές που του γίνονταν.
Μετά απ' αυτά ο Βασιλεύς ρώτησε τον Πελοπίδα, τι όρους θα 'θελε να περιλάβει για χάρη του το σχέδιο ειρήνης· ο Πελοπίδας ζήτησε ν' αναγνωρίσουν οι Λακεδαιμόνιοι την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, και οι Αθηναίοι να παροπλίσουν τον στόλο τους· κι αν δεν συμμορφωθούν μ' αυτά, να γίνει εκστρατεία εναντίον τους· κι όποια πόλη αρνηθεί να πάρει μέρος στην εκστρατεία, να χτυπηθεί εκείνη πρώτη. Όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους πρέσβεις, ο Λέων είπε ― και τον άκουσε ο Βασιλεύς: «Μα τον Δία, Αθηναίοι. Καιρός είναι, μου φαίνεται, να γυρέψετε κανέναν άλλο φίλο αντί για τον Βασιλέα». Ο γραμματικός εξήγησε τα λόγια του Αθηναίου, και κατόπιν βγήκε με μια προσθήκη στο κείμενο: «Κι αν οι Αθηναίοι έχουν να προτείνουν όρους δικαιότερους απ' αυτούς, να πάνε να τους αναπτύξουν στον Βασιλέα».
Αφού οι πρέσβεις έφτασαν ο καθένας στον τόπο του, ο Τιμαγόρας κατηγορήθηκε από τον Λέοντα ότι είχε αρνηθεί να συγκατοικήσει μαζί του κι ότι για όλα τα ζητήματα έκανε συνεννοήσεις με τον Πελοπίδα· τότε οι Αθηναίοι τον εξετέλεσαν. Από τους υπόλοιπους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος επαινούσε την πολιτική του Βασιλέως, επειδή είχε δείξει περισσότερη εύνοια στους Ηλείους παρά στους Αρκάδες· ο Αντίοχος, αντίθετα, την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δεν δέχτηκε τα δώρα του· ανέφερε μάλιστα στους Δέκα Χιλιάδες ότι ο Βασιλεύς μπορεί να διαθέτει πολλούς αρτοποιούς, μαγείρους, οινοχόους και θυρωρούς, αλλά ―είπε― όσο κι αν έψαξε δεν κατόρθωσε να δει άνδρες ικανούς να πολεμήσουν τους Έλληνες. Έπειτα, είπε, καυχησιολογίες είναι κατά τη γνώμη του όσα λέγονται για τα μεγάλα του πλούτη, αφού και το πολυθρύλητο χρυσό πλατάνι δεν αρκεί να δώσει σκιά ούτε σ' ένα τζιτζίκι.
Οι Θηβαίοι κάλεσαν εκπροσώπους απ' όλες τις πόλεις για να τους ανακοινώσουν την επιστολή του Βασιλέως· ο Πέρσης που την είχε φέρει έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και κατόπιν διάβασε το κείμενο. Τότε οι Θηβαίοι ζήτησαν απ' όλους, όσους ήθελαν τη φιλία τη δική τους και του Βασιλέως, να ορκιστούν πως θα τηρήσουν αυτούς τους όρους. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων αποκρίθηκαν, ωστόσο, ότι δεν τους είχαν στείλει μ' εντολή να ορκιστούν, αλλά ν' ακούσουν· κι αν οι Θηβαίοι ήθελαν όρκους, είπαν, δεν είχαν παρά να στείλουν δικούς τους αντιπροσώπους στις πόλεις. Ο Λυκομήδης μάλιστα, ο Αρκάς, πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος. Οι Θηβαίοι θύμωσαν μαζί του και είπαν ότι υπονομεύει τη συμμαχία· τότε εκείνος δεν δέχτηκε ούτε να καθίσει στο συνέδριο, παρά σηκώθηκε κι έφυγε μαζί μ' όλους τους πρέσβεις της Αρκαδίας.
Μια και οι αντιπρόσωποι δεν θέλησαν να δώσουν όρκους στη Θήβα, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις ζητώντας τους να ορκιστούν ότι θα συμμορφωθούν με το βασιλικό κείμενο ― πιστεύοντας ότι η καθεμιά πόλη χωριστά θα δίσταζε να προκαλέσει την έχθρα και των ίδιων και του Βασιλέως. Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτα οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων να πάρουν την ηγεμονία.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.4.6–7.4.11
Κορίνθιοι και Φλειάσιοι αποσύρονται από τον πόλεμο
Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο, αν και ήταν σύμμαχός τους. Οι Κορίνθιοι πληροφορήθηκαν το σχέδιό τους και απέπεμψαν την αθηναϊκή φρουρά.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ οι Κορίνθιοι σκέφτονταν ότι δύσκολα θα έβρισκαν σωτηρία: από πριν κιόλας μειονεκτούσαν στρατιωτικά στη στεριά, και τώρα αντιμετώπιζαν επιπλέον και τη δυσμένεια των Αθηναίων· αποφάσισαν λοιπόν να προσλάβουν μισθοφόρους, πεζικό και ιππικό. Με τούτους στις προσταγές τους, κατόρθωσαν και την πόλη τους να προστατεύουν και συνάμα να προκαλούν πολλές ζημίες στους γειτονικούς των εχθρούς· έστειλαν μολοντούτο στη Θήβα να ρωτήσουν αν, πηγαίνοντας εκεί, θα πετύχαιναν τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους αποκρίθηκαν καταφατικά και τους παρήγγειλαν να πάνε· τότε οι Κορίνθιοι παρακάλεσαν να τους αφήσουν να συνεννοηθούν και με τους συμμάχους τους, ώστε όσους από αυτούς ήθελαν να τους συμπεριλάβουν στην ειρήνη, κι όσους πάλι προτιμούσαν πόλεμο να τους αφήσουν να πολεμάνε μόνοι. Οι Θηβαίοι το δέχτηκαν κι αυτό. Τότε οι Κορίνθιοι πήγαν στη Λακεδαίμονα και είπαν:
«Ερχόμαστε σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σαν φίλοι σας, με μια παράκληση: αν βλέπετε τρόπο να σωθούμε συνεχίζοντας τον πόλεμο, να μας τον εξηγήσετε κι εμάς· στην περίπτωση όμως που κρίνετε τη θέση μας απελπιστική, αν σας συμφέρει, να κάνετε και σεις ειρήνη ταυτόχρονα μ' εμάς ― γιατί με κανέναν άλλον δεν θα μας ήταν πιο ευχάριστο να σωθούμε μαζί, παρά με σας· αν πάλι λογαριάζετε ότι σας συμφέρει η συνέχιση του πολέμου· σας παρακαλούμε να μας αφήσετε να κάνουμε ειρήνη. Γιατί αν σωθούμε, ίσως κάποτε να σας προσφέρουμε και πάλι υπηρεσίες ― ενώ αν καταστραφούμε, είναι φανερό ότι ποτέ πια δεν θα σας φανούμε χρήσιμοι».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, όχι μόνο συμβούλεψαν τους Κορινθίους να κάνουν ειρήνη, αλλά έδωσαν άδεια και στους υπόλοιπους συμμάχους, εφόσον δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό τους, να σταματήσουν. Οι ίδιοι, είπαν, θα συνεχίσουν τον πόλεμο ― κι ό,τι θέλει ο θεός ας γίνει· πάντως ποτέ δεν θα δεχτούν να τους πάρουν αυτό που τους είχαν αφήσει οι πατέρες τους: τη Μεσσήνη.
Ύστερα απ' αυτή την απάντηση, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Θήβα για τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους ζήτησαν να ορκιστούν και συμμαχία· οι Κορίνθιοι όμως αποκρίθηκαν ότι συμμαχία δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά μια διαφορετική μορφή πολέμου· ωστόσο οι ίδιοι, είπαν, είχαν έρθει έτοιμοι να συμφωνήσουν μιαν έντιμη ειρήνη ― αν την ήθελαν οι Θηβαίοι. Η άρνησή τους να πολεμήσουν τους ευεργέτες τους, μ' όλο τον κίνδυνο που διέτρεχαν, προκάλεσε τον θαυμασμό των Θηβαίων, που δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη μ' αυτούς, με τους Φλιάσιους και μ' όσους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα, με τον όρο ότι κάθε πόλη θα διατηρούσε τα δικά της εδάφη. Πάνω σ' αυτούς τους όρους δόθηκαν οι όρκοι.
Οι Φλιάσιοι συμμορφώθηκαν με τη συνθήκη κι εξεκκένωσαν τη Θυαμία. Οι Αργείοι όμως, μ' όλο που ορκίστηκαν να κάνουν ειρήνη με τους ίδιους τούτους όρους, προσπάθησαν να πετύχουν να παραμείνουν οι Φλιάσιοι εξόριστοι στο Τρικάρανο, με το επιχείρημα ότι έτσι θα βρίσκονταν στο έδαφός τους· όταν απέτυχαν, το κατέλαβαν κι εγκατέστησαν φρουρά, με τον ισχυρισμό ότι αποτελούσε δικό τους έδαφος ―αυτό που λίγο πρωτύτερα λεηλατούσαν σαν εχθρικό― και δεν δέχτηκαν τη διαιτησία που πρότειναν οι Φλιάσιοι.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.5.18–7.5.27
Η μάχη της Μαντίνειας – Αποτίμησή της
Μετά τον θάνατο του Πελοπίδα (364 π.Χ) ο Επαμεινώνδας απέμεινε μόνος ηγέτης του Κοινού των Βοιωτών. Στα επόμενα χρόνια οι Μαντινείς προκάλεσαν τη διάσπαση του Κοινού των Αρκάδων και συνήψαν ειρήνη με τους Ηλείους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Θηβαίων. Ο Επαμεινώνδας χαρακτήρισε τη στάση τους προδοτική και το Μάιο του 362 π.Χ. εξεστράτευσε στην Πελοπόννησο, γνώρισε όμως στρατιωτικές ήττες.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ο Επαμεινώνδας πάλι, σκεπτόμενος ότι ―όταν σε λίγες ημέρες έπρεπε να φύγει επειδή ο καθορισμένος χρόνος για την εκστρατεία θα είχε εξαντληθεί―, αν εγκατέλειπε αβοήθητους εκείνους στους οποίους είχε έρθει σαν σύμμαχος, οι αντίπαλοι θα τους πολιορκούσαν κι ο ίδιος θα είχε κηλιδώσει ανεπανόρθωτα την καλή του φήμη: όχι μόνο νικήθηκε στη Λακεδαίμονα από μικρή δύναμη, μ' όλο που είχε τόσους οπλίτες, όχι μόνο νικήθηκε στη σύγκρουση ιππικού της Μαντινείας, αλλά κι είχε προκαλέσει, με την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, τη συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους, τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Αθηναίους. Δεν το 'βρισκε λοιπόν δυνατό να φύγει δίχως να δώσει μάχη· λογάριαζε πως αν νικούσε, όλα εκείνα θα έσβηναν ― κι αν πάλι σκοτωνόταν, σκέφτηκε, ωραίο θα 'ταν να τον βρει ο θάνατος την ώρα που αγωνιζόταν για ν' αφήσει κληρονομιά στην πατρίδα του την εξουσία πάνω στην Πελοπόννησο.
Το να σκέφτεται έτσι δεν το βρίσκω ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο· τέτοιου είδους σκέψεις ταιριάζουν σε φιλόδοξους ανθρώπους. Τον τρόπο όμως που είχε οργανώσει τον στρατό του, να μη λυγίζει σε καμιά κακουχία μήτε νύχτα μήτε μέρα, να μην αποφεύγει κανέναν κίνδυνο, να του λείπουν τα εφόδια και να διατηρεί μολοντούτο πειθαρχία ― αυτά είναι που βρίσκω πιο αξιοθαύμαστα. Πραγματικά, όταν τους παρήγγειλε για τελευταία φορά να ετοιμαστούν για μάχη, προθυμοποιήθηκαν οι ιππείς ν' ασπρίσουν τα κράνη τους σύμφωνα με τις διαταγές του, ενώ ακόμα κι οι Αρκάδες οπλίτες ζωγράφιζαν ρόπαλα πάνω στις ασπίδες τους σαν να 'ταν Θηβαίοι, κι όλοι ακόνιζαν λόγχες και μαχαίρια και γυάλιζαν τις ασπίδες τους.
Μετά απ' αυτές τις προετοιμασίες, ο Επαμεινώνδας έβγαλε τον στρατό του για να δώσει μάχη, κι αξίζει να καταλάβει κανένας την τακτική που ακολούθησε. Πρώτ' απ' όλα, όπως ήταν φυσικό, τοποθέτησε τον στρατό σε πυκνό σχηματισμό. Μ' αυτόν τον τρόπο φάνηκε να ξεκαθαρίζει η πρόθεσή του να δώσει μάχη· όταν όμως σχηματίστηκε το στράτευμα όπως το ήθελε εκείνος, δεν ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο προς τους εχθρούς, παρά το οδήγησε προς τα δυτικά βουνά, αντίκρυ στην Τεγέα· έτσι δημιούργησε στον εχθρό την εντύπωση ότι δεν θα 'δινε μάχη εκείνη τη μέρα. Και πραγματικά, μόλις έφτασε στο βουνό ανέπτυξε τη φάλαγγά του και στάθμευσε στο ριζοβούνι, μοιάζοντας σαν να στρατοπεδεύει. Συνέπεια αυτού του ελιγμού ήταν να χαλαρώσει η ψυχική ετοιμότητα των αντιπάλων για μάχη, και να χαλαρώσει κι ο σχηματισμός τους. Κατόπιν όμως, μετακινώντας τους λόχους που ως τότε βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, δημιούργησε μιαν ισχυρή δύναμη κρούσης στο πλευρό όπου βρισκόταν ο ίδιος. Τότε πρόσταξε να πάρουν τα όπλα και τράβηξε μπροστά, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν.
Όταν οι εχθροί τους είδαν να 'ρχονται έτσι απροσδόκητα καταπάνω τους, κανένας τους δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: άλλοι έτρεχαν στις μονάδες τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι περνούσαν χαλινάρια στ' άλογα, άλλοι φορούσαν τους θώρακές τους ― όλοι όμως με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να παίξουν παθητικό κι όχι ενεργητικό ρόλο στα γεγονότα. Στο μεταξύ ο Επαμεινώνδας οδηγούσε τον στρατό του σαν πολεμικό πλοίο, με τη δύναμη κρούσης μπροστά στην πλώρη, πιστεύοντας ότι αρκούσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές σ' ένα σημείο για να καταστρέψει ολόκληρο τον αντίπαλο στρατό. Για τούτο ετοιμαζόταν ν' αγωνιστεί με το πιο ισχυρό του πλευρό· το πιο αδύναμο, αντίθετα, το κρατούσε σ' απόσταση ― ξέροντας ότι μια ενδεχόμενη ήττα του θ' αποθάρρυνε τους άνδρες του και θα τόνωνε το ηθικό των εχθρών.
Αντίκρυ του, οι εχθροί παρέταξαν το ιππικό τους σαν να 'ταν φάλαγγα οπλιτών ― σε βάθος έξι ανδρών και δίχως υποστήριξη βοηθητικών πεζών ο Επαμεινώνδας, απεναντίας, μεταχειρίστηκε και το ιππικό σαν ισχυρή δύναμη κρούσης και τοποθέτησε μαζί του βοηθητικούς πεζούς, πιστεύοντας ότι από τη στιγμή που το ιππικό θα διασπούσε τις εχθρικές γραμμές θα 'χε νικηθεί όλη η αντίπαλη παράταξη ― γιατί πολύ δύσκολα βρίσκονται στρατιώτες πρόθυμοι να μείνουν στις θέσεις τους άμα δουν μερικούς δικούς τους να το βάζουν στα πόδια.
Για να μην μπορέσουν εξάλλου οι Αθηναίοι, που ήταν στο αριστερό κέρας, να βοηθήσουν τους κοντινούς τους, και θέλοντας να τους φοβίσει ότι αν δοκίμαζαν να τους βοηθήσουν θα δέχονταν οι ίδιοι επίθεση από τα νώτα, τοποθέτησε αντίκρυ τους, σε μερικούς λόφους, ιππικό και οπλίτες.
Έτσι λοιπόν προετοίμασε τη σύγκρουση, κι οι ελπίδες του δεν διαψεύστηκαν: γιατί νίκησε στο σημείο όπου έκανε την επίθεση κι έτρεψε σε φυγή όλους τους αντιπάλους. Μόλις όμως έπεσε ο ίδιος, οι υπόλοιποι δεν στάθηκαν πια ικανοί να εκμεταλλευτούν σωστά τη νίκη τους· μ' όλο που η αντικρινή τους φάλαγγα το 'χε βάλει στα πόδια, κανέναν δεν σκότωσαν οι οπλίτες, κι ούτε καν προχώρησαν πέρα από το σημείο όπου είχε γίνει η σύγκρουση. Αλλά ούτε και το ιππικό καταδίωξε το εχθρικό ιππικό που έφευγε μπροστά του, μήτε και σκότωσε ιππείς και οπλίτες· φοβισμένοι, σαν να 'χαν νικηθεί, οι ιππείς του Επαμεινώνδα έμειναν πίσω, ανάμεσα στους αντιπάλους τους που έφευγαν. Όσο για τους βοηθητικούς πεζούς και τους πελταστές, που είχαν συμβάλει στη νίκη του ιππικού, είν' αλήθεια ότι έφτασαν στο αριστερό τμήμα του εχθρού σαν νικητές ― εκεί όμως σκότωσαν τους περισσότερους οι Αθηναίοι.
Ύστερα απ' αυτά, το αποτέλεσμα στάθηκε αντίθετο από κείνο που περίμενε όλος ο κόσμος: γιατί όπως είχαν βρεθεί συγκεντρωμένες κι αντιμέτωπες δυνάμεις απ' όλη σχεδόν την Ελλάδα, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι σε περίπτωση μάχης οι νικητές θα γίνονταν κυρίαρχοι κι οι νικημένοι υπήκοοί τους. Ωστόσο ο θεός τα 'φερε έτσι, ώστε η καθεμιά από τις δύο παρατάξεις να στήσει τρόπαιο σαν να 'χε νικήσει, δίχως η άλλη να προσπαθήσει να την εμποδίσει· κι οι δυο τους έδωσαν πίσω νεκρούς εχθρούς σαν νικητές, αλλά κι οι δυο περισυνέλεξαν δικούς τους νεκρούς σαν νικημένοι· και ενώ κι η μια και η άλλη ισχυρίζονταν ότι είχαν νικήσει, καμιά τους δεν βγήκε από τη μάχη ενισχυμένη σε εδάφη, πόλεις ή εξουσία· και μετά τη μάχη η Ελλάδα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ακαταστασία κι αναταραχή από πριν.
Ας σταματήσει εδώ η συγγραφή μου· με τα κατοπινά ίσως ασχοληθεί άλλος.
Ο Αλκιβιάδης επιστρέφει στην Αθήνα και εκλέγεται αρχιστράτηγος
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
O Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα μαζί με τον στρατό, πήγε αμέσως στη Σάμο, απ' όπου ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Εκεί συγκέντρωσε εκατό τάλαντα κι έπειτα επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, από τη μεριά του, έκανε πανιά με τριάντα καράβια για τη Θράκη, όπου υπόταξε ―μαζί μ' άλλες περιοχές που 'χαν μεταπηδήσει στους Λακεδαιμονίους― και τη Θάσο που βρισκόταν σε κακά χάλια από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. Ο Θράσυλλος πάλι έβαλε πλώρη με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα· πριν ακόμα φτάσει, ωστόσο, οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο ―από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη― τον Κόνωνα. Ο Αλκιβιάδης πήρε μαζί του χρήματα και πήγε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο· από κει τράβηξε ίσια για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για τις διαθέσεις των Αθηναίων στο ζήτημα της επιστροφής του. Βλέποντας ότι τούτες ήταν ευνοϊκές, ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο· μερικοί το θεώρησαν κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη, επειδή κανένας Αθηναίος δεν θα τολμούσε να καταπιαστεί, τέτοια μέρα, με σπουδαία υπόθεση.
Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν' αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία ― αυτών που στην πολιτική φρόντιζαν τα δικά τους συμφέροντα, εκείνος όμως πάντοτε υπηρετούσε το σύνολο μ' όλες τις δυνάμεις τις δικές του και της πόλης· κι ενώ τότε εκείνος, ευθύς ως κατηγορήθηκε γι' ασέβεια προς τα Μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί αμέσως ―πράγμα που φαινόταν δίκαιο― αυτό οι εχθροί του το ανέβαλαν και διάλεξαν τον καιρό που έλειπε για να τον στερήσουν από την πατρίδα του· αυτό το διάστημα αναγκάστηκε ―αιχμάλωτος των περιστάσεων― να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του· κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, εξόριστος καθώς ήταν δεν είχε τρόπο να τους βοηθήσει· άλλωστε, δήλωναν, άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμία με τους γεροντότερους, ενώ απ' την άλλη δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ' αυτό που ήταν και πριν ― άνθρωποι οι οποίοι μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες, και που μια κι έμειναν μονάχοι ο κόσμος αρκέστηκε σ' αυτούς μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροι. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη.
Ο Αλκιβιάδης ωστόσο, κι όταν το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά γιατί φοβόταν τους εχθρούς του. Όρθιος στο κατάστρωμα, προσπαθούσε να δει αν είχαν έρθει οι φίλοι του. Μόνο σαν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτος και τους άλλους συγγενείς του, και μαζί και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβηκε στην Αθήνα με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει από κάθε ενόχληση. Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν' αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ' ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν' αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης. Πρώτη πράξη του Αλκιβιάδη στάθηκε, ενώ οι Αθηναίοι συνήθιζαν να στέλνουν την πομπή των Μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου, να την οδηγήσει από τη στεριά βγάζοντας όλο τον στρατό να τη συνοδεύσει.
Μετά απ' αυτά οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα από χίλιους πεντακόσιους οπλίτες, εκατόν πενήντα ιππείς κι εκατό πλοία, και τρεις μήνες ύστερα από τον γυρισμό του έκανε πανιά για την Άνδρο που είχε αποστατήσει από την Αθήνα. Μαζί του έστειλαν τον Αριστοκράτη και τον Αδείμαντο του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για τις δυνάμεις ξηράς. Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε τον στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, νικήθηκαν κι αποκλείστηκαν μέσα στην πόλη· σκοτώθηκαν και μερικοί απ' αυτούς ―όχι πολλοί― καθώς κι οι Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο κι έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο· κατόπιν πήγε στη Σάμο, χρησιμοποιώντας τη σαν ορμητήριο για τις πολεμικές του επιχειρήσεις.
---
Ξενοφώντας Ελληνικά 1.6.1–1.6.5
Ο Καλλικρατίδας διαδέχεται τον Λύσανδρο στην ηγεσία του σπαρτιατικού στόλου.
<Με την ολοκλήρωση της θητείας του το καλοκαίρι του 406 π.Χ., ο Λύσανδρος, ιδιαίτερα επιτυχημένος ναύαρχος του σπαρτιατικού στόλου, καλείται να παραδώσει την αρχηγία στον Καλλικρατίδα.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Τον επόμενο χρόνο ―τότε που έγινε έκλειψη σελήνης ένα βράδυ και κάηκε ο παλιός ναός της Αθηνάς στην Αθήνα [και που ήταν έφορος ο Πιτύας και άρχων στην Αθήνα ο Καλλίας]― έληξε η θητεία του Λυσάνδρου [καθώς συμπληρώνονταν είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου] κι οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αρχηγό του στόλου τον Καλλικρατίδα. Κατά την παράδοση των πλοίων, ο Λύσανδρος είπε στον Καλλικρατίδα ότι του παραδίδει σε στιγμή που κυριαρχεί στη θάλασσα, έχοντας κερδίσει ναυμαχία. Ο άλλος του απάντησε ότι τότε μόνο θα τον παραδεχτεί για θαλασσοκράτορα, αν ξεκινήσει από την Έφεσο, περάσει από τ' αριστερά του τη Σάμο όπου ναυλοχεί ο αθηναϊκός στόλος και του παραδώσει τα πλοία στη Μίλητο. Ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι δεν ανακατεύεται σε ξένα καθήκοντα τη στιγμή που άλλος έχει τη διοίκηση. Τότε ο Καλλικρατίδας επάνδρωσε μονάχος του ―χώρια από τα πλοία που είχε παραλάβει από τον Λύσανδρο― κι άλλα πενήντα ακόμα από τη Χίο, τη Ρόδο κι άλλους συμμάχους, κι αφού συγκέντρωσε έτσι συνολικά εκατόν σαράντα πλοία ετοιμάστηκε ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό. Στο μεταξύ όμως έμαθε ότι οι οπαδοί του Λυσάνδρου έκαναν συνωμοτικές κινήσεις: όχι μόνον δείχναν απροθυμία στην υπηρεσία τους, αλλά διέδιδαν στις πόλεις ότι οι Λακεδαιμόνιοι κάνουν μεγάλα λάθη στις αλλαγές των ναυάρχων, αντικαθιστώντας συχνά ανθρώπους που έχουν δείξει την ικανότητά τους ―οι οποίοι έχουν πείρα και ξέρουν να μεταχειρίζονται το έμψυχο υλικό τους― μ' άλλους, ανίδεους από θάλασσα κι άγνωστους στους πληθυσμούς της περιοχής· από κάτι τέτοια, έλεγαν, κινδυνεύουν οι Λακεδαιμόνιοι να πάθουν συμφορές. Τότε ο Καλλικρατίδας συγκέντρωσε όσους Λακεδαιμονίους βρίσκονταν εκεί και τους είπε τούτα πάνω κάτω:
«Εγώ ευχαρίστως κάθομαι στον τόπο μου, κι αν ο Λύσανδρος ή κάποιος άλλος πιστεύει πως έχει περισσότερη πείρα στα ναυτικά πράγματα, ας κοπιάσει ― δεν είμαι εγώ που θα τον εμποδίσω. Όμως μια και η πόλη μ' έστειλε αρχηγό του στόλου, δεν έχω εκλογή: χρέος μου είναι να εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα τις διαταγές που πήρα. Εσείς ωστόσο συμβουλέψτε με ―αφού ξέρετε εξίσου καλά με μένα και τις φιλοδοξίες μου και τα παράπονα που ακούγονται εναντίον της πόλης μας― τι θεωρείτε προτιμότερο: να μείνω ή να γυρίσω πίσω ν' αναφέρω ποια είν' η κατάσταση εδώ πέρα;»
http://taexeiola.blogspot.com
---
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.1.16–2.1.32
Θρίαμβος των Σπαρτιατών στους Αιγός ποταμούς.
<Μετά την ήττα των Σπαρτιατών στις Αργινούσες (καλοκαίρι 406 π.Χ.), οι σύμμαχοί τους απαίτησαν να οριστεί εκ νέου ναύαρχος ο Λύσανδρος. (Επειδή, όμως, μια δεύτερη θητεία απαγορευόταν από τον νόμο, ο ικανός στρατιωτικός μετέβη στην Ιωνία ως ἐπιστολεὺς ὕπαρχος.)>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι, έχοντας τη Σάμο για ορμητήριο, λεηλατούσαν τα εδάφη του Βασιλέως, έκαναν επιδρομές στη Χίο και στην Έφεσο κι ετοιμάζονταν για ναυμαχία· εκλέξαν και καινούργιους στρατηγούς ―κοντά σ' αυτούς που είχαν κιόλας― τον Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.
Ο Λύσανδρος έκανε πανιά από τη Ρόδο, παραπλέοντας την Ιωνία, προς τον Ελλήσποντο· στόχος του ήταν το πέρασμα των εμπορικών πλοίων κι οι πόλεις που είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους. Ξεκίνησαν κι οι Αθηναίοι περνώντας από τ' ανοιχτά της Χίου, επειδή οι ασιατικές ακτές ήταν στα χέρια του εχθρού. Από την Άβυδο ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη, ακολουθώντας την παραλία, για τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων· οι Αβυδηνοί κι οι άλλοι σύμμαχοι ακολουθούσαν από τη στεριά, μ' αρχηγό τον Θώρακα τον Λακεδαιμόνιο. Έκαναν επίθεση στην πόλη, την κατέλαβαν μ' έφοδο και καθώς ήταν πλούσια ― γεμάτη τροφές, κρασί κι άλλες προμήθειες οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν· τους πολίτες ωστόσο τους άφησε ο Λύσανδρος όλους ελεύθερους.
Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στην Ελαιούντα της Χερσονήσου μ' εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που έτρωγαν εκεί για μεσημέρι έμαθαν τα νέα για τη Λάμψακο· αμέσως ξεκίνησαν για τη Σηστό, όπου εφοδιάστηκαν με τροφές, κι από κει πήγαν στους Αιγός Ποταμούς, αντίκρυ στη Λάμψακο ― εκεί που ο Ελλήσποντος έχει πλάτος κάπου δεκαπέντε στάδια. Τ' άλλο πρωί με τα χαράματα ο Λύσανδρος έδωσε παράγγελμα στα πληρώματα να φάνε και να επιβιβαστούν· αφού έκαναν όμως όλες τις προετοιμασίες για ναυμαχία και σήκωσαν τις λινάτσες στα πλευρά των πλοίων, πρόσταξε να μην κουνηθεί κανένα από τη θέση του μήτε ν' ανοιχτεί. Με την ανατολή του ήλιου οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν κατά μέτωπο έξω από το λιμάνι, έτοιμοι για ναυμαχία· όταν ωστόσο πέρασε η μέρα δίχως ο Λύσανδρος να βγει να τους απαντήσει, επέστρεψαν στους Αιγός Ποταμούς. Τότε ο Λύσανδρος πρόσταξε τα γοργότερα καράβια του ν' ακολουθήσουν τους Αθηναίους, να παρατηρήσουν τι θα κάνουν μετά την αποβίβασή τους και να γυρίσουν να του αναφέρουν. Στο μεταξύ, ώσπου να επιστρέψουν αυτά, δεν έβγαλε τα πληρώματα από τα πλοία.
Τέσσερις μέρες ακολούθησε αυτή την τακτική, και κάθε φορά οι Αθηναίοι έβγαζαν τον στόλο τους στο πέλαγο. Ο Αλκιβιάδης ωστόσο έβλεπε από τον πύργο του τους Αθηναίους αραγμένους σ' ανοιχτή ακρογιαλιά, μακριά από πόλη, κι αναγκασμένους ν' ανεφοδιάζονται από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια ― ενώ ο εχθρός ναυλοχούσε σε λιμάνι, κοντά σε πόλη, και δεν του 'λειπε τίποτα. Είπε λοιπόν στους Αθηναίους ότι δεν είχαν αγκυροβολήσει σε κατάλληλο μέρος και τους συμβούλεψε να μεταφερθούν στη Σηστό, όπου θα 'χαν λιμάνι και πόλη: «Από κει», τους είπε, «μπορείτε να ναυμαχήσετε όποτε θελήσετε». Οι στρατηγοί όμως ―και ιδίως ο Τυδεύς κι ο Μένανδρος― τον έδιωξαν λέγοντας ότι τη διοίκηση είχαν τώρα αυτοί κι όχι εκείνος. Κι ο Αλκιβιάδης έφυγε.
Την πέμπτη μέρα που παρουσιάστηκαν οι Αθηναίοι, ο Λύσανδρος έδωσε διαταγές σ' εκείνους που έστελνε ξοπίσω τους: μόλις τους έβλεπαν ν' αποβιβάζονται και να σκορπίζουν στη Χερσόνησο (πράγμα που οι Αθηναίοι έκαναν κάθε μέρα κυρίως επειδή αναγκάζονταν ν' αγοράζουν τροφές από μακριά, αλλά κι επειδή περιφρονούσαν τον Λύσανδρο που δεν έβγαινε να τους αντιμετωπίσει), να γυρίσουν πίσω και στα μισά της διαδρομής να σηκώσουν ψηλά μιαν ασπίδα.
Οι διαταγές του εκτελέστηκαν. Τότε ο Λύσανδρος έδωσε αμέσως παράγγελμα να ξεκινήσει ο στόλος με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα· ο Θώραξ ακολουθούσε κι αυτός, με το πεζικό. Όταν ο Κόνων είδε τον εχθρό να πλησιάζει, παρήγγειλε να τρέξουν αμέσως όλοι στα καράβια. Καθώς όμως είχαν σκορπίσει τα πληρώματα, άλλα πλοία βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλάτες μονάχα, άλλα με μία κι άλλα αδειανά. Το πλοίο του Κόνωνος κι άλλα εφτά κοντινά του, που βρέθηκαν επανδρωμένα, βγήκαν όλα μαζί στ' ανοιχτά με την «Πάραλο»· όλα τ' άλλα έμειναν στον γιαλό κι έπεσαν στα χέρια του Λυσάνδρου. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αιχμαλωτίστηκε στη στεριά, αν και μερικοί βρήκαν καταφύγιο στα οχυρώματα.
Καθώς έφευγε με τα εννιά πλοία του, ο Κόνων κατάλαβε πως η Αθήνα ήταν χαμένη. Αποβιβάστηκε λοιπόν στην Αβαρνίδα, το ακρωτήρι της Λαμψάκου, και πήρε τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου που βρίσκονταν εκεί· ύστερα ο ίδιος με οχτώ πλοία έβαλε πλώρη για την Κύπρο, στον βασιλιά Ευαγόρα, κι η «Πάραλος» για την Αθήνα, ν' αναγγείλει τα γεγονότα.
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος οδήγησε τα πλοία, τους αιχμαλώτους (ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο Φιλοκλής, ο Αδείμαντος κι άλλοι στρατηγοί) και τ' άλλα λάφυρα στη Λάμψακο. Την ίδια μέρα της νίκης του εξάλλου έστειλε τον Θεόπομπο τον Μιλήσιο, τον κουρσάρο, ν' αναγγείλει τα γεγονότα στη Λακεδαίμονα· αυτός έφτασε εκεί τη μεθεπόμενη μέρα κι έδωσε αναφορά. Έπειτα ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους είπε να συσκεφθούν για την τύχη των αιχμαλώτων. Τότε κατηγορήθηκαν για πολλά οι Αθηναίοι: για εγκλήματα που είχαν κάνει και γι' άλλα που είχε ψηφίσει η Συνέλευσή τους να κάνουν αν κέρδιζαν τη ναυμαχία ― να κόψουν το δεξί χέρι σ' όλους τους αιχμαλώτους. Τους κατηγόρησαν κι ότι είχαν ρίξει στη θάλασσα ολόκληρο το πλήρωμα των πολεμικών που 'χαν πέσει στα χέρια τους, ενός ανδριώτικου κι ενός κορινθιακού· ο Φιλοκλής ήταν ο Αθηναίος στρατηγός που τους εξόντωσε. Ειπώθηκαν κι άλλα πολλά, κι αποφασίστηκε να εκτελέσουν όσους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο (αυτός μονάχος, στη Συνέλευση, είχε εναντιωθεί στο κόψιμο των χεριών ― μερικοί μάλιστα τον κατηγόρησαν ότι προδίδει τον στόλο).
Ο Λύσανδρος ρώτησε πρώτο τον Φιλοκλή ποια τιμωρία του άξιζε ―αυτού, που πρώτος παραβίασε τους νόμους του πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες― και κατόπιν τον έσφαξε.
----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.2.1–2.2.23
Πολιορκία και συνθηκολόγηση της Αθήνας.
<Ο Λύσανδρος συνέτριψε τους Αθηναίους στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.). Από την καταστροφή γλίτωσαν μόνο εννέα αθηναϊκά πλοία με τα πληρώματά τους. Ένα από αυτά, η Πάραλος, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, για να αναγγείλει το τραγικό για τους Αθηναίους νέο, ενώ ο Λύσανδρος μετέβη στη Λάμψακο, πόλη που είχε καταλάβει λίγες ημέρες πριν (βλ. σχετικά και Ξενοφώντος Ελληνικά 2.1.16–2.1.32).>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο, ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα, όπου οι κάτοικοι τον δέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες· εκείνοι πάλι που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες. Στην Αθήνα έστελνε κι ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε ― δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ' αυτούς που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι' αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος άφησε αρμοστή στην Καλχηδόνα τον Λάκωνα Σθενέλαο και γύρισε στη Λάμψακο να επισκευάσει τα πλοία του.
Νύχτα έφερε η «Πάραλος» την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ― δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους (τους αποίκους των Λακεδαιμονίων που είχαν νικήσει κι υποτάξει), στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.
Ενόσω οι Αθηναίοι τα 'καναν αυτά, ο Λύσανδρος ήρθε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, όπου έβαλε τάξη στη Μυτιλήνη και στις άλλες πόλεις του νησιού. Έστειλε και τον Ετεόνικο με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης, κι αυτός κατόρθωσε ολόκληρη η περιοχή να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων. Άλλωστε ευθύς μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο, όπου ο λαός έσφαξε τους αφέντες και κατέλαβε την εξουσία στην πόλη.
Έπειτ' απ' αυτά ο Λύσανδρος ειδοποίησε τη Λακεδαίμονα, καθώς και τον Άγι που βρισκόταν στη Δεκέλεια, ότι έρχεται με διακόσια πλοία. Τότε με διαταγή του Παυσανία ―του άλλου βασιλιά― επιστρατεύτηκαν όλοι οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς την Αθήνα και στρατοπέδευσε στην Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος έφτασε στην Αίγινα, σύναξε όσους Αιγινήτες μπόρεσε να βρει και τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που 'χαν διωχτεί από την πατρίδα τους. Κατόπιν λεηλάτησε τη Σαλαμίνα και τέλος αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με εκατόν πενήντα καράβια, αποκλείοντας την είσοδο του λιμανιού στα εμπορικά πλοία.
Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκημένοι κι από στεριά κι από θάλασσα, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση: μήτε καράβια είχαν, μήτε συμμάχους, μήτε τρόφιμα, και πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε ― θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τον καιρό που μέσα στην άμετρη υπεροψία τους τούς αδικούσαν δίχως αφορμή και για τον μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Για τούτο έδωσαν πίσω τα πολιτικά τους δικαιώματα σ' όσους τα 'χαν στερηθεί κι υπέμεναν καρτερικά· μ' όλο που πολλοί μέσα στην πόλη πέθαιναν από πείνα, λόγος δεν γινόταν για συνθηκολόγηση. Μόνο σαν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα έστειλαν πρεσβεία στον Άγι με την πρόταση να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας όμως τα Τείχη και τον Πειραιά ― μ' αυτούς τους όρους ήταν έτοιμοι να κάνουν συνθήκη.
Ο Άγις είπε στους πρέσβεις να πάνε στη Λακεδαίμονα, γιατί ο ίδιος δεν είχε πληρεξουσιότητα. Όταν τ' ανέφεραν αυτό στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Λακεδαίμονα. Σαν έφτασαν στη Σελλασία κι έμαθαν απ' αυτούς οι έφοροι τι προτάσεις φέρνουν ―ήταν οι ίδιες που είχαν κάνει στον Άγι―, τους παράγγειλαν να γυρίσουν πίσω από κει που βρίσκονταν, κι αν θέλουν στ' αλήθεια ειρήνη να βάλουν πιο πολύ μυαλό κι έπειτα να ξανάρθουν.
Μόλις οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και τ' ανέφεραν αυτά στην πόλη, απελπίστηκαν όλοι: ο εχθρός είχε σκοπό να τους υποδουλώσει, πίστευαν, και πάντως, ώσπου να στείλουν καινούργιους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Μολοντούτο κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα Τείχη· τον Αρχέστρατο, που είπε στη Βουλή ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων ―και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα―, τον φυλάκισαν, και βγήκε και ψήφισμα που απαγόρευε να υποβάλλονται τέτοιες προτάσεις.
Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στον Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν' ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών ― αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να 'χουν κάποια εγγύηση. Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στον Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα 'ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν. Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ' άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντάς τους τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους, Λακεδαιμονίους, ότι είπε του Θηραμένη πως αυτοί μονάχα είχαν εξουσία ν' αποφασίζουν για πόλεμο και για ειρήνη.
Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί.
Μ' αυτό το μήνυμα επέστρεψαν ο Θηραμένης κι οι άλλοι πρέσβεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ' όνομα ολωνών μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια ― νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα.
----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.3.6–2.3.16
Παράδοση της Σάμου – Ο Λύσανδρος επιστρέφει θριαμβευτής στη Σπάρτη – Αυθαιρεσίες και εγκλήματα των Τριάκοντα – Η αντίδραση του Θηραμένη.
<Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκλέξουν τριάντα άντρες, για να καταγράψουν τους πατρίους νόμους , προσδοκώντας έτσι διέξοδο από την κρίση. Οι Σπαρτιάτες απέδωσαν σε όσες πόλεις είχαν πληγεί από τους Αθηναίους τα παλιά τους εδάφη, έκαναν ανεξάρτητο κράτος τη Δήλο και τοποθέτησαν αρμοστές σε όλες τις πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ο Λύσανδρος πολιόρκησε τους Σαμίους απ' όλες τις μεριές. Εκείνοι δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, όταν όμως ο Λύσανδρος ετοιμάστηκε να κάνει έφοδο, συμφώνησαν να φύγουν οι ελεύθεροι πολίτες, παίρνοντας από ένα πανωφόρι ο καθένας κι αφήνοντας όλο τ' άλλο βιος τους· έτσι κι έγινε. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε την πόλη, καθώς κι ό,τι υπήρχε μέσα, στους αλλοτινούς της κατοίκους και διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν. Κατόπιν απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε πίσω στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος έκανε πανιά προς τη Λακεδαίμονα με τα λακωνικά πλοία. Μαζί του έπαιρνε τις φιγούρες πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει, τα πολεμικά του Πειραιά εκτός από δώδεκα, τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ―προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις―, τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι (περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τη διεξαγωγή του πολέμου) κι ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλ' αυτά τα παρέδωσε στη Λακεδαίμονα στο τέλος του καλοκαιριού. [Τότε τέλειωσε ο πόλεμος, που είχε κρατήσει είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια του έφορος ήταν πρώτα ο Αινησίας: στον καιρό του άρχισε ο πόλεμος, δέκαπέντε χρόνια μετά την τριαντάχρονη ανακωχή που είχε ακολουθήσει την κατάκτηση της Εύβοιας. Ύστερα απ' αυτόν ήταν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρ, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, Ονομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέων, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Ένδιος· στον καιρό του τελευταίου είναι που ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στην πατρίδα του.]
Η εκλογή των Τριάντα έγινε αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως εντολή τους ήταν να συντάξουν ένα σύνταγμα που θα ρύθμιζε τον πολιτικό βίο, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του· στο μεταξύ συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς καταδότες, που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν κάνει τη συκοφαντία επάγγελμα και ταλαιπωρούσαν την αριστοκρατική τάξη, και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη. Η Βουλή τους καταδίκαζε μ' ευχαρίστηση, και το πράγμα δεν δυσαρεστούσε καθόλου όσους ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ' αυτούς. Αργότερα ωστόσο άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη. Το πρώτο βήμα ήταν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, για να πείσουν τον Λύσανδρο να ενεργήσει να τους δοθεί φρουρά ―που υπόσχονταν να συντηρούν αυτοί― «ώσπου να βγάλουν από τη μέση τα κακά στοιχεία και να οργανώσουν το καθεστώς». Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους δώσουν τη φρουρά με τον Καλλίβιο για αρμοστή.
Μόλις οι Τριάντα πήραν τη φρουρά βάλθηκαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο, για να εγκρίνει όλες τους τις πράξεις· αυτός πάλι τους έδινε στρατιώτες από τη φρουρά, που τους βοηθούσαν να συλλάβουν όποιους ήθελαν ― όχι πια «κακά στοιχεία» κι ασήμαντα πρόσωπα, αλλ' από δω και μπρος όποιον τους δημιουργούσε την υποψία ότι δεν θ' ανεχόταν τον παραγκωνισμό του κι ότι, αν δοκίμαζε ν' αντιδράσει, θα 'βρισκε πολλούς συμπαραστάτες. http://taexeiola.blogspot.com
Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας όμως ―που ανάμεσα στ' άλλα είχε εξοριστεί κιόλας από τους δημοκρατικούς― είχε διάθεση να σκοτώσει πολύν κόσμο, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να θανατώνουν ανθρώπους μόνο για τον λόγο ότι τους τιμούσε ο λαός, έστω κι αν δεν πείραζαν σε τίποτε την αριστοκρατική τάξη. «Στο κάτω κάτω», του 'λεγε, «κι εγώ κι εσύ έχουμε πει και κάνει πολλά για ν' αποκτήσουμε δημοτικότητα». Ο άλλος πάλι αποκρινόταν (γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στον Θηραμένη) ότι όποιος θέλει να κυριαρχεί είναι υποχρεωμένος να βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο: «Κι αν φαντάζεσαι ότι επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι ανόητος».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.3.35–2.3.49
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.3.35–2.3.56: Η παρωδία δίκης του Θηραμένη) Η απολογία του Θηραμένη
<Οι αυθαιρεσίες των Τριάκοντα (βλ. και ΞΕΝ Ελλ 2.3.6–2.3.16) πολλαπλασιάστηκαν, ειδικά μετά την επιλογή των "Τρισχιλίων", των Αθηναίων δηλαδή που θεωρήθηκαν έμπιστοι και κλήθηκαν να μετάσχουν στην άσκηση της εξουσίας. Επειδή ο Θηραμένης αντιδρούσε στα σχέδιά τους, τον συκοφάντησαν και τον προσήγαγαν σε δίκη. Στην αγόρευσή του ο Κριτίας τον κατηγόρησε για αμοραλισμό, καιροσκοπισμό και αναξιοπιστία και πρότεινε την εκτέλεσή του.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Άμα τέλειωσε και κάθισε, σηκώθηκε και μίλησε ο Θηραμένης:
«Πρώτ' απ' όλα, άνδρες, θ' αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία ― ότι τάχα εγώ, με την καταγγελία μου, οδήγησα τους στρατηγούς στον θάνατο. Όμως είναι γνωστό ότι δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ· εκείνοι ισχυρίστηκαν πως ενώ με πρόσταξαν δεν περιμάζεψα τ' άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δεν μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα ―άσε πια να σώσει τους ναυαγούς― κι η πόλη με πίστεψε. Εκείνοι, αντίθετα, κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Ωστόσο δεν απορώ με το λάθος του Κριτία: όταν έγιναν αυτά συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ, αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα οργάνωνε δημοκρατία, οπλίζοντας τους κολίγους εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχόμαστε να μη γίνει εδώ τίποτα απ' όσα έκανε αυτός εκεί!
»Σ' ένα πράγμα πάντως συμφωνώ μαζί του: όποιος τυχόν θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο· το ποιος είναι όμως που τα κάνει αυτά θα το κρίνετε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική του καθενός από μας. Λοιπόν, όταν επρόκειτο να γίνετε εσείς βουλευτές, να συγκροτηθούν αρχές και να δικαστούν οι γνωστοί καταδότες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι. Καθώς όμως τούτοι άρχισαν να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, τότε άρχισα κι εγώ να διαφωνώ. Ήξερα ότι αν θανατωνόταν ο Λέων ο Σαλαμίνιος, άνθρωπος με αξία και καλή φήμη, που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν ― κι ο τρόμος θα τους έκανε αντίπαλους αυτού του καθεστώτος. Το 'βλεπα ότι αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα 'χαν κακές διαθέσεις εναντίον μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε αρματώσει μ' έξοδά του δυο γοργοτάξιδα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ' όλους όσοι είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντιμίλησα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα 'κανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Αντιμίλησα και τότε που αφόπλισαν τον λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη: ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το 'καναν με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να τους είμαστε ολότελα άχρηστοι· αν αυτό αποζητούσαν, στο χέρι τους ήταν κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό ― δεν είχαν παρά να μας σφίξουν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα.
»Δεν συμφώνησα ούτε με την πρόσληψη μισθοφόρων, τη στιγμή που μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα, εμείς οι εξουσιαστές, στους υπηκόους μας. Επειδή πάλι έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας, και να πληθαίνουν κι οι εξόριστοι, δεν το 'βρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος, ούτε ο Άνυτος, ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού η μάζα θ' αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα 'βρισκαν πολλούς οπαδούς.
»Αυτός που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, λοιπόν, τι είναι δίκαιο να θεωρηθεί ― φίλος ή προδότης; Τον αντίπαλο, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν όσοι φροντίζουν να μην πληθαίνουν οι εχθροί, ούτε όσοι δείχνουν πώς αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους ― αλλά όσοι αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους: αυτοί είναι, πιο πολύ από κάθε άλλον, που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν, όχι μονάχα τους φίλους τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους, από ταπεινή φιλοχρηματία.
»Κι αν από αλλού δεν φαίνεται πως λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι ― ν' ακολουθούμε την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν τούτοι;
»Κατά τη δική μου γνώμη, οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους· θα το θεωρούσαν ωστόσο δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι τους στον τόπο, αν ήταν με το μέρος μας τα καλύτερα στοιχεία της πόλης.
»Όσο για τ' άλλο που είπε, ότι τάχα στάθηκα πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και τούτο: το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, καθώς ξέρετε, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι καθόλου δεν μαλάκωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, τον Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στον μόλο ένα οχυρό όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς, για να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης. Όταν κατάλαβα το σχέδιο, τους εμπόδισα ― αυτό μήπως λέγεται προδοσία προς τους φίλους;
»Με ονομάζει κόθορνο επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τις δυο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δεν ταιριάζει ούτε στη μια ούτε στην άλλη; Γιατί εσένα τον καιρό της δημοκρατίας σε θεωρούσαν τον χειρότερο εχθρό του λαού, και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τιμίων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολέμησα εκείνους που δεν έβρισκαν τη δημοκρατία αρκετά τέλεια όσο δεν μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή· στάθηκα όμως πάντα αντίθετος και μ' εκείνους που δεν βρίσκουν τέλεια οργανωμένη την ολιγαρχία όσο δεν έχουν επιβάλει στην πόλη την τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ' άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα ιδεώδη λύση ― κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν ξέρεις, Κριτία, κάποια περίπτωση όπου να συνεργάστηκα με δημοκρατική ή με τυραννική παράταξη για να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έκανα ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι αξίζει να πάθω τα χειρότερα κακά και να πεθάνω».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.3.50–2.3.56
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.3.35–2.3.56: Η παρωδία δίκης του Θηραμένη) Ο Κριτίας υπαγορεύει την καταδίκη του Θηραμένη, που εκτελείται
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Σαν τέλειωσε μ' αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο· σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:
«Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν' αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα, σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε, «διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».
Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Θηραμένης, μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ' όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα, ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ― κι ας ξέρετε ότι τ' όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»
Τότε ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα».
Ύστερα απ' αυτά τα λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ' εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς. Τράβηξαν λοιπόν μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν.
Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε: «Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!»
Το ξέρω ότι τέτοιες κουβέντες δεν αξίζει ν' αναφέρονται· ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία, μήτε το χιούμορ του.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.4.1–2.4.23
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.4.1–2.4.43: Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Οι δημοκρατικοί καταλαμβάνουν το φρούριο της Φυλής και νικούν στη Μουνυχία – Οι Δέκα αντικαθιστούν τους Τριάκοντα
<Μετά την παρωδία δίκης που οδήγησε στη θανάτωση του Θηραμένη, μετριοπαθούς ολιγαρχικού που αντιδρούσε στις ακρότητες των υπόλοιπων τυράννων (βλ. και Ξενοφώντος Ελληνικά 2.3.35–2.3.56), η διακυβέρνηση των Τριάκοντα έγινε ακόμη σκληρότερη.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Τέτοιος στάθηκε ο θάνατος του Θηραμένη. Τότε πια θεώρησαν οι Τριάντα πως ήταν ελεύθεροι να τυραννούν δίχως φόβο· όχι μόνο απαγόρευσαν σ' όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη, αλλά τους έδιωχναν κι απ' τ' αγροκτήματά τους για να τους αρπάξουν, αυτοί κι οι φίλοι τους, τη γη τους. Οι κατατρεγμένοι κατέφευγαν στον Πειραιά, μα κι εκεί συνεχιζόταν ο διωγμός· τα Μέγαρα κι η Θήβα γέμισαν πρόσφυγες.
Τότε κίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και κατέλαβε τ' οχυρό φρούριο της Φυλής. Μια μέρα που 'κανε καλό καιρό βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν, έχοντας μαζί τους τούς Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά πληγώθηκαν κι έφυγαν άπρακτοι. Οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των επαναστατών και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν· τη νύχτα όμως και την άλλη μέρα χιόνισε τόσο πολύ, που υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη, βουτηγμένοι στα χιόνια, αφού τους σκότωσαν οι άλλοι πολλούς βοηθητικούς. Κατάλαβαν ωστόσο ότι οι επαναστάτες θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες αν δεν υπήρχε φρουρά να τις προστατέψει· έστειλαν λοιπόν στα σύνορα ―κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή― όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών, που στρατοπέδευσαν σ' ένα πυκνοφυτεμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Στο μεταξύ είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες. Μια νύχτα ο Θρασύβουλος τους πήρε και τους κατέβασε σ' απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά· εκεί απόθεσαν τα όπλα τους και περίμεναν. Κατά τα ξημερώματα σηκώθηκαν οι φρουροί και τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, ξεμακραίνοντας από τον οπλισμό τους. Εκείνη την ώρα ―καθώς οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ' άλογα― οι άνδρες του Θρασυβούλου άδραξαν τ' άρματα, κι ορμώντας καταπάνω τους τρέχοντας σκότωσαν μερικούς και κυνήγησαν τους άλλους, που το 'βαλαν στα πόδια, ως έξι εφτά στάδια απόσταση. Οι ολιγαρχικοί έχασαν περισσότερους από εκατόν είκοσι οπλίτες και τρεις ιππείς: τον Νικόστρατο, τον λεγόμενο «ωραίο», κι άλλους δυο που πιάστηκαν στα στρώματά τους. Κατόπιν οι επαναστάτες γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο, μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους κι επέστρεψαν στη Φυλή. Όταν ήρθε το ιππικό από την πόλη για ενίσχυση, δεν βρήκε κανέναν εχθρό μπροστά του· έμεινε λοιπόν εκεί μόνο ώσπου να παραλάβουν τους νεκρούς οι συγγενείς τους και ξαναγύρισε στην πόλη.
Έπειτα απ' αυτό οι Τριάντα, κρίνοντας ότι η θέση τους είχε κλονιστεί, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να την έχουν καταφύγιο σ' ώρα ανάγκης. Πήγαν λοιπόν εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι Τριάντα έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό, κι έκαναν επιθεώρηση στους Ελευσινίους. Στη συνέχεια, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους κι ο καθένας που θα καταγραφόταν να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στον γιαλό όμως είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν χειροπόδαρα.
Αφού τους έπιασαν όλους μ' αυτόν τον τρόπο, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο, καθώς και τους υπόλοιπους ιππείς, κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε:
«Το καθεστώς, άνδρες, δεν τ' οργανώνουμε μόνο για καλό δικό μας, μα άλλο τόσο και για δικό σας. Μια και θα 'χετε λοιπόν μερίδιο στις τιμές, πρέπει να 'χετε μερίδιο και στους κινδύνους. Για τούτο είν' ανάγκη να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, ώστε να 'χετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας».
Και τους έδειξε κάποιο σημείο, λέγοντας να πάνε εκεί να ψηφίσουν ένας ένας φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· άλλωστε όσοι πολίτες δεν σκοτίζονταν παρά μόνο για το συμφέρον τους τα 'βλεπαν αυτά με καλό μάτι…
Μετά απ' αυτά ο Θρασύβουλος πήρε τους ανθρώπους του από τη Φυλή ―είχαν κιόλας μαζευτεί περίπου χίλιοι― κι έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το 'μαθαν οι Τριάντα έτρεξαν να τους χτυπήσουν με τους Λάκωνες, τους οπλίτες και το ιππικό, και προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που ανεβαίνει στον Πειραιά. Οι επαναστάτες δοκίμασαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι ο περίβολος του τείχους του Πειραιά, μεγάλος καθώς ήταν, χρειαζόταν πολυάνθρωπη φρουρά για την επάνδρωσή του ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά· πρώτα παρατάχτηκαν έτσι ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο, και το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές. Κατόπιν, μ' αυτόν τον σχηματισμό, άρχισαν ν' ανηφορίζουν.
Αντίκρυ τους, οι επαναστάτες έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος· πίσω τους ωστόσο πήραν θέση ασπιδοφόροι κι ελαφρύ πεζικό οπλισμένο μ' ακόντια, και ακόμα πιο πίσω άλλοι, οπλισμένοι με πέτρες. (Απ' αυτούς ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι.) Καθώς προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του ν' αποθέσουν τις ασπίδες τους· κάνοντας κι αυτός το ίδιο, αλλά κρατώντας τ' άλλα όπλα του, στάθηκε στη μέση κι είπε:
«Θυμηθείτε, πολίτες ―κι όσοι δεν το ξέρετε, μάθετέ το― ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που εδώ και τέσσερις μέρες νικήσατε και πήρατε στο κυνήγι. Στο άκρο αριστερό τους πάλι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα ― αυτοί που δίχως σε τίποτε να 'χουμε φταίξει μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των αγαπημένων μας. Να όμως που τώρα τους έλαχε κάτι που αυτοί ποτέ δεν περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν ― τους αντικρίζουμε με τα όπλα στα χέρια! Κάποτε μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην Αγορά· άλλοι εξοριστήκαμε όχι μόνο αναίτια, αλλά δίχως να βρισκόμαστε καν στην πόλη. Γι' αυτό κι οι θεοί παίρνουν τώρα φανερά το μέρος μας: μέσα στην καλοκαιρία προκαλούν θύελλα την ώρα που μας συμφέρει· όταν κάνουμε επίθεση λίγοι εμείς εναντίον πολλών εχθρών, θριαμβεύουμε χάρη στην εύνοιά τους· και να τώρα που μας έφεραν σε τοποθεσία όπου οι εχθροί έχουν ν' ανέβουν ανήφορο κι έτσι δεν μπορούν ούτε δόρατα, ούτε ακόντια να ρίξουν πάνω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, ενώ εμείς από ψηλά θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ' ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι με τις πρώτες σειρές τους τουλάχιστον θα χρειαστεί να πολεμήσουμε σαν ίσοι προς ίσους· αν όμως εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δεν θ' αστοχήσει ― γεμάτος καθώς είν' ο κόσμος από δαύτους. Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν ― έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να 'ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε. Εμπρός λοιπόν, άνδρες, αγωνιστείτε με τέτοιο τρόπο, που ο καθένας σας να νιώσει ότι σ' αυτόν περισσότερο χρωστάμε τη νίκη! Γιατί αυτή, αν θέλει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά ―σ' όσους έχουν― και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι θα 'ναι στ' αλήθεια όσοι από μας, νικητές, ζήσουν για να δουν τη γλυκύτατη εκείνη μέρα! Ευτυχισμένος όμως κι όποιος σκοτωθεί, γιατί σε κανέναν ―και πλούσιος να 'ναι― δεν θα στηθεί μνημείο λαμπρό σαν το δικό του! Όταν λοιπόν έρθει η στιγμή θ' αρχίσω εγώ να τραγουδάω τον παιάνα ― και μόλις επικαλεστούμε τον Ενυάλιο ας ορμήσουμε όλοι με μια καρδιά, να ξεπληρώσουμε σ' αυτούς τους ανθρώπους τις προσβολές που μας έκαναν!»
Αφού τέλειωσε, γύρισε προς το μέρος των εχθρών και περίμενε, επειδή ο μάντης συμβούλευε να μην επιτεθούν προτού σκοτωθεί ή πληγωθεί κάποιος δικός τους. «Έπειτα», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα 'ρθετε ξοπίσω μας, θα νικήσετε ― εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ». Και δεν βγήκε ψεύτης: όταν άδραξαν τ' άρματα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς ―λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό― και σκοτώθηκε. (Είναι θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού.) Οι άλλοι ωστόσο νίκησαν και καταδίωξαν τον εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα.
Μετά απ' αυτά, καθώς έγινε εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών, πολλοί από τις δύο παρατάξεις σίμωσαν ο ένας τον άλλο κι έπιασαν κουβέντα. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των Μυστηρίων που είχε πολύ καλή φωνή, έκανε τους άλλους να σωπάσουν κι είπε:
«Πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας πειράξαμε σε τίποτα. Ίσα ίσα, μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια, σε θυσίες, στις λαμπρότερες τελετές· μαζί έχουμε χορέψει και σπουδάσει και πολεμήσει· μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ' όνομα των προγονικών μας θεών, στ' όνομα των δεσμών που μας ενώνουν ―γιατί πολλοί από μας έχουν αναμεταξύ τους συγγένεια, συμπεθεριό ή φιλία― ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους, πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα! Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να 'χουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου! Εκεί που μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ' όλους τους πολέμους ― σ' εμφύλιο σπαραγμό! Κι όμως να το ξέρετε καλά, ότι ανάμεσα σ' αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε είναι μερικοί που τους κλαίμε κι εμείς το ίδιο πικρά όσο και σεις!»
Έτσι μίλησε ο Κλεόκριτος· καθώς ακούγονταν κι αυτά πάνω σ' όσα άλλα είχαν συμβεί, οι υπόλοιποι ηγέτες των ολιγαρχικών πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα αδικήματα, και γι' αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους ―κι εξηγούσαν και στους άλλους― ότι αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 2.4.24–2.4.43
(Ξενοφώντος Ελληνικά 2.4.1–2.4.43: Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Εισβολή του Παυσανία στην Αττική – Προσπάθειές του για συμφιλίωση των Αθηναίων – Αποκατάσταση της δημοκρατίας
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Οι Τριάντα αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα, ενώ οι Δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών. Ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία: ακόμα κι οι ιππείς διανυκτέρευαν στο Ωδείο έχοντας και τ' άλογα και τις ασπίδες τους, κι από καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη ολονυχτίς με τις ασπίδες και κατά τα ξημερώματα με τ' άλογα, με τον αδιάκοπο φόβο ότι θα τους επιτεθούν επαναστάτες. Τούτοι πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, έφτιαχναν μεγάλες ασπίδες ―άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια― και τις γυάλιζαν. Έδωσαν και την υπόσχεση ότι σ' όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, και ξένοι να 'ταν, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους. Πριν περάσουν δέκα μέρες, έχοντας συγκεντρώσει πολλούς οπλίτες και πολύ ελαφρύ πεζικό ―καθώς κι εβδομήντα περίπου ιππείς― άρχισαν να βγαίνουν από τον Πειραιά γι' ανεφοδιασμό, να μαζεύουν ξυλεία κι οπωρικά και να ξαναγυρίζουν στον Πειραιά για να περάσουν τη νύχτα.
Από τη μεριά της Αθήνας ωστόσο δεν έβγαιναν άλλοι ένοπλοι παρά μόνο οι ιππείς, που κάθε τόσο αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από την παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν και το πεζικό τους. Μια φορά συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς που πήγαιναν στα χωράφια τους για τροφές, κι ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε ― παρ' όλες τις ικεσίες τους και παρ' όλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Σ' αντίποινα οι επαναστάτες σκότωσαν έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που 'χαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε είχαν πάρει πια πολύ θάρρος, τόσο που έκαναν επιθέσεις και στα τείχη της Αθήνας. (Ίσως ν' αξίζει ν' αναφερθεί και τούτο σχετικά με τον μηχανικό των Αθηναίων: όταν έμαθε πως οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από τον φαρδύ δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλα τα κάρα να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ' όποιο σημείο του δρόμου ήθελαν ― κι η καθεμιά τους προκάλεσε αργότερα μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.)
Οι Τριάντα, από την Ελευσίνα ―και παράλληλα οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα―, έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα να ζητήσουν βοήθεια, λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν ξεσηκωθεί εναντίον των Λακεδαιμονίων. Ο Λύσανδρος λογάριασε πως γρήγορα μπορούσαν ν' αναγκάσουν τους επαναστάτες να συνθηκολογήσουν, αν τους πολιορκούσαν από στεριά κι από θάλασσα και τους στερήσουν τον ανεφοδιασμό· φρόντισε λοιπόν να δοθούν στους ολιγαρχικούς εκατό τάλαντα δανεικά, καθώς και να διοριστεί ο ίδιος αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ναύαρχος. Αυτός πήγε στην Ελευσίνα και βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς Πελοποννησίους οπλίτες, ενώ ο ναύαρχος φύλαγε από τη μεριά της θάλασσας φροντίζοντας να μην μπαίνει κανένα πλοίο μ' εφόδια για τους επαναστάτες.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι γρήγορα ήρθε η σειρά των επαναστατών να βρεθούν σε δύσκολη θέση, ενώ απ' την άλλη πλευρά η επέμβαση του Λυσάνδρου έδινε πάλι θάρρος στους ολιγαρχικούς. Καθώς όμως τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας ζήλεψε τον Λύσανδρο, ότι αν πετύχαινε τον σκοπό του και δόξα θα κέρδιζε και δική του θα 'κανε την Αθήνα. Έπεισε λοιπόν τρεις από τους εφόρους και ξεκίνησε μ' ένα εκστρατευτικό σώμα· τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, που έλεγαν ότι θα το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, μια και τούτοι δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. (Στην πραγματικότητα κρατούσαν αυτή τη στάση, επειδή πίστευαν πως οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να εξασφαλίσουν για τους εαυτούς τους τα εδάφη των Αθηναίων.)
Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά· διοικούσε ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό. Ο Παυσανίας έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες, μηνώντας τους να πάνε στα σπίτια τους· καθώς αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση ―ίσα ίσα για τα προσχήματα, για να μη δείξει τις καλές διαθέσεις που είχε απέναντί τους― και κατόπιν υποχώρησε άπρακτος.
Την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα» εξετάζοντας από ποια μεριά θα 'ταν πιο εύκολο ν' αποκλειστεί ο Πειραιάς με τείχος. Την ώρα που έφευγε ωστόσο τον χτύπησαν μερικοί από τους εχθρούς, πράγμα που τον ενόχλησε· οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να κάνει μια γοργή επέλαση, και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού ν' ακολουθήσουν· ο ίδιος πήγε ξοπίσω τους με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν κοντά στους τριάντα ελαφρούς πεζούς του εχθρού και καταδίωξαν τους άλλους ως το θέατρο του Πειραιά. Εκεί όμως έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών· το ελαφρύ πεζικό τους όρμησε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες, πληγώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους και πιέζοντάς τους τόσο, που εκείνοι άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα, ενώ οι άλλοι ενίσχυαν την αντεπίθεση. Τότε σκοτώθηκε ο Χαίρων κι ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, καθώς κι ο ολυμπιονίκης Λακράτης κι άλλοι Λακεδαιμόνιοι ― που βρίσκονται θαμμένοι μπροστά στις πύλες, στον Κεραμεικό.
Βλέποντας αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες έτρεξαν σ' ενίσχυση και παρατάχτηκαν γοργά μπροστά στους άλλους, σ' οχτώ σειρές βάθος. Ο Παυσανίας βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε κάπου τέσσερα πέντε στάδια πιο μακριά, κοντά σ' έναν λόφο, απ' όπου παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Από κει, ανασχηματίζοντας το πεζικό του σε μεγάλο βάθος, κατευθύνθηκε καταπάνω στους Αθηναίους, που στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα· τελικά όμως άλλους έριξε στους βάλτους των Αλυκών κι άλλους ανάγκασε να υποχωρήσουν, σκοτώνοντας κάπου εκατόν πενήντα.
Ο Παυσανίας έστησε τρόπαιο και γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο όχι μόνο δεν θύμωσε με τους επαναστάτες, αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, δασκαλεύοντάς τους τι έπρεπε να πουν· κι εκείνοι τον άκουσαν. Ταυτόχρονα βάλθηκε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι, να παρουσιαστούν στο στρατηγείο του και να δηλώσουν ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, παρά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τ' άκουσε μ' ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. (Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να εκστρατεύουν μαζί με τον βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας ― κι οι δυο τους υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο.) Έτσι προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Λακεδαίμονα τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφερναν τις προτάσεις για ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη της Αθήνας, τον Κηφισοφώντα και τον Μέλητο. Αφού όμως ξεκίνησαν αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.
Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ' εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους ― όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα.
Αφού τέλειωσαν αυτά ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος:
«Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε ― και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι πιο φτωχός από σας ― ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας. Αλλά τι καλύτερο κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε σ' εξυπνάδα ― εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα, και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν! ― Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα, κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και θεοφοβούμενοι!»
Αυτά είπε κι άλλα παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το παλιό πολίτευμα· κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση. Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ' αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 3.4.1–3.4.6
Ο Αγησίλαος ξεκινά εκστρατεία στην Ασία
<Ο Τισσαφέρνης, σατράπης της Δυτικής Μ. Ασίας, απαίτησε την παράδοση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας, οι οποίες ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης. Οι Λακεδαιμόνιοι θεώρησαν ότι όφειλαν να ανταποκριθούν σε αυτήν, ώστε να μην πληγεί το κύρος τους, δεδομένης της συμπεριφοράς των Αθηναίων σε ανάλογες εκκλήσεις κατά την περίοδο της δικής τους ηγεμονίας. Έτσι, από το 400 έως το 397 π.Χ. εξεστράτευσαν στη Μ. Ασία με αρχηγούς αρχικά τον Θίβρωνα και στη συνέχεια τον Δερκυλλίδα. Στο μεταξύ στον θρόνο της Σπάρτης ανέβηκε ο Αγησίλαος.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Λίγον καιρό αργότερα κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ' έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να 'ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να 'ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν' αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια. Τότε πήρε το πρώτο καράβι που 'φευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους ότι ο Βασιλεύς κι ο Τισσαφέρνης ήταν που ετοίμαζαν αυτή τη δύναμη ― ιδέα όμως δεν είχε για ποιον σκοπό.
Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, φώναξαν τους συμμάχους κι άρχισαν να συσκέπτονται τι έπρεπε να κάνουν. Ο Λύσανδρος πίστευε πως και στο ναυτικό θα είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες, κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Χώρια απ' αυτές του τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθεια του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν' αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
Όταν ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν' αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του 'δωσαν όλα όσα ζήτησε, καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Τότε εκείνος έκανε όλες τις πρεπούμενες θυσίες ―ανάμεσα στις άλλες κι αυτές που συνηθίζονται στο διάβα των συνόρων― και ξεκίνησε, στέλνοντας αγγελιαφόρους στις πόλεις να μηνύσουν πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν. Ο ίδιος θέλησε να πάει να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπως είχε κάνει κι ο Αγαμέμνων πριν βάλει πλώρη για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί κι έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει, αλλά και πέταξαν χάμω τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια που βρήκαν πάνω στον βωμό. Ο Αγησίλαος, οργισμένος, επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Από κει πήγε στον Γεραιστό, όπου συγκέντρωσε όσο στρατό μπόρεσε κι έκανε πανιά για την Έφεσο.
Μόλις έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως να τον ρωτήσει για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος είπε: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ' αυτό αποκρίθηκε ο Τισσαφέρνης: «Τότε, αν συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή ώσπου ν' αναφερθώ στον Βασιλέα, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα φερθώ στ' αλήθεια τίμια». «Τότε κι εγώ μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, αν φερθείς στ' αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο έχουμε ανακωχή».
Αφού συμφωνήθηκαν αυτά, ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου ―τον Ηριππίδα, τον Δερκυλίδα και τον Μέγιλλο― ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου, ότι εφόσον το 'κανε αυτό θα σεβόταν κι ο Αγησίλαος την ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, από τη μεριά του, παραβίασε αμέσως τον όρκο του, γιατί αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη έστειλε να ζητήσει από τον Βασιλέα ενισχύσεις για τον στρατό του. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 3.4.20–3.4.29
Η μάχη στον Πακτωλό ποταμό
<Ο Τισσαφέρνης παραβίασε την ανακωχή με τους Σπαρτιάτες, μόλις έλαβε ενισχύσεις από τον Πέρση βασιλιά. Ο Αγησίλαος, όμως, τον παραπλάνησε και, αντί για την Καρία, εισέβαλε στη Μικρή Φρυγία, τη σατραπεία του Φαρνάβαζου. Μετά την αμφίρροπη αναμέτρηση με τις δυνάμεις του τελευταίου, ο Αγησίλαος αποσύρθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας, προσπαθώντας να αυξήσει τη μαχητική ικανότητα του στρατεύματός του και να οργανώσει αξιόλογο ιππικό.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, τον Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των αλλοτινών μισθοφόρων του Κύρου και τον Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων, και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας ― ώστε ν' αρχίσουν από κείνη τη στιγμή να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχικά για τη σύγκρουση.
Ο Τισσαφέρνης ωστόσο νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα 'λεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει, ενώ τούτη τη φορά θα εισέβαλλε πραγματικά στην Καρία· έστειλε λοιπόν εκεί το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος όμως δεν είχε πει ψέματα: όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Τρεις μέρες προχώρησε δίχως να συναντήσει εχθρούς, κι έβρισκε άφθονα εφόδια για τον στρατό. Την τέταρτη μέρα παρουσιάστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων να περάσει τον Πακτωλό και να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, βλέποντας τους υπηρέτες των Ελλήνων σκορπισμένους για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ' αυτούς. Όταν το 'μαθε ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σ' ενίσχυση. Οι Πέρσες πάλι, βλέποντας τις ενισχύσεις, συγκέντρωσαν και παράταξαν αντίκρυ τους πολλές μονάδες ιππικού.
Τότε ο Αγησίλαος, καταλαβαίνοντας ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Έκανε λοιπόν θυσία κι αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα καταπάνω στο παραταγμένο ιππικό, ενώ ταυτόχρονα πρόσταζε τις δέκα νεότερες κλάσεις των οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν μπροστά τους· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ' ακολουθούσε μ' όλο τον υπόλοιπο στρατό.
Οι Πέρσες αντιστάθηκαν στο ιππικό, όταν όμως τους εφόρμησαν όλα τ' άλλα τμήματα ταυτοχρόνως υποχώρησαν· άλλοι απ' αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι το 'βαλαν στα πόδια. Οι Έλληνες τους ακολούθησαν και κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να λεηλατούν· ο Αγησίλαος όμως στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους κι εχθρούς. Εκεί έπεσαν στα χέρια του, ανάμεσα σ' άλλη λεία που πουλήθηκε για περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, κι οι καμήλες που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.
Ενώ γινόταν αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις, γι' αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδιδε. Ο Βασιλεύς των Περσών κατέληξε κι ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του κι έστειλε τον Τιθραύστη να του κόψει το κεφάλι. Ο Τιθραύστης εξετέλεσε τη διαταγή και κατόπιν έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο με το ακόλουθο μήνυμα: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο Βασιλεύς σού ζητάει να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου, κι οι πόλεις να 'χουν ανεξαρτησία, αλλά να του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε να τα δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε τουλάχιστον στην περιοχή του Φαρναβάζου, μια και εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «δώσε μου εφόδια για τον στρατό ώσπου να φτάσω εκεί». Ο Τιθραύστης του 'δωσε τριάντα τάλαντα, κι ο Αγησίλαος τα πήρε και ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στον Φαρνάβαζο.
Καθώς βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, έλαβε εντολή από τη Λακεδαίμονα ν' αναλάβει και την ανώτατη διοίκηση του ναυτικού, διορίζοντας ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Τούτο το 'καναν οι Λακεδαιμόνιοι με τη σκέψη ότι αν ο αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, και το πεζικό θα 'ναι πολύ πιο δυνατό ―μια και οι δυνάμεις και των δύο θα 'ναι ενωμένες― αλλά και το ναυτικό, αφού θα του ερχόταν ενίσχυση το πεζικό όποτε χρειαζόταν. Σαν τ' άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, πρώτ' απ' όλα παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να κατασκευάσουν όσα πολεμικά ήθελε η καθεμιά. Μ' αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούργια πολεμικά ― άλλα που 'χαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα που αρμάτωσαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά δίχως την απαιτούμενη πείρα του τι θα πει σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος λοιπόν έφυγε κι άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού, ενώ ο Αγησίλαος συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 3.5.1–3.5.15
Προσπάθεια για την οργάνωση αντισπαρτιατικής κίνησης
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ο Τιθραύστης ωστόσο σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του Βασιλέως κι όχι μόνο δεν είχε καθόλου στον νου του να φύγει απ' την Ασία, παρά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει τον Βασιλέα. Μην ξέροντας λοιπόν πώς ν' αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και με την εντολή να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, εφόσον θα του εγγυηθούν σοβαρά ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος έρχεται στην Ελλάδα και δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και τον Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι πάλι, μ' όλο που δεν πήραν μερίδιο απ' αυτό το χρυσάφι, έδειξαν διάθεση για πόλεμο πιστεύοντας πως έτσι θ' ανακτούσαν την ηγεμονία. Όσο για κείνους που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους ο καθένας στην πόλη του, κι αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους πληθυσμούς, βάλθηκαν να οργανώσουν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
Οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ωστόσο ότι αν δεν άρχιζε άλλος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δεν θ' αποφάσιζαν να παραβιάσουν τις συμφωνίες τους με τους συμμάχους. Για τούτο έπεισαν τους Οπουντίους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, με τη σκέψη ότι αυτό θα 'χε συνέπεια να εισβάλουν οι Φωκείς στη Λοκρίδα. Και δεν έπεσαν έξω: αμέσως εισέβαλαν οι Φωκείς στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε οι οπαδοί του Ανδροκλείδα δεν δυσκολεύτηκαν να πείσουν τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή, αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη σαν φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν όμως οι Θηβαίοι εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα κι άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Λακεδαίμονα ζητώντας βοήθεια κι εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο, παρά βρίσκονταν σ' άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι αρπάχτηκαν πρόθυμα από το πρόσχημα που τους δινόταν για εκστρατεία κατά των Θηβαίων: ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους, και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση, στη Δεκέλεια, να πάρουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα, κι επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι και τους Κορινθίους είχαν πείσει ν' αρνηθούν συμμετοχή σ' εκείνη την επιχείρηση. Δεν ξεχνούσαν κι ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια πάνω απ' τον βωμό, κι ότι ούτε στην Ασία δέχτηκαν να εκστρατεύσουν με τον Αγησίλαο. Χώρια απ' αυτά, υπολόγισαν ότι ήταν καλή η ευκαιρία για να στείλουν στρατό να τους χτυπήσει και να δώσουν τέλος στην αυθάδη συμπεριφορά των Θηβαίων απέναντί τους: η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι' αυτούς χάρη στις νίκες του Αγησιλάου, και στην Ελλάδα δεν είχαν άλλο πόλεμο που να τους δένει τα χέρια.
Τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων. Οι έφοροι κήρυξαν λοιπόν επιστράτευση κι έστειλαν τον Λύσανδρο στους Φωκείς με διαταγή να πάει στον Αλίαρτο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων, καθώς και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μιαν ορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που θα 'ρχόταν με τους Λακεδαιμονίους και τους υπόλοιπους Πελοποννησίους και θα 'χε το γενικό πρόσταγμα. Ο Λύσανδρος εξετέλεσε τις εντολές που είχε πάρει και κατόρθωσε επιπλέον ν' αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τη Θήβα. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε την καθιερωμένη θυσία στο πέρασμα των συνόρων, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστελνε αξιωματικούς–συνδέσμους να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων, ενώ ταυτόχρονα περίμενε τ' αποσπάσματα από τις άλλες πόλεις της Λακεδαίμονος.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα να πουν τ' ακόλουθα:
«Όταν μας κατηγορείτε, Αθηναίοι, ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά μέτρα εναντίον σας, άδικα μας κατηγορείτε: δεν ήταν η πόλη μας που έδωσε εκείνη την ψήφο, αλλά ένας μόνο άνθρωπος που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στο συνέδριο των συμμάχων. Όταν άλλωστε μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε κατά του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μη μετάσχουμε στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν είστε μια από τις κύριες αφορμές της οργής των Λακεδαιμονίων εναντίον μας, δίκαιο είναι ―νομίζουμε― να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο έχουμε την απαίτηση να ξεσηκωθούν πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη: Οι Λακεδαιμόνιοι είναι που, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκράτες, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ―τάχα σαν σύμμαχοι― και σας παρέδωσαν στον λαό, έτσι που αν εξαρτιόταν απ' αυτούς η τύχη σας ήσασταν χαμένοι ― άλλο αν τούτος δω ο λαός σας έσωσε.
»Το ξέρουμε βέβαια όλοι, Αθηναίοι, ότι θα θέλατε ν' αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· με ποιον άλλο τρόπο όμως είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά βοηθώντας οι ίδιοι όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς δεν πρέπει να σας φοβίζει, αλλά ίσα ίσα να σας δίνει θάρρος: σκεφτείτε ότι τον καιρό που και σεις εξουσιάζατε πολλούς, είχατε και τους περισσότερους εχθρούς ― που έκρυβαν το μίσος τους για σας όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν, και που μόλις μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι έδειξαν τ' αληθινά τους αισθήματα απέναντί σας. Και τώρα λοιπόν, αν φανεί ότι εσείς κι εμείς συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα παρουσιαστούν πολλοί που τους μισούν.
»Λογαριάστε και θα δείτε αμέσως πόσο δίκιο έχουμε. Ποιος έχει μείνει στ' αλήθεια με το μέρος τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς; Στον πόλεμο εναντίον σας οι Λακεδαιμόνιοι τους έπεισαν, με χίλια παρακάλια, να πάρουν μέρος σ' όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες. Ύστερα, όταν οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν τον σκοπό τους, μήπως μοιράστηκαν μαζί τους εδάφη, τιμές ή χρήματα; Αντί γι' αυτό, βρίσκουν πρεπούμενο να διορίζουν είλωτες για αρμοστές ― και μόλις τους ευνόησε η τύχη επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, τη δεσποτεία τους. Αλλά είναι φανερό ότι ξεγέλασαν κι όσους παρακίνησαν ν' αποστατήσουν από σας, αφού αντί για ελευθερία τους έκαναν δυο φορές δούλους ― τους τυραννούν κι οι αρμοστές, κι οι Δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Όσο για τον Βασιλέα της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, μήπως τον μεταχειρίζονται διαφορετικά παρά αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους;
»Δεν είναι λοιπόν φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ; Γιατί όταν είχατε την ηγεμονία είναι γνωστό πως προστάζατε μονάχα τους θαλασσινούς, ενώ τώρα θα προστάζετε όλους ― κι εμάς, και τους Πελοποννησίους, κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε, και τον ίδιο τον Βασιλέα που 'χει τη μεγαλύτερη δύναμη απ' όλους. Άλλωστε σταθήκαμε, καθώς ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι και για κείνους· τώρα όμως είναι φυσικό να πολεμήσουμε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση, από κάθε άποψη, παρά τότε στο πλευρό των Λακεδαιμονίων ― γιατί δεν θ' αγωνιζόμαστε όπως τότε γι' άλλους, νησιώτες ή Συρακουσίους, αλλά για μας τους ίδιους. Και τούτο όμως πρέπει να νιώσετε καλά, ότι πολύ πιο εύκολο είναι να πολεμηθούν οι επεκτατικές φιλοδοξίες των Λακεδαιμονίων απ' ό,τι η δική σας αλλοτινή αυτοκρατορία: εσείς είχατε ναυτικό κι εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ τούτοι, λίγοι καθώς είναι, έχουν την αξίωση να εξουσιάζουν πολλούς που δεν είναι χειρότερα εξοπλισμένοι από τους ίδιους.
»Αυτά έχουμε να σας πούμε. Να το ξέρετε όμως καλά, Αθηναίοι, ότι θεωρούμε τις προτάσεις μας πολύ πιο ωφέλιμες για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας».
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 4.2.1–4.2.15
Ανάκληση του Αγησίλαου στην Ελλάδα – Κινήσεις του αντισπαρτιατικού συνασπισμού
<Ο Αγησίλαος εισέβαλε στη Μικρή Φρυγία, όπου διαχείμασε αλλά και προκάλεσε με τις επιτυχίες του δυσχέρειες στον σατράπη της, τον Φαρνάβαζο. Ωστόσο, λόγω της απειλής από τη σύμπηξη του αντισπαρτιατικού συνασπισμού στην Ελλάδα, δεν θα προλάβει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για διείσδυση στα βάθη της Μ. Ασίας.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
υτά, λοιπόν, απασχολούσαν τον Αγησίλαο. Οι Λακεδαιμόνιοι ωστόσο, όταν έμαθαν με βεβαιότητα για τα χρήματα που είχαν έρθει στην Ελλάδα και για τη συμμαχία που είχαν κάνει οι μεγαλύτερες πόλεις για να τους πολεμήσουν, έκριναν ότι η πόλη τους κινδύνευε κι ότι ήταν ανάγκη ν' αναλάβουν εκστρατεία. Άρχισαν λοιπόν να ετοιμάζονται οι ίδιοι, και συνάμα έστειλαν αμέσως τον Επικυδίδα στον Αγησίλαο. Όταν έφτασε, ο Επικυδίδας περιέγραψε στον Αγησίλαο την κατάσταση και του είπε ότι η πόλη του παραγγέλνει να 'ρθει το γρηγορότερο να βοηθήσει την πατρίδα. Σαν τ' άκουσε αυτά ο Αγησίλαος σκέφτηκε πόσες δόξες κι ελπίδες θα 'χανε, και του βαρυφάνηκε· μολοντούτο συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τις διαταγές που είχε πάρει από τη Σπάρτη, λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να πάει να βοηθήσει την πατρίδα του. «Αν όμως όλα πάνε καλά», είπε, «να είστε βέβαιοι, σύμμαχοί μας, ότι δεν θα σας ξεχάσω, κι ότι θα 'ρθω ξανά πίσω να υπερασπίσω τα συμφέροντά σας».
Όταν τ' άκουσαν αυτά πολλοί δάκρυσαν, κι όλοι ψήφισαν να ενισχύσουν κι αυτοί, μαζί με τον Αγησίλαο, τη Λακεδαίμονα, κι αν πάνε καλά τα πράγματα εκεί να τον ξαναφέρουν μαζί τους στην Ασία.
Εκείνοι λοιπόν έκαναν ετοιμασίες για να τον ακολουθήσουν. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος όρισε αρμοστή στην Ασία τον Εύξενο, αφήνοντάς του όχι λιγότερους από τέσσερις χιλιάδες άνδρες για να μπορέσει να διαφεντέψει τις πόλεις. Ωστόσο φάνηκε ότι οι πιο πολλοί στρατιώτες προτιμούσαν να μείνουν στην Ασία παρά να πάνε να πολεμήσουν Έλληνες· τότε ο Αγησίλαος, που ήθελε να πάρει μαζί του όσο γινόταν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για την πόλη που θα έστελνε το αρτιότερο εκστρατευτικό σώμα, καθώς και για τον λοχαγό των μισθοφόρων που θα 'παιρνε μέρος στην εκστρατεία με τον καλύτερα εξοπλισμένο λόχο οπλιτών, τοξοτών ή πελταστών. Υποσχέθηκε και στους ιππάρχους ότι θα δώσει βραβεία σ' όποιον απ' αυτούς παρουσιάσει τη μονάδα με τα καλύτερα άλογα και τον καλύτερο οπλισμό. Η απονομή θα γινόταν, είπε, αφού περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο ― για να καταλάβουν καλά ότι έπρεπε να διαλέξουν μ' επιμέλεια εκείνους που θα μετείχαν στην εκστρατεία. Τα περισσότερα βραβεία ήταν ομορφοστολισμένα όπλα για οπλίτες και καβαλάρηδες· άλλα ήταν χρυσά στεφάνια· όλα μαζί τα βραβεία άξιζαν τουλάχιστον τέσσερα τάλαντα. (Είν' αλήθεια ότι σ' αντίκρισμα αυτής της δαπάνης εφοδιάστηκε ο στρατός με όπλα πολύ μεγάλης αξίας.) Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, ορίστηκαν κριτές οι Λακεδαιμόνιοι Μένασκος, Ηριππίδας και Όρσιππος, καθώς κι ένας από κάθε συμμαχική πόλη. Μετά την απονομή των βραβείων, ο Αγησίλαος ξεκίνησε με τον στρατό από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει κι ο Βασιλεύς στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας.
Στο μεταξύ οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση, κι επειδή ο Αγησίπολις ήταν ακόμη ανήλικος, οι πολίτες ανέθεσαν την αρχηγία του στρατού στον Αριστόδημο, που ανήκε στη βασιλική οικογένεια κι ήταν κηδεμόνας του παιδιού. Ενώ ξεκινούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, οι αντίπαλοί τους ήταν κιόλας συγκεντρωμένοι κι έκαναν συμβούλιο για το πώς θα δώσουν μάχη με τις ευνοϊκότερες γι' αυτούς συνθήκες. Ο Κορίνθιος Τιμόλαος είπε:
«Κατά τη γνώμη μου, σύμμαχοι, με τους Λακεδαιμονίους συμβαίνει ό,τι και με τα ποτάμια. Όπως τα ποτάμια δεν είναι μεγάλα κοντά στις πηγές τους κι εύκολα τα διαβαίνεις, ενώ όσο μακρύτερα προχωρούν χύνονται μέσα τους άλλα ποτάμια και δυναμώνουν το ρεύμα τους, έτσι κι οι Λακεδαιμόνιοι: εκεί που βγαίνουν από τον τόπο τους είναι μόνοι, αλλά όσο προχωρούν και παίρνουν τις πόλεις με το μέρος τους πληθαίνουν ολοένα κι είναι πιο δύσκολο να τους πολεμήσεις. Βλέπω ακόμα», συνέχισε, «κι εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν σφήκες· όταν δοκιμάζουν να τις πιάσουν καθώς βγαίνουν από τη φωλιά τους δέχονται πολλά κεντρίσματα, ενώ αν τους βάλουν φωτιά την ώρα που είναι μέσα, τις δαμάζουν δίχως να πάθουν τίποτα οι ίδιοι. Έχοντας αυτά υπόψη μου πιστεύω πως το καλύτερο απ' όλα είναι να δώσουμε μάχη μέσα στην ίδια τη Λακεδαίμονα, αν γίνεται, ή τουλάχιστον όσο πιο κοντά της μπορούμε».
Οι άλλοι βρήκαν σωστές τις απόψεις του και ψήφισαν σύμφωνα μ' αυτές. Κατόπιν βάλθηκαν να ρυθμίσουν το πρόβλημα της αρχιστρατηγίας, και να συμφωνήσουν σε πόσες σειρές έπρεπε να παραταχτεί ολόκληρο το στράτευμα, για να μην έχουν υπερβολικό βάθος οι φάλαγγες της καθεμιάς πόλης κι έτσι μπορέσει ο εχθρός να τις κυκλώσει. Στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν κιόλας παραλάβει τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς και βάδιζαν προς την Κόρινθο. Καθώς προχωρούσαν οι δύο στρατοί, έφταναν σχεδόν ταυτόχρονα οι Κορίνθιοι με τους συμμάχους τους στη Νεμέα κι οι Λακεδαιμόνιοι με τους δικούς τους στη Σικυώνα. Όταν τούτοι εισέβαλαν κοντά στην Επιείκεια, στην αρχή έπαθαν μεγάλη καταστροφή από το ελαφρύ πεζικό των αντιπάλων που τους χτυπούσε με τόξα και ακόντια από τα υψώματα στα δεξιά τους. Στη συνέχεια όμως κατέβηκαν προς τη θάλασσα και προχώρησαν παράλληλα μ' αυτήν μέσα από την πεδιάδα, καταστρέφοντας και καίγοντας τη χώρα. Τότε οι άλλοι τραβήχτηκαν κι έστησαν στρατόπεδο πίσω από μια χαράδρα· οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, αφού προχώρησαν τόσο που να μην απέχουν ούτε δέκα στάδια από κείνους, σταμάτησαν κι έστησαν κι αυτοί στρατόπεδο εκεί.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 4.5.1–4.5.8
Εκστρατεία του Αγησίλαου στην Κορινθία
<Οι Λακεδαιμόνιοι νίκησαν τον αντισπαρτιατικό συνασπισμό στον ποταμό Νεμέα (Ιούλιος 394 π.Χ.) και στην Κορώνεια της Βοιωτίας (τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου υπό την ηγεσία του Αγησίλαου), χωρίς, ωστόσο, να αποκομίσουν στρατηγικά οφέλη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, Κορίνθος και Άργος ενώθηκαν πολιτικά, ενώ απέτυχαν οι προσπάθειές των Σπαρτιατών για προσέγγιση του Πέρση βασιλιά, αλλά και οι προτάσεις για ειρήνη που υπέβαλαν στους αντιπάλους τους. Την άνοιξη του 390 π.Χ. ο Αγησίλαος ξεκινά μια νέα εκστρατεία στην Κορινθία> .
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Αργότερα οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους ότι οι Κορίνθιοι είχαν συγκεντρώσει και φύλαγαν όλα τους τα κοπάδια στο Πείραιο, κι ότι από κει τρέφονταν πολλοί· έκαναν λοιπόν καινούργια εκστρατεία εναντίον της Κορίνθου, πάλι με αρχηγό τον Αγησίλαο. Πρώτα πήγαν στον Ισθμό: ήταν ο μήνας που γιορτάζονται τα Ίσθμια, κι οι Αργείοι βρίσκονταν εκεί και θυσίαζαν στον Ποσειδώνα ― λες κι η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Μόλις όμως άκουσαν ότι σίμωνε ο Αγησίλαος, παράτησαν και τα θυσιασμένα σφάγια και το έτοιμο φαγητό κι αποτραβήχτηκαν πανικόβλητοι προς την πόλη, από τον δρόμο των Κεγχρειών. Ο Αγησίλαος τους είδε, αλλά δεν τους κυνήγησε· κατασκήνωσε στο ιερό κι έκανε ο ίδιος θυσία στον θεό, ενόσω περίμενε να κάνουν οι Κορίνθιοι εξόριστοι τη θυσία και τους αγώνες τους. Όταν αποτραβήχτηκε ο Αγησίλαος, οι Αργείοι γιόρτασαν από την αρχή τα Ίσθμια, κι έτσι παρουσιάστηκε εκείνη τη χρονιά το φαινόμενο να νικηθούν οι ίδιοι άνθρωποι δυο φορές στο ίδιο αγώνισμα, κι άλλοι ν' ανακηρυχτούν δυο φορές νικητές.
Τρεις μέρες αργότερα ο Αγησίλαος οδήγησε τον στρατό προς το Πείραιο, αλλά βλέποντας ότι φυλασσόταν καλά κίνησε μετά το γεύμα προς την πόλη, σαν να 'ταν τάχα να του την παραδώσουν. Οι Κορίνθιοι φοβήθηκαν μην τυχόν υπήρχαν στ' αλήθεια προδότες μέσα στην πόλη, κι έφεραν ενίσχυση τον Ιφικράτη με το μεγαλύτερο μέρος των πελταστών. Μόλις ο Αγησίλαος έμαθε πως είχαν μετακινηθεί τη νύχτα, γύρισε ξανά με τα χαράματα προς το Πείραιο, κι ενώ ο ίδιος προχωρούσε προς τη θερμοπηγή, έστειλε ένα τάγμα στην κορυφογραμμή. Την επόμενη νύχτα στρατοπέδευσε αυτός στη θερμοπηγή και το τάγμα στις κορφές που είχε καταλάβει. Εκεί είναι που ο Αγησίλαος διακρίθηκε με μια μικρή, αλλ' αξιόλογη πρωτοβουλία: καθώς κανένας από κείνους που είχαν πάει συσσίτιο στο τάγμα δεν τους είχε πάει και φωτιά, με το κρύο που έκανε εκεί ψηλά ―προς το βράδυ έβρεξε κιόλας κι έριξε και χαλάζι― οι στρατιώτες που φορούσαν ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα ξεπάγιαζαν και δεν είχαν όρεξη να φάνε. Ο Αγησίλαος λοιπόν έστειλε δέκα, το λιγότερο, άνδρες να τους πάνε φωτιά μέσα σε χύτρες· αυτοί ανέβηκαν από διάφορα μονοπάτια και σε λίγο, καθώς αφθονούσε η ξυλεία, άναβαν πολλές μεγάλες φωτιές. Τότε όλοι οι στρατιώτες αλείφτηκαν με λάδι και πολλοί κάθισαν να φάνε από την αρχή.
Την ίδια νύχτα φάνηκε να καίγεται κι ο ναός του Ποσειδώνα, κανείς όμως δεν ξέρει ποιος του 'βαλε φωτιά.
Σαν είδαν οι κάτοικοι του Πειραίου ότι είχε καταληφθεί η βουνοκορφή, δεν δοκίμασαν πια ν' αμυνθούν, παρά κατέφυγαν όλοι στο Ήραιο ― άνδρες και γυναίκες, δούλοι κι ελεύθεροι πολίτες, μαζί με τα περισσότερα κοπάδια τους. Στο μεταξύ ο Αγησίλαος προχώρησε με τον στρατό του ακολουθώντας την παραλία, ενώ το τάγμα κατέβαινε από το βουνό, κυρίευε τα οχυρά που είχαν κατασκευαστεί στην Οινόη κι αιχμαλώτιζε ό,τι βρισκόταν μέσα· τέλος όλος ο στρατός εφοδιάστηκε εκείνη τη μέρα με άφθονα τρόφιμα από τα χωριά. Εκείνοι που είχαν καταφύγει στο Ήραιο βγήκαν και παραδόθηκαν δίχως όρους στον Αγησίλαο· αυτός αποφάσισε να παραδοθούν στους εξόριστους όσοι είχαν πάρει μέρος στη σφαγή, κι οι υπόλοιποι να πουληθούν για δούλοι.
Ύστερα απ' αυτά, κι ενώ έβγαιναν από το Ήραιο πολυάριθμοι αιχμάλωτοι και λάφυρα, ήρθαν από πολλά μέρη πρεσβείες να ρωτήσουν με τι όρους θα μπορούσαν να πετύχουν ειρήνη. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν και μία των Βοιωτών. Μ' όλο που στεκόταν πλάι τους, για να τους παρουσιάσει, ο Φάραξ που ήταν πρόξενός τους, ο Αγησίλαος τους φέρθηκε πολύ περιφρονητικά, κάνοντας ότι τάχα δεν τους βλέπει· καθισμένος στο κυκλικό κτίριο, κοντά στη λίμνη, παρακολουθούσε όλα όσα έβγαζαν από το Ήραιο. Μερικοί Λακεδαιμόνιοι που είχαν έρθει από το στρατόπεδο με τα δόρατά τους, φρουροί των αιχμαλώτων, τραβούσαν ολωνών τα βλέμματα ― γιατί πάντα εκείνοι που πετυχαίνουν και νικούν φαίνονται ν' αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αξιοπερίεργο θέαμα.
Την ώρα που ο Αγησίλαος καθόταν ακόμα εκεί και φαινόταν ενθουσιασμένος με την επιτυχία του, έφτασε καλπάζοντας ένας καβαλάρης με τ' άλογό του βουτηγμένο στον ιδρώτα. Πολλοί τον ρώτησαν τι είδηση έφερνε, μ' απάντηση δεν έδινε σε κανέναν· μόνο σαν βρέθηκε σιμά στον Αγησίλαο πήδηξε κάτω κι έτρεξε κοντά του, πολύ σκυθρωπός, να του αναγγείλει την καταστροφή που είχε πάθει το τάγμα του Λεχαίου. Μόλις τ' άκουσε εκείνος αναπήδησε ευθύς από το κάθισμά του, άρπαξε το δόρυ του και πρόσταξε τον κήρυκα να φωνάξει τους πολέμαρχους, τους πεντηκόνταρχους και τους αξιωματικούς–συνδέσμους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι βιαστικά, είπε στους άλλους να φάνε κάτι ―γιατί δεν είχαν ακόμα γευματίσει― και να ξεκινήσουν το γρηγορότερο· στο μεταξύ ο ίδιος έφευγε πρώτος, νηστικός, μαζί με τους συντρόφους του. Οι σωματοφύλακές του πήραν τα όπλα τους και τον ακολούθησαν τρέχοντας καθώς προπορευόταν έχοντας τους συντρόφους ξοπίσω του. Είχε κιόλας ξεπεράσει τη θερμοπηγή και φτάσει στην πεδιάδα του Λεχαίου, όταν ήρθαν να τον απαντήσουν τρεις καβαλάρηδες, με την είδηση ότι είχαν πια περισυλλέξει τους νεκρούς. Σαν τ' άκουσε ο Αγησίλαος πρόσταξε τον στρατό να σταματήσει, τον άφησε λίγο να ξεκουραστεί και τον οδήγησε πίσω στο Ήραιο, όπου την άλλη μέρα ξεπούλησε τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 4.8.12–4.8.19
Αποτυχημένη προσπάθεια των Σπαρτιατών για προσέγγιση με τους Πέρσες
<Από το 4.8.1 ο Ξενοφώντας επιστρέφει στην αφήγηση των γεγονότων στο Αιγαίο και τη Μ. Ασία. Μετά τη νίκη τους στη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.) οι Φαρνάβαζος και Κόνωνας έπλευσαν στο Αιγαίο και προκάλεσαν την ανατροπή των φιλολακωνικών καθεστώτων. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, που διαπίστωσαν πλέον ότι οι νίκες τους στην ξηρά δεν επαρκούσαν για την τελική τους επικράτηση, αποφάσισαν να κλείσουν ειρήνη με τον Πέρση βασιλιά, ώστε να σταματήσει αυτός να χρηματοδοτεί και να επικουρεί τον αθηναϊκό στόλο. Επιθυμώντας τη διάλυση του Βοιωτικού Κοινού και της ένωσης Άργους–Κορίνθου, ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν το ενδεχόμενο αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στη συνθήκη ειρήνης που θα υπογραφόταν στο μέλλον. Στις Σάρδεις στέλνεται ως διαπραγματευτής ο Ανταλκίδας και υποβάλλει τις προτάσεις των Σπαρτιατών στον διάδοχο του Τιθραύστη, τον Τιρίβαζο>.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Οι Λακεδαιμόνιοι άκουσαν ότι ο Κόνων ξόδευε τα χρήματα του Βασιλέως για να ξαναχτίζει τα τείχη των Αθηναίων και για να συντηρεί το ναυτικό που εξασφάλιζε την προσχώρηση των νησιών και των παραθαλασσίων πόλεων της στεριάς στους Αθηναίους. Τότε σκέφτηκαν ότι αν ειδοποιούσαν γι' αυτά τον Τιρίβαζο, τον στρατηγό του Βασιλέως, ο Τιρίβαζος ή θα πήγαινε με το μέρος τους ή τουλάχιστον θα έπαυε να συντηρεί το ναυτικό του Κόνωνος. Αποφάσισαν λοιπόν να του στείλουν τον Ανταλκίδα, με οδηγίες να του μιλήσει με τέτοιο πνεύμα και να προσπαθήσει να πετύχει ειρήνη ανάμεσα στην πόλη και στον Βασιλέα. Όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν κι εκείνοι πρέσβεις ―μαζί με τον Κόνωνα― τον Ερμογένη, τον Δίωνα, τον Καλλισθένη και τον Καλλιμέδοντα. Ζήτησαν κι από τους συμμάχους τους να στείλουν κι εκείνοι πρέσβεις, κι ήρθαν από τους Βοιωτούς, από την Κόρινθο και το Αργός.
Αφού έφτασαν στην έδρα του Τιριβάζου, ο Ανταλκίδας του είπε ότι είχε έρθει με προτάσεις ειρήνης ανάμεσα στην πόλη του και στον Βασιλέα ― και μάλιστα τέτοιας ειρήνης, όπως από καιρό την επιθυμούσε ο Βασιλεύς: γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, δεν διεκδικούσαν από τον Βασιλέα τις ελληνικές πόλεις της Ασίας· όσο για τις υπόλοιπες πόλεις κι όλα τα νησιά, αρκούσε στους Λακεδαιμονίους να μείνουν ανεξάρτητα. «Αφού λοιπόν», είπε, «είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τέτοιους όρους, τι λόγο έχει ο Βασιλεύς να μας πολεμάει και να ξοδεύει χρήματα; Ούτε οι Αθηναίοι θα μπορούν να οργανώσουν εκστρατεία εναντίον του Βασιλέως δίχως εμάς αρχηγούς, ούτε όμως κι εμείς εφόσον θα είναι ανεξάρτητες οι πόλεις».
Οι προτάσεις του Ανταλκίδα άρεσαν πολύ στον Τιρίβαζο όταν τις άκουσε. Στους αντιπάλους του Ανταλκίδα, αντίθετα, δεν βρήκαν απήχηση· οι Αθηναίοι φοβήθηκαν ότι αν συμφωνούσαν να δοθεί ανεξαρτησία στα νησιά θα 'χαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο· οι Θηβαίοι ότι θ' αναγκάζονταν ν' αφήσουν ανεξάρτητες τις πόλεις της Βοιωτίας· οι Αργείοι, τέλος, ότι αν γινόταν τέτοια συνθήκη ειρήνης δεν θα μπορούσαν ―όπως ήθελαν― να κρατήσουν προσαρτημένη την Κόρινθο. Έτσι ματαιώθηκε τότε η σύναψη ειρήνης, κι όλοι γύρισαν στις πατρίδες τους.
Ο Τιρίβαζος έκρινε επικίνδυνο να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων χωρίς τη συγκατάθεση του Βασιλέως· έδωσε ωστόσο, κρυφά, χρήματα στον Ανταλκίδα για να φτιάξουν ναυτικό οι Λακεδαιμόνιοι, με τη σκέψη ότι τότε οι Αθηναίοι κι οι σύμμαχοί τους θα 'δειχναν περισσότερη διάθεση για ειρήνη. Ταυτόχρονα φυλάκισε τον Κόνωνα με τη δικαιολογία ότι οι κατηγορίες των Λακεδαιμονίων ήταν βάσιμες κι ότι είχε παραβεί το καθήκον του προς τον Βασιλέα. Ύστερα πήγε στον Βασιλέα να του διαβιβάσει τις προτάσεις των Λακεδαιμονίων, να του αναφέρει ότι είχε φυλακίσει τον Κόνωνα για παράβαση καθήκοντος και να του ζητήσει οδηγίες για όλ' αυτά.
Όσο ο Τιρίβαζος βρισκόταν στο εσωτερικό της χώρας κοντά στον Βασιλέα, τούτος έστειλε τον Στρούθα ν' αναλάβει τη διοίκηση των παραθαλασσίων περιοχών. Ο Στρούθας όμως, που δεν λησμονούσε πόσα κακά είχε πάθει η χώρα από τον Αγησίλαο, ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Όταν είδαν οι Λακεδαιμόνιοι πόσο εχθρικά φερόταν απέναντί τους και πόσο φιλικά στους Αθηναίους, έστειλαν τον Θίβρωνα εναντίον του. Αυτός πέρασε στην Ασία κι άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη του Βασιλέως με ορμητήρια την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη, Λεύκοφρυ και Αχίλλειο.
Σε λίγον καιρό ο Στρούθας πρόσεξε ότι ο Θίβρων ξεκινούσε πάντα τις επιχειρήσεις του ακατάστατα και δίχως προφυλάξεις· έστειλε λοιπόν ιππικό στην πεδιάδα να κάνει επιδρομή, να περικυκλώσει τον εχθρό και ν' αρπάξει ό,τι μπορέσει. Εκείνη την ώρα ο Θίβρων, που μόλις είχε γευματίσει, έκανε δισκοβολία με τον αυλητή Θέρσανδρο (γιατί ο Θέρσανδρος δεν ήταν μονάχα καλός αυλητής, αλλά σαν οπαδός των λακωνικών εθίμων παρίστανε και τον αθλητή). Όταν είδε ο Στρούθας ότι οι αντίπαλοι έβγαιναν ν' αντιμετωπίσουν τους άνδρες του μ' ακατάστατο τρόπο, κι ότι ήταν λιγοστοί στην πρώτη γραμμή, παρουσιάστηκε ξαφνικά με πολύ και καλά συνταγμένο ιππικό. Πρώτ' απ' όλους σκότωσαν τον Θίβρωνα και τον Θέρσανδρο· μετά τον θάνατο τους καταδίωξαν τον υπόλοιπο στρατό, που τράπηκε σε φυγή, και σκότωσαν πολλούς. Μερικοί ωστόσο σώθηκαν καταφεύγοντας στις φιλικές πόλεις, και περισσότεροι επειδή δεν είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα για την επιχείρηση ― γιατί όπως έκανε συχνά ο Θίβρων, έτσι κι εκείνη τη φορά είχε ξεκινήσει δίχως καν να 'χει εκδώσει διαταγές. Έτσι λοιπόν έγιναν αυτά.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 5.1.30–5.1.36
Η Ανταλκίδειος ειρήνη
<Η ενίσχυση του σπαρτιατικού στόλου και οι επιτυχίες του στον Ελλήσποντο έφεραν σε δυσχερή θέση τους Αθηναίους, που επιθυμούσαν πλέον τη σύναψη ειρήνης. Οι Κορίνθιοι, που υπέφεραν από τη φρουρά του Λεχαίου, και οι Αργείοι, που πληροφορούνταν τις σπαρτιατικές προετοιμασίες για εκστρατεία, ήταν επίσης πρόθυμοι να δεχτούν την ειρήνη που είχαν απορρίψει το 392 π.Χ. Απεσταλμένοι των πόλεων αυτών σπεύδουν στις Σάρδεις μετά από πρόσκληση του σατράπη Τιρίβαζου.>.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Έτσι, όταν ο Τιρίβαζος παρήγγειλε να παρουσιαστούν όσοι ήθελαν ν' ακούσουν τους όρους ειρήνης που πρότεινε ο Βασιλεύς, όλοι βιάστηκαν να πάνε. Αφού συγκεντρώθηκαν, ο Τιρίβαζος τους έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και διάβασε το ακόλουθο κείμενο:
«O Βασιλεύς Αρταξέρξης κρίνει δίκαιο να του ανήκουν οι πόλεις της Ασίας, κι από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος. Οι άλλες ελληνικές πόλεις, μεγάλες και μικρές, ν' αφεθούν ανεξάρτητες εκτός από τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο, που όπως και παλιά θ' ανήκουν στους Αθηναίους. Όσους δεν δεχτούν τούτη την ειρήνη, θα τους πολεμήσω μαζί μ' εκείνους που τη δέχονται και στη στεριά και στη θάλασσα, με πλοία και με χρήματα».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι πρέσβεις των πόλεων, πήγαν να τ' αναφέρουν ο καθένας στην πόλη του. Ενώ όμως οι άλλοι ορκίστηκαν να τηρήσουν τούτους τους όρους, οι Θηβαίοι διατύπωσαν την αξίωση να ορκιστούν για λογαριασμό όλων των Βοιωτών. Ο Αγησίλαος ωστόσο δήλωσε πως δεν θα δεχτεί τους όρκους των παρά μόνο αν ορκιστούν, καθώς ακριβώς έλεγε το κείμενο του Βασιλέως, ότι η καθεμιά πόλη ―μικρή ή μεγάλη― θα είναι ανεξάρτητη. Οι πρέσβεις των Θηβαίων πάλι υποστήριζαν ότι δεν είχαν τέτοια εξουσιοδότηση. «Τότε», τους είπε ο Αγησίλαος, «να πάτε να ρωτήσετε τους δικούς σας. Και να τους ειδοποιήσετε ακόμα ότι αν δεν τα κάνουν αυτά, θα μείνουν έξω από τη συνθήκη ειρήνης». Τότε οι Θηβαίοι πρέσβεις έφυγαν.
Στο μεταξύ ο Αγησίλαος, που εχθρευόταν τους Θηβαίους, δίχως να χάσει καιρό έπεισε τους εφόρους κι έκανε αμέσως θυσία για το πέρασμα των συνόρων. Αφού βγήκαν ευνοϊκά τα σημάδια, πήγε στην Τεγέα κι από κει έστειλε ιππείς να επιταχύνουν την επιστράτευση των περιοίκων, κι έστειλε κι αξιωματικούς–συνδέσμους στις πόλεις. Πριν εξορμήσει ωστόσο από την Τεγέα, ήρθαν οι Θηβαίοι να δηλώσουν ότι αφήνουν τις πόλεις ανεξάρτητες. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι γύρισαν στην πατρίδα τους και οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να δεχτούν τη συνθήκη, αφήνοντας ανεξάρτητες τις πόλεις της Βοιωτίας.
Οι Κορίνθιοι όμως δεν έδιωχναν τη φρουρά των Αργείων. Ο Αγησίλαος τους προειδοποίησε και τούτους: αν οι Κορίνθιοι δεν διώξουν τη φρουρά των Αργείων κι αν οι Αργείοι δεν εκκενώσουν την Κόρινθο, θα τους κηρύξει πόλεμο. Τότε φοβήθηκαν κι οι δύο, έφυγαν οι Αργείοι και η Κόρινθος έγινε ανεξάρτητη· οι υπαίτιοι των σφαγών κι οι συνένοχοί τους αποφάσισαν από μόνοι τους να εγκαταλείψουν την Κόρινθο, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός δεχόταν, με τη θέλησή του, τους αλλοτινούς εξόριστους.
Ύστερα απ' αυτά οι πόλεις ορκίστηκαν να τηρήσουν τη συνθήκη ειρήνης που είχε προτείνει ο Βασιλεύς, και διαλύθηκαν οι στρατοί και οι στόλοι. Έτσι έγινε ειρήνη ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αθηναίους και στους συμμάχους, για πρώτη φορά από τότε που πολεμούσαν έπειτα από το γκρέμισμα των Μακρών Τειχών. Αν και σ' αυτόν τον πόλεμο οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν υπερτερήσει των αντιπάλων τους, ωστόσο χάρη στη λεγόμενη Ειρήνη του Ανταλκίδα το γόητρό τους αυξήθηκε: καθώς έγιναν υπέρμαχοι των προτάσεων ειρήνης του Βασιλέως και υποστήριξαν την ανεξαρτησία των πόλεων, απέκτησαν καινούργιο σύμμαχο, την Κόρινθο, εξασφάλισαν την ανεξαρτησία των βοιωτικών πόλεων από τους Θηβαίους ―που ήταν παλιά τους επιδίωξη― κι έδωσαν τέλος στην προσάρτηση της Κορίνθου από τους Αργείους, με την απειλή ότι θα κηρύξουν επιστράτευση εναντίον τους αν δεν εγκαταλείψουν την πόλη.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 5.2.25–5.2.31
Πραξικοπηματική κατάληψη της Καδμείας από τους Σπαρτιάτες
<Η Ανταλκίδειος ειρήνη (βλ. και Ξενοφώντος Ελληνικάλ 5.1.30–5.1.36) ενίσχυσε τη θέση της Σπάρτης. Άρχισε, έτσι, μια περίοδος παρεμβάσεών της στα εσωτερικά ζητήματα των ελληνικών πόλεων, με παράλληλη προσπάθειά της για τη συστηματική εξασθένιση των αντίπαλων δυνάμεων. Στα πλαίσια αυτά, στάλθηκε στη Χαλκιδική σπαρτιατικό εκστρατευτικό σώμα υπό την ηγεσία του Ευδαμίδα, ενώ ο αδελφός του, ο Φοιβίδας, αναχώρησε για τον ίδιο προορισμό αργότερα, έχοντας υπό τις διαταγές του τους άνδρες που ανήκαν στο σώμα του πρώτου, αλλά είχαν καθυστερήσει να συγκεντρωθούν>.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ συγκεντρώθηκε ο υπόλοιπος στρατός του Ευδαμίδα κι ο Φοιβίδας τον παρέλαβε και ξεκίνησε. Φτάνοντας στη Θήβα στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, κοντά στο γυμνάσιο. Εκείνο τον καιρό οι Θηβαίοι είχαν εμφύλια διαμάχη· ο Ισμηνίας κι ο Λεοντιάδης, που εχθρεύονταν ο ένας τον άλλον κι ήταν οι αρχηγοί των δύο μερίδων, τύχαινε να 'ναι πολέμαρχοι. Ο Ισμηνίας, που μισούσε τους Λακεδαιμονίους, δεν θέλησε ούτε να συναντήσει τον Φοιβίδα. Ο Λεοντιάδης, αντίθετα, τον καλόπιανε με κάθε τρόπο κι όταν απέκτησε οικειότητα του είπε: «Στο χέρι σου είναι, Φοιβίδα, να προσφέρεις σήμερα μια πολύ μεγάλη υπηρεσία στην πατρίδα σου. Αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου θα σε βάλω μέσα στην ακρόπολη, κι άμα γίνει αυτό να 'σαι βέβαιος ότι η Θήβα θα 'ναι ολότελα υπάκουη σε σας και σ' εμάς που είμαστε φίλοι σας. Γιατί τώρα, όπως βλέπεις, έχει απαγορευτεί με προκήρυξη να πάρει μέρος Θηβαίος στην εκστρατεία σας κατά των Ολυνθίων αν όμως συνεργαστείς μαζί μας όπως σου είπα, εμείς θα σου δώσουμε αμέσως πολλούς οπλίτες και πολύ ιππικό. Έτσι θα ενισχύσεις τον αδελφό σου με μεγάλη δύναμη, κι ενώ αυτός ετοιμάζεται να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα 'χεις υποτάξει τη Θήβα που είναι πολύ μεγαλύτερη πόλη από κείνη».
Ακούγοντας αυτά ο Φοιβίδας ενθουσιάστηκε· είν' αλήθεια ότι αγαπούσε τα λαμπρά κατορθώματα πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή, δεν είχε όμως τη φήμη ανθρώπου λογικού μήτε πολύ φρόνιμου. Όταν συμφώνησε, ο άλλος του είπε να ξεκινήσει, μια κι είχε κιόλας ετοιμαστεί γι' αναχώρηση. «Κι όταν έρθει η στιγμή», είπε ο Λεοντιάδης, «θα 'ρθω να σε βρω και θα σε οδηγήσω ο ίδιος».
Η Βουλή συνεδρίαζε στη στοά της Αγοράς ―επειδή οι γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια στην Καδμεία― και καθώς ήταν καλοκαίρι και μεσημέρι, οι δρόμοι ήταν παντέρημοι· εκείνη την ώρα ο Λεοντιάδης τρέχει καβάλα στον Φοιβίδα, τον βάζει να κάνει μεταβολή και τον οδηγεί κατευθείαν στην ακρόπολη. Εκεί τον εγκατέστησε μαζί με τον στρατό του, του παρέδωσε το κλειδί και του παρήγγειλε να μην αφήσει κανέναν να μπει στην ακρόπολη δίχως δική του εντολή. Κατόπιν πήγε αμέσως στη Βουλή και φτάνοντας είπε τούτα: «Μη στενοχωριέστε, βουλευτές, που οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν την ακρόπολη. Δηλώνουν πως δεν ήρθαν σαν εχθροί, εξόν αν κανένας μας θέλει πόλεμο. Τώρα, ο νόμος ορίζει ότι ο πολέμαρχος έχει δικαίωμα να συλλαμβάνει όποιον κρίνει ότι αξίζει τον θάνατο για τις πράξεις του· σύμφωνα λοιπόν μ' αυτόν, εγώ συλλαμβάνω τούτον δω τον Ισμηνία, σαν υποκινητή πολέμου. Εσείς οι λοχαγοί κι οι βοηθοί τους σηκωθείτε, πιάστε τον κι οδηγήστε τον εκεί που είπαμε».
Όσοι ήταν ειδοποιημένοι για την υπόθεση βρίσκονταν εκεί, κι εκτελώντας τη διαταγή τον συνέλαβαν από τους υπόλοιπους που δεν ήξεραν, και που ήταν αντίπαλοι της μερίδας του Λεοντιάδη, μερικοί έφυγαν αμέσως από την πόλη από φόβο μην τους σκοτώσουν, ενώ άλλοι γύρισαν πρώτα στα σπίτια τους. Όταν όμως έμαθαν ότι ο Ισμηνίας είχε φυλακιστεί στην Καδμεία, τότε οι ομοϊδεάτες του Ανδροκλείδα και του Ισμηνία ―κάπου τριακόσιοι― έφυγαν για την Αθήνα.
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 6.1.2–6.1.8
Ο Πολυδάμαντας ενώπιον της σπαρτιατικής συνέλευσης
<Ο Ιάσονας, τύραννος των Φερών, είχε τη φιλοδοξία να αναγνωριστεί ως ταγός ολόκληρης της Θεσσαλίας και στη συνέχεια να καταστήσει την πόλη του ηγέτιδα δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Θεώρησε, λοιπόν, σκόπιμο να προσεγγίσει τον Πολυδάμαντα, ηγέτη της Φαρσάλου, που όμως δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη συμμαχία του με τους Λακεδαιμονίους. Έτσι, ο Ιάσονας του υπέδειξε να μεταβεί στη Σπάρτη, για να ζητήσει βοήθεια, υπολογίζοντας –δικαιολογημένα, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια– ότι οι Σπαρτιάτες θα την αρνηθούν και έτσι ο Πολυδάμαντας θα αναγκαστεί να ανταποκριθεί στις αξιώσεις του.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Την ίδια εποχή ήρθε από τη Θεσσαλία και παρουσιάστηκε στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων ο Πολυδάμας από τα Φάρσαλα. Τούτος είχε πολύ καλό όνομα σ' ολόκληρη τη Θεσσαλία, αλλά και την ίδια του την πόλη τού είχαν τέτοια εκτίμηση, ώστε ακόμη και σε καιρό εμφύλιας διαμάχης οι Φαρσάλιοι του εμπιστεύτηκαν την ακρόπολη, εξουσιοδοτώντας τον να εισπράττει τα δημόσια έσοδα σύμφωνα με τους νόμους και να τα ξοδεύει για τις λατρευτικές ανάγκες και γενικότερα για τη διοίκηση. Και πραγματικά, μ' αυτά τα χρήματα και την ακρόπολη φύλαγε ανέπαφη για λογαριασμό των συμπολιτών του, και για την υπόλοιπη διοίκηση φρόντιζε, παρουσιάζοντας απολογισμό κάθε χρόνο. Όταν μάλιστα υπήρχε έλλειμμα, το συμπλήρωνε από τη δική του περιουσία, κι όποτε πάλι περίσσευαν τα έσοδα έπαιρνε πίσω τις προκαταβολές που είχε δώσει. Χώρια από τούτα ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος με τον τρόπο των Θεσσαλών. Φτάνοντας λοιπόν στη Λακεδαίμονα μίλησε με τον ακόλουθο τρόπο πάνω κάτω:
«Εγώ, Λακεδαιμόνιοι, είμαι πρόξενος κι ευεργέτης σας όπως στάθηκαν κι όλοι οι πρόγονοί μου, από αμνημονεύτων χρόνων· γι' αυτό βρίσκω σωστό να προσφεύγω σε σας όταν έχω κάποια δυσκολία, αλλά και να σας ειδοποιώ όταν ετοιμάζεται κάτι κακό για σας στη Θεσσαλία.
»Ξέρω ότι και σε σας είναι γνωστό τ' όνομα του Ιάσονος ― γιατί ο άνθρωπος και μεγάλη δύναμη έχει και ξακουστός είναι. Αυτός λοιπόν ζήτησε εκεχειρία για να με συναντήσει και μου είπε τα εξής: "Στο χέρι μου θα 'ταν, Πολυδάμα, να πάρω με το μέρος μου την πόλη σας και δίχως τη θέλησή της, καθώς μπορείς να συμπεράνεις απ' όσα θα σου πω. Γιατί εγώ", είπε, "έχω συμμάχους τις πιο πολλές και τις πιο μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας, και τις υπόταξα μ' όλο που πολεμούσατε και σεις στο πλευρό τους εναντίον μου. Το ξέρεις, άλλωστε, ότι έχω κάπου έξι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους, που καμιά πόλη ―νομίζω― δεν θα μπορούσε εύκολα ν' αντιμετωπίσει. Θα ήταν βέβαια δυνατό", συνέχισε, "να συγκροτηθεί κι από αλλού ισάριθμος στρατός, όμως στα στρατεύματα που αποτελούνται από πολίτες υπηρετούν και άνδρες προχωρημένοι στην ηλικία, καθώς και υπερβολικά νέοι ― κι έπειτα πολύ λίγοι σε κάθε πόλη γυμνάζουν το κορμί τους, ενώ σε μένα δεν υπηρετεί μισθοφόρος που να μην αντέχει στην κακουχία όσο κι εγώ". Κι ο ίδιος ―γιατί πρέπει να σας πω την αλήθεια― είναι πολύ γερός κι αγαπάει τη σκληραγωγία. Εξάλλου δοκιμάζει τους δικούς του καθημερινά, πηγαίνοντας επικεφαλής τους πάνοπλος και στα γυμνάσια και στις εκστρατείες του· και τους μισθοφόρους που θα βρει μαλθακούς τους διώχνει, ενώ όσους βλέπει να επιδιώκουν τη σκληραγωγία και τον πολεμικό κίνδυνο τους αμείβει με διπλό, τριπλό ή και τετραπλό μισθό, καθώς και μ' άλλα δώρα και με ιατρική περίθαλψη και ταφή με ιδιαίτερες τιμές· μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι οι μισθοφόροι του ξέρουν ότι η πολεμική αρετή είναι που θα τους εξασφαλίσει την πιο πλούσια και τιμημένη ζωή.
»Εκτός απ' αυτά μου τόνισε ―πράγμα που ήδη γνώριζα― ότι είναι υπήκοοί του και οι Μαρακοί και οι Δόλοπες και ο Αλκέτας, ο κυβερνήτης της Ηπείρου. "Λοιπόν", είπε, "τι έχω να φοβηθώ, και γιατί να μην πιστεύω ότι εύκολα θα σας υπότασσα; Θ' αποκρινόταν ίσως ένας που δεν θα με ήξερε καλά: 'Τότε τι περιμένεις και δεν κινάς αμέσως να χτυπήσεις τους Φαρσαλίους;' Επειδή, μα τον Δία, το βρίσκω από κάθε άποψη προτιμότερο να σας πάρω με το μέρος μου με το καλό παρά με τη βία· γιατί αν έρθετε με τη βία, κι εσείς θα κοιτάζετε να με βλάψετε με κάθε τρόπο κι εγώ πάλι θα θέλω να 'στε όσο γίνεται πιο αδύναμοι· ενώ αν προσχωρήσετε με το καλό, είναι φανερό ότι θα αλληλοϋποστηριζόμαστε όσο μπορούμε. Ξέρω, Πολυδάμα, ότι η πατρίδα σου σε σένα έχει τα μάτια καρφωμένα: αν μου εξασφαλίσεις τη φιλία της, σου υπόσχομαι", είπε, "να σε κάνω πρώτο ανάμεσα στους Έλληνες, ύστερα από μένα. Άκουσε τώρα τι σημαίνει αυτή η δεύτερη θέση που σου δίνω ― και μην πιστέψεις παρά μόνο όσα θα σου φανούν ότι αντέχουν στον λογικό έλεγχο. Λοιπόν, τούτο είναι πάντως φανερό: ότι αν προσχωρήσουν τα Φάρσαλα κι οι πόλεις που εξαρτώνται από σας, εύκολα θα γίνω ηγεμόνας όλων των Θεσσαλών· καθώς κι ότι, όταν η Θεσσαλία έχει ηγεμόνα, οι ιππείς της ανέρχονται σε έξι χιλιάδες περίπου και οι οπλίτες σε περισσότερους από δέκα χιλιάδες.»
-----
Ξενοφώντα Ελληνικά 6.3.1–6.3.9
(Ξενοφώντος Ελληνικά 6.3.1–6.3.20: Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Απόφαση για αποστολή αθηναϊκής πρεσβείας στη Σπάρτη – Ο λόγος του Καλλία – Ο λόγος του Αυτοκλή
<Οι Θηβαίοι αποτίναξαν τον σπαρτιατικό ζυγό το 379 π.Χ. Παράλληλα, στα χρόνια που ακολούθησαν ουσιαστικά έπαψαν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων, ενώ άρχισαν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά ζητήματα των υπόλοιπων βοιωτικών πόλεων, κάποιες από τις οποίες κατέλαβαν. Έτσι άρχισε να αναγεννάται το Κοινό των Βοιωτών. Οι Αθηναίοι, θορυβημένοι από τις ενέργειες των Θηβαίων και εξαντλημένοι οικονομικά από τις επιχειρήσεις του στόλου τους στο Ιόνιο, στέλνουν αντιπροσωπεία στη Σπάρτη, για να κλείσει ειρήνη. Εκεί παρευρίσκονται και Θηβαίοι απεσταλμένοι.>
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να 'χουν καταφύγει κοντά τους διωγμένοι από τη Βοιωτία, ενώ παράλληλα οι Θεσπιείς τους ικέτευαν να μην τους αφήσουν στην τύχη τους τώρα που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα· έπαψαν λοιπόν οι Αθηναίοι να επαινούν τους Θηβαίους. Ντρέπονταν, είν' αλήθεια, να τους πολεμήσουν ―λογάριαζαν άλλωστε ότι θα τους ήταν ασύμφορο― αλλά δεν ήθελαν και να συμμετέχουν πια στις επιχειρήσεις τους, βλέποντάς τους να εκστρατεύουν εναντίον των Φωκέων ―που ήταν παλιοί φίλοι της Αθήνας― και ν' αφανίζουν πόλεις που τους είχαν δείξει και φιλία και πίστη τον καιρό του πολέμου κατά των βαρβάρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Συνέλευση των Αθηναίων ψήφισε να γίνει ειρήνη· τότε έστειλαν πρώτα πρεσβεία στους Θηβαίους, για να τους προτείνουν να πάνε κι εκείνοι μαζί τους στη Λακεδαίμονα, αν θέλουν, για διαπραγματεύσεις ειρήνης, και κατόπιν έστειλαν οι ίδιοι πρέσβεις στους Λακεδαιμονίους. Ανάμεσα σε τούτους είχαν εκλεγεί ο Καλλίας του Ιππονίκου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδου, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντος, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Μαζί τους πήγε κι ο Καλλίστρατος ο ρήτωρ: είχε πάρει άδεια από τον Ιφικράτη με την υπόσχεση ότι είτε θα πετύχαινε να γίνει ειρήνη ― γι' αυτόν τον λόγο βρισκόταν στην Αθήνα κι ενεργούσε για ειρήνευση.
Όταν οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στη Συνέλευση των Λακεδαιμονίων και στους εκπροσώπους των συμμάχων τους, πήρε τον λόγο πρώτος ο Καλλίας, ο δαδούχος· ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσε τον αυτοέπαινο όσο και τους επαίνους των άλλων, και σ' εκείνη την περίπτωση άρχισε κάπως έτσι:
«Τον τίτλο του προξένου σας, Λακεδαιμόνιοι, δεν τον έχω μόνο εγώ: τον είχε κληρονομήσει ο παππούς μου από τον πατέρα του, και τον κληροδότησε στους απογόνους του. Θέλω ακόμα να σας φανερώσω και το πώς βλέπει τη γενιά μας η πόλη: όποτε έχει πόλεμο μας εκλέγει στρατηγούς, κι όποτε πάλι αποζητήσει ησυχία, μας στέλνει σαν ειρηνοποιούς. Δύο φορές ήρθα κιόλας εδώ να διαπραγματευτώ κατάπαυση του πολέμου, και πέτυχα και στις δύο αποστολές να φέρω ειρήνη και σε σας και σ' εμάς. Τούτη είναι η τρίτη μου αποστολή, και πιστεύω πως τώρα υπάρχουν περισσότεροι λόγοι από κάθε άλλη φορά για να πετύχω συμφιλίωση. Διαπιστώνω, στ' αλήθεια, ότι εσείς κι εμείς δεν βλέπουμε διαφορετικά τα πράγματα: κι εσείς αγανακτείτε όσο κι εμείς για την καταστροφή της Πλάταιας και των Θεσπιών. Μια κι έχουμε λοιπόν την ίδια γνώμη, πιο λογικό δεν είναι να 'μαστε φίλοι παρά εχθροί; Είναι γνωστό πως οι συνετοί άνθρωποι δεν αρχίζουν πόλεμο κι όταν ακόμη τους χωρίζουν μικροδιαφορές· αν όμως εμείς συμφωνούμε δεν θα 'ταν ολωσδιόλου ακατανόητο να μην κάνουμε ειρήνη; Σωστό θα 'ταν βέβαια να μην είχαμε καν σηκώσει όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, αφού, όπως λένε, οι πρώτοι ξένοι που διδάχτηκαν από τον Τριπτόλεμο, τον πρόγονό μας, τα ιερά μυστικά της Δήμητρας και της Κόρης ήταν ο γενάρχης σας Ηρακλής κι οι συμπολίτες σας Διόσκουροι, και στην Πελοπόννησο είναι που εκείνος πρωτοχάρισε τον σπόρο του καρπού της Δήμητρας. Είναι λοιπόν ποτέ σωστό είτε να 'ρχεστε εσείς να λεηλατείτε τον καρπό εκείνων που σας έδωσαν τον σπόρο, είτε πάλι εμείς, που σας τον δώσαμε, να μη θέλουμε να 'χετε όσο γίνεται πιο άφθονη την τροφή; Κι αν ακόμα είναι των θεών θέλημα να γίνονται πόλεμοι ανάμεσα στους ανθρώπους, χρέος δικό μας είναι να καθυστερούμε την έναρξη του πολέμου όσο μπορούμε, κι όταν μια φορά αρχίσει να τον τελειώνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα».
Μετά απ' αυτόν μίλησε ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη προσεκτικού ρήτορα, με τον ακόλουθο τρόπο:
«Το ξέρω, Λακεδαιμόνιοι, ότι δεν θα σας είναι ευχάριστα αυτά που πρόκειται να πω. Πιστεύω ωστόσο ότι εκείνοι που αποφασίζουν να γίνουν φίλοι, και θέλουν να διατηρηθεί η φιλία τους όσο το δυνατόν περισσότερο, πρέπει να δίνουν ο ένας στον άλλον εξηγήσεις για τους λόγους που τους έσπρωξαν να πολεμάνε μεταξύ τους. Εσείς λοιπόν πάντα λέτε "οι πόλεις πρέπει να 'ναι ανεξάρτητες", κι όμως εσείς οι ίδιοι αποτελείτε το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανεξαρτησία τους. Ο πρώτος όρος που βάζετε στις συμφωνίες με τις συμμαχικές σας πόλεις είναι να σας ακολουθούν σ' όλες σας τις εκστρατείες. Πώς συμβιβάζεται όμως τούτο με την ανεξαρτησία; Από την άλλη πλευρά δημιουργείτε αντιπάλους δίχως συνεννόηση με τους συμμάχους σας, που κατόπιν οδηγείτε σε πόλεμο εναντίον τους, με αποτέλεσμα ν' αναγκάζονται συχνά αυτοί, οι τάχα ανεξάρτητοι, να εκστρατεύουν εναντίον των καλύτερων τους φίλων. Έπειτα, πράγμα ολότελα αντίθετο με κάθε έννοια ανεξαρτησίας, εγκαθιδρύετε καθεστώτα αλλού με δέκα, αλλού με τριάντα άρχοντες· και δεν σας ενδιαφέρει να κυβερνούν τούτοι οι άρχοντες σύμφωνα με τους νόμους, παρά να μπορούν να εξουσιάζουν τις πόλεις με τη βία, έτσι ώστε μοιάζει να σας αρέσουν τα τυραννικά καθεστώτα περισσότερο από τα συνταγματικά. Εξάλλου, όταν ο Βασιλεύς πρόσταξε να είναι οι πόλεις ανεξάρτητες, φαινόσασταν απόλυτα βέβαιοι ότι η πολιτική των Θηβαίων δεν θα ήταν σύμφωνη με τις γραπτές εντολές του Βασιλέως αν δεν άφηναν κάθε πόλη να διοικείται μονάχη της, μ' όποιο πολίτευμα ήθελε· μολοντούτο, ευθύς ως καταλάβατε την Καδμεία, δεν αφήσατε ανεξάρτητους ούτε τους ίδιους τους Θηβαίους. Όμως όσοι θέλουν να 'χουν φίλους δεν πρέπει ν' απαιτούν από τους άλλους δίκαιη μεταχείριση και να δείχνουν ταυτόχρονα οι ίδιοι άπληστη πλεονεξία».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 6.3.10–6.3.20
(Ξενοφώντος Ελληνικά 6.3.1–6.3.20: Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Ο λόγος του Καλλίστρατου – Υπογραφή της ειρήνης του 371 π.Χ. – Αποχώρηση των Θηβαίων
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Η αγόρευσή του προκάλεσε τη σιωπή όλων, ικανοποίησε όμως όσους είχαν παράπονα με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από κείνον μίλησε ο Καλλίστρατος :
«Δεν βλέπω, Λακεδαιμόνιοι, πώς θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έχουν γίνει σφάλματα κι από μας κι από σας. Δεν συμμερίζομαι ωστόσο τη γνώμη ότι δεν πρέπει πια να έχει κανένας σχέσεις μ' όσους έχουν σφάλει, γιατί διαπιστώνω ότι κανένας δεν είναι αλάθητος. Νομίζω μάλιστα ότι κάποτε γίνονται πιο συνεννοήσιμοι οι άνθρωποι χάρη στα λάθη τους, ιδίως όταν τιμωρηθούν γι' αυτά ― όπως εμείς. Αλλά και σε σας παρατηρώ ότι πολλές φορές πληρώσατε ακριβά τις ασυλλόγιστες πράξεις σας· παράδειγμα η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα: ενώ είχατε κάνει τόσες προσπάθειες για την ανεξαρτησία των πόλεων, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, αυτές πήγαν ξανά μαζί τους.
»Τώρα λοιπόν που το μάθαμε ότι οι πλεονέκτες δεν βγαίνουν κερδισμένοι, θα είμαστε και πάλι, ελπίζω, καλοί φίλοι μεταξύ μας. Όσο για τις συκοφαντίες ορισμένων που θέλουν να εμποδίσουν την ειρήνη ―ότι τάχα δεν ήρθαμε επειδή θέλουμε τη φιλία σας, αλλά επειδή φοβόμαστε μη φτάσει ο Ανταλκίδας με χρήματα από τον Βασιλέα―, σκεφτείτε πόσο ανόητες είναι: είναι γνωστό ότι ο Βασιλεύς έγραψε να γίνουν ανεξάρτητες όλες οι πόλεις στην Ελλάδα. Εφόσον λοιπόν εμείς λέμε και κάνουμε τα ίδια με τον Βασιλέα, τι να 'χουμε να φοβηθούμε από κείνον; Ή μήπως φαντάζεται κανείς ότι έχει διάθεση να ξοδέψει χρήματα για να δυναμώσει άλλους, τη στιγμή που η σημερινή κατάσταση ανταποκρίνεται απόλυτα στις επιθυμίες του χωρίς να του στοιχίζει τίποτα; Αλλ' ας είναι.
»Τι είναι λοιπόν αυτό που μας φέρνει εδώ; Ότι δεν βρισκόμαστε σε στενόχωρη θέση, θα το καταλάβετε αν εξετάσετε την τωρινή κατάσταση ― θέλετε στη στεριά, θέλετε στη θάλασσα. Τι είναι, λοιπόν; Είναι φανερό ότι μερικοί από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν μας αρέσουν. Ίσως και να θέλουμε να σας φανερώσουμε τις ορθές αποφάσεις που πήραμε, σ' αντάλλαγμα του ότι κάποτε μας σώσατε. Αλλ' ας έρθω και στα συμφέροντά μας: είναι γνωστό πως από το σύνολο των πόλεων άλλες είναι με το μέρος σας κι άλλες με το μέρος μας, κι ότι σε κάθε πόλη υπάρχουν οπαδοί δικοί σας και δικοί μας. Αν λοιπόν γίνουμε εμείς φίλοι, από ποια μεριά θα μπορούσαμε, λογικά, να προσμένουμε να μας βρει κακό; Ποιος, την ώρα που θα είστε φίλοι μας, θα ήταν ικανός να μας βλάψει στη στεριά; Και ποιος, την ώρα που θα είμαστε με το μέρος σας, θα μπορούσε να σας πειράξει στη θάλασσα; Έπειτα το ξέρουμε όλοι μας ότι οι πόλεμοι που κάθε τόσο γίνονται έχουν ένα τέλος, κι ότι κάποτε ―αν όχι τώρα― θα επιθυμήσουμε κι εμείς ξανά την ειρήνη. Γιατί λοιπόν να πρέπει να περιμένουμε την ώρα όπου θα έχουμε εξαντληθεί από τις πολλές συμφορές, και να μην κάνουμε ειρήνη όσο πιο γρήγορα μπορούμε, πριν συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο;
»Εγώ τουλάχιστον δεν επιδοκιμάζω εκείνους τους αθλητές που, ενώ έχουν κιόλας κερδίσει πολλές νίκες και δόξα, έχουν τόσο μεγάλη φιλοδοξία, ώστε δεν σταματούν ν' αγωνίζονται παρά όταν μια ήττα δώσει τέλος στην αθλητική τους σταδιοδρομία· ούτε κι εκείνους που παίζουν ζάρια κι όταν κερδίσουν ένα ποσό ριψοκινδυνεύουν ξανά το διπλάσιο ― γιατί διαπιστώνω ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς καταστρέφονται ολότελα. Βλέποντας λοιπόν κι εμείς αυτά, δεν πρέπει ποτέ να εμπλακούμε σ' αγώνα τέτοιο που να ριψοκινδυνέψουμε ή όλα να τα κερδίσουμε ή όλα να τα χάσουμε, παρά όσο έχουμε ακόμα δυνάμεις κι ευημερούμε να γίνουμε φίλοι. Μ' αυτόν τον τρόπο, κι εμείς χάρη σε σας και σεις χάρη σε μας θα στερεώσουμε τη θέση μας στην Ελλάδα ακόμη καλύτερα απ' ό,τι στο παρελθόν».
Οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως οι πρέσβεις είχαν μιλήσει σωστά· ψήφισαν λοιπόν κι εκείνοι να δεχτούν ειρήνη με τους ακόλουθους όρους: ν' αποσύρουν όλοι τους αρμοστές που είχαν διορίσει σ' άλλες πόλεις, να διαλύσουν τις δυνάμεις τους στη στεριά και στη θάλασσα και ν' αφήσουν τις πόλεις ανεξάρτητες· κι αν κάποιος παραβεί τούτους τους όρους, να βοηθάει όποιος θέλει τις πόλεις που αδικούνται, όποιος όμως δεν θέλει, να μην είναι υποχρεωμένος από τη συνθήκη να συμμαχήσει μαζί τους. Πάνω σ' αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό δικό τους και των συμμάχων τους, κι οι Αθηναίοι κι οι δικοί τους σύμμαχοι χωριστά για κάθε πόλη. Οι Θηβαίοι είχαν υπογράψει κι εκείνοι τους όρκους μαζί με τις άλλες πόλεις, αλλά την επόμενη μέρα ήρθαν ξανά οι πρέσβεις τους και ζήτησαν να γίνει διόρθωση ― ότι είχαν ορκιστεί «οι Βοιωτοί» κι όχι «οι Θηβαίοι». Ο Αγησίλαος όμως αποκρίθηκε ότι δεν θα άλλαζε τίποτα απ' όσα είχαν ορκιστεί και υπογράψει· αν ωστόσο δεν ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη, είπε, δεν είχαν παρά να το πουν για να τους διαγράψει.
Μ' αυτόν τον τρόπο όλοι οι άλλοι έκαναν ειρήνη κι έμεινε μόνο η διαφορά τους με τη Θήβα. Οι Αθηναίοι νόμισαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να επιβληθεί στους Θηβαίους ο περιλάλητος φόρος της δεκάτης, κι οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν πολύ αποκαρδιωμένοι.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 6.4.16–6.4.21
Μετά τη νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα
Η επιμονή των Θηβαίων να μην αφήσουν αυτόνομες τις υπόλοιπες βοιωτικές πόλεις –να μην διαλύσουν, επομένως, το Κοινό των Βοιωτών (βλ. και Ξενοφώντος Ελληνικά 6.3.1–6.3.9)– οδήγησε σε εκστρατεία του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεόμβροτου στη Βοιωτία. Η προσπάθεια είχε ατυχή κατάληξη για τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους. Στη Σπάρτη φτάνει η είδηση της συντριβής στα Λεύκτρα της Βοιωτίας από τα στρατεύματα του Επαμεινώνδα (371 π.Χ.).
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ύστερα απ' αυτά, ο αγγελιαφόρος που έφερνε το μήνυμα της καταστροφής στη Λακεδαίμονα έφτασε εκεί την τελευταία μέρα των Γυμνοπαιδιών, την ώρα που ο χορός των ανδρών βρισκόταν στο θέατρο. Μ' όλη την οδύνη, ωστόσο, που προκάλεσε στους εφόρους η είδηση της καταστροφής ―οδύνη, νομίζω, αναπόφευκτη― δεν απομάκρυναν τον χορό, αλλά τον άφησαν να διαγωνιστεί. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα των νεκρών στις οικογένειές τους, προειδοποίησαν όμως τις γυναίκες να μη σύρουν φωνή, παρά να υποφέρουν τον χαμό τους σιωπηλά. Την άλλη μέρα, όσοι είχαν χάσει συγγενείς τους θεάθηκαν να κυκλοφορούν στους δημόσιους χώρους λάμποντας από χαρά· από κείνους, αντίθετα, που είχαν ειδοποιηθεί ότι οι δικοί τους ζούσαν, λίγοι φανερώθηκαν ― και τούτοι όμως περιφέρονταν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι.
Κατόπιν οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση για τα δύο υπόλοιπα τάγματα ως την τεσσαρακοστή κλάση· κάλεσαν, ως την ίδια ηλικία, και τους εφέδρους των ταγμάτων που βρίσκονταν έξω από τα σύνορα. (Γιατί πρωτύτερα είχαν εκστρατεύσει στη Φωκίδα μόνο οι άνδρες των τριάντα πέντε πρώτων κλάσεων.) Πρόσταξαν να πάνε μαζί τους κι όσοι είχαν μείνει ως τότε πίσω για την άσκηση δημοσίων λειτουργημάτων. Καθώς ο Αγησίλαος δεν είχε ακόμα συνέλθει από την αρρώστια του, η πόλη παρήγγειλε στον γιο του Αρχίδαμο να αναλάβει τη διοίκηση αντί για κείνον. Κοντά του εξεστράτευσαν πρόθυμα οι Τεγεάτες, γιατί ζούσαν ακόμα οι οπαδοί του Στασίππου, φίλοι των Λακώνων, που είχαν αρκετή επιρροή στην πόλη τους. Μ' ενθουσιασμό κίνησαν για την εκστρατεία κι οι Μαντινείς από τα χωριά τους, γιατί είχαν αριστοκρατικό καθεστώς. Αλλά και οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και οι Αχαιοί τους ακολούθησαν με πολλή προθυμία, κι άλλες πόλεις έστειλαν κι εκείνες στρατό. Παράλληλα, οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Κορίνθιοι επάνδρωναν πολεμικά, και ζήτησαν κι από τους Σικυωνίους να κάνουν το ίδιο, σχεδιάζοντας να τα μεταχειριστούν για να μεταφέρουν το στράτευμα αντίκρυ.
Ο Αρχίδαμος λοιπόν έκανε θυσία για το διάβα των συνόρων.
Στο μεταξύ οι Θηβαίοι έστειλαν στην Αθήνα, ευθύς μετά τη μάχη, στεφανωμένο αγγελιαφόρο, για να εξηγήσουν πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη τους και συνάμα να ζητήσουν ενισχύσεις, λέγοντας ότι τώρα είχαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Λακεδαιμονίους για όλα όσα τους είχαν κάνει. Η Βουλή των Αθηναίων έτυχε τότε να συνεδριάζει στην Ακρόπολη· όταν άκουσαν τι είχε συμβεί, έγινε ολοφάνερη η μεγάλη τους στενοχώρια ― ούτε τον κήρυκα κάλεσαν να τον φιλοξενήσουν, ούτε και στο αίτημα για ενίσχυση απάντησαν, κι έτσι έφυγε ο κήρυκας από την Αθήνα.
Ωστόσο οι Θηβαίοι, ανήσυχοι για το μέλλον, έστειλαν βιαστικά να ζητήσουν βοήθεια από τον Ιάσονα, που ήταν σύμμαχός τους. Εκείνος επάνδρωσε αμέσως πολεμικά, τάχα πως θα πήγαινε σ' ενίσχυσή τους από τη θάλασσα· στο μεταξύ όμως πήρε τους μισθοφόρους και την έφιππη φρουρά του και βάδισε από τη στεριά προς τη Βοιωτία, μ' όλο τον άσπονδο πόλεμο που του 'καναν οι Φωκείς, και πολλές πόλεις τους αιφνιδιάστηκαν με την παρουσία του πριν ακόμα ειδοποιηθούν για την προσέγγισή του. Έτσι, προτού συγκεντρωθεί από τριγύρω δύναμη να τον χτυπήσει, εκείνος είχε προλάβει να βρίσκεται κιόλας μακριά ― δείχνοντας μ' αυτόν τον τρόπο ότι η ταχύτητα είναι συχνά πιο αποτελεσματική από τη χρήση βίας.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.1.1–7.1.11
Συζήτηση για την ηγεσία της αντιθηβαϊκής συμμαχίας
Στα χρόνια μετά τη μάχη στα Λεύκτρα (371 π.Χ) ο τύραννος των Φερών Ιάσονας δολοφονήθηκε, οι Θηβαίοι ενισχύθηκαν και επέκτειναν την επιρροή τους, ενώ οι Σπαρτιάτες αντιμετώπισαν δυσχέρειες από την ίδρυση του Κοινού των Αρκάδων και έχασαν κάποια από τα εδάφη τους. Έτσι, στέλνουν πρέσβεις στην Αθήνα, προτείνοντας τη σύναψη επιθετικής συμμαχίας.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Τον επόμενο χρόνο ήρθαν στην Αθήνα πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, με γενική πληρεξουσιότητα να συζητήσουν τους όρους της συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους. Πολλοί από τους ξένους πρέσβεις, αλλά κι από τους Αθηναίους, έλεγαν ότι η συμμαχία έπρεπε να γίνει με βάση την απόλυτη ισοτιμία. Ο Προκλής ο Φλιάσιος έβγαλε τον ακόλουθο λόγο:
«Μια και κρίνατε σκόπιμο, Αθηναίοι, να γίνετε φίλοι με τους Λακεδαιμονίους, νομίζω πως πρέπει να εξεταστεί τούτο: με ποιον τρόπο θα διατηρηθεί η φιλία σας πιο πολύν καιρό. Όσο περισσότερο λοιπόν θα συμφέρει και στα δύο μέρη η συνθήκη που θα κάνουμε, τόσο περισσότερο διάστημα θα είναι πιθανό να τη διατηρήσουμε. Τώρα οι υπόλοιποι όροι έχουν ουσιαστικά συμφωνηθεί, και μένει το ζήτημα της αρχηγίας. Η Βουλή σας πρότεινε να την έχετε σεις στη θάλασσα κι οι Λακεδαιμόνιοι στη στεριά· πιστεύω κι εγώ ότι τούτος ο διαχωρισμός δεν ανταποκρίνεται μόνον στην ανθρώπινη κρίση, αλλά και σε θεία διάταξη και μοίρα.
»Πραγματικά, πρώτ' απ' όλα η γεωγραφική σας θέση είναι απ' αυτή την άποψη η καλύτερη δυνατή: γιατί πάρα πολλές πόλεις που εξαρτώνται από τη θάλασσα βρίσκονται τριγύρω σας, κι είν' όλες πιο αδύναμες από τη δική σας. Εκτός από τούτο έχετε λιμάνια, που χωρίς αυτά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ναυτική δύναμη. Έπειτα έχετε πολλά πολεμικά, κι αποτελεί παλιά σας παράδοση να ενισχύετε το ναυτικό σας· είστε εξοικειωμένοι και μ' όλες τις σχετικές τέχνες. Εξάλλου είστε πολύ πιο έμπειροι από τους άλλους στα ναυτικά πράγματα, γιατί οι περισσότεροι από σας ζουν από τη θάλασσα ― κι έτσι φροντίζοντας τις ιδιωτικές σας υποθέσεις αποκτάτε συνάμα πείρα για θαλασσινούς πολέμους. Αλλά πρέπει να προστεθεί και τούτο: από κανένα άλλο μέρος δεν θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ταυτόχρονα τόσα πολλά πολεμικά, όσα από τα δικά σας λιμάνια. Κι αυτό έχει μεγάλη σημασία όταν πρόκειται για την αρχηγία, επειδή όλοι προτιμούν να συγκεντρώνονται γύρω στον πρώτο ισχυρό πυρήνα που δημιουργείται.
»Σε τούτο τον τομέα άλλωστε σας έχει ευνοήσει η θεία μοίρα, γιατί στους πάμπολλους και σπουδαίους αγώνες σας στη θάλασσα πολύ λίγες στάθηκαν οι ήττες σας και πάρα πολλές οι επιτυχίες σας. Εκεί, λοιπόν, είναι φυσικό να δέχονται με χαρά οι σύμμαχοι να ριψοκινδυνεύουν στο πλευρό σας. Και το πόσο σας είναι απαραίτητη και σας ταιριάζει η φροντίδα στο ναυτικό, μπορείτε να το συμπεράνετε από το γεγονός ότι όλα εκείνα τα χρόνια που σας πολεμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, ακόμα κι όταν κυριαρχούσαν στα εδάφη σας, δεν κατόρθωναν να σας καταστρέψουν. Όταν όμως τους έδωσε κάποτε ο θεός την υπεροχή στη θάλασσα, αμέσως βρεθήκατε ολότελα στο έλεός τους. Από τούτο φαίνεται καθαρά ότι η σωτηρία σας εξαρτάται απόλυτα από τη θάλασσα. Τέτοια λοιπόν που είναι από τη φύση τους τα πράγματα, πώς να 'ναι παραδεκτό για σας να παραχωρήσετε την αρχηγία του ναυτικού στους Λακεδαιμονίους; Πρώτ' απ' όλα ομολογούν κι οι ίδιοι ότι είναι λιγότερο έμπειροι από σας σ' αυτόν τον τομέα· έπειτα δεν ριψοκινδυνεύετε τα ίδια στους θαλασσινούς αγώνες ― για κείνους παίζεται μόνο η τύχη των πληρωμάτων των πολεμικών τους, ενώ για σας παίζεται η τύχη των παιδιών, των γυναικών κι ολόκληρης της πόλης σας.
»Τέτοια είν' η δική σας θέση· τώρα σκεφτείτε και τη θέση των Λακεδαιμονίων. Πρώτ' απ' όλα κατοικούν ηπειρωτική χώρα: έτσι, όσο κυριαρχούν στη στεριά, μπορούν να ζήσουν καλά κι αν ακόμα αποκοπούν από τη θάλασσα. Έχοντας λοιπόν κι εκείνοι συνείδηση της θέσης τους, γυμνάζονται από παιδιά στον στεριανό πόλεμο. Και στο σπουδαιότατο θέμα της πειθαρχίας έρχονται εκείνοι πρώτοι στη στεριά, όπως εσείς στη θάλασσα. Έπειτα, καθώς εσείς με το ναυτικό, έτσι κι εκείνοι με τον στρατό ξηράς ― μπορούν να παρατάξουν μεγαλύτερη δύναμη, και γρηγορότερα, από κάθε άλλον. Η συνέπεια είναι ότι, αντίστοιχα, όταν πρόκειται για στεριανές δυνάμεις, εκείνοι είναι που εμπνέουν το περισσότερο θάρρος στους συμμάχους να συνταχθούν μαζί τους. Έπειτα, όπως η θεία μοίρα σάς έχει ευνοήσει στη θάλασσα, έτσι τους έχει ευνοήσει εκείνους στη στεριά, γιατί στους πάμπολλους και σπουδαίους στεριανούς αγώνες τους έχουν σταθεί πολύ λίγες οι αποτυχίες και πάρα πολλές οι επιτυχίες τους.
»Τέλος, η φροντίδα για τον στρατό ξηράς δεν τους είναι λιγότερο απαραίτητη απ' ό,τι σε σας η φροντίδα για το ναυτικό, όπως δείχνουν τα γεγονότα: σεις, που τους πολεμήσατε πολλά χρόνια και τους νικήσατε σε πολλές ναυμαχίες, δεν κατορθώσατε ποτέ να τους υποτάξετε. Άρκεσε όμως να νικηθούν μια φορά στη στεριά, κι αμέσως βρέθηκαν σε κίνδυνο και τα παιδιά και οι γυναίκες κι ολόκληρη η πόλη τους. Πώς, επομένως, να μην είναι απαράδεκτο για κείνους, αντίστοιχα, να παραχωρήσουν σ' άλλους την αρχηγία στη στεριά, ενώ εκεί είναι που οι ίδιοι έχουν τόση υπεροχή;
»Εγώ λοιπόν συμφωνώ με την πρόταση της Βουλής και πιστεύω πως αυτή είναι που συμφέρει περισσότερο και στις δύο πλευρές. Όσο για σας, εύχομαι να 'χετε την τύχη ν' αποφασίσετε ό,τι είναι το καλύτερο για όλους μας».
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.1.27–7.1.32
Αποτυχημένη διπλωματική πρωτοβουλία του Αριοβαρζάνη – Η "άδακρυς" νίκη των Σπαρτιατών
Το 369 π.Χ. ο Επαμεινώνδας στάλθηκε από το Βοιωτικό Κοινό στην Πελοπόννησο και διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Κορινθία. Δύο χιλιάδες Κελτίβηρες, σταλμένοι από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α´, κατέφθασαν στο πλευρό των Σπαρτιατών, αλλά γύρισαν στη Σικελία μετά την αποτυχία κατάληψης της Σικυώνος. Στο μεταξύ ψυχράνθηκαν οι σχέσεις Αρκάδων και Ηλείων, συμμάχων των Βοιωτών στην Πελοπόννησο. Επιπλέον, ο ηγέτης του Αρκαδικού Κοινού Λυκομήδης, μετά από κάποιες στρατιωτικές επιτυχίες κάλεσε τους συμπολίτες του να χαράξουν πολιτική ανεξάρτητη από τα θηβαϊκά συμφέροντα. Στη συγκεκριμένη συγκυρία εκδηλώνεται και διπλωματική πρωτοβουλία του σατράπη της Φρυγίας Αριοβαρζάνη, μετά τη διαταγή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Μ' αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο καθένας από τους συμμάχους είχε μεγάλη ιδέα για τη δύναμή του. Τότε έφτασε, σταλμένος από τον Αριοβαρζάνη με πολλά χρήματα, ο Αβυδηνός Φιλίσκος. Στην αρχή συγκάλεσε στους Δελφούς, σε διάσκεψη ειρήνης, τους Θηβαίους με τους συμμάχους τους και τους Λακεδαιμονίους. Οι αντιπρόσωποί τους ωστόσο δεν συμβουλεύτηκαν καθόλου τον θεό για το πώς μπορούσε να γίνει ειρήνη, παρά έκαναν συσκέψεις αναμεταξύ τους. Καθώς όμως δεν δέχονταν οι Θηβαίοι να εξουσιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι τη Μεσσήνη, ο Φιλίσκος βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.
Πάνω σ' αυτά έφτασε δεύτερη επικουρία από τον Διονύσιο. Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν' αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική. Έτσι οι δυνάμεις του Διονυσίου έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου κι έφτασαν στη Λακεδαίμονα, απ' όπου τις παρέλαβε ο Αρχίδαμος μαζί με τον στρατό της Σπάρτης και κίνησε για εκστρατεία. Στην αρχή κατέλαβε μ' έφοδο τις Καρύες κι έσφαξε όσους έπιασε ζωντανούς· από κει εξεστράτευσε αμέσως, μαζί με τον στρατό του Διονυσίου, εναντίον των Παρρασίων της Αρκαδίας και λεηλάτησε τη χώρα τους. Όταν όμως ήρθαν οι Αρκάδες και οι Αργείοι να τους βοηθήσουν, αποσύρθηκε και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Κισσίδας ―διοικητής των δυνάμεων του Διονυσίου― του είπε ότι είχε τελειώσει το χρονικό διάστημα που είχε διαταγή να μείνει, και μ' αυτή τη δήλωση ξεκίνησε αμέσως για τη Σπάρτη. Καθώς έφευγε, ωστόσο, οι Μεσσήνιοι δοκίμασαν να του κόψουν τον δρόμο σε μια στενοποριά· τότε έστειλε να ζητήσει ενίσχυση από τον Αρχίδαμο, και τούτος πάλι πήγε να τον βοηθήσει.
Όταν έφτασαν στο σημείο όπου ο δρόμος στρίβει προς τους Ευτρησίους, συνάντησαν τους Αρκάδες και τους Αργείους που προχωρούσαν προς τη Λακωνία, με σκοπό κι εκείνοι να του κόψουν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη. Λένε μάλιστα ότι επιθεωρώντας τους λόχους εμψύχωνε τους άνδρες με λόγια σαν και τούτα: «Πολίτες, ας φανούμε τώρα παλικάρια, για να σηκώσουμε ξανά το κεφάλι ψηλά. Ας παραδώσουμε την πατρίδα στους απογόνους μας τέτοια που την παραλάβαμε από τους πατέρες μας. Να μη νιώθουμε πια ντροπή μπρος στα παιδιά μας, στις γυναίκες, στους γέρους και στους ξένους, που άλλοτε μας θεωρούσαν τους πιο δοξασμένους ανάμεσα στους Έλληνες».
Λένε πως όταν τα 'πε αυτά, μέσ' από καθαρό ουρανό φάνηκαν ―καλότυχο για κείνον σημάδι― αστραπές και βροντές· έτυχε και να βρίσκεται κοντά στο δεξιό του κέρας ένα τέμενος με άγαλμα του Ηρακλή, που ισχυρίζονται ότι ήταν πρόγονός του. Το αποτέλεσμα ήταν ν' αντλήσουν τέτοιο πολεμικό μένος και θάρρος απ' όλα τούτα οι στρατιώτες, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουν και με κόπο τους συγκρατούσαν οι αξιωματικοί. Και πραγματικά, όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ' απόσταση δόρατος ― κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες.
Αφού τέλειωσε η μάχη, ο Αρχίδαμος έστησε τρόπαιο κι αμέσως έστειλε τον Δημοτέλη, τον κήρυκα, ν' αναγγείλει στη Σπάρτη πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη, κι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ούτε έναν νεκρό, ενώ οι εχθροί είχαν πάμπολλους. Και λένε ότι όταν τ' άκουσαν στη Σπάρτη έβαλαν όλοι τα κλάματα, αρχίζοντας από τον Αγησίλαο και τους γερουσιαστές και τους εφόρους ― απόδειξη ότι τα δάκρυα είναι σύμπτωμα κοινό στη χαρά και στη λύπη. Εξάλλου το πάθημα των Αρκάδων ευχαρίστησε τους Θηβαίους και τους Ηλείους εξίσου σχεδόν με τους Λακεδαιμονίους, τόσο πολύ τους είχε ενοχλήσει η αλαζονεία τους.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.1.33–7.1.40
Αποτυχημένη προσπάθεια των Θηβαίων να επιβάλουν τη σύναψη κοινής ειρήνης
Ο θάνατος του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Α´ (καλοκαίρι του 368 π.Χ) θορύβησε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι στο μέλλον θα στερούνταν την πολύτιμη στρατιωτική επικουρία των Κελτιβήρων μισθοφόρων, που είχε στείλει ήδη δύο φορές ο σικελιώτης ηγεμόνας. Γι' αυτό προσπάθησαν να προσεγγίσουν εκ νέου τους Πέρσες, στέλνοντας τον Ευθυκλή στον βασιλιά Αρταξέρξη. Δεν ήταν, όμως, οι μόνοι:
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Οι Θηβαίοι, που δεν έπαψαν να μηχανεύονται τρόπους για ν' αποκτήσουν την ηγεμονία στην Ελλάδα, σκέφτηκαν πως αν έστελναν πρέσβεις στον Βασιλέα είχαν κάποια πιθανότητα να κερδίσουν την εύνοιά του. Με την πρόφαση λοιπόν ότι κι ο Ευθυκλής ο Λακεδαιμόνιος βρισκόταν κοντά στον Βασιλέα, ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι έτσι ξεκίνησαν για το εσωτερικό της Ασίας ο Πελοπίδας ως αντιπρόσωπος των Θηβαίων, ο Αντίοχος ο παγκρατιαστής ως αντιπρόσωπος των Αρκάδων κι ο Αρχίδαμος ως αντιπρόσωπος των Ηλείων μαζί τους πήγε κι ένας Αργείος. Οι Αθηναίοι πάλι, σαν το 'μαθαν, έστειλαν κι εκείνοι τον Τιμαγόρα και τον Λέοντα.
Όταν έφτασαν οι πρέσβεις, ο Πελοπίδας βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση μπροστά στον Πέρση, γιατί είχε πολλά να πει για τους Θηβαίους: ότι μόνοι απ' όλους τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Βασιλέως στην Πλάταια· ότι ποτέ, αργότερα, δεν εξεστράτευσαν εναντίον του· ότι ο λόγος που τους είχε κηρύξει τον πόλεμο η Λακεδαίμων ήταν η άρνησή τους ν' ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον του Βασιλέως, καθώς και να τον αφήσουν να κάνει θυσία προς τιμήν της Άρτεμης στην Αυλίδα ― εκεί ακριβώς όπου είχε κάνει θυσία ο Αγαμέμνων, πριν βάλει πλώρη για την Ασία και κουρσέψει την Τροία.
Στις τιμές που απολάμβανε ο Πελοπίδας συντελούσε πολύ η νίκη των Θηβαίων στη μάχη των Λεύκτρων, καθώς και οι ειδήσεις για τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει στο έδαφος της Λακεδαίμονος. Άλλωστε, μόλις βρέθηκαν χωρίς τους Θηβαίους, οι Αργείοι και οι Αρκάδες ―είπε ο Πελοπίδας― νικήθηκαν σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους. Την αλήθεια όλων αυτών την επιβεβαίωνε ο Αθηναίος Τιμαγόρας, και για τούτο ερχόταν αμέσως μετά τον Πελοπίδα στις τιμές που του γίνονταν.
Μετά απ' αυτά ο Βασιλεύς ρώτησε τον Πελοπίδα, τι όρους θα 'θελε να περιλάβει για χάρη του το σχέδιο ειρήνης· ο Πελοπίδας ζήτησε ν' αναγνωρίσουν οι Λακεδαιμόνιοι την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, και οι Αθηναίοι να παροπλίσουν τον στόλο τους· κι αν δεν συμμορφωθούν μ' αυτά, να γίνει εκστρατεία εναντίον τους· κι όποια πόλη αρνηθεί να πάρει μέρος στην εκστρατεία, να χτυπηθεί εκείνη πρώτη. Όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους πρέσβεις, ο Λέων είπε ― και τον άκουσε ο Βασιλεύς: «Μα τον Δία, Αθηναίοι. Καιρός είναι, μου φαίνεται, να γυρέψετε κανέναν άλλο φίλο αντί για τον Βασιλέα». Ο γραμματικός εξήγησε τα λόγια του Αθηναίου, και κατόπιν βγήκε με μια προσθήκη στο κείμενο: «Κι αν οι Αθηναίοι έχουν να προτείνουν όρους δικαιότερους απ' αυτούς, να πάνε να τους αναπτύξουν στον Βασιλέα».
Αφού οι πρέσβεις έφτασαν ο καθένας στον τόπο του, ο Τιμαγόρας κατηγορήθηκε από τον Λέοντα ότι είχε αρνηθεί να συγκατοικήσει μαζί του κι ότι για όλα τα ζητήματα έκανε συνεννοήσεις με τον Πελοπίδα· τότε οι Αθηναίοι τον εξετέλεσαν. Από τους υπόλοιπους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος επαινούσε την πολιτική του Βασιλέως, επειδή είχε δείξει περισσότερη εύνοια στους Ηλείους παρά στους Αρκάδες· ο Αντίοχος, αντίθετα, την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δεν δέχτηκε τα δώρα του· ανέφερε μάλιστα στους Δέκα Χιλιάδες ότι ο Βασιλεύς μπορεί να διαθέτει πολλούς αρτοποιούς, μαγείρους, οινοχόους και θυρωρούς, αλλά ―είπε― όσο κι αν έψαξε δεν κατόρθωσε να δει άνδρες ικανούς να πολεμήσουν τους Έλληνες. Έπειτα, είπε, καυχησιολογίες είναι κατά τη γνώμη του όσα λέγονται για τα μεγάλα του πλούτη, αφού και το πολυθρύλητο χρυσό πλατάνι δεν αρκεί να δώσει σκιά ούτε σ' ένα τζιτζίκι.
Οι Θηβαίοι κάλεσαν εκπροσώπους απ' όλες τις πόλεις για να τους ανακοινώσουν την επιστολή του Βασιλέως· ο Πέρσης που την είχε φέρει έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και κατόπιν διάβασε το κείμενο. Τότε οι Θηβαίοι ζήτησαν απ' όλους, όσους ήθελαν τη φιλία τη δική τους και του Βασιλέως, να ορκιστούν πως θα τηρήσουν αυτούς τους όρους. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων αποκρίθηκαν, ωστόσο, ότι δεν τους είχαν στείλει μ' εντολή να ορκιστούν, αλλά ν' ακούσουν· κι αν οι Θηβαίοι ήθελαν όρκους, είπαν, δεν είχαν παρά να στείλουν δικούς τους αντιπροσώπους στις πόλεις. Ο Λυκομήδης μάλιστα, ο Αρκάς, πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος. Οι Θηβαίοι θύμωσαν μαζί του και είπαν ότι υπονομεύει τη συμμαχία· τότε εκείνος δεν δέχτηκε ούτε να καθίσει στο συνέδριο, παρά σηκώθηκε κι έφυγε μαζί μ' όλους τους πρέσβεις της Αρκαδίας.
Μια και οι αντιπρόσωποι δεν θέλησαν να δώσουν όρκους στη Θήβα, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις ζητώντας τους να ορκιστούν ότι θα συμμορφωθούν με το βασιλικό κείμενο ― πιστεύοντας ότι η καθεμιά πόλη χωριστά θα δίσταζε να προκαλέσει την έχθρα και των ίδιων και του Βασιλέως. Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτα οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων να πάρουν την ηγεμονία.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.4.6–7.4.11
Κορίνθιοι και Φλειάσιοι αποσύρονται από τον πόλεμο
Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο, αν και ήταν σύμμαχός τους. Οι Κορίνθιοι πληροφορήθηκαν το σχέδιό τους και απέπεμψαν την αθηναϊκή φρουρά.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Στο μεταξύ οι Κορίνθιοι σκέφτονταν ότι δύσκολα θα έβρισκαν σωτηρία: από πριν κιόλας μειονεκτούσαν στρατιωτικά στη στεριά, και τώρα αντιμετώπιζαν επιπλέον και τη δυσμένεια των Αθηναίων· αποφάσισαν λοιπόν να προσλάβουν μισθοφόρους, πεζικό και ιππικό. Με τούτους στις προσταγές τους, κατόρθωσαν και την πόλη τους να προστατεύουν και συνάμα να προκαλούν πολλές ζημίες στους γειτονικούς των εχθρούς· έστειλαν μολοντούτο στη Θήβα να ρωτήσουν αν, πηγαίνοντας εκεί, θα πετύχαιναν τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους αποκρίθηκαν καταφατικά και τους παρήγγειλαν να πάνε· τότε οι Κορίνθιοι παρακάλεσαν να τους αφήσουν να συνεννοηθούν και με τους συμμάχους τους, ώστε όσους από αυτούς ήθελαν να τους συμπεριλάβουν στην ειρήνη, κι όσους πάλι προτιμούσαν πόλεμο να τους αφήσουν να πολεμάνε μόνοι. Οι Θηβαίοι το δέχτηκαν κι αυτό. Τότε οι Κορίνθιοι πήγαν στη Λακεδαίμονα και είπαν:
«Ερχόμαστε σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σαν φίλοι σας, με μια παράκληση: αν βλέπετε τρόπο να σωθούμε συνεχίζοντας τον πόλεμο, να μας τον εξηγήσετε κι εμάς· στην περίπτωση όμως που κρίνετε τη θέση μας απελπιστική, αν σας συμφέρει, να κάνετε και σεις ειρήνη ταυτόχρονα μ' εμάς ― γιατί με κανέναν άλλον δεν θα μας ήταν πιο ευχάριστο να σωθούμε μαζί, παρά με σας· αν πάλι λογαριάζετε ότι σας συμφέρει η συνέχιση του πολέμου· σας παρακαλούμε να μας αφήσετε να κάνουμε ειρήνη. Γιατί αν σωθούμε, ίσως κάποτε να σας προσφέρουμε και πάλι υπηρεσίες ― ενώ αν καταστραφούμε, είναι φανερό ότι ποτέ πια δεν θα σας φανούμε χρήσιμοι».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, όχι μόνο συμβούλεψαν τους Κορινθίους να κάνουν ειρήνη, αλλά έδωσαν άδεια και στους υπόλοιπους συμμάχους, εφόσον δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό τους, να σταματήσουν. Οι ίδιοι, είπαν, θα συνεχίσουν τον πόλεμο ― κι ό,τι θέλει ο θεός ας γίνει· πάντως ποτέ δεν θα δεχτούν να τους πάρουν αυτό που τους είχαν αφήσει οι πατέρες τους: τη Μεσσήνη.
Ύστερα απ' αυτή την απάντηση, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Θήβα για τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους ζήτησαν να ορκιστούν και συμμαχία· οι Κορίνθιοι όμως αποκρίθηκαν ότι συμμαχία δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά μια διαφορετική μορφή πολέμου· ωστόσο οι ίδιοι, είπαν, είχαν έρθει έτοιμοι να συμφωνήσουν μιαν έντιμη ειρήνη ― αν την ήθελαν οι Θηβαίοι. Η άρνησή τους να πολεμήσουν τους ευεργέτες τους, μ' όλο τον κίνδυνο που διέτρεχαν, προκάλεσε τον θαυμασμό των Θηβαίων, που δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη μ' αυτούς, με τους Φλιάσιους και μ' όσους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα, με τον όρο ότι κάθε πόλη θα διατηρούσε τα δικά της εδάφη. Πάνω σ' αυτούς τους όρους δόθηκαν οι όρκοι.
Οι Φλιάσιοι συμμορφώθηκαν με τη συνθήκη κι εξεκκένωσαν τη Θυαμία. Οι Αργείοι όμως, μ' όλο που ορκίστηκαν να κάνουν ειρήνη με τους ίδιους τούτους όρους, προσπάθησαν να πετύχουν να παραμείνουν οι Φλιάσιοι εξόριστοι στο Τρικάρανο, με το επιχείρημα ότι έτσι θα βρίσκονταν στο έδαφός τους· όταν απέτυχαν, το κατέλαβαν κι εγκατέστησαν φρουρά, με τον ισχυρισμό ότι αποτελούσε δικό τους έδαφος ―αυτό που λίγο πρωτύτερα λεηλατούσαν σαν εχθρικό― και δεν δέχτηκαν τη διαιτησία που πρότειναν οι Φλιάσιοι.
-----
Ξενοφώντας Ελληνικά 7.5.18–7.5.27
Η μάχη της Μαντίνειας – Αποτίμησή της
Μετά τον θάνατο του Πελοπίδα (364 π.Χ) ο Επαμεινώνδας απέμεινε μόνος ηγέτης του Κοινού των Βοιωτών. Στα επόμενα χρόνια οι Μαντινείς προκάλεσαν τη διάσπαση του Κοινού των Αρκάδων και συνήψαν ειρήνη με τους Ηλείους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Θηβαίων. Ο Επαμεινώνδας χαρακτήρισε τη στάση τους προδοτική και το Μάιο του 362 π.Χ. εξεστράτευσε στην Πελοπόννησο, γνώρισε όμως στρατιωτικές ήττες.
Ξενοφώντος Ελληνικά μετάφραση:
Ο Επαμεινώνδας πάλι, σκεπτόμενος ότι ―όταν σε λίγες ημέρες έπρεπε να φύγει επειδή ο καθορισμένος χρόνος για την εκστρατεία θα είχε εξαντληθεί―, αν εγκατέλειπε αβοήθητους εκείνους στους οποίους είχε έρθει σαν σύμμαχος, οι αντίπαλοι θα τους πολιορκούσαν κι ο ίδιος θα είχε κηλιδώσει ανεπανόρθωτα την καλή του φήμη: όχι μόνο νικήθηκε στη Λακεδαίμονα από μικρή δύναμη, μ' όλο που είχε τόσους οπλίτες, όχι μόνο νικήθηκε στη σύγκρουση ιππικού της Μαντινείας, αλλά κι είχε προκαλέσει, με την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, τη συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους, τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Αθηναίους. Δεν το 'βρισκε λοιπόν δυνατό να φύγει δίχως να δώσει μάχη· λογάριαζε πως αν νικούσε, όλα εκείνα θα έσβηναν ― κι αν πάλι σκοτωνόταν, σκέφτηκε, ωραίο θα 'ταν να τον βρει ο θάνατος την ώρα που αγωνιζόταν για ν' αφήσει κληρονομιά στην πατρίδα του την εξουσία πάνω στην Πελοπόννησο.
Το να σκέφτεται έτσι δεν το βρίσκω ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο· τέτοιου είδους σκέψεις ταιριάζουν σε φιλόδοξους ανθρώπους. Τον τρόπο όμως που είχε οργανώσει τον στρατό του, να μη λυγίζει σε καμιά κακουχία μήτε νύχτα μήτε μέρα, να μην αποφεύγει κανέναν κίνδυνο, να του λείπουν τα εφόδια και να διατηρεί μολοντούτο πειθαρχία ― αυτά είναι που βρίσκω πιο αξιοθαύμαστα. Πραγματικά, όταν τους παρήγγειλε για τελευταία φορά να ετοιμαστούν για μάχη, προθυμοποιήθηκαν οι ιππείς ν' ασπρίσουν τα κράνη τους σύμφωνα με τις διαταγές του, ενώ ακόμα κι οι Αρκάδες οπλίτες ζωγράφιζαν ρόπαλα πάνω στις ασπίδες τους σαν να 'ταν Θηβαίοι, κι όλοι ακόνιζαν λόγχες και μαχαίρια και γυάλιζαν τις ασπίδες τους.
Μετά απ' αυτές τις προετοιμασίες, ο Επαμεινώνδας έβγαλε τον στρατό του για να δώσει μάχη, κι αξίζει να καταλάβει κανένας την τακτική που ακολούθησε. Πρώτ' απ' όλα, όπως ήταν φυσικό, τοποθέτησε τον στρατό σε πυκνό σχηματισμό. Μ' αυτόν τον τρόπο φάνηκε να ξεκαθαρίζει η πρόθεσή του να δώσει μάχη· όταν όμως σχηματίστηκε το στράτευμα όπως το ήθελε εκείνος, δεν ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο προς τους εχθρούς, παρά το οδήγησε προς τα δυτικά βουνά, αντίκρυ στην Τεγέα· έτσι δημιούργησε στον εχθρό την εντύπωση ότι δεν θα 'δινε μάχη εκείνη τη μέρα. Και πραγματικά, μόλις έφτασε στο βουνό ανέπτυξε τη φάλαγγά του και στάθμευσε στο ριζοβούνι, μοιάζοντας σαν να στρατοπεδεύει. Συνέπεια αυτού του ελιγμού ήταν να χαλαρώσει η ψυχική ετοιμότητα των αντιπάλων για μάχη, και να χαλαρώσει κι ο σχηματισμός τους. Κατόπιν όμως, μετακινώντας τους λόχους που ως τότε βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, δημιούργησε μιαν ισχυρή δύναμη κρούσης στο πλευρό όπου βρισκόταν ο ίδιος. Τότε πρόσταξε να πάρουν τα όπλα και τράβηξε μπροστά, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν.
Όταν οι εχθροί τους είδαν να 'ρχονται έτσι απροσδόκητα καταπάνω τους, κανένας τους δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: άλλοι έτρεχαν στις μονάδες τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι περνούσαν χαλινάρια στ' άλογα, άλλοι φορούσαν τους θώρακές τους ― όλοι όμως με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να παίξουν παθητικό κι όχι ενεργητικό ρόλο στα γεγονότα. Στο μεταξύ ο Επαμεινώνδας οδηγούσε τον στρατό του σαν πολεμικό πλοίο, με τη δύναμη κρούσης μπροστά στην πλώρη, πιστεύοντας ότι αρκούσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές σ' ένα σημείο για να καταστρέψει ολόκληρο τον αντίπαλο στρατό. Για τούτο ετοιμαζόταν ν' αγωνιστεί με το πιο ισχυρό του πλευρό· το πιο αδύναμο, αντίθετα, το κρατούσε σ' απόσταση ― ξέροντας ότι μια ενδεχόμενη ήττα του θ' αποθάρρυνε τους άνδρες του και θα τόνωνε το ηθικό των εχθρών.
Αντίκρυ του, οι εχθροί παρέταξαν το ιππικό τους σαν να 'ταν φάλαγγα οπλιτών ― σε βάθος έξι ανδρών και δίχως υποστήριξη βοηθητικών πεζών ο Επαμεινώνδας, απεναντίας, μεταχειρίστηκε και το ιππικό σαν ισχυρή δύναμη κρούσης και τοποθέτησε μαζί του βοηθητικούς πεζούς, πιστεύοντας ότι από τη στιγμή που το ιππικό θα διασπούσε τις εχθρικές γραμμές θα 'χε νικηθεί όλη η αντίπαλη παράταξη ― γιατί πολύ δύσκολα βρίσκονται στρατιώτες πρόθυμοι να μείνουν στις θέσεις τους άμα δουν μερικούς δικούς τους να το βάζουν στα πόδια.
Για να μην μπορέσουν εξάλλου οι Αθηναίοι, που ήταν στο αριστερό κέρας, να βοηθήσουν τους κοντινούς τους, και θέλοντας να τους φοβίσει ότι αν δοκίμαζαν να τους βοηθήσουν θα δέχονταν οι ίδιοι επίθεση από τα νώτα, τοποθέτησε αντίκρυ τους, σε μερικούς λόφους, ιππικό και οπλίτες.
Έτσι λοιπόν προετοίμασε τη σύγκρουση, κι οι ελπίδες του δεν διαψεύστηκαν: γιατί νίκησε στο σημείο όπου έκανε την επίθεση κι έτρεψε σε φυγή όλους τους αντιπάλους. Μόλις όμως έπεσε ο ίδιος, οι υπόλοιποι δεν στάθηκαν πια ικανοί να εκμεταλλευτούν σωστά τη νίκη τους· μ' όλο που η αντικρινή τους φάλαγγα το 'χε βάλει στα πόδια, κανέναν δεν σκότωσαν οι οπλίτες, κι ούτε καν προχώρησαν πέρα από το σημείο όπου είχε γίνει η σύγκρουση. Αλλά ούτε και το ιππικό καταδίωξε το εχθρικό ιππικό που έφευγε μπροστά του, μήτε και σκότωσε ιππείς και οπλίτες· φοβισμένοι, σαν να 'χαν νικηθεί, οι ιππείς του Επαμεινώνδα έμειναν πίσω, ανάμεσα στους αντιπάλους τους που έφευγαν. Όσο για τους βοηθητικούς πεζούς και τους πελταστές, που είχαν συμβάλει στη νίκη του ιππικού, είν' αλήθεια ότι έφτασαν στο αριστερό τμήμα του εχθρού σαν νικητές ― εκεί όμως σκότωσαν τους περισσότερους οι Αθηναίοι.
Ύστερα απ' αυτά, το αποτέλεσμα στάθηκε αντίθετο από κείνο που περίμενε όλος ο κόσμος: γιατί όπως είχαν βρεθεί συγκεντρωμένες κι αντιμέτωπες δυνάμεις απ' όλη σχεδόν την Ελλάδα, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι σε περίπτωση μάχης οι νικητές θα γίνονταν κυρίαρχοι κι οι νικημένοι υπήκοοί τους. Ωστόσο ο θεός τα 'φερε έτσι, ώστε η καθεμιά από τις δύο παρατάξεις να στήσει τρόπαιο σαν να 'χε νικήσει, δίχως η άλλη να προσπαθήσει να την εμποδίσει· κι οι δυο τους έδωσαν πίσω νεκρούς εχθρούς σαν νικητές, αλλά κι οι δυο περισυνέλεξαν δικούς τους νεκρούς σαν νικημένοι· και ενώ κι η μια και η άλλη ισχυρίζονταν ότι είχαν νικήσει, καμιά τους δεν βγήκε από τη μάχη ενισχυμένη σε εδάφη, πόλεις ή εξουσία· και μετά τη μάχη η Ελλάδα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ακαταστασία κι αναταραχή από πριν.
Ας σταματήσει εδώ η συγγραφή μου· με τα κατοπινά ίσως ασχοληθεί άλλος.