Θουκυδίδη
Περικλέους Επιτάφιος
34. Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συνήθεια, τέλεσαν δημόσια την ταφή αυτών που πρώτοι σκοτώθηκαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, με τον εξής περίπου τρόπο. Φτιάχνουν μια εξέδρα και εκθέτουν τα οστά των νεκρών για δυο μέρες, και ο καθένας φέρνει στο δικό του αν κάτι θέλει. Και όταν γίνεται η κηδεία, αμάξια μεταφέρουν κυπαρισσένιες οστεοθήκες, μια για κάθε φυλή· τα οστά του καθενός είναι μέσα στην οστεοθήκη της φυλής του (τα οστά βρίσκονται στη θήκη της φυλής στην οποία ο καθένας ανήκει). Ένα όμως φέρετρο κενό, στρωμένο, το μεταφέρουν στα χέρια· είναι των αγνοουμένων, εκείνων δηλαδή που τα πτώματά τους δε βρέθηκαν να τα συλλέξουν (σηκώσουν). Παίρνει μέρος στη νεκρώσιμη πομπή όποιος θέλει, είτε πολίτης, είτε ξένος και παρευρίσκονται στον τόπο της ταφής και γυναίκες και συγγενείς μοιρολογώντας. Τους αποθέτουν λοιπόν στο δημόσιο νεκροταφείο, που βρίσκεται στο πιο ωραίο προάστιο της πόλης, και πάντα σε αυτό θάβουν τους νεκρούς των μαχών, εκτός από εκείνους που έπεσαν στο Μαραθώνα. Εκείνων την παλικαριά, επειδή την έκριναν ξεχωριστή, εκεί τους έκαναν και τον τάφο. Όταν τους σκεπάσουν με χώμα, ένας άνδρας εκλεγμένος από την πολιτεία, που θεωρείται πολύ συνετός και επιβάλλεται με το κύρος του, εκφωνεί πάνω στον τάφο τους επαινετικό λόγο που ταιριάζει. Ύστερα φεύγουν. Έτσι γίνεται η ταφή· και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ακολουθούσαν τη συνήθεια. Για αυτούς λοιπόν τους πρώτους νεκρούς ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου. Και όταν έφτασε η ώρα, προχώρησε από τον τάφο σε ένα βήμα καμωμένο ψηλό, για να ακούγεται όσο γίνεται πιο μακριά στο συγκεντρωμένο πλήθος και έλεγε τα εξής περίπου.
35. « Οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν μιλήσει εδώ ως τώρα, επιδοκιμάζουν αυτόν που συμπλήρωσε την καθιερωμένη τελετή με αυτόν το λόγο, γιατί νομίζουν ότι είναι ωραίο να εκφωνείται αυτός, για να τιμηθούν κατά την ταφή τους οι νεκροί του πολέμου. Εγώ όμως θα είχα τη γνώμη ότι, σε άνδρες που αποδείχτηκαν ανδρείοι με έργα, αρκετό είναι με έργα να δειχτούν και οι τιμές, όπως αυτά που τώρα βλέπετε ότι ετοιμάστηκαν με τη φροντίδα της πολιτείας σχετικά με την ταφή αυτή, και να μην εξαρτάται η αξιοπιστία της ανδρείας των πολλών από έναν άνδρα μονάχα, αν μιλήσει όπως τους αξίζει ή κατώτερα. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με επιτυχία σε θέμα που με δυσκολία εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι λέει την αλήθεια. Γιατί αυτός που έχει άμεση γνώση και είναι ευνοϊκός ακροατής, θα θεωρούσε ίσως ότι παρουσιάζονται κάπως κατώτερα από εκείνα που ξέρει καλά και θέλει να ακούσει, και όποιος πάλι δεν τα γνωρίζει θα νόμιζε, από φθόνο, ότι μερικά διογκώνονται, αν τυχόν άκουγε κάτι που ξεπερνά τη δύναμή του. Γιατί οι έπαινοι που λέγονται για άλλους, ως εκείνο το σημείο είναι ανεκτοί, όσο ο καθένας νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κάνει κάτι, από όσα άκουσε· ό,τι όμως ξεπερνά τις δυνάμεις τους, επειδή αμέσως τους πιάνει ζήλια, δεν το πιστεύουν. Αφού όμως οι πρόγονοι απέδειξαν στην πράξη ότι αυτά είναι έτσι καλά, πρέπει και εγώ, ακολουθώντας τη συνήθεια, να προσπαθήσω να ικανοποιήσω όσο μπορώ πιο πολύ, του καθενός την επιθυμία και προσδοκία.
36. Θα αρχίσω από τους προγόνους πρώτα· γιατί είναι δίκαιο και ταιριαστό συνάμα, σε περίπτωση όπως η σημερινή, να τους δίνεται η τιμή αυτής της μνημόνευσης. Γιατί κατοικώντας σε αυτή τη χώρα αυτοί οι ίδιοι πάντα, καθώς η μια γενιά διαδεχόταν την άλλη, χάρη στην ανδρεία τους την παρέδωσαν ελεύθερη ως σήμερα. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου και ακόμα περισσότερο οι πατέρες μας· γιατί αυτοί, κοντά σε εκείνα που κληρονόμησαν, απέκτησαν την εξουσία που έχουμε, με πολύ μόχθο, και την κληροδότησαν σε εμάς τους τωρινούς. Αυτής της ηγεμονίας τη δύναμη αυξήσαμε περισσότερο, εμείς εδώ, όσοι σήμερα βρισκόμαστε ακόμα περίπου στην ώριμη ηλικία και ετοιμάσαμε την πόλη να έχει απόλυτη αυτάρκεια σε όλα, και για πόλεμο και για ειρήνη. Αυτών εγώ τα πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία αποκτήθηκε το καθένα ή αν κάποτε εμείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας αποκρούσαμε θαρραλέα κάποιον βάρβαρο ή Έλληνα επιδρομέα, θα τα παραλείψω, γιατί δε θέλω να μακρηγορώ σε ανθρώπους που τα ξέρουν. Από ποιες όμως αρχές φτάσαμε σε αυτήν την ακμή, με ποιο πολίτευμα και από ποιους τρόπους ζωής έγινε η πόλη μεγάλη, αυτά αφού παρουσιάσω πρώτα, θα έρθω έπειτα και στον έπαινο αυτών των νεκρών, γιατί νομίζω ότι στη σημερινή περίσταση δεν θα ήταν άπρεπο να ειπωθούν αυτά, και ακόμα ότι είναι ωφέλιμο να τα ακούσει με προσοχή, όλο το συγκεντρωμένο εδώ πλήθος πολιτών και ξένων.
37. Έχουμε λοιπόν πολίτευμα που δεν αντιγράφει τους νόμους των άλλων, αλλά πολύ περισσότερο είμαστε εμείς παράδειγμα σε μερικούς, παρά μιμητές τους. Και ονομάζεται το πολίτευμά μας δημοκρατία, επειδή η εξουσία δε βρίσκεται στα χέρια των ολιγαρχικών, αλλά του δήμου. Και μπροστά στους νόμους, ως προς τις ιδιωτικές τους διαφορές, όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα, ενώ για την προσωπική τους ανάδειξη, καταπώς ξεχωρίζει ο καθένας σε κάτι προτιμάται στα δημόσια αξιώματα, όχι τόσο για τη σειρά του, όσο περισσότερο για την προσωπική του ικανότητα· ούτε πάλι κάποιος, εξαιτίας της φτώχειας του, και ενώ μπορεί να κάνει κάτι καλό στην πόλη, εμποδίζεται από την ασημότητα της κοινωνικής του θέσης. Τις σχέσεις μας με την πολιτεία τις διέπει η ελευθερία, αλλά και στις καθημερινές μας ενασχολήσεις είμαστε απαλλαγμένοι από την καχυποψία μεταξύ μας, δίχως να αγανακτούμε με τον γείτονά μας, αν κάνει κάτι που τον ευχαριστεί, ούτε παίρνουμε απέναντί του το ύφος του πειραγμένου, πράγμα που μπορεί βέβαια να μην τον βλάπτει, σίγουρα όμως τον στενοχωρεί. Και ενώ στις ιδιωτικές μας σχέσεις δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο, στη δημόσια ζωή δεν παρανομούμε πολύ περισσότερο από εσωτερικό σεβασμό, υπακούοντας σε αυτούς που κάθε φορά διοικούν την πόλη και στους νόμους, ιδιαίτερα σε εκείνους από αυτούς που ισχύουν για την προστασία των αδικημένων και σε όσους, παρότι άγραφοι, προκαλούν αναμφισβήτητη ντροπή (στους παραβάτες).
38. Και πέρα από αυτά και για το πνεύμα μας βρήκαμε πάρα πολλούς τρόπους ξεκούρασης, έχοντας τη συνήθεια να τελούμε αγώνες και γιορτές που καλύπτουν ολόκληρο το χρόνο και να διαθέτουμε καλοφτιαγμένα σπιτικά, (πράγματα) των οποίων η καθημερινή ευχαρίστηση διώχνει μακριά τη λύπη. Ακόμα, επειδή η πόλη μας είναι δυνατή, εισάγονται από κάθε γωνιά της γης τα πάντα και συμβαίνει σε μας να απολαμβάνουμε τα αγαθά που παράγονται εδώ με την ίδια ευκολία, όπως και τα αγαθά των άλλων ανθρώπων. (ή έτσι συμβαίνει σε μας να μη χαιρόμαστε σαν περισσότερο δικά μας τα αγαθά της χώρας μας από ό,τι εκείνα των άλλων ανθρώπων).
39. Διαφέρουμε επίσης και στην πολεμική εκπαίδευση από τους αντιπάλους μας στα εξής: την πόλη μας την έχουμε ανοιχτή σε όλους και ποτέ με απελάσεις ξένων δεν εμποδίζουμε κάποιον να δει ή να ακούσει κάτι, που αν δεν το κρύβαμε και το έβλεπε κάποιος εχθρός θα μπορούσε να ωφεληθεί, γιατί πιο πολύ στηριζόμαστε όχι στις ετοιμασίες και τα τεχνάσματα, παρά στην ευψυχία που πηγάζει από μέσα μας την ώρα της μάχης. Και στο εκπαιδευτικό σύστημα, εκείνοι από την παιδική τους κιόλας ηλικία με επίπονες ασκήσεις επιδιώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ εμείς, παρόλο που ζούμε άνετα, βαδίζουμε με όχι κατώτερο φρόνημα σε κινδύνους το ίδιο μεγάλους. Και να η απόδειξη: οι Λακεδαιμόνιοι δηλαδή, δεν εκστρατεύουν μονάχοι τους στη χώρα μας, αλλά μαζί με όλους τους συμμάχους τους, ενώ εμείς μονάχοι εισβάλλουμε στη χώρα των άλλων και, παρότι πολεμούμε σε ξένη γη, αυτούς που μάχονται για τη σωτηρία της χώρας τους, εύκολα τις περισσότερες φορές νικάμε. Και συγκεντρωμένη τη δύναμή μας κανείς ως τώρα εχθρός δεν αντιμετώπισε, γιατί εμείς ταυτόχρονα και το ναυτικό φροντίζουμε και σε πολλά σημεία της στεριάς στέλνουμε στρατό από μας τους ίδιους. Και αν κάπου συγκρουστούν με κανένα μικρό μας τμήμα, αν νικήσουν μερικούς από μας, καυχιούνται ότι μας έτρεψαν όλους σε φυγή, αν πάλι νικηθούν, λένε ότι ηττήθηκαν από όλους μας. Και όμως, αν ριχνόμαστε πρόθυμοι στον κίνδυνο πιο πολύ ζώντας ανέμελα παρά με επίπονες ασκήσεις και με ανδρεία που δεν πηγάζει τόσο από την επιβολή του νόμου, όσο από τον τρόπο της ζωής μας, μας μένει το κέρδος και να μη κουραζόμαστε προκαταβολικά για τις δύσκολες στιγμές που είναι να έρθουν, και όταν βρεθούμε σε αυτές να μη δειχνόμαστε πιο άτολμοι από εκείνους που αδιάκοπα μοχθούν. Και για αυτά η πόλη μας αξίζει να τη θαυμάζει κανείς και ακόμα για άλλα.
40. Αγαπούμε το ωραίο με απλότητα και καλλιεργούμε τα γράμματα, χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί. Και χρησιμοποιούμε τον πλούτο πιο πολύ, για να έχουμε τη δυνατότητα για κάποιο έργο, παρά για κομπορρημοσύνη· και δεν είναι ντροπή να παραδέχεται κανείς τη φτώχεια του, αλλά πολύ μεγαλύτερη ντροπή είναι να μην προσπαθεί να την αποφύγει δουλεύοντας. Συμβαίνει οι ίδιοι να φροντίζουμε και για τις ιδιωτικές και για τις δημόσιες υποθέσεις, και, ενώ ο καθένας μας καταγίνεται με διαφορετική απασχόληση, να κατέχουμε τα πολιτικά ζητήματα ικανοποιητικά. Γιατί μονάχα εμείς αυτόν που δε μετέχει σε αυτά, τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο αλλά άχρηστο και εμείς οι ίδιοι ή διατυπώνουμε ορθές κρίσεις ή συλλογιζόμαστε σωστά για αυτά, γιατί δε νομίζουμε ότι τα λόγια βλάπτουν τα έργα, αλλά αντίθετα (θεωρούμε πιο βλαβερό) το να μη διαφωτιστούμε προηγουμένως με τη συζήτηση, πριν προβούμε σε ενέργειες για όσα πρέπει. Και μάλιστα μας διακρίνει κάτι το ξεχωριστό, ώστε να τολμάμε εμείς οι ίδιοι να υπολογίζουμε με ακρίβεια τις συνέπειες των όσων θα επιχειρήσουμε. Ως προς αυτό, στους άλλους η άγνοια φέρνει αλόγιστο θάρρος (απερίσκεπτη τόλμη) και η γνώση (σκέψη) δισταγμό. Γιατί πολύ δυνατοί στην ψυχή δίκαια θα θεωρηθούν εκείνοι που ξέρουν πολύ καλά και τους κινδύνους του πολέμου και τις απολαύσεις της ειρήνης και παρόλ’ αυτά δεν προσπαθούν να αποφύγουν τους κινδύνους. Όμως και στην εκδήλωση ευεργετικής διάθεσης είμαστε αντίθετοι με τους πολλούς· γιατί αποκτούμε τους φίλους μας όχι με το να μας ευεργετούν, αλλά με το να ευεργετούμε. Και είναι ο ευεργέτης φίλος πιο σταθερός, εφόσον επιδιώκει να παραμείνει η ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου, με τη συμπάθεια που δείχνει σε αυτόν. Ενώ εκείνος που χρωστά χάρη είναι πιο απρόθυμος, γιατί ξέρει ότι θα δείξει καλοσύνη όχι για να του χρωστούν ευγνωμοσύνη, αλλά για να ξοφλήσει χρέος. Και μονάχα εμείς βοηθούμε άφοβα κάποιον, όχι τόσο από υπολογισμό του συμφέροντος, όσο από την πίστη στο φιλελεύθερο φρόνημα.
41. Συνοψίζοντας, λέω ότι η πόλη μας σε όλες τις εκδηλώσεις της είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι μου φαίνεται ότι καθένας από μας, σαν άτομο, θα μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτοδύναμο με χάρη και ευστροφία σε πάρα πολλές δραστηριότητες. Και ότι αυτά δεν είναι καυχησιές για την περίσταση, αλλά πραγματική αλήθεια, το φανερώνει η ίδια η δύναμη της πόλης μας που την αποκτήσαμε με αυτούς τους τρόπους ζωής. Γιατί μονάχη αυτή από τις τωρινές πόλεις βγαίνει από τη δοκιμασία ανώτερη από τη φήμη της, και μονάχα αυτή δε δίνει στους εχθρούς που της επιτέθηκαν, το δικαίωμα να αγανακτήσουν από τι ανάξιους εχθρούς νικιούνται, ούτε στους συμμάχους να παραπονεθούν ότι τάχα τους κυβερνούν ανάξιοι. Και επειδή παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με απτές αποδείξεις και όχι βέβαια δίχως μάρτυρες, και οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι θα μας θαυμάζουν, χωρίς να έχουμε καθόλου ανάγκη ούτε από έναν Όμηρο, για να μας επαινέσει ούτε από κανέναν άλλο που με τα λόγια του θα δώσει μια πρόσκαιρη χαρά, την ιδέα όμως που θα σχηματιστεί για τα έργα μας θα τη ζημιώσει η πραγματική αλήθεια, αφού εξαναγκάσαμε κάθε θάλασσα και στεριά να γίνει πέρασμα στην τόλμη μας και στήσαμε παντού μνημεία αθάνατα και για τις συμφορές και για τις νίκες μας. Για μια τέτοια λοιπόν πόλη και αυτοί εδώ πολέμησαν γενναία και σκοτώθηκαν, πιστεύοντας ότι ήταν καθήκον τους να μη χαθεί αυτή και από αυτούς που μένουν στη ζωή είναι φυσικό ο καθένας να θέλει να υποφέρει για χάρη της.
42. Για αυτό ακριβώς και μίλησα πλατιά για την πόλη, γιατί θέλησα να κάνω κατανοητό ότι δεν αγωνιζόμαστε για πράγματα ίσης σημασίας εμείς και όσοι δεν έχουν τίποτα παρόμοιο με αυτά, και ταυτόχρονα να στηρίξω σε χειροπιαστές αποδείξεις τον έπαινο αυτών για τους οποίους τώρα μιλώ. Και πραγματικά έχει ειπωθεί το μεγαλύτερο μέρος. Γιατί με όσα εγώ ύμνησα την πόλη, τα ανδραγαθήματα αυτών εδώ και των παρόμοιών τους τη στόλισαν· και για λίγους Έλληνες θα φαινόταν ισόβαρος ο έπαινος με τα έργα τους, όπως ακριβώς γι’ αυτούς εδώ. Και μου φαίνεται ότι ο τωρινός θάνατος αυτών εδώ φανερώνει την ανδρεία τους, είτε αυτός είναι το πρώτο φανέρωμα της είτε η τελική επισφράγισή της. Και μάλιστα στην περίπτωση όσων από κάθε άλλη άποψη είναι κακοί, είναι δίκαιο η παλικαριά που δείχνουν στους πολέμους για την πατρίδα να κρίνεται σπουδαιότερη. Γιατί, αφού ξέπλυναν με την ανδρεία τους κάθε ηθικό παράπτωμα, περισσότερο ωφέλησαν την κοινή υπόθεση παρά την έβλαψαν με τα προσωπικά τους παραπτώματα. Από αυτούς όμως τους νεκρούς, κανείς δεν έδειξε δειλία, επειδή προτίμησε την απόλαυση του πλούτου για περισσότερο χρόνο ούτε και προσπάθησε να ξεφύγει τον κίνδυνο με την ελπίδα που δείχνει η φτώχεια, ότι θα μπορούσε αν τον αποφύγει και αυτή τη φορά, να γίνει πλούσιος. Αλλά επειδή πίστεψαν ότι η τιμωρία των εχθρών ήταν πολύ πιο ποθητή από αυτά και επειδή θεώρησαν ότι αυτός είναι ο πιο ωραίος από τους κινδύνους, θέλησαν μαζί με αυτόν, αυτούς να εκδικηθούν και εκείνα να τα επιθυμούν. Και εμπιστεύτηκαν την αβέβαιη έκβαση του αγώνα στην ελπίδα, στη μάχη όμως θεωρούσαν υποχρέωσή τους να στηριχτούν στον εαυτό τους για αυτό που είχαν μπροστά στα μάτια τους. Και μέσα στη μάχη προτίμησαν να αγωνιστούν και να πεθάνουν, παρά να υποχωρήσουν και να σωθούν και έτσι απέφυγαν την ντροπή να τους λένε δειλούς και ανέλαβαν τον αγώνα δίνοντας τη ζωή τους και σε μια ελάχιστη στιγμή, καθώς κρινόταν από την τύχη η ζωή τους, γλίτωσαν από την κατηγορία ότι νιώθουν φόβο παρά από το φόβο. (χάθηκαν ενώ στη ψυχή τους άκμαζε η ελπίδα της νίκης παρά ο φόβος της ήττας).
43. Και αυτοί εδώ όπως ταίριαζε στην πόλη αναδείχθηκαν τέτοιοι. Και οι ζωντανοί πρέπει να εύχεστε το φρόνημά σας εναντίον των εχθρών να σας φέρει μικρότερο κίνδυνο, όμως να μην ανεχθείτε να είναι ατολμότερο, λογαριάζοντας όχι μόνο με τη λογική την ωφέλεια, για την οποία θα μπορούσε να μιλήσει κανείς σε εσάς που οι ίδιοι τα ξέρετε καλά, αναφέροντας πόσα καλά υπάρχουν στο να αντιστέκεται στους εχθρούς, αλλά παρατηρώντας κάθε μέρα στην πράξη την δύναμη της πόλης και αγαπώντας την με πάθος· και όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη με το να συλλογίζεστε ότι αυτά τα απόκτησαν άνδρες τολμηροί και που ήξεραν το καθήκον τους και που είχαν φιλότιμο στη μάχη· και αν καμιά φορά αποτύγχαναν σε μια προσπάθειά τους, δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να στερήσουν και την πόλη από την ανδρεία τους και την πρόσφεραν σε αυτήν ως την πιο ωραία συνεισφορά. Γιατί προσφέροντας όλοι μαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ξεχωριστά ο καθένας τον αγέραστο έπαινο και τον πιο λαμπρό τάφο όχι τόσο σε αυτόν που κείτονται τώρα, όσο εκείνο στον οποίο η δόξα μένει και μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία είτε δημιουργίας είτε μάχης. Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι όλη η γη και δεν το δηλώνει μόνο η επιγραφή μιας στήλης στη γενέτειρά τους, αλλά και στην ξένη χώρα ζει μέσα στην ψυχή του καθενός άγραφη η θύμηση, όχι τόσο των ανδραγαθημάτων τους όσο του φρονήματός τους. Αυτούς τώρα εσείς αφού μιμηθείτε και θεωρήσετε ότι ευτυχία είναι η ελευθερία και ότι ελευθερία είναι η γενναιοψυχία, ας μη δειλιάζετε στους κινδύνους του πολέμου. Γιατί όχι βέβαια αυτοί που δυστυχούν πιο δίκαια θα αψηφούσαν τη ζωή τους, που δεν ελπίζουν κανένα καλό, αλλά σε όσους υπάρχει φόβος, αν συνεχίσουν να βρίσκονται στη ζωή, να μεταβληθεί ριζικά η κατάστασή τους και σε όσους η διαφορά θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αν κάπου αποτύχουν. Γιατί είναι πολύ πιο λυπηρή για έναν άνδρα με φρόνημα η εξαθλίωση που προέρχεται από τη δειλία στη μάχη, παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει (ανεπαίσθητα) σε στιγμή δύναμης και κοινής ελπίδας.
44. Για αυτό και τους γονείς των τωρινών νεκρών, όσοι βρίσκεστε εδώ, δεν σας κλαίω, αλλά περισσότερο θέλω να σας παρηγορήσω. Γνωρίζουν ότι η ζωή τους πέρασε μέσα από κάθε είδους αλλαγές της τύχης. Και ευτυχισμένοι είναι όσοι η μοίρα τους δώσει ένδοξο θάνατο, όπως ακριβώς αυτοί εδώ τώρα, ή την πιο ένδοξη λύπη όπως σε εσάς, και σε όσους η ζωή τους παίρνει τέλος τη στιγμή που τελειώνει και η ευτυχία τους. Ξέρω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω για αυτούς που πολλές φορές θα έχετε αφορμές θύμησης στις χαρές των άλλων με τις οποίες και εσείς οι ίδιοι κάποτε χαιρόσασταν. Και λυπάται κανείς όχι για αγαθά τα οποία θα στερούνταν, χωρίς να τα δοκιμάσει, αλλά για αυτό που χάνει ενώ έχει συνηθίσει να το απολαμβάνει. Πρέπει όμως να έχετε υπομονή και με την ελπίδα άλλων παιδιών, όσοι ακόμα είστε σε ηλικία να κάνετε παιδιά· γιατί, και ατομικά τα παιδιά που θα γεννηθούν, κατόπι θα κάνουν μερικούς να ξεχάσουν αυτούς που δεν υπάρχουν, και στην πόλη αυτό θα είναι ωφέλιμο από δυο απόψεις και γιατί δε θα ερημώνεται και γιατί θα είναι ασφαλής· γιατί δεν είναι δυνατό να αποφασίζουν κατά τον ίδιο τρόπο και δίκαια, όσοι δεν κινδυνεύουν σαν τους άλλους προσφέροντας τα παιδιά τους. Όσοι πάλι είστε περασμένης ηλικίας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας που ζήσατε ευτυχισμένοι να το θεωρείτε κέρδος και τη ζωή που σας μένει ότι θα είναι μικρή, και να ανακουφίζεστε με τη δόξα αυτών εδώ. Γιατί μονάχα η αγάπη για τιμές είναι αγέραστη και στην ηλικία που ο άνθρωπος δε μπορεί να προσφέρει, δεν ευχαριστεί το κέρδος, όπως μερικοί ισχυρίζονται, αλλά οι τιμές.
45. Για τα παιδιά πάλι ή τα αδέρφια τους, όσοι παρευρίσκεστε, βλέπω δύσκολο τον αγώνα (γιατί εκείνον που δεν υπάρχει ο καθένας συνηθίζει να επαινεί) και με πολλή δυσκολία, και αν δείξετε ανδρεία μοναδική, θα σας κρίνουν κάπως κατώτερους, ουδέποτε ισάξιους. Γιατί υπάρχει φθόνος μεταξύ των ζωντανών προς τους ανταγωνιστές, ενώ αυτοί που δε στέκονται εμπόδιο τιμούνται με αδιαφιλονίκητη εύνοια. Αν είναι ανάγκη να αναφερθώ και στην αρετή των γυναικών, όσες τώρα είναι χήρες θα πω ό,τι πρέπει, με σύντομη παραίνεση. Μεγάλη θα είναι η τιμή σε σας να μη φανείτε κατώτερες από τη γυναικεία φύση σας και μάλιστα για όποια θα ακουστεί λιγότερο το όνομά της –επαινετικά η ντροπιασμένα- ανάμεσα στους άντρες.
46. Είπα και εγώ σύμφωνα με το έθιμο, όσα είχα κατάλληλα και με έργα αυτοί που τάφηκαν έχουν ήδη τιμηθεί, ενώ τα παιδιά τους από σήμερα και ώσπου να γίνουν έφηβοι, η πόλη θα αναθρέψει με δημόσια δαπάνη, προβάλλοντας και για αυτούς εδώ και για όσους έχουν επιζήσει ωφέλιμο βραβείο αυτών των αγώνων. Γιατί όπου είναι καθιερωμένα τα πιο σπουδαία βραβεία της αρετής, εκεί ακριβώς ζουν και άριστοι πολίτες. Τώρα, λοιπόν, αφού αρκετά ο καθένας έκλαψε το συγγενή του, ας φύγετε».
47. Τέτοια ήταν η ταφή εκείνον τον χειμώνα.