Ενότητα 11η
Ο μύθος του σπηλαίου είναι η πιο γνωστή ίσως αλληγορία μέσα στην Πολιτεία, ένα έργο το οποίο ο Πλάτων αφιερώνει στη διερεύνηση της έννοιας της δικαιοσύνης. Η αναφορά στους δεσμώτες και το σπήλαιο γίνεται στην αρχή του έβδομου βιβλίου, λίγο πριν ο Πλάτων προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του παντελοῦς φύλακος, αυτού δηλαδή που είναι έτοιμος να γίνει άρχοντας φιλόσοφος. Ο φιλόσοφος είναι ικανός να κυβερνήσει την πολιτεία και να την οδηγήσει στην ύψιστη ιδέα, αυτήν του ἀγαθοῦ. Στο τέλος του έκτου βιβλίου ο Σωκράτης και ο Γλαύκων έχουν συμφωνήσει ότι η διάνοια -βρίσκεται μεταξύ της δόξης και του νοῦ- επιτελεί σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση της ψυχής με τη διαλεκτική επιστήμη, αυτήν που οδηγεί στην ἀνυπόθετον ἀρχήν, δηλαδή στην αλήθεια. Η διάνοια μαζί με την νόησιν, την πίστιν και την εἰκασίαν είναι παθήματα (=φαινόμενα) της ψυχής, τα οποία καλλιεργούνται σε κάθε άνθρωπο. Το έβδομο βιβλίο ξεκινά με την ανάλυση από τη μεριά του
Σωκράτη της σύστασης της ψυχής όσον αφορά την παιδεία της, τη μόρφωσή της. Βεβαίως η αναφορά στην πεπαιδευμένη και την αμόρφωτη ψυχή έχει ως σκοπό να τονίσει το έως τώρα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ακολουθούν οι φύλακες της Πολιτείας και μάλιστα να διακρίνει σαφέστερα τις ψυχικές ιδιότητες εκείνων που θα προκριθούν στη θέση των αρχόντων βασιλέων. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της αλληγορίας. Στην προκείμενη ενότητα κυριαρχεί η περιγραφή του σπηλαίου και των δεσμωτών. Το ρήμα ἰδὲ οφείλουμε να το ερμηνεύσουμε όχι κυριολεκτικά. Η θέασις στον Πλάτωνα γίνεται κυρίως με τον νου όχι με τις αισθήσεις. Ασφαλώς πρόκειται για τη θέα ενός καινούργιου, για την ώρα ασύλληπτου, πράγματος. Στην περιγραφή της σπηλιάς δεδομένα είναι η είσοδός της που βρίσκεται σε βαθμίδα υψηλότερη αυτής των δεσμωτών, η φλόγα πυρός κάπου ψηλά και πίσω, η επιφάνεια της γης με τον δρόμο και το τειχίον και βεβαίως οι σχεδόν ακίνητοι δεσμώτες, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να βλέπουν (το ὁρᾶν εδώ λαμβάνεται
κυριολεκτικά) μόνον ευθεία και μπροστά. Η παρομοίωση του τείχους με παραπετάσματα θαυματοποιών δεν είναι τυχαία. Υποδηλώνει εξ αρχής το ψεύτικο, το απατηλό, όπως πράγματι είναι τα όσα βλέπουν από τη θέση που βρίσκονται οι δεσμώτες άνθρωποι. Ο Γλαύκων χαρακτηρίζει την όλη εικόνα παράξενη. Η λέξη αυτή (ἄτοπον) δίνει την αφορμή στον Σωκράτη να επιχειρήσει τη σύγκριση της εικόνας των δεσμωτών με τους ανθρώπους της εποχής του, αυτούς που βρίσκονται, χωρίς να το γνωρίζουν, σε δεσμά.
Ο μύθος του σπηλαίου είναι η πιο γνωστή ίσως αλληγορία μέσα στην Πολιτεία, ένα έργο το οποίο ο Πλάτων αφιερώνει στη διερεύνηση της έννοιας της δικαιοσύνης. Η αναφορά στους δεσμώτες και το σπήλαιο γίνεται στην αρχή του έβδομου βιβλίου, λίγο πριν ο Πλάτων προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του παντελοῦς φύλακος, αυτού δηλαδή που είναι έτοιμος να γίνει άρχοντας φιλόσοφος. Ο φιλόσοφος είναι ικανός να κυβερνήσει την πολιτεία και να την οδηγήσει στην ύψιστη ιδέα, αυτήν του ἀγαθοῦ. Στο τέλος του έκτου βιβλίου ο Σωκράτης και ο Γλαύκων έχουν συμφωνήσει ότι η διάνοια -βρίσκεται μεταξύ της δόξης και του νοῦ- επιτελεί σημαντικό ρόλο στην ενασχόληση της ψυχής με τη διαλεκτική επιστήμη, αυτήν που οδηγεί στην ἀνυπόθετον ἀρχήν, δηλαδή στην αλήθεια. Η διάνοια μαζί με την νόησιν, την πίστιν και την εἰκασίαν είναι παθήματα (=φαινόμενα) της ψυχής, τα οποία καλλιεργούνται σε κάθε άνθρωπο. Το έβδομο βιβλίο ξεκινά με την ανάλυση από τη μεριά του
Σωκράτη της σύστασης της ψυχής όσον αφορά την παιδεία της, τη μόρφωσή της. Βεβαίως η αναφορά στην πεπαιδευμένη και την αμόρφωτη ψυχή έχει ως σκοπό να τονίσει το έως τώρα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ακολουθούν οι φύλακες της Πολιτείας και μάλιστα να διακρίνει σαφέστερα τις ψυχικές ιδιότητες εκείνων που θα προκριθούν στη θέση των αρχόντων βασιλέων. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της αλληγορίας. Στην προκείμενη ενότητα κυριαρχεί η περιγραφή του σπηλαίου και των δεσμωτών. Το ρήμα ἰδὲ οφείλουμε να το ερμηνεύσουμε όχι κυριολεκτικά. Η θέασις στον Πλάτωνα γίνεται κυρίως με τον νου όχι με τις αισθήσεις. Ασφαλώς πρόκειται για τη θέα ενός καινούργιου, για την ώρα ασύλληπτου, πράγματος. Στην περιγραφή της σπηλιάς δεδομένα είναι η είσοδός της που βρίσκεται σε βαθμίδα υψηλότερη αυτής των δεσμωτών, η φλόγα πυρός κάπου ψηλά και πίσω, η επιφάνεια της γης με τον δρόμο και το τειχίον και βεβαίως οι σχεδόν ακίνητοι δεσμώτες, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να βλέπουν (το ὁρᾶν εδώ λαμβάνεται
κυριολεκτικά) μόνον ευθεία και μπροστά. Η παρομοίωση του τείχους με παραπετάσματα θαυματοποιών δεν είναι τυχαία. Υποδηλώνει εξ αρχής το ψεύτικο, το απατηλό, όπως πράγματι είναι τα όσα βλέπουν από τη θέση που βρίσκονται οι δεσμώτες άνθρωποι. Ο Γλαύκων χαρακτηρίζει την όλη εικόνα παράξενη. Η λέξη αυτή (ἄτοπον) δίνει την αφορμή στον Σωκράτη να επιχειρήσει τη σύγκριση της εικόνας των δεσμωτών με τους ανθρώπους της εποχής του, αυτούς που βρίσκονται, χωρίς να το γνωρίζουν, σε δεσμά.
Ενότητα 12η
Μετά την περιγραφή του σπηλαίου ο Σωκράτης διευκρινίζει στον Γλαύκωνα τις συνθήκες ζωής αλλά και την πνευματική κατάσταση των δεσμωτών. Για την ερμηνεία της αλληγορίας ενδιαφέρον φυσικά έχει το δεύτερο. Οι αντιλήψεις αλλά και η γνώση των ανθρώπων αυτών βασίζονται στην απάτη, στο ψεύδος· ζουν κυριολεκτικά μέσα σε ἀφροσύνη. Υπάρχει όμως η δυνατότητα απελευθέρωσης, η οποία θα προέλθει μέσα από τους ίδιους τους δεσμώτες. Εφ’ όσον ένας από αυτούς ελευθερωθεί και σιγά σιγά εξοικειωθεί με το αληθινό φως έχοντας φθάσει στην άνω βαθμίδα (η θέαση του αληθινού φωτός, δηλαδή του ἀγαθοῦ, δεν πραγματοποιείται με τους σωματικούς οφθαλμούς), αυτός θα αναλάβει τη λύση του ζητήματος, της απελευθέρωσης των υπολοίπων. Η λύση βέβαια πρόκειται να είναι επώδυνη, αφού κανείς από τους συνδεσμώτες δεν θα τον πιστέψει ούτε και θα δείξει προθυμία να αρνηθεί ως ψεύτικη την έως τώρα ζωή του. Ενδέχεται μάλιστα να τον φονεύσουν. Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται ο μύθος και ο Σωκράτης προχωρεί στην εφαρμογή του μέσα στο πολιτειακό σύστημα που μαζί με τον Γλαύκωνα επεξεργάζεται. Δίνεται η εξήγηση· στη θέση των δεσμωτών βρίσκονται οι
σημερινοί άνθρωποι αφού οι νοητοί οφθαλμοί τους, οι οποίοι έχουν ως έδρα τους την ψυχή, δεν είναι ικανοί να στραφούν από το σκότος (τρέχουσες αντιλήψεις για το δίκαιο, την ισότητα κ.λ.π.) προς το αληθινό φως (το ἀγαθόν). Το μέσο, ο μοχλός που θα στρέψει το ανθρώπινο πνεύμα στην αλήθεια είναι η παιδεία. Ο Γλαύκων συμφωνεί. Ζητούμενο τώρα είναι η ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας. Στο χωρίο δεν γίνεται εκτενής αναφορά σε αυτήν αλλά τονίζεται η θεμελιώδης συμβολή της στη διαμόρφωση μιας ικανής ψυχής να θεάται τα υψηλά και όχι τα πράγματα που την δένουν με τον κόσμο (ηδονή, φαγητό, ποτό). Ο Σωκράτης στη συνέχεια συσχετίζει την πεπαιδευμένη ψυχή με
τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Η διακυβέρνηση λοιπόν οφείλει να ανατεθεί σε ψυχή ανθρώπου
πεπαιδευμένου (ας προσεχθεί ότι ένας τέτοιος θα προέλθει από το κοινωνικό σώμα, από το σύνολο των σημερινών πολιτών). Στην ενότητά μας γίνεται λόγος για έναν κίνδυνο που παραμονεύει στην περίπτωση λανθασμένης ανάθεσης. Προτείνονται δύο κατηγορίες πολιτών, οι αμόρφωτοι και ανίκανοι να δουν την αλήθεια πολίτες και αυτοί που έχουν μορφωθεί και συνεχίζουν την
εκπαίδευσή τους συνεχώς και αδιαλείπτως, σαν να κατοικούν σε έναν άλλον κόσμο, στις νήσους των μακάρων ηρώων. Ο Σωκράτης με σαφή τρόπο αποδεικνύει γιατί είναι ακατάλληλοι και οι πρώτοι και οι δεύτεροι για την ανάληψη της εξουσίας. Τότε τι θα γίνει; Η απάντηση: Η λύση θα προέλθει με τον εξαναγκασμό εκείνων των ανθρώπων που έχουν γνωρίσει το αγαθό (πρόκειται για τους φύλακες
παντελεῖς, των οποίων η εκπαίδευση έχει αναπτυχθεί στα προηγούμενα βιβλία της Πολιτείας) αλλά δεν είναι αποφασισμένοι να το μεταδώσουν και στους άλλους. Οι δύο οικιστές όμως, ο Σωκράτης και ο Γλαύκων, θα αναλάβουν να τους μεταπείσουν ώστε να αναλάβουν το δύσκολο έργο, την απελευθέρωση των υπολοίπων ανθρώπων από τα δεσμά τους, δηλαδή την εκπαίδευσή τους μέσα
στην αλήθεια και όχι το ψεύδος. Αυτές λοιπόν οι χαρισματικές προσωπικότητες οφείλουν να θέσουν τον εαυτό τους και πάλι στα δεσμά (στην απαιδευσία και το πνευματικό σκότος) αδιαφορώντας για τις απολαβές τους, αν δηλαδή θα αποκομίσουν τιμές ισάξιες ή κατώτερες προς την προσωπικότητά τους. Η ανιδιοτέλεια προβάλλει ως χαρακτηριστικό του άρχοντα φιλοσόφου.
Μετά την περιγραφή του σπηλαίου ο Σωκράτης διευκρινίζει στον Γλαύκωνα τις συνθήκες ζωής αλλά και την πνευματική κατάσταση των δεσμωτών. Για την ερμηνεία της αλληγορίας ενδιαφέρον φυσικά έχει το δεύτερο. Οι αντιλήψεις αλλά και η γνώση των ανθρώπων αυτών βασίζονται στην απάτη, στο ψεύδος· ζουν κυριολεκτικά μέσα σε ἀφροσύνη. Υπάρχει όμως η δυνατότητα απελευθέρωσης, η οποία θα προέλθει μέσα από τους ίδιους τους δεσμώτες. Εφ’ όσον ένας από αυτούς ελευθερωθεί και σιγά σιγά εξοικειωθεί με το αληθινό φως έχοντας φθάσει στην άνω βαθμίδα (η θέαση του αληθινού φωτός, δηλαδή του ἀγαθοῦ, δεν πραγματοποιείται με τους σωματικούς οφθαλμούς), αυτός θα αναλάβει τη λύση του ζητήματος, της απελευθέρωσης των υπολοίπων. Η λύση βέβαια πρόκειται να είναι επώδυνη, αφού κανείς από τους συνδεσμώτες δεν θα τον πιστέψει ούτε και θα δείξει προθυμία να αρνηθεί ως ψεύτικη την έως τώρα ζωή του. Ενδέχεται μάλιστα να τον φονεύσουν. Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται ο μύθος και ο Σωκράτης προχωρεί στην εφαρμογή του μέσα στο πολιτειακό σύστημα που μαζί με τον Γλαύκωνα επεξεργάζεται. Δίνεται η εξήγηση· στη θέση των δεσμωτών βρίσκονται οι
σημερινοί άνθρωποι αφού οι νοητοί οφθαλμοί τους, οι οποίοι έχουν ως έδρα τους την ψυχή, δεν είναι ικανοί να στραφούν από το σκότος (τρέχουσες αντιλήψεις για το δίκαιο, την ισότητα κ.λ.π.) προς το αληθινό φως (το ἀγαθόν). Το μέσο, ο μοχλός που θα στρέψει το ανθρώπινο πνεύμα στην αλήθεια είναι η παιδεία. Ο Γλαύκων συμφωνεί. Ζητούμενο τώρα είναι η ποιότητα της παρεχόμενης παιδείας. Στο χωρίο δεν γίνεται εκτενής αναφορά σε αυτήν αλλά τονίζεται η θεμελιώδης συμβολή της στη διαμόρφωση μιας ικανής ψυχής να θεάται τα υψηλά και όχι τα πράγματα που την δένουν με τον κόσμο (ηδονή, φαγητό, ποτό). Ο Σωκράτης στη συνέχεια συσχετίζει την πεπαιδευμένη ψυχή με
τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Η διακυβέρνηση λοιπόν οφείλει να ανατεθεί σε ψυχή ανθρώπου
πεπαιδευμένου (ας προσεχθεί ότι ένας τέτοιος θα προέλθει από το κοινωνικό σώμα, από το σύνολο των σημερινών πολιτών). Στην ενότητά μας γίνεται λόγος για έναν κίνδυνο που παραμονεύει στην περίπτωση λανθασμένης ανάθεσης. Προτείνονται δύο κατηγορίες πολιτών, οι αμόρφωτοι και ανίκανοι να δουν την αλήθεια πολίτες και αυτοί που έχουν μορφωθεί και συνεχίζουν την
εκπαίδευσή τους συνεχώς και αδιαλείπτως, σαν να κατοικούν σε έναν άλλον κόσμο, στις νήσους των μακάρων ηρώων. Ο Σωκράτης με σαφή τρόπο αποδεικνύει γιατί είναι ακατάλληλοι και οι πρώτοι και οι δεύτεροι για την ανάληψη της εξουσίας. Τότε τι θα γίνει; Η απάντηση: Η λύση θα προέλθει με τον εξαναγκασμό εκείνων των ανθρώπων που έχουν γνωρίσει το αγαθό (πρόκειται για τους φύλακες
παντελεῖς, των οποίων η εκπαίδευση έχει αναπτυχθεί στα προηγούμενα βιβλία της Πολιτείας) αλλά δεν είναι αποφασισμένοι να το μεταδώσουν και στους άλλους. Οι δύο οικιστές όμως, ο Σωκράτης και ο Γλαύκων, θα αναλάβουν να τους μεταπείσουν ώστε να αναλάβουν το δύσκολο έργο, την απελευθέρωση των υπολοίπων ανθρώπων από τα δεσμά τους, δηλαδή την εκπαίδευσή τους μέσα
στην αλήθεια και όχι το ψεύδος. Αυτές λοιπόν οι χαρισματικές προσωπικότητες οφείλουν να θέσουν τον εαυτό τους και πάλι στα δεσμά (στην απαιδευσία και το πνευματικό σκότος) αδιαφορώντας για τις απολαβές τους, αν δηλαδή θα αποκομίσουν τιμές ισάξιες ή κατώτερες προς την προσωπικότητά τους. Η ανιδιοτέλεια προβάλλει ως χαρακτηριστικό του άρχοντα φιλοσόφου.
Ενότητα 13η
Ο φιλόσοφος οφείλει να επιδοθεί στο έργο της αγωγής και της μύησης των δεσμωτών στην αληθινή παιδεία χωρίς να αισθάνεται αδικημένος, διότι τάχα στερείται τον ανώτερο φιλοσοφικό βίο. Η πρόσκαιρη ένσταση του Γλαύκωνα φαίνεται ότι δεν έχει ισχύ. Ο Σωκράτης υπενθυμίζει στον
συνομιλητή του κάτι που ήδη έχει συμφωνηθεί, έναν βασικό άξονα της νεότευκτης πολιτείας. Ο νόμος προνοεί για την ευημερία όλων των κοινωνικών τάξεων, όχι μιας συγκεκριμένης. Οι φιλόσοφοι επομένως δεν έχουν κάτι το ξεχωριστό σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές τάξεις, βέβαια
όσον αφορά την ευπείθεια και την υπακοή στον νόμο. Στο χωρίο μάλιστα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στον νομοθέτη (λανθάνει πίσω από τη λέξη νόμος) επιτρέπεται η χρήση της πειθούς και του εξαναγκασμού (πρβλ. και το χωρίο των Νόμων, 722b), ώστε να επιτευχθεί η μεγίστη δυνατή κοινωνική ωφέλεια. Η ωφέλεια αυτή έγκειται στην προσφορά της μιας κοινωνικής τάξης στην άλλη. Η παρουσία και το έργο του κάθε πολίτη στο σώμα της πολιτείας δικαιώνεται όταν το ατομικό όφελος τεθεί κάτω από το συλλογικό. Ο Σωκράτης τονίζει ιδιαίτερα τη συμβολή του νόμου στη δημιουργία της κοινής ωφέλειας και τονίζει ότι «(ο νόμος) δεν αφήνει να τραβά ο καθένας όπου θέλει, αλλά χρησιμοποιεί ο ίδιος (τους πολίτες) και δένει σε μια ενότητα την πόλη». Η παρατήρησή του βέβαια αφορά πρωτίστως την κυρίαρχη τάξη της πολιτείας, τους φιλοσόφους. Η συνεισφορά τους προς τις άλλες τάξεις όχι μόνον δεν συνιστά αδικία, αλλά προβάλλει ως υποχρέωση. Στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται πλέον η εκπαίδευση και η διασφάλιση της ζωής των υπολοίπων.
Ο φιλόσοφος οφείλει να επιδοθεί στο έργο της αγωγής και της μύησης των δεσμωτών στην αληθινή παιδεία χωρίς να αισθάνεται αδικημένος, διότι τάχα στερείται τον ανώτερο φιλοσοφικό βίο. Η πρόσκαιρη ένσταση του Γλαύκωνα φαίνεται ότι δεν έχει ισχύ. Ο Σωκράτης υπενθυμίζει στον
συνομιλητή του κάτι που ήδη έχει συμφωνηθεί, έναν βασικό άξονα της νεότευκτης πολιτείας. Ο νόμος προνοεί για την ευημερία όλων των κοινωνικών τάξεων, όχι μιας συγκεκριμένης. Οι φιλόσοφοι επομένως δεν έχουν κάτι το ξεχωριστό σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές τάξεις, βέβαια
όσον αφορά την ευπείθεια και την υπακοή στον νόμο. Στο χωρίο μάλιστα εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στον νομοθέτη (λανθάνει πίσω από τη λέξη νόμος) επιτρέπεται η χρήση της πειθούς και του εξαναγκασμού (πρβλ. και το χωρίο των Νόμων, 722b), ώστε να επιτευχθεί η μεγίστη δυνατή κοινωνική ωφέλεια. Η ωφέλεια αυτή έγκειται στην προσφορά της μιας κοινωνικής τάξης στην άλλη. Η παρουσία και το έργο του κάθε πολίτη στο σώμα της πολιτείας δικαιώνεται όταν το ατομικό όφελος τεθεί κάτω από το συλλογικό. Ο Σωκράτης τονίζει ιδιαίτερα τη συμβολή του νόμου στη δημιουργία της κοινής ωφέλειας και τονίζει ότι «(ο νόμος) δεν αφήνει να τραβά ο καθένας όπου θέλει, αλλά χρησιμοποιεί ο ίδιος (τους πολίτες) και δένει σε μια ενότητα την πόλη». Η παρατήρησή του βέβαια αφορά πρωτίστως την κυρίαρχη τάξη της πολιτείας, τους φιλοσόφους. Η συνεισφορά τους προς τις άλλες τάξεις όχι μόνον δεν συνιστά αδικία, αλλά προβάλλει ως υποχρέωση. Στα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται πλέον η εκπαίδευση και η διασφάλιση της ζωής των υπολοίπων.