Πλάτων - Πρωταγόρας: Ενότητα 1η (318e-320c) - Μπορεί η αρετή να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας;
Οι στόχοι της ενότητας είναι:
- να κατανοήσουν οι μαθητές:
- το θέμα του διαλόγου.
- τις αρχικές θέσεις των δύο συνομιλητών.
- να αντιληφθούν την επιχειρηματολογία του Σωκράτη και να την αξιολογήσουν.
- να διακρίνουν τις μεθόδους των δύο συνομιλητών, να αιτιολογήσουν τις επιλογές τους και να τις συγκρίνουν.
Στην ενότητα αυτή θα παρακολουθήσουμε τους δύο συνομιλητές, τον Πρωταγόρα και τον Σωκράτη, να διατυπώνουν την αρχική τους θέση για το θέμα του διαλόγου, αν η αρετή διδάσκεται ή όχι, και την επιχειρηματολογία του Σωκράτη. Στο τέλος της ενότητας, ο Πρωταγόρας ανακοινώνει τις μεθόδους που θα ακολουθήσει για την υποστήριξη της θέσης του και την ανασκευή των σωκρατικών επιχειρημάτων.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
- Δομή διαλόγου
Στον πλατωνικό διάλογο Πρωταγόρας και συγκεκριμένα στις ενότητες που θα μελετήσουμε, ο Σωκράτης και ο Πρωταγόρας, ως οι κύριοι συνομιλητές, εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με το αν η αρετή διδάσκεται. Ειδικότερα, παρακολουθούμε τον Πρωταγόρα να υποστηρίζει ότι διδάσκει την ευβουλία, και τον Σωκράτη να προσποιείται το αντίθετο και να ελέγχει με παράθεση δύο επιχειρημάτων την ορθότητα αυτής της θέσης του Πρωταγόρα. Πρόκειται δηλαδή για μια «αντιλογία» (λόγος και αντίλογος) σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής ανάμεσα στους δύο φιλοσόφους.
Θέματα κατά (διδακτική) ενότητα στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα (1η - 7η ενότητα)
1η ενότητα
Ο Πρωταγόρας διδάσκει την ευβουλία - Ζητήματα Μεθόδου και στόχων
Παράλληλα με την παρακολούθηση του φιλοσοφικού διαλόγου σε επίπεδο ιδεών, μπορούμε να δούμε και τις επιλογές των δύο φιλοσόφων στις μεθόδους που υιοθετούν, για να εκθέσουν τις απόψεις τους, προκειμένου να στηρίξουν τους στόχους τους.
Διαγραμματική απόδοση των επιλογών μεθόδου και των στόχων στο εξεταζόμενο κείμενο: - Ο Σωκράτης ελέγχει την ορθότητα της θέσης και των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, επικαλούμενος
- τι πιστεύουν οι Αθηναίοι σχετικά και
- την περίπτωση των πολιτικών που δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική τέχνη στα παιδιά τους.
- Ο Πρωταγόρας αναλαμβάνει να απαντήσει στην πρόκληση του Σωκράτη με μύθο.
2η ενότητα
Αρχή μύθου- Η δημιουργία των ζώων από τους θεούς.
- Προμηθέας και Επιμηθέας, οι εντολοδόχοι των θεών: Ο Επιμηθέας μοιράζει εφόδια στα ζώα: α) για να αντιμετωπίζουν εχθρούς, β) για να προστατεύονται από τις καιρικές συνθήκες, γ) για να εξασφαλίζουν τροφή και δ) για να διατηρείται η ισορροπία στη φύση.
3η ενότητα
Συνέχεια μύθου- Η απρονοησία του Επιμηθέα.
- Ο έλεγχος του Προμηθέα και η ανάληψη πρωτοβουλίας από τον ίδιο υπέρ του ανθρώπου: Η κλοπή των πρακτικών γνώσεων και της φωτιάς από την Αθηνά και τον Ήφαιστο (όχι όμως και της πολιτικής τέχνης από τον Δία).
- Η τιμωρία του Προμηθέα για τη φιλανθρωπία του.
4η ενότητα
Συνέχεια και τέλος του μύθου- Η γένεση του πολιτισμού (θρησκεία, γλώσσα, κατοικία, ένδυση, τροφή).
- Η προσπάθεια της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και ο διπλός κίνδυνος αφανισμού τους.
- Τα «δώρα» της αιδούς και της δίκης από τον Δία και η εμφάνιση της πολιτικής κοινωνίας.
- Η «καθολικότητα των δώρων». Τέλος του μύθου.
- Συμπέρασμα: Η αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής οδηγεί στην καθολικότητά της.
5η ενότητα
Αποδείξεις για την καθολικότητα και το διδακτό της πολιτικής αρετής- Απόδειξη της καθολικότητας της πολιτικής αρετής: Η ειλικρίνεια κάποιου για την ύπαρξη ή όχι καλλιτεχνικής ικανότητας θεωρείται πλεονέκτημα. Το αντίθετο συμβαίνει στη δικαιοσύνη: όλοι είναι ή υποχρεώνονται να λένε ότι είναι δίκαιοι.
- Απόδειξη ότι η αρετή είναι διδακτή: Τα έμφυτα μειονεκτήματα δεν διορθώνονται και προκαλούν τη λύπη για τους φορείς τους. Τα επίκτητα ελαττώματα οφείλονται στην ελλιπή επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία. Αυτά διορθώνονται και γι’ αυτό θυμώνουμε, τιμωρούμε και συμβουλεύουμε τους φορείς τους. Ειδικότερα θυμώνουμε, τιμωρούμε και συμβουλεύουμε όποιον είναι άδικος. Άρα η αρετή διδάσκεται, αφού η αδικία που είναι το αντίθετό της διορθώνεται με αυτούς τους τρόπους αντιμετώπισης.
6η ενότητα
Η παιδευτική σημασία της ποινής ως απόδειξη του διδακτού της αρετής- Η έλλογη τιμωρία αποβλέπει στον σωφρονισμό του άδικου και στον παραδειγματισμό του κοινωνικού συνόλου.
- Το αποτέλεσμα της έλλογης τιμωρίας προβάλλεται στο μέλλον, άρα η τιμωρία έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα.
- Με αυτή τη λογική χρησιμοποιούν την ποινή οι Αθηναίοι και οι άλλοι άνθρωποι.
- Συμπέρασμα: Η αρετή έχει καθολικότητα και είναι διδακτή.
7η ενότητα
Γιατί οι άριστοι πολιτικοί [δεν] διδάσκουν την πολιτική στα παιδιά τους.- Οι άριστοι διδάσκουν την πολιτική στα παιδιά τους, αλλιώς αυτά θα θανατώνονταν ή θα εκδιώκονταν.
- Η δια βίου παίδευση των Αθηναίων (στάδια, φορείς, σκοποί παίδευσης) συνιστά απόδειξη του διδακτού της αρετής.
ΜΠΟΡΕΙ Η ΑΡΕΤΗ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ; - ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Ο Πρωταγόρας εξηγεί στον Σωκράτη τι διδάσκει στους νέους που παρακολουθούν τα μαθήματά του. Οι αντιρρήσεις του Σωκράτη.
Το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα | "Το μάθημα [το οποίο διδάσκω] είναι η εὐβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα". "Άραγε", είπα εγώ [δηλ. ο Σωκράτης, που αφηγείται τη συζήτησή του με τον Πρωταγόρα σε τρίτο φίλο του], "παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ' ό,τι καταλαβαίνω, μιλάς για την πολιτική τέχνη και εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες ἀγαθούς πολίτες". "Αυτό ακριβώς, Σωκράτη", είπε, "είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω" Δες παρακάτω το ερμηνευτικό σχόλιο: Α. Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα: "Το μάθημα ... ισχυρίζομαι πως διδάσκω" |
Η άποψη του Σωκράτη και τα επιχειρήματα που τη στηρίζουν
1ο επιχείρημα: οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. | "Μάλιστα, ωραία τέχνη να κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά", είπα εγώ. "Εγώ πάντως, θα σου πω αυτό που σκέφτομαι. Γιατί εγώ δεν θεωρούσα, Πρωταγόρα, πως αυτό είναι κάτι που διδάσκεται. Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως δεν πρόκειται για κάτι που διδάσκεται και γιατί δεν μπορούν οι άνθρωποι να το μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Εγώ λοιπόν θεωρώ, όπως και οι άλλοι Έλληνες, πως οι Αθηναίοι είναι σοφοί. Και βλέπω ότι, όποτε συγκεντρωνόμαστε στην εκκλησία του δήμου, όταν η πόλη πρόκειται να εκτελέσει κάποιο έργο οικοδομικό, καλούμε τους οικοδόμους ως συμβούλους στην οικοδομία, κι όταν πάλι πρόκειται για ναυπηγικό έργο, καλούμε τους ναυπηγούς, και με τον ίδιο τρόπο πράττουμε όταν πρόκειται για όλα τα αντίστοιχα έργα, για όσα δηλαδή θεωρείται πως είναι διδακτά και μπορεί κάποιος να τα μάθει με κατάλληλα μαθήματα. Εάν επιχειρήσει δε κάποιος άλλος να δώσει τη συμβουλή του στον δήμο, κάποιος που οι άνθρωποι δεν τον θεωρούν τεχνίτη σχετικό, η συνέλευση δεν τον αποδέχεται, ακόμα κι αν είναι και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια. Αντίθετα, τον κοροϊδεύουν και του φωνάζουν, μέχρι αυτός που τόλμησε να μιλήσει να φύγει μόνος του τρομοκρατημένος ή μέχρι να τον σύρουν οι τοξότες και να τον βγάλουν σηκωτό, με διαταγή των πρυτάνεων. Για τα θέματα λοιπόν που θεωρούν [οι Αθηναίοι] ότι εξαρτώνται από κάποια συγκεκριμένη τεχνογνωσία, έτσι ενεργούν. Όταν όμως πρέπει να αποφασιστεί κάποιο ζήτημα που αφορά τη διοίκηση της πόλεως, σηκώνεται και δίνει τις συμβουλές του γι' αυτό εξίσου και ο οικοδόμος, και ο σιδεράς, και ο έμπορος ή ο ναυτικός, και ο πλούσιος, και ο φτωχός, και αυτός που είναι από μεγάλο γένος, και αυτός που δεν είναι από κάποια γενιά σπουδαία. Και κανένας δεν τους ψέγει γι' αυτό, όπως τους προηγούμενους: γιατί εσύ, χωρίς να έχεις διδαχτεί από πουθενά αυτό το πράγμα και χωρίς να έχεις δάσκαλο σ' αυτό το θέμα, θέλεις τώρα να δώσεις και συμβουλές. Άρα, είναι προφανές πως δεν θεωρούν ότι το πράγμα αυτό είναι κάτι που διδάσκεται. |
2ο επιχείρημα: οι πιο σοφοί και άριστοι πολίτες δεν μπορούν να μεταδώσουν την αρετή στα παιδιά τους. | Αυτή τη στάση φυσικά δεν την έχει μόνο η συνέλευση της πόλης μας, αλλά και στο ιδιωτικό επίπεδο [βλέπουμε ότι] οι πιο σοφοί και οι άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή που έχουν οι ίδιοι σε άλλους. Ο Περικλής, ας πούμε, ο πατέρας των νεαρών από 'δω, τους μόρφωσε καλά στα θέματα που εξαρτώνται από τους δασκάλους. Αλλά στα θέματα στα οποία ο ίδιος είναι σοφός, ούτε αυτός τους εκπαιδεύει ούτε σε άλλους έδωσε τους γιους του να τους εκπαιδεύσουν. Κι αυτοί, τριγυρίζουν και βόσκουν, σαν ζώα λυμένα, όπου τύχει να συναντήσουν από μόνοι τους τη αρετή. Κι αν θέλεις, δες και τον Κλεινία, τον μικρό αδελφό του Αλκιβιάδη από 'δω. Αυτόν τον είχε στην κηδεμονία του ο Περικλής και, φοβούμενος μήπως τον χαλάσει ο Αλκιβιάδης, τον πήρε από αυτόν και ανέθεσε στον Αρίφρονα να τον μορφώσει. Και πριν κλείσουν έξι μήνες, ο Αρίφρονας του τον έδωσε πίσω, μη ξέροντας τι να κάνει μαζί του. Και άλλους πάμπολλους έχω να σου απαριθμήσω, οι οποίοι, ενώ ήταν οι ίδιοι αγαθοί, δεν μπόρεσαν ποτέ τους να βελτιώσουν κανέναν ούτε από τους συγγενείς τους ούτε από τους ξένους. Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, έχοντας υπόψη μου αυτά τα γεγονότα, δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή. Επειδή όμως σε ακούω να το υποστηρίζεις εσύ, κάμπτομαι και πιστεύω πως κάτι θα εννοείς, αφού θεωρώ πως έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα, και πολλά έχεις μάθει και πολλά επίσης έχεις ανακαλύψει μόνος σου. Αν λοιπόν μπορείς να μας αναλύσεις με τρόπο εναργέστερο γιατί η αρετή είναι διδακτή, μη μας αρνηθείς και κάνε το". Δες παρακάτω το ερμηνευτικό σχόλιο: Β. Η θέση και τα επιχειρήματα του Σωκράτη για το "διδακτόν" της αρετής: "Μάλιστα, ωραία τέχνη ... μη μας αρνηθείς και κάνε το" |
Οι μέθοδοι του Πρωταγόρα | "Όχι, Σωκράτη", είπε, "δεν θα σας αρνηθώ. Αλλά, τι προτιμάς από τα δύο; Να σας το αναλύσω με έναν μύθο, όπως κάνουν οι γεροντότεροι στους νέους, ή να αναπτύξω το ζήτημα σε μια διάλεξη;" Πολλοί από αυτούς που κάθονταν κοντά είπαν αμέσως να αναπτύξει το θέμα με όποιον από τους δύο τρόπους θέλει. "Εγώ νομίζω", είπε εκείνος, "πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο". Δες παρακάτω το ερμηνευτικό σχόλιο: Γ. Οι μέθοδοι του Πρωταγόρα: "Όχι, Σωκράτη ... να σας πω έναν μύθο" |
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ύστερα από ερωτήματα που τέθηκαν από τον Σωκράτη, ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι αυτό που προσπαθεί να διδάξει τους νέους είναι η ευβουλία, δηλαδή η ορθή σκέψη και απόφαση που απαιτείται για να διοικεί κανείς τα του οίκου του, τις ιδιωτικές του υποθέσεις, και τα της πόλεως, τις δημόσιες υποθέσεις, με λόγο και έργο. Με άλλα λόγια, ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να κάνει τους πολίτες αγαθούς και ικανούς να σκέφτονται και να αποφασίζουν σωστά τόσο για ιδιωτικές υποθέσεις όσο και για υποθέσεις που αφορούν πολιτικά ζητήματα και μάλιστα έχοντας άποψη για αυτά και συμμετέχοντας ενεργά στην πολιτική ζωή.
Στη συνέχεια ο Σωκράτης, με λεπτή ειρωνεία, αλλά και σεβασμό στις απόψεις του συνομιλητή του, ελέγχει λογικά την άποψη του Πρωταγόρα και ισχυρίζεται αφενός ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, και αφετέρου ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Προκειμένου να στηρίξει τις θέσεις του, χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν γίνεται λόγος για κάποιο τεχνικό ζήτημα, δέχονται τις απόψεις μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για ζήτημα που αφορά την πόλη, έχουν δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη τους όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής. Επομένως, με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι όλοι διαθέτουν την πολιτική αρετή, χωρίς να την έχουν ποτέ διδαχθεί από κανέναν.
2ο επιχείρημα: οι άριστοι πολιτικοί άνδρες δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Για παράδειγμα ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή στους γιους του ούτε ο Αρίφρονας στον Κλεινία. Άρα, η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
Στο τέλος της ενότητας, ο Σωκράτης ζητά ευγενικά και με τον πρέποντα σεβασμό από τον Πρωταγόρα να αναπτύξει τις δικές του απόψεις. Ο σοφιστής δέχεται να το κάνει ακολουθώντας την πρώτη του μέθοδο, τον μύθο.
Στη συνέχεια ο Σωκράτης, με λεπτή ειρωνεία, αλλά και σεβασμό στις απόψεις του συνομιλητή του, ελέγχει λογικά την άποψη του Πρωταγόρα και ισχυρίζεται αφενός ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, και αφετέρου ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Προκειμένου να στηρίξει τις θέσεις του, χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν γίνεται λόγος για κάποιο τεχνικό ζήτημα, δέχονται τις απόψεις μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για ζήτημα που αφορά την πόλη, έχουν δικαίωμα να εκφράσουν τη γνώμη τους όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής. Επομένως, με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι όλοι διαθέτουν την πολιτική αρετή, χωρίς να την έχουν ποτέ διδαχθεί από κανέναν.
2ο επιχείρημα: οι άριστοι πολιτικοί άνδρες δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Για παράδειγμα ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή στους γιους του ούτε ο Αρίφρονας στον Κλεινία. Άρα, η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
Στο τέλος της ενότητας, ο Σωκράτης ζητά ευγενικά και με τον πρέποντα σεβασμό από τον Πρωταγόρα να αναπτύξει τις δικές του απόψεις. Ο σοφιστής δέχεται να το κάνει ακολουθώντας την πρώτη του μέθοδο, τον μύθο.
Ερμηνευτικά σχόλια
Α. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Το μάθημα ... ισχυρίζομαι πως διδάσκω"
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο:
Είναι γνωστό ότι ο Πρωταγόρας χρησιμοποιώντας την τέχνη της λογικής και ειδικότερα τους λεγόμενους κοινούς τόπους, δηλαδή προετοιμασμένα θέματα που έπρεπε οι μαθητές του να απομνημονεύσουν, δίδασκε την πολιτική τέχνη στους νέους της Αθήνας, οι οποίοι είχαν πολιτικές φιλοδοξίες. Η φήμη του και το πλήθος των μαθητών του στην Αθήνα συνιστούσαν τεκμήρια της αποτελεσματικότητας του διδακτικού έργου του και ενίσχυαν το κύρος του στους πνευματικούς κύκλους της πόλης και την αυτοπεποίθησή του. Το διδακτικό του έργο συμφωνούσε με το βασικό φιλοσοφικό αξίωμά του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος», ότι δηλαδή η κοινή λογική του ατόμου αποτελεί τον κριτή και τον γνώμονα του ορθού και, συνεπώς η αλήθεια είναι σχετική και όχι απόλυτη.
Ο Σωκράτης, στο απόσπασμα που μας απασχολεί, δεν παίρνει θέση φανερά υπέρ ή κατά της σοφιστικής θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Όμως ήδη διαφαίνεται η διαφοροποίησή του από την αντίληψη του Πρωταγόρα, καθώς ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε «ικανούς πολίτες», ενώ ο ίδιος σε «αγαθούς πολίτες». Η διαφορά αυτή βρίσκεται στη βάση του στοχασμού και της μεθόδου που επιλέγουν οι δύο συνομιλητές σε όλη τη συνομιλία τους.
- «Εὐβουλία»: (<εὖ + βουλεύομαι = σκέφτομαι σωστά, παίρνω σωστές αποφάσεις)
Ο Πρωταγόρας αρχίζει να απαντά με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν προηγουμένως από τον Σωκράτη σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας του. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αυτό που διδάσκει τους νέους είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για:
α) θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα»). Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ουαιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα«οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, είναι σε θέση να διευθετεί σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι ηπόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.
β) θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή. Ο πολίτης, δηλαδή, θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα και για τις υποθέσεις της πόλεως.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στονἘπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων. Εν κατακλείδι, ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. - «Πολιτική τέχνη»
Ο όρος «πολιτική τέχνη» αποδίδεται στο κείμενό μας με τους όρους «ἀρετή», «εὐβουλία», «πολιτικὴ ἀρετή» και «ἀνδρὸς ἀρετή». Όλοι αυτοί οι όροι αφορούν τη δράση του ατόμου στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή ως πολίτη, ως υπεύθυνου μέλους δηλαδή της οργανωμένης πολιτικά συμβιωτικής ομάδας, γιατί μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να δράσει και να καταξιωθεί ευεργετικά για τον εαυτό του και για το σύνολο. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι με τη διδασκαλία του μπορεί να μεταδώσει στους νέους αρετή, ήθος, ορθή κρίση, φρόνηση και δεινότητα λόγου, ώστε να δρουν με επιτυχία τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες υποθέσεις. - «... εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες»
Η πολιτική αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτη, συσχετίζεται με τους «άνδρες» και τους «αγαθούς πολίτες».
Ο λόγος για τον οποίο ο φιλόσοφος αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε «άνδρες» είναι γιατί στην αρχαία Ελλάδα μόνον οι άνδρες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Ο ενήλικος ελεύθερος άνδρας είναι ο κύριος του οίκου, δηλαδή είναι αυτός που έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας˙ και οι γυναίκες και τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Στο δημόσιο επίπεδο, οι ενήλικοι ελεύθεροι Αθηναίοι άνδρες είναι οι μόνοι που έχουν δικαιώματα πολίτη, οι μόνοι δηλαδή που έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνελεύσεις του δήμου, να εκλέγονται στα διάφορα αξιώματα της πόλεως, να στρατεύονται (πλην ορισμένων εξαιρέσεων), να γίνονται μέλη των δικαστηρίων και να μηνύουν στα δικαστήρια ή να παρουσιάζονται ως μάρτυρες σε αυτά.
Από την άλλη, ο όρος «ἀγαθός» παραπέμπει στο αγαθό της καλοκαγαθίας που διείπε ως αξία την αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας άνδρας έπρεπε να είναι «καλὸς κἀγαθός». Συγκεκριμένα, το επίθετο «καλὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα με ωραίο και γυμνασμένο σώμα, ικανό να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ως οπλίτη, ενώ το επίθετο «ἀγαθὸς» υποδηλώνει έναν άνδρα σώφρονα, συνετό και μετρημένο, με απόλυτη αυτοσυγκράτηση απέναντι στα πάθη, με ικανότητα να κρίνει και να δρα λελογισμένα στον ιδιωτικό και κυρίως στον δημόσιο βίο. Εδώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται μόνο στο δεύτερο συστατικό αυτού του ιδανικού, την αγαθότητα, γιατί προφανώς μόνον αυτή ενδιαφέρει τη συζήτηση που διεξάγεται.
B. Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΓΙΑ ΤΟ "διδακτόν" ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: "Μάλιστα, ωραία τέχνη ... μη μας αρνηθείς και κάνε το"
Γενικό ερμηνευτικό σχόλιο:
Στο απόσπασμα που εξετάζουμε, παρατηρούμε συνεπή εφαρμογή της μαιευτικής μεθόδου από τον Σωκράτη, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια και ειρωνευόμενος, με τις ερωτήσεις του επιχειρεί να συναγάγει από τον συνομιλητή του τεκμηριωμένες απόψεις, να «εκμαιεύσει» τελικά από αυτόν την αλήθεια με την κατάλληλη εσωτερική ενεργοποίησή του. Η σωκρατική ειρωνεία ως «τέχνασμα του Λόγου» δεν υποτιμά ούτε προσβάλλει τον συνομιλητή, αλλά διευκολύνει τον διάλογο των δύο προσώπων, γιατί αποτελεί τρόπο αμφισβήτησης τόσο του άλλου όσο και του «εγώ» του ίδιου του ομιλούντος, με αποτέλεσμα να ελευθερώνει τον λόγο και να επιτρέπει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Επιπλέον, ο έλεγχος των θέσεων του Πρωταγόρα γίνεται από έναν φιλόσοφο που προσπαθεί όχι να επιβάλει στον συνομιλητή του ήδη έτοιμες και παγιωμένες αντιλήψεις, αλλά να εξασφαλίσει την κοινή φιλοσοφική αναζήτηση.
Ειδικότερα στο πλαίσιο της σωκρατικής ειρωνείας μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα επιχειρήματα του Σωκράτη σε αυτό το σημείο δείχνουν την ικανότητα του φιλοσόφου να προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Χρησιμοποιεί λοιπόν στην αρχή του λόγου του απλοϊκά επιχειρήματα που μπορούν να κατανοήσουν όσοι έχουν εκπαιδευθεί στα σοφιστικά στερεότυπα (αυτοί κυρίως αποτελούν το ακροατήριό του στη συγκεκριμένη σκηνή, αφού βρίσκεται στον χώρο διδασκαλίας του Πρωταγόρα). Αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, η οποία αναπαράγει σοφιστικά στερεότυπα, αρχικά με επιχειρήματα που εκφράζουν μια εμπειρική συλλογιστική, οικεία στους πολλούς. Έτσι, με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τους πολλούς, ενώ με το δεύτερο τους ειδικούς, για να υποστηρίξει λογικά την αμφισβήτησή του για το διδακτό της αρετής και να κάνει τον συνομιλητή του να εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις του. Βέβαια στην οικονομία του διαλόγου η αναλυτική και σύνθετη επιχειρηματολογία του Σωκράτη θα εκτεθεί στην φιλοσοφική κριτική που θα ασκήσει στον Πρωταγόρα, αφού τον αφήσει να παρουσιάσει και να υποστηρίξει τις θέσεις του.
- Η θέση του Σωκράτη
Αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη:
α) η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και
β) οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους. - Επιχειρήματα Σωκράτη
Ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα:
1ο επιχείρημα: «Μάλιστα, ωραία τέχνη ... κάτι που διδάσκεται»
Αποδεικτέα θέση: η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Επιχείρημα: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Συμπέρασμα: Άρα, οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
2ο επιχείρημα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή»
Αποδεικτέα θέση: οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Επιχείρημα: για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Συμπέρασμα: Άρα, η αρετή δεν είναι διδακτή.
Επισήμανση: παρατηρούμε ότι το δεύτερο συμπέρασμα σχετίζεται όχι μόνο με τη δεύτερη αποδεικτέα θέση, αλλά είναι κοινό και για την πρώτη αποδεικτέα θέση. Έτσι, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα η θέση είναι μία, ότι δηλαδή η αρετή δεν διδάσκεται, και παρουσιάζεται σαν σε σχήμα «ένα με δύο» (ἓν διὰ δυοῖν). - Κριτική της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη
Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμηπου είχε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει … γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής … να τους εκπαιδεύσουν»:) Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τημεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του, είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις … τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συναγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών λογικών κρίσεων και ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά. Ο Σωκράτης φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τα επιχειρήματα εμπειρικής συλλογιστικής που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, στην ουσία όμως εξυπηρετείται έτσι η ειρωνεία του και διευκολύνεται ο δρόμος της κοινής φιλοσοφικής αναζήτησης.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια. - «...αφού θεωρώ … έχεις ανακαλύψει μόνος σου»
Η φράση αυτή υποδηλώνει ποιες είναι, κατά τον Σωκράτη, οι πηγές γνώσεις. Αυτές, λοιπόν, είναι:
α. η πείρα: πρόκειται για γνώσεις που προκύπτουν από τα βιώματα και τις καθημερινές εμπειρίες,
β. η μάθηση: πρόκειται για γνώσεις που κατακτώνται με την παιδεία, τη διδασκαλία και τη μελέτη και
γ. η έρευνα: πρόκειται για γνώσεις που είναι αποτέλεσμα προσωπικής προσπάθειας και αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας. - Οι σωκρατικές μέθοδοι και η στάση του Σωκράτη απέναντι στον Πρωταγόρα
Στην ενότητα είναι εμφανείς οι μέθοδοι του Σωκράτη, η ειρωνεία, η διαλεκτική, η μαιευτική και η επαγωγική μέθοδος.
α. Η σωκρατική ειρωνεία: «σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι δηλαδή η προσποιητή χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «… ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «… ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ …», «… έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»:στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «… αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ με την αμφισβήτηση για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
β. Η διαλεκτική μέθοδος: η διαλεκτική είναι η μέθοδος του διαλόγου. Πρωταρχικός στόχος του Σωκράτη είναι να αναιρέσει σταδιακά τις θέσεις του συνομιλητή του θέτοντας απλοϊκές ερωτήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσει με μία νέα συζήτηση να συναγάγει ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας.
Έτσι, στην ενότητα αυτή παρακολουθούμε τον Σωκράτη να απευθύνει ερώτηση ήπιας και έμμεσης αμφισβήτησης των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») και έπειτα να διατυπώνει και να εξηγεί τη θέση του ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Βρισκόμαστε δηλαδή στο στάδιο της διαλεκτικής μεθόδου, κατά το οποίο προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα στην αναίρεση των θέσεών του.
γ. Η μαιευτική μέθοδος: με τη χρήση αυτής της μεθόδου γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Ο ίδιος ο Σωκράτης, όπως η μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να επαναφέρει στη μνήμη του την αλήθεια που ήδη γνωρίζει.
Έτσι στην αρχή της ενότητας προσποιείται ότι δεν κατανοεί το περιεχόμενο των λεγομένων του Πρωταγόρα («Άραγε, […] παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω […] κι εννοείς…»), ώστε να κινητοποιήσει τον αντίπαλό του να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Επίσης, στο τέλος του λόγου του τον προκαλεί να αναλύσει «με τρόπο εναργέστερο» το διδακτό της αρετής οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε μια διεξοδική ανάπτυξη των απόψεών του.
δ. Η επαγωγική μέθοδος («ἐπακτικοὶ λόγοι»): επαγωγική είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
Γ. ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ: "Όχι, Σωκράτη ... να σας πω έναν μύθο"
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι σοφιστές ήταν ο μύθος, η διάλεξη και ο σχολιασμός ποιητικών κειμένων. Στις ενότητες που θα διδαχτούμε, θα παρακολουθήσουμε τον Πρωταγόρα να χρησιμοποιεί τις δύο πρώτες μεθόδους, για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται.
Συγκεκριμένα, ο μύθος είναι μία φανταστική αφήγηση που προέρχεται είτε από την παράδοση, είτε αποτελεί δημιούργημα κάποιου διανοητή (στην προκείμενη περίπτωση, ο μύθος που θα ακολουθήσει είναι μάλλον επινόηση του Πρωταγόρα). Έχει χαρακτήρα ποιητικό (που του προσδίδει χάρη και γοητεία) και συμβολικό (με τη χρήση κυρίως συμβόλων ή αλληγοριών). Ωστόσο, ο μύθος από μόνος του δεν είναι επαρκής μέθοδος απόδειξης ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι σοφιστές τον χρησιμοποιούσαν συχνά, γιατί καθιστούσε πιο εύληπτα τα νοήματα, τους επέτρεπε να εντυπωσιάζουν το ακροατήριό τους και να κάνουν επίδειξη γνώσεων.
Από την άλλη, η διάλεξη είναι η θεωρητική διαπραγμάτευση ενός θέματος σε συνεχή λόγο. Πρόκειται για επιδεικτική μακρηγορία, στην οποία αναπτύσσονται επιχειρήματα και συλλογισμοί, και είναι πειστικότερη και αποδεικτικότερη από τον μύθο. Επειδή, όμως, δεν δίνει τον απαραίτητο χρόνο στον ακροατή να εξετάσει τις ιδέες που παρουσιάζονται, θεωρείται περισσότερο μέθοδος πειθούς, κατάλληλη για τις πολιτικές συνελεύσεις και τα δικαστήρια, παρά μέθοδος προσέγγισης και κατάκτησης της αλήθειας.
Συγκεκριμένα, ο μύθος είναι μία φανταστική αφήγηση που προέρχεται είτε από την παράδοση, είτε αποτελεί δημιούργημα κάποιου διανοητή (στην προκείμενη περίπτωση, ο μύθος που θα ακολουθήσει είναι μάλλον επινόηση του Πρωταγόρα). Έχει χαρακτήρα ποιητικό (που του προσδίδει χάρη και γοητεία) και συμβολικό (με τη χρήση κυρίως συμβόλων ή αλληγοριών). Ωστόσο, ο μύθος από μόνος του δεν είναι επαρκής μέθοδος απόδειξης ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι σοφιστές τον χρησιμοποιούσαν συχνά, γιατί καθιστούσε πιο εύληπτα τα νοήματα, τους επέτρεπε να εντυπωσιάζουν το ακροατήριό τους και να κάνουν επίδειξη γνώσεων.
Από την άλλη, η διάλεξη είναι η θεωρητική διαπραγμάτευση ενός θέματος σε συνεχή λόγο. Πρόκειται για επιδεικτική μακρηγορία, στην οποία αναπτύσσονται επιχειρήματα και συλλογισμοί, και είναι πειστικότερη και αποδεικτικότερη από τον μύθο. Επειδή, όμως, δεν δίνει τον απαραίτητο χρόνο στον ακροατή να εξετάσει τις ιδέες που παρουσιάζονται, θεωρείται περισσότερο μέθοδος πειθούς, κατάλληλη για τις πολιτικές συνελεύσεις και τα δικαστήρια, παρά μέθοδος προσέγγισης και κατάκτησης της αλήθειας.
Δ. ΗΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία : «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω …», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως …», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, …και κάνε το».
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία : «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω …», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως …», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, …και κάνε το».
Ε. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Το κείμενο είναι πλούσιο σε πληροφορίες που σχετίζονται με τη ζωή στην αρχαία Αθήνα και με τα όργανα με τα οποία λειτουργούσε το δημοκρατικό πολίτευμα. Μπορούμε, λοιπόν, να εντοπίσουμε τα εξής:
- «… οι Αθηναίοι είναι σοφοί»
Η φράση παραπέμπει στην κοινή αντίληψη ότι η Αθήνα ήταν το κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και της καλλιέργειας των γραμμάτων, ένα κέντρο πολιτισμού, στο οποίο συνέρρεαν είτε ως επισκέπτες είτε για μόνιμη εγκατάσταση πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες κ.τ.λ. Έτσι εξηγείται το πλήθος χαρακτηρισμών που αποδόθηκαν από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και στους Αθηναίους, αλλά και στην ίδια την Αθήνα για να εξάρουν αυτά της τα γνωρίσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Ισοκράτης χαρακτηρίζει τους Αθηναίους «σοφωτάτους τῶν Ἑλλήνων», ενώ η Αθήνα ονομάζεται από τον Θουκυδίδη (Ἱστορίαι ΙΙ, 41) «τῆς Ἑλλάδος παίδευσις» και από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα (337 d) «πρυτανεῖον τῆς σοφίας».
- «η Εκκλησία του Δήμου»
Η Εκκλησία του Δήμου ήταν το ανώτατο όργανο στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία. Την αποτελούσαν οι γνήσιοι και ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες, που δεν ήταν περισσότεροι από 40.000. Λάβαιναν βέβαια μέρος σ' αυτή πολύ λιγότεροι. Σε έκτακτες συνεδριάσεις ήταν αρκετή η παρουσία 6.000 πολιτών για να ληφθούν αποφάσεις. Η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε παλαιότερα στην Αγορά και αργότερα στην Πνύκα. Οι συνελεύσεις του δήμου ήταν τρεις έως τέσσερις στη διάρκεια καθε πρυτανείας (σε διάστημα δηλαδή 36 περίπου ημερών).
Στην Εκκλησία του Δήμου ο κάθε πολίτης, εφόσον είχε συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας του και δεν του είχαν αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα, είχε δικαίωμα να ανέβει στο βήμα και να αναπτύξει τις απόψεις του πάνω σε προτάσεις και προβουλεύματα της βουλής των πεντακοσίων. Η ψηφοφορία και η λήψη αποφάσεων γινόταν συνήθως με ανάταση των χειρών (χειροτονία). Η εκκλησία του δήμου αποφάσιζε για θέματα εξωτερικής πολιτικής (σύναψη συμμαχιών, κήρυξη πολέμου, σύναψη ειρήνης, κ.τ.λ.), ψήφιζε νόμους, εξέλεγε άρχοντες κ.τ.λ.
- «… και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια»
Η φράση φανερώνει ποιες κοινωνικές αξίες προσδιόριζαν τη θέση του Αθηναίου πολίτη. Οι αξίες, λοιπόν, αυτές ήταν η ωραία εξωτερική εμφάνιση, ο πλούτος και η ευγενική καταγωγή.
- «οι τοξότες»
Ήταν ένα σώμα 1200 περίπου ανδρών, που έπαιρνε διαταγές από τους πρυτάνεις. Ονομάζονταν και Σκύθες, γιατί στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελούνταν από μισθοφόρους ή δούλους από τη Σκυθία ή άλλες χώρες του βορρά. Έργο των τοξοτών ήταν να επαγρυπνούν για την τάξη στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, στα δικαστήρια και στις γιορτές.
- «… με διαταγή των πρυτάνεων»
Πρυτάνεις ονομάζονταν οι 50 βουλευτές κάθε φυλής, οι οποίοι για 35 ή 36 ημέρες ασκούσαν την εξουσία. Η σειρά με την οποία κάθε φυλή είχε αυτή την τιμή καθοριζόταν με κλήρο. Οι πρυτάνεις έμεναν και σιτίζονταν στη Θόλο, ένα ειδικό κυκλικό οικοδόμημα στην αγορά, και αμείβονταν με έναν οβολό περισσότερο από τους άλλους βουλευτές (συνολικά μια δραχμή).
Καθημερινά εκλεγόταν ο επιστάτης των πρυτάνεων, πρόεδρος της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, ο οποίος είχε στα χέρια του, για ένα ημερονύχτιο, τα κλειδιά των ιερών, όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί και τα αρχεία, καθώς και η σφραγίδα του κράτους.
Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. την προεδρία των συνελεύσεων είχε ο επιστάτης των εννέα προέδρων, οι οποίοι εκλέγονταν ανάμεσα από τους βουλευτές των φυλών που δεν είχαν την πρυτανεία. Με τη μεσολάβηση των πρυτάνεων η βουλή ερχόταν σε επαφή με την Εκκλησία του Δήμου, τους άρχοντες και τους απλούς πολίτες. Αυτοί συγκαλούσαν σε περίπτωση ανάγκης τη Βουλή, την Εκκλησία του Δήμου, τους στρατηγούς. Αυτοί πρότειναν στις συνελεύσεις τα σχέδια νόμων, τα οποία, όταν ψηφίζονταν από τον δήμο, αποκτούσαν ισχύ νόμων.
Οι πρυτάνεις κάθονταν πίσω και ψηλότερα από το βήμα των αγορεύσεων. Όταν ο ομιλητής ξέφευγε από τους κανονισμούς, ή προκαλούσε δικαιολογημένα τα γέλια ή τις διαμαρτυρίες του πλήθους, ο πρόεδρος των πρυτάνεων έδινε εντολή στον κήρυκα να φωνάξει τους τοξότες για να τον απομακρύνουν.
- «σηκώνεται και δίνει συμβουλές»
Όποιος πολίτης ήθελε να πάρει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, ανέβαινε στο βήμα φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από μυρτιά, ένα διακριτικό σημάδι που υποδήλωνε ότι αυτοί που το φορούσαν ήταν αγορητές που μιλούσαν για το δημόσιο συμφέρον.
- «… των νεαρών από δω»
Οι γιοι του Περικλή, οι οποίοι ήταν παρόντες στη συζήτηση του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα, ήταν ο Ξάνθιππος και ο Πάραλος.
- «… τους μόρφωσε καλά»
Η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα ήταν ιδιωτική. Οι εύποροι Αθηναίοι προσελάμβαναν για τα παιδιά τους δάσκαλο στο σπίτι, ο οποίος τους δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, μουσική κ.ά.. Υπήρχαν όμως και τα διδασκαλεία στα οποία μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους. Στόχος της αγωγής τους ήταν η ευρύτερη ηθικοπνευματική καλλιέργεια, η διάπλαση του χαρακτήρα τους και η ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους, ώστε να καταστούν «καλοὶ κἀγαθοὶ πολίτες». Από τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα οι σοφιστές αναλάμβαναν να δώσουν σε νέους ανώτερη παιδεία, ώστε αυτοί να γίνουν ικανοί να διαπρέψουν στη δημόσια ζωή (στην ενότητα 7 θα γίνει πιο αναλυτικός λόγος για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας).
- «… οι Αθηναίοι είναι σοφοί»
Η φράση παραπέμπει στην κοινή αντίληψη ότι η Αθήνα ήταν το κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και της καλλιέργειας των γραμμάτων, ένα κέντρο πολιτισμού, στο οποίο συνέρρεαν είτε ως επισκέπτες είτε για μόνιμη εγκατάσταση πνευματικοί άνθρωποι, καλλιτέχνες κ.τ.λ. Έτσι εξηγείται το πλήθος χαρακτηρισμών που αποδόθηκαν από πολλούς αρχαίους συγγραφείς και στους Αθηναίους, αλλά και στην ίδια την Αθήνα για να εξάρουν αυτά της τα γνωρίσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Ισοκράτης χαρακτηρίζει τους Αθηναίους «σοφωτάτους τῶν Ἑλλήνων», ενώ η Αθήνα ονομάζεται από τον Θουκυδίδη (Ἱστορίαι ΙΙ, 41) «τῆς Ἑλλάδος παίδευσις» και από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα (337 d) «πρυτανεῖον τῆς σοφίας».
- «η Εκκλησία του Δήμου»
Η Εκκλησία του Δήμου ήταν το ανώτατο όργανο στην άμεση αθηναϊκή δημοκρατία. Την αποτελούσαν οι γνήσιοι και ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες, που δεν ήταν περισσότεροι από 40.000. Λάβαιναν βέβαια μέρος σ' αυτή πολύ λιγότεροι. Σε έκτακτες συνεδριάσεις ήταν αρκετή η παρουσία 6.000 πολιτών για να ληφθούν αποφάσεις. Η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε παλαιότερα στην Αγορά και αργότερα στην Πνύκα. Οι συνελεύσεις του δήμου ήταν τρεις έως τέσσερις στη διάρκεια καθε πρυτανείας (σε διάστημα δηλαδή 36 περίπου ημερών).
Στην Εκκλησία του Δήμου ο κάθε πολίτης, εφόσον είχε συμπληρώσει το 20ό έτος της ηλικίας του και δεν του είχαν αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα, είχε δικαίωμα να ανέβει στο βήμα και να αναπτύξει τις απόψεις του πάνω σε προτάσεις και προβουλεύματα της βουλής των πεντακοσίων. Η ψηφοφορία και η λήψη αποφάσεων γινόταν συνήθως με ανάταση των χειρών (χειροτονία). Η εκκλησία του δήμου αποφάσιζε για θέματα εξωτερικής πολιτικής (σύναψη συμμαχιών, κήρυξη πολέμου, σύναψη ειρήνης, κ.τ.λ.), ψήφιζε νόμους, εξέλεγε άρχοντες κ.τ.λ.
- «… και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια»
Η φράση φανερώνει ποιες κοινωνικές αξίες προσδιόριζαν τη θέση του Αθηναίου πολίτη. Οι αξίες, λοιπόν, αυτές ήταν η ωραία εξωτερική εμφάνιση, ο πλούτος και η ευγενική καταγωγή.
- «οι τοξότες»
Ήταν ένα σώμα 1200 περίπου ανδρών, που έπαιρνε διαταγές από τους πρυτάνεις. Ονομάζονταν και Σκύθες, γιατί στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελούνταν από μισθοφόρους ή δούλους από τη Σκυθία ή άλλες χώρες του βορρά. Έργο των τοξοτών ήταν να επαγρυπνούν για την τάξη στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου, στα δικαστήρια και στις γιορτές.
- «… με διαταγή των πρυτάνεων»
Πρυτάνεις ονομάζονταν οι 50 βουλευτές κάθε φυλής, οι οποίοι για 35 ή 36 ημέρες ασκούσαν την εξουσία. Η σειρά με την οποία κάθε φυλή είχε αυτή την τιμή καθοριζόταν με κλήρο. Οι πρυτάνεις έμεναν και σιτίζονταν στη Θόλο, ένα ειδικό κυκλικό οικοδόμημα στην αγορά, και αμείβονταν με έναν οβολό περισσότερο από τους άλλους βουλευτές (συνολικά μια δραχμή).
Καθημερινά εκλεγόταν ο επιστάτης των πρυτάνεων, πρόεδρος της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου, ο οποίος είχε στα χέρια του, για ένα ημερονύχτιο, τα κλειδιά των ιερών, όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί και τα αρχεία, καθώς και η σφραγίδα του κράτους.
Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. την προεδρία των συνελεύσεων είχε ο επιστάτης των εννέα προέδρων, οι οποίοι εκλέγονταν ανάμεσα από τους βουλευτές των φυλών που δεν είχαν την πρυτανεία. Με τη μεσολάβηση των πρυτάνεων η βουλή ερχόταν σε επαφή με την Εκκλησία του Δήμου, τους άρχοντες και τους απλούς πολίτες. Αυτοί συγκαλούσαν σε περίπτωση ανάγκης τη Βουλή, την Εκκλησία του Δήμου, τους στρατηγούς. Αυτοί πρότειναν στις συνελεύσεις τα σχέδια νόμων, τα οποία, όταν ψηφίζονταν από τον δήμο, αποκτούσαν ισχύ νόμων.
Οι πρυτάνεις κάθονταν πίσω και ψηλότερα από το βήμα των αγορεύσεων. Όταν ο ομιλητής ξέφευγε από τους κανονισμούς, ή προκαλούσε δικαιολογημένα τα γέλια ή τις διαμαρτυρίες του πλήθους, ο πρόεδρος των πρυτάνεων έδινε εντολή στον κήρυκα να φωνάξει τους τοξότες για να τον απομακρύνουν.
- «σηκώνεται και δίνει συμβουλές»
Όποιος πολίτης ήθελε να πάρει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου, ανέβαινε στο βήμα φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από μυρτιά, ένα διακριτικό σημάδι που υποδήλωνε ότι αυτοί που το φορούσαν ήταν αγορητές που μιλούσαν για το δημόσιο συμφέρον.
- «… των νεαρών από δω»
Οι γιοι του Περικλή, οι οποίοι ήταν παρόντες στη συζήτηση του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα, ήταν ο Ξάνθιππος και ο Πάραλος.
- «… τους μόρφωσε καλά»
Η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα ήταν ιδιωτική. Οι εύποροι Αθηναίοι προσελάμβαναν για τα παιδιά τους δάσκαλο στο σπίτι, ο οποίος τους δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, μουσική κ.ά.. Υπήρχαν όμως και τα διδασκαλεία στα οποία μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους. Στόχος της αγωγής τους ήταν η ευρύτερη ηθικοπνευματική καλλιέργεια, η διάπλαση του χαρακτήρα τους και η ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους, ώστε να καταστούν «καλοὶ κἀγαθοὶ πολίτες». Από τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα οι σοφιστές αναλάμβαναν να δώσουν σε νέους ανώτερη παιδεία, ώστε αυτοί να γίνουν ικανοί να διαπρέψουν στη δημόσια ζωή (στην ενότητα 7 θα γίνει πιο αναλυτικός λόγος για το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας).
Ερμηνευτικές ερωτήσεις ανοιχτού τύπου
- ΑΣΚΗΣΗ 1
Εκφώνηση
Πώς κρίνετε τη στάση του αθηναϊκού δήμου, όπως την περιγράφει ο Σωκράτης, απέναντι στους ειδικούς πάνω σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά θέματα, θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους στην πολιτική συνέλευση; Ποια θεωρείτε ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα
Πώς κρίνετε τη στάση του αθηναϊκού δήμου, όπως την περιγράφει ο Σωκράτης, απέναντι στους ειδικούς πάνω σε κάποια συγκεκριμένα ζητήματα και απέναντι στους πολίτες που, σε γενικά θέματα, θέλουν να δώσουν τη γνώμη τους στην πολιτική συνέλευση; Ποια θεωρείτε ότι είναι η στάση των σημερινών πολιτικών κοινωνιών απέναντι στο θέμα
Απάντηση
Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι συζητούσαν για θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούσαν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Η στάση αυτή των Αθηναίων κρίνεται σωστή, γιατί μόνο οι ειδικοί είναι αρμόδιοι να δώσουν σωστές συμβουλές για θέματα της ειδικότητάς τους. Μόνο αυτοί μπορούν να ενημερώσουν σωστά τους πολίτες και να φωτίσουν πολύπλευρα ένα τέτοιο ζήτημα, ώστε η πολιτεία να φτάσει στη λήψη των ορθότερων δυνατών αποφάσεων.
Από την άλλη, το δικαίωμα και το χρέος όλων των πολιτών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους (ισηγορία, παρρησία) για θέματα που αφορούσαν την πόλη αποτελούσε απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που υπήρχε τότε στην Αθήνα. Καθώς οι Αθηναίοι διέθεταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική ωριμότητα, φωτίζονταν ολόπλευρα τα θέματα και όλοι μαζί οδηγούνταν στη λήψη μιας ορθής απόφασης.
Στις σημερινές κοινωνίες ζητείται επίσης η γνώμη των ειδικών για θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Οι ειδικοί, όμως, δεν αγορεύουν στη Βουλή, αλλά κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες δίπλα σε πρόσωπα με πολιτικές ευθύνες. Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται έπειτα από εμπεριστατωμένες μελέτες εξειδικευμένων προσώπων.
Όμως, στα πολιτικά ζητήματα δεν μπορεί να ισχύσει ό,τι ίσχυε στην αρχαία Αθήνα. Η τεράστια αύξηση του πληθυσμού εμποδίζει την έκφραση πολιτικού λόγου στη Βουλή από το σύνολο των πολιτών. Σήμερα, η δημοκρατία είναι έμμεση και αντιπροσωπευτική, καθώς οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές. Μπορούν, ωστόσο, να εκφράσουν τη γνώμη τους ως άτομα σε πολιτικά θέματα μέσω διάφορων συλλογικών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνδικαλιστικών κινημάτων ή μέσω του τύπου και γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι συζητούσαν για θέματα που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούσαν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Η στάση αυτή των Αθηναίων κρίνεται σωστή, γιατί μόνο οι ειδικοί είναι αρμόδιοι να δώσουν σωστές συμβουλές για θέματα της ειδικότητάς τους. Μόνο αυτοί μπορούν να ενημερώσουν σωστά τους πολίτες και να φωτίσουν πολύπλευρα ένα τέτοιο ζήτημα, ώστε η πολιτεία να φτάσει στη λήψη των ορθότερων δυνατών αποφάσεων.
Από την άλλη, το δικαίωμα και το χρέος όλων των πολιτών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους (ισηγορία, παρρησία) για θέματα που αφορούσαν την πόλη αποτελούσε απαραίτητη και αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που υπήρχε τότε στην Αθήνα. Καθώς οι Αθηναίοι διέθεταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική ωριμότητα, φωτίζονταν ολόπλευρα τα θέματα και όλοι μαζί οδηγούνταν στη λήψη μιας ορθής απόφασης.
Στις σημερινές κοινωνίες ζητείται επίσης η γνώμη των ειδικών για θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις. Οι ειδικοί, όμως, δεν αγορεύουν στη Βουλή, αλλά κατέχουν υπεύθυνες θέσεις σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες δίπλα σε πρόσωπα με πολιτικές ευθύνες. Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονται έπειτα από εμπεριστατωμένες μελέτες εξειδικευμένων προσώπων.
Όμως, στα πολιτικά ζητήματα δεν μπορεί να ισχύσει ό,τι ίσχυε στην αρχαία Αθήνα. Η τεράστια αύξηση του πληθυσμού εμποδίζει την έκφραση πολιτικού λόγου στη Βουλή από το σύνολο των πολιτών. Σήμερα, η δημοκρατία είναι έμμεση και αντιπροσωπευτική, καθώς οι πολίτες αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές. Μπορούν, ωστόσο, να εκφράσουν τη γνώμη τους ως άτομα σε πολιτικά θέματα μέσω διάφορων συλλογικών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης ή συνδικαλιστικών κινημάτων ή μέσω του τύπου και γενικά των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
- ΑΣΚΗΣΗ 2
Εκφώνηση
Συνοψίστε και συζητήστε τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η αρετή δεν μπορεί να μεταδοθεί.
Συνοψίστε και συζητήστε τους λόγους για τους οποίους ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως η αρετή δεν μπορεί να μεταδοθεί.
Απάντηση
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει αυτή τη θέση παρουσιάζει τα παρακάτω επιχειρήματα:
α. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
β. Οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Περικλή και του Αρίφρονα).
Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και αδύνατα σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ ... οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί σωστά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως,ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συνάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο από τον Σωκράτη. Επομένως, φαίνεται να ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει αυτή τη θέση παρουσιάζει τα παρακάτω επιχειρήματα:
α. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
β. Οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους (χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Περικλή και του Αρίφρονα).
Τα επιχειρήματα του Σωκράτη έχουν λογική βάση και κρίνονται αρκετά ικανοποιητικά. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και αδύνατα σημεία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα παρατηρούμε τα εξής:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ ... οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμη που έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του. Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί σωστά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως,ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τη μεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να συνάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Εξετάζοντας συνολικά την επιχειρηματολογία του Σωκράτη οδηγούμαστε στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
α. Τα επιχειρήματά του είναι εμπειρικά και περιγραφικά. Δίνονται με παραδείγματα και όχι με την αλληλουχία διεισδυτικών σκέψεων, όπως θα ήταν αναμενόμενο από τον Σωκράτη. Επομένως, φαίνεται να ανήκουν στην κατηγορία των επιχειρημάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογικά.
β. Τα επιχειρήματά του εμπεριέχουν αντιφάσεις: από τη μία ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή, ενώ από την άλλη διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν την έχουν, όπως οι γιοι του Περικλή ή ο Κλεινίας.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
- ΑΣΚΗΣΗ 3
Εκφώνηση
Να παρουσιάσετε επιγραμματικά την άποψη του Πρωταγόρα και του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Να παρουσιάσετε επιγραμματικά την άποψη του Πρωταγόρα και του Σωκράτη σχετικά με τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Απάντηση
Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα και η βασική του θέση είναι ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί. Ο Σωκράτης από την άλλη εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη, ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
Το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα και η βασική του θέση είναι ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί. Ο Σωκράτης από την άλλη εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη, ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται και ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σε άλλους.
- ΑΣΚΗΣΗ 4
Εκφώνηση
Ποιο το περιεχόμενο της «εὐβουλίας» σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής των Αθηναίων πολιτών;
Ποιο το περιεχόμενο της «εὐβουλίας» σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του τρόπου ζωής των Αθηναίων πολιτών;
Απάντηση
Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα») και για θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή.
Με τα πρώτα ο μαθητής θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ουαιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα«οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, θα μπορέσει να διευθετήσει σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι ηπόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.
Με τα θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή ο μαθητής θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στονἘπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας των ανθρώπων. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων.
Εν κατακλείδι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η «εὐβουλία», δηλαδή η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή («τὰ οἰκεῖα») και για θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή.
Με τα πρώτα ο μαθητής θα γίνει ικανότερος στη διευθέτηση και οργάνωση των υποθέσεων του οίκου του.
Συγκεκριμένα, «οἶκος» στην αρχαία Ελλάδα δεν σήμαινε μόνο «σπίτι», όπως σήμερα, ούτε δήλωνε μόνο την «οικογένεια» (δηλαδή το σύνολο των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς). Ο «οἶκος», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, ήταν η μικρότερη μονάδα, το μικρότερο συστατικό στοιχείο της κοινωνίας˙ φυσικά, ειδικά στις αρχαϊκές κοινωνίες, ο οίκος ήταν συνδεδεμένος και με την κατοχή γης (αυτό δεν ίσχυε πια αναγκαστικά σε κοινωνίες όπως η Αθήνα του 5ουαιώνα, με ανεπτυγμένη εμπορική και βιοτεχνική οικονομία). Το χαρακτηριστικό του οίκου πάντως, στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στον χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα«οἰκεῖα» είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. Άλλωστε, μόνο αν κάποιος μάθει να διευθετεί σωστά τις υποθέσεις του οίκου του, θα μπορέσει να διευθετήσει σωστά και τις πολιτικές υποθέσεις, πράγμα που προδίδει τη νοοτροπία των αρχαίων Ελλήνων να λειτουργούν περισσότερο ως μέλη ενός συνόλου παρά ως άτομα.
Γενικά οι δύο συνομιλητές φαίνεται ότι δέχονται σιωπηλά ως κοινή βάση της εξέτασης που επιχειρούν ότι ηπόλις δεν ακυρώνει τον οίκο, αλλά τον προϋποθέτει και συγχρόνως τον υπερβαίνει με σχέση εσωτερικής αμοιβαιότητας, όπως ακριβώς το δημόσιο συμφέρον δεν καταργεί το ατομικό, αλλά βρίσκονται σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης.
Με τα θέματα που αφορούν τη δημόσια ζωή ο μαθητής θα γίνει ικανός στο να πράττει και να μιλά για πολιτικά θέματα.
Παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας σε αυτό το σημείο προτάσσει το ρήμα «πράξει», που αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και ενέργειες, ενώ τοποθετεί δεύτερο στη σειρά το ρήμα «μιλήσει», που αφορά τον πολιτικό λόγο που εκφράζεται στην Εκκλησία του Δήμου (πρωθύστερο σχήμα). Η πρόταξη αυτή σκόπιμα επιλέγεται από τον Πρωταγόρα, για να τονιστεί ότι η πολιτική δράση έχει μεγαλύτερη σημασία από τη θεωρία. Μια δεύτερη ερμηνεία της σειράς των ρημάτων «πράξει και μιλήσει» συνδέεται με τον εμπειρισμό του Πρωταγόρα, καθώς υποστηρίζει ότι η εμπειρία/το εμπειρικό δεδομένο κινεί τη νόηση. Με αυτή την οπτική η πράξη (=εμπειρικό δεδομένο) τροφοδοτεί αναγκαία το νοεῖν και τον λόγο του ανθρώπου. Άρα, ο λόγος παράγεται με βάση τα δεδομένα της εμπειρίας και αποτελεί προϊόν της νοητικής επεξεργασίας της.
Από τα παραπάνω προκύπτει και η τεράστια σημασία που είχε για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη. Συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης μάλιστα στονἘπιτάφιο θα μιλήσει με έμφαση για την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας των ανθρώπων. Άρα, αντιλαμβανόμαστε ότι το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ανταποκρίνεται στην απαίτηση των Αθηναίων για σύζευξη λόγων και έργων.
Εν κατακλείδι ο ολοκληρωμένος πολίτης οφείλει με την πράξη και τον λόγο του να δραστηριοποιείται και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.
- ΑΣΚΗΣΗ 5
Εκφώνηση
Ποια η σημασία της λέξης «πολιτική αρετή» στο κείμενο;
Ποια η σημασία της λέξης «πολιτική αρετή» στο κείμενο;
Απάντηση
Η έννοια της αρετής είχε στην αρχαιότητα ευρύτερη χρήση από τη σημερινή. Σήμαινε την καλύτερη δυνατή κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ένα πράγμα. Εκφράσεις όπως «αρετή οφθαλμού ή ωτός» απέδιδαν την άριστη λειτουργία του σωματικού οργάνου, δηλαδή την άριστη λειτουργία του ματιού ή του αυτιού αντίστοιχα. Επίσης με την έννοια της αρετής αποδιδόταν μια κατάσταση αρτιότητας και ολοκληρωμένης διαμόρφωσης ενός όντος. Για παράδειγμα οι εκφράσεις «αρετή ανθρώπου» και «αρετή ίππου» φανερώνουν ότι τα αναφερόμενα όντα βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους ανάπτυξης των γνωρισμάτων τους, που συνιστούν την ουσία τους, και έχει ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή τους σε τέλειες υπάρξεις σύμφωνα με το είδος τους. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι η έννοια της αρετής, όταν υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια στην πλήρη ανάπτυξη των γνωρισμάτων που το καθιστούν τέλεια ύπαρξη κατά το είδος. Τότε αυτό υποπίπτει στην κατάσταση του «αισχρού», του άσχημου, και του «αχρείου», του άχρηστου.
Η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη, που μπορεί να ορισθεί ως ο ανθρώπινος τύπος ο οποίος έχει αναπτύξει σύμμετρα και σωστά τις ικανότητες και ιδιότητες που ταιριάζουν στο ελεύθερο και υπεύθυνο πρόσωπο. Η ολιστική σύλληψη του πολιτικού φαινομένου από τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε ότι ο σωστός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι και ο ολοκληρωμένος πολίτης, αφού ο άνθρωπος ζει πολιτικά, δηλαδή ζει σε οργανωμένη συμβιωτική κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα για την ύπαρξή της με τους ομοίους του. Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος), ηθικές ιδιότητες όπως δικαιοσύνη, παρρησία κ.τ.λ. και υπέρβαση του εγώ μέσω του εγώ με την ικανότητα να εξουσιάζει δίκαια και χρηστά τους άλλους. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.
Στο κείμενο, που εξετάζουμε, με τον όρο «πολιτική τέχνη» γίνεται η πρώτη πρόσβαση στο θέμα του διαλόγου που είναι το διδακτό της πολιτικής αρετής. Παραλλαγές αυτού του όρου στο κείμενο είναι η πολιτική αρετή, η ανδρός αρετή ή απλώς αρετή. Αφορά την επιτυχή δράση του ατόμου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία χρειάζεται την κατάλληλη αγωγή που αποβλέπει στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης. Θα μπορούσαμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι με τον όρο τέχνη τονίζεται περισσότερο η σημασία της μαθητείας, της αποκτημένης ικανότητας (τέχνη < τίκτω), ενώ με τον όρο αρετή υποβάλλεται περισσότερο η αυθυπαρξία των ικανοτήτων στον άνθρωπο.
Η έννοια της αρετής είχε στην αρχαιότητα ευρύτερη χρήση από τη σημερινή. Σήμαινε την καλύτερη δυνατή κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να βρεθεί ένα πράγμα. Εκφράσεις όπως «αρετή οφθαλμού ή ωτός» απέδιδαν την άριστη λειτουργία του σωματικού οργάνου, δηλαδή την άριστη λειτουργία του ματιού ή του αυτιού αντίστοιχα. Επίσης με την έννοια της αρετής αποδιδόταν μια κατάσταση αρτιότητας και ολοκληρωμένης διαμόρφωσης ενός όντος. Για παράδειγμα οι εκφράσεις «αρετή ανθρώπου» και «αρετή ίππου» φανερώνουν ότι τα αναφερόμενα όντα βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους ανάπτυξης των γνωρισμάτων τους, που συνιστούν την ουσία τους, και έχει ολοκληρωθεί η διαμόρφωσή τους σε τέλειες υπάρξεις σύμφωνα με το είδος τους. Δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι η έννοια της αρετής, όταν υπάρχει έλλειψη ή ατέλεια στην πλήρη ανάπτυξη των γνωρισμάτων που το καθιστούν τέλεια ύπαρξη κατά το είδος. Τότε αυτό υποπίπτει στην κατάσταση του «αισχρού», του άσχημου, και του «αχρείου», του άχρηστου.
Η «πολιτική αρετή» είναι η άρτια και πλήρης διαμόρφωση του πολίτη, που μπορεί να ορισθεί ως ο ανθρώπινος τύπος ο οποίος έχει αναπτύξει σύμμετρα και σωστά τις ικανότητες και ιδιότητες που ταιριάζουν στο ελεύθερο και υπεύθυνο πρόσωπο. Η ολιστική σύλληψη του πολιτικού φαινομένου από τους αρχαίους Έλληνες σήμαινε ότι ο σωστός άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι και ο ολοκληρωμένος πολίτης, αφού ο άνθρωπος ζει πολιτικά, δηλαδή ζει σε οργανωμένη συμβιωτική κοινότητα, της οποίας είναι αναπόσπαστο μέλος και μοιράζεται τη συνυπευθυνότητα για την ύπαρξή της με τους ομοίους του. Η πολιτική αρετή ως ολοκλήρωση των επιμέρους αρετών ήταν προϋπόθεση της πολιτικής πράξης και απαιτούσε καθολική κατάρτιση (στο καθεστώς της άμεσης δημοκρατίας ο πολίτης όφειλε να διατυπώνει προτάσεις στο βουλευτικό σώμα για όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος), ηθικές ιδιότητες όπως δικαιοσύνη, παρρησία κ.τ.λ. και υπέρβαση του εγώ μέσω του εγώ με την ικανότητα να εξουσιάζει δίκαια και χρηστά τους άλλους. Συγγενής έννοια είναι η «ανδρός αρετή», δηλαδή η άρτια διαμόρφωση του σωστού ανθρώπου.
Στο κείμενο, που εξετάζουμε, με τον όρο «πολιτική τέχνη» γίνεται η πρώτη πρόσβαση στο θέμα του διαλόγου που είναι το διδακτό της πολιτικής αρετής. Παραλλαγές αυτού του όρου στο κείμενο είναι η πολιτική αρετή, η ανδρός αρετή ή απλώς αρετή. Αφορά την επιτυχή δράση του ατόμου στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα η οποία χρειάζεται την κατάλληλη αγωγή που αποβλέπει στη βελτίωση της ανθρώπινης φύσης. Θα μπορούσαμε μόνο να παρατηρήσουμε ότι με τον όρο τέχνη τονίζεται περισσότερο η σημασία της μαθητείας, της αποκτημένης ικανότητας (τέχνη < τίκτω), ενώ με τον όρο αρετή υποβάλλεται περισσότερο η αυθυπαρξία των ικανοτήτων στον άνθρωπο.
- ΑΣΚΗΣΗ 6
Εκφώνηση
Παρουσιάστε το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.
Παρουσιάστε το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.
Απάντηση
Το 1ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα : «Μάλιστα, ωραία τέχνη … κάτι που διδάσκεται». Έτσι, η αποδεικτέα θέση είναι ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Το επιχείρημα που τη στηρίζει έχει ως εξής: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Το επιχείρημα του Σωκράτη έχει λογική βάση και κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμηπου έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει ... γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν μια έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Το 1ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα : «Μάλιστα, ωραία τέχνη … κάτι που διδάσκεται». Έτσι, η αποδεικτέα θέση είναι ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Το επιχείρημα που τη στηρίζει έχει ως εξής: στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά.
Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται.
Το επιχείρημα του Σωκράτη έχει λογική βάση και κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό. Ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε και κάποια τρωτά σημεία. Συγκεκριμένα:
α. Χαρακτηρίζει όλους τους Αθηναίους σοφούς («Εγώ λοιπόν θεωρώ … οι Αθηναίοι είναι σοφοί»), παρόλο που γνωρίζουμε και από την Ἀπολογία Σωκράτους και από άλλα πλατωνικά έργα την υποτιμητική γνώμηπου έτρεφε για αυτούς. Εξάλλου, η άποψη αυτή αποτελεί μάλλον μια υπερβολική και υπεραπλουστευτική γενίκευση που δεν μπορεί να ευσταθεί, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ιστορικά παραδείγματα επιφανών πολιτικών της εποχής, όπως ο Κλέων και ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι.
β. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, επειδή όλοι οι Αθηναίοι ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής συμμετέχουν ενεργά στα κοινά και εκφράζουν τη γνώμη τους στην Εκκλησία του Δήμου για θέματα που αφορούν την πόλη («Όταν όμως πρέπει ... γενιά σπουδαία»). Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στα δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας που ίσχυε τότε στην Αθήνα. Το ότι όμως όλοι οι Αθηναίοι πολίτες εξέφραζαν ελεύθερα τη γνώμη τους δεν αποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται ούτε ότι όλοι τη διέθεταν, καθώς στην Εκκλησία του Δήμου εκφράζονταν και απόψεις που δεν διέπονταν από πολιτική αρετή.
γ. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν διδαχτεί από πουθενά την πολιτική αρετή («γιατί εσύ … και συμβουλές»). Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, γιατί οι Αθηναίοι από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας: συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά, παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά αποτελούσαν μια έμμεση και άτυπη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
- ΑΣΚΗΣΗ 7
Εκφώνηση
Παρουσιάστε το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.
Παρουσιάστε το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη και αξιολογήστε το.
Απάντηση
Το 2ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή». Η αποδεικτέα θέση είναι, λοιπόν, ότι οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα ως επιχειρήματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.
Όσον αφορά την κριτική του δεύτερου επιχειρήματος μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών, στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής ... να τους εκπαιδεύσουν»): Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τημεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις ... τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να εξαγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
Το 2ο επιχείρημα του Σωκράτη εντοπίζεται στο απόσπασμα: «Αυτή τη στάση φυσικά ... δεν θεωρώ πως η αρετή είναι διδακτή». Η αποδεικτέα θέση είναι, λοιπόν, ότι οι πιο σοφοί και άριστοι των πολιτών μας δεν μπορούν να μεταβιβάσουν αυτή την αρετή (την πολιτική αρετή) που έχουν οι ίδιοι σε άλλους.
Για να στηρίξει την παραπάνω θέση, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά παραδείγματα ως επιχειρήματα:
- ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την αρετή που ο ίδιος κατείχε στους γιους του,
- ο Αρίφρονας δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή στον Κλεινία.
Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή.
Όσον αφορά την κριτική του δεύτερου επιχειρήματος μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:
α. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο Περικλής δεν μπόρεσε να μεταδώσει την πολιτική αρετή που ο ίδιος διέθετε στους γιους του («Κι αυτοί … από μόνοι τους την αρετή»). Από αυτό το σημείο αντιλαμβανόμαστε ότι διαφορετικό περιεχόμενο προσδίδει ο Σωκράτης στον όρο «πολιτική αρετή» και διαφορετικό ο Πρωταγόρας (αυτό θα γίνει επίσης εμφανές στην 7η ενότητα, όπου ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αντικρούσει αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη). Ειδικότερα, με τον όρο «πολιτική αρετή» ο Σωκράτης εννοεί την τέχνη «τοῦ λέγειν καὶ πράττειν τὰ τῆς πόλεως», ενώ ο Πρωταγόρας εννοεί όλες εκείνες τις αρετές που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να λειτουργεί αποτελεσματικά ως πολίτης. Ο Σωκράτης, λοιπόν, εννοεί την αρετή ως ενιαία ολότητα που είναι σύμφυτη με τη γνώση και όχι άθροισμα επιμέρους αρετών, στο οποίο ο καθένας μπορεί να συμμετάσχει όπως νομίζει, και δεν διαχωρίζει την ικανότητα των μεγάλων πολιτικών ηγετών από την πολιτική αρετή των απλών πολιτών. Το γεγονός, όμως, ότι οι γιοι του Περικλή δεν έφτασαν τις ικανότητες του πατέρα τους και δεν έγιναν μεγάλοι πολιτικοί δεν σημαίνει ότι ήταν διεφθαρμένοι και δεν διέθεταν την πολιτική αρετή ως πολίτες.
β. («Ο Περικλής ... να τους εκπαιδεύσουν»): Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας εξαρτάται τόσο από τημεταδοτικότητα του δασκάλου όσο και από τη δεκτικότητα των μαθητών. Το ότι οι γιοι του Περικλή δεν μπόρεσαν να διδαχθούν την πολιτική αρετή, μπορεί να σημαίνει είτε ότι ο Περικλής δεν είχε την ικανότητα να τους μεταδώσει τις αρετές του είτε ότι οι γιοι του ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδεικνύεται ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Βέβαια, μια προσεκτικότερη εξέταση του σωκρατικού επιχειρήματος αναδεικνύει τον παιδαγωγικό προβληματισμό του φιλοσόφου σχετικά με τη σημασία του μαθητή ως ιδιαίτερης και μοναδικής ατομικότητας στη διαδικασία μάθησης και διαμόρφωσής του. Η διδασκαλία δεν μπορεί να αγνοεί την «ἰδίαν φύσιν» του μαθητή, αλλά να την προϋποθέτει λογικά και να την οδηγεί σε μια πορεία γνώσης που γίνεται συγχρόνως πορεία αυτογνωσίας και αυτοϋπέρβασης με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και της ευδαιμονίας.
γ. Όλοι γνώριζαν τη διανοητική κατάσταση των γιων του Περικλή. Επομένως, δεν μπορεί να αποδειχθεί το ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται.
δ. Τέλος, ούτε η περίπτωση του Κλεινία («Κι αν θέλεις ... τι να κάνει μαζί του») μπορεί να θεωρηθεί παράδειγμα ικανό να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Ο Κλεινίας αποτελούσε μια ειδική περίπτωση μαθητή, ανεπίδεκτου μαθήσεως. Συνιστά δηλαδή μια μεμονωμένη περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα, στην οποία δεν μπορούμε να βασιστούμε για να εξαγάγουμε γενικά και ασφαλή συμπεράσματα.
Όλες αυτές οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη προκαλούν εντύπωση. Όπως, όμως, θα διαπιστώσουμε και στην πορεία του διαλόγου, στην πραγματικότητα εδώ ο φιλόσοφος προσαρμόζει την επιχειρηματολογία του στις απαιτήσεις της περίστασης και προσποιείται ότι υποστηρίζει το μη «διδακτόν» της αρετής, για να προκαλέσει φιλοσοφική αντιπαράθεση με τον Πρωταγόρα, ώστε να εμβαθύνει στην άποψη του συνομιλητή του, να την εξετάσει πολύπλευρα και να ελέγξει τις λογικές αντοχές της επιχειρηματολογίας του. Βέβαιος ότι ο σοφιστής θα αποτύχει στην προσπάθειά του, σκοπεύει να αναπτύξει την πειστική του επιχειρηματολογία στη συνέχεια.
- ΑΣΚΗΣΗ 8
Εκφώνηση
α) Τι ονομάζουμε «σωκρατική ειρωνεία» και σε ποια σημεία του κειμένου μπορούμε να την εντοπίσουμε;
β) Λαμβάνοντας υπόψη την ειρωνεία που είναι εμφανής στο κείμενο, αλλά και το γενικότερο ύφος του φιλοσόφου, τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον Πρωταγόρα;
α) Τι ονομάζουμε «σωκρατική ειρωνεία» και σε ποια σημεία του κειμένου μπορούμε να την εντοπίσουμε;
β) Λαμβάνοντας υπόψη την ειρωνεία που είναι εμφανής στο κείμενο, αλλά και το γενικότερο ύφος του φιλοσόφου, τι συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τον Πρωταγόρα;
Απάντηση
«Σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι η προσποιητή, δηλαδή, χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «... ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «... ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ ...», «... έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»:στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «... αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ μέσω της αμφισβήτησης για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας, βέβαια, συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
«Σωκρατική ειρωνεία» ονομάζεται η προσποιητή άγνοια που επεδείκνυε ο Σωκράτης στις συζητήσεις του. Προσποιούνταν δηλαδή αρχικά ότι δήθεν δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά ότι ενδιαφέρεται να τον διδάξουν οι άλλοι το όσιο και το ανόσιο, το καλό και το άσχημο, το θάρρος και τη δειλία κ.τ.λ. Δεν υποσχόταν ότι διδάσκει κάτι συγκεκριμένο, γιατί πίστευε ότι ο καθένας μπορεί μόνος του να βρει την αλήθεια, αν μάθει να χρησιμοποιεί τον νου του. Συνεπώς, δεν προσέφερε έτοιμες γνώσεις, αλλά με ερωτήσεις προσπαθούσε να οδηγήσει τον συνομιλητή του αρχικά στη συνειδητοποίηση της πλάνης και της πνευματικής του κατωτερότητας και στη συνέχεια σε γνώσεις που είχε ήδη μέσα του.
Η μέθοδος αυτή μπορεί να εντοπιστεί στο κείμενό μας στα εξής σημεία:
- «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: σε αυτό το σημείο χρησιμοποιείται η ειρωνεία ως σχήμα λόγου˙ είναι η προσποιητή, δηλαδή, χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που έχουν νόημα αντίθετο από εκείνο που έχει στον νου του αυτός που μιλάει.
- «... ωραία τέχνη»: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί σκόπιμα τη λέξη «τέχνη», η οποία είναι αμφίσημη. Μπορεί να σημαίνει επινόηση, τέχνη, αλλά και πανουργία, απάτη. Έτσι, υποδηλώνεται ειρωνική διάθεση και ο ακροατής προβληματίζεται για το ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
- «... ωραία τέχνη κατέχεις», «Αφού όμως το λες εσύ ...», «... έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα»:στις φράσεις αυτές η ειρωνεία καλύπτεται πίσω από φαινομενικές φιλοφρονήσεις προς το πρόσωπο του Πρωταγόρα.
- «... αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά»: η ειρωνεία εκφράζεται εδώ μέσω της αμφισβήτησης για την ειδικότητα που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο συνομιλητής του.
Μελετώντας, βέβαια, συνολικά τη στάση του Σωκράτη απέναντι στον σοφιστή Πρωταγόρα παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος δεν διατυπώνει τις θέσεις του δογματικά, αλλά εκφράζεται με ευγένεια και μετριοφροσύνη («δεν θεωρούσα …», «νομίζω πως …»). Παράλληλα, δείχνει να σέβεται την άποψη του συνομιλητή του και να αναγνωρίζει το κύρος του («δεν μπορώ να το αμφισβητήσω», «κάμπτομαι και πιστεύω … μόνος σου»). Συνεπώς, η λεπτή ειρωνεία που επισημάναμε στο ύφος του φιλοσόφου δεν έχει ως στόχο να προσβάλει και να υπονομεύσει το κύρος και την αξία του Πρωταγόρα, αλλά απλώς να τον προκαλέσει και να τον αναγκάσει να αναπτύξει διεξοδικά τις θέσεις του.
- ΑΣΚΗΣΗ 9
Εκφώνηση
Τι γνωρίζετε για την επαγωγική μέθοδο και πού εντοπίζεται στην ενότητα αυτή;
Τι γνωρίζετε για την επαγωγική μέθοδο και πού εντοπίζεται στην ενότητα αυτή;
Απάντηση
Επαγωγική μέθοδος ή αλλιώς «ἐπακτικοὶ λόγοι» είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
Επαγωγική μέθοδος ή αλλιώς «ἐπακτικοὶ λόγοι» είναι η μέθοδος που ακολουθούσε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών, με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών («τὸ ὁρίζεσθαι καθόλου») και συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φτάνουν σε μια απόλυτη γνώση για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Για να πετύχει τον στόχο αυτό αντλούσε παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την εμπειρία.
Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και στην παρούσα ενότητα: προκειμένου ο Σωκράτης να αποδείξει το μη «διδακτόν» της πολιτικής αρετής, χρησιμοποιεί παραδείγματα από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή, όπως το ποιος παίρνει τον λόγο στην Εκκλησία του Δήμου ανάλογα με το θέμα που συζητείται, το αν ο Περικλής κατάφερε να διδάξει την πολιτική αρετή στους γιους του και ο Αρίφρονας στον Κλεινία.
- ΑΣΚΗΣΗ 10
Εκφώνηση
Σχολιάστε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Ήταν σε θέση να καλλιεργήσει την κριτική ικανότητα του Αθηναίου πολίτη; Συγκρίνετέ τη με τη δημοκρατία που εφαρμόζεται στις μέρες μας.
Σχολιάστε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα. Ήταν σε θέση να καλλιεργήσει την κριτική ικανότητα του Αθηναίου πολίτη; Συγκρίνετέ τη με τη δημοκρατία που εφαρμόζεται στις μέρες μας.
Απάντηση
Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ήταν άμεση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι Αθηναίοι πολίτες από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας, συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά (δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας), παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά καλλιεργούσαν την κριτική τους ικανότητα και προωθούσαν την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας.
Αντιθέτως, στις μέρες μας εφαρμόζεται έμμεση μορφή δημοκρατίας. Λόγω της μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης οι πολίτες αντιπροσωπεύονται στο Κοινοβούλιο από τους βουλευτές που οι ίδιοι εκλέγουν. Επομένως, εκ των πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει κάθε πολίτης ξεχωριστά στα πολιτικά δρώμενα και στη λήψη αποφάσεων. Έχει, ωστόσο, τη δυνατότητα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, απεργιών, διαδηλώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Βέβαια, σήμερα παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της αποχής των πολιτών από την πολιτική ζωή και της παθητικοποίησής τους, κάτι που στην αρχαία Αθήνα ήταν αδιανόητο.
Η δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα ήταν άμεση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι Αθηναίοι πολίτες από τη νεαρή τους κιόλας ηλικία ζούσαν και συμμετείχαν καθημερινά στα πολιτικά δρώμενα της άμεσης δημοκρατίας, συμμετείχαν ενεργά στα κοινά, διατύπωναν πολιτικό λόγο στην Εκκλησία του Δήμου και στην Αγορά (δικαιώματα της ισηγορίας και της παρρησίας, που αποτελούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ομαλή και σωστή λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας), παρακολουθούσαν λόγους επιφανών ρητόρων, γνώριζαν και τηρούσαν τους νόμους, είχαν το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι». Όλα αυτά καλλιεργούσαν την κριτική τους ικανότητα και προωθούσαν την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας.
Αντιθέτως, στις μέρες μας εφαρμόζεται έμμεση μορφή δημοκρατίας. Λόγω της μεγάλης πληθυσμιακής αύξησης οι πολίτες αντιπροσωπεύονται στο Κοινοβούλιο από τους βουλευτές που οι ίδιοι εκλέγουν. Επομένως, εκ των πραγμάτων, δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει κάθε πολίτης ξεχωριστά στα πολιτικά δρώμενα και στη λήψη αποφάσεων. Έχει, ωστόσο, τη δυνατότητα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, απεργιών, διαδηλώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Βέβαια, σήμερα παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της αποχής των πολιτών από την πολιτική ζωή και της παθητικοποίησής τους, κάτι που στην αρχαία Αθήνα ήταν αδιανόητο.
- ΑΣΚΗΣΗ 11
Εκφώνηση
Ποιες αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας επιβεβαιώνονται από το κείμενο; Να τις εντοπίσετε και να τις εξηγήσετε με συντομία.
Ποιες αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας επιβεβαιώνονται από το κείμενο; Να τις εντοπίσετε και να τις εξηγήσετε με συντομία.
Απάντηση
Οι όροι «εὐβουλία», «πολιτική αρετή», «Εκκλησία του Δήμου», «πρυτάνεις», «τοξότες», όπως και οι φράσεις «να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα», «σηκώνεται και δίνει ... γενιά σπουδαία» παραπέμπουν σε βασικές αρχές της δημοκρατίας, οι οποίες ευνοούν την ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών στα κοινά. Τέτοιες είναι οι αρχές της ισηγορίας, της ισότητας δηλαδή στο δικαίωμα του λόγου, της παρρησίας, της ελευθερίας δηλαδή έκφρασης, η παρακολούθηση λόγων επιφανών ρητόρων, η τήρηση των νόμων, το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι».
Οι όροι «εὐβουλία», «πολιτική αρετή», «Εκκλησία του Δήμου», «πρυτάνεις», «τοξότες», όπως και οι φράσεις «να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα», «σηκώνεται και δίνει ... γενιά σπουδαία» παραπέμπουν σε βασικές αρχές της δημοκρατίας, οι οποίες ευνοούν την ενεργό συμμετοχή όλων των πολιτών στα κοινά. Τέτοιες είναι οι αρχές της ισηγορίας, της ισότητας δηλαδή στο δικαίωμα του λόγου, της παρρησίας, της ελευθερίας δηλαδή έκφρασης, η παρακολούθηση λόγων επιφανών ρητόρων, η τήρηση των νόμων, το δικαίωμα του «ἐκλέγειν» και «ἐκλέγεσθαι».
- ΑΣΚΗΣΗ 12
Εκφώνηση
Να διαγράψετε το ήθος των δύο συνομιλητών.
Να διαγράψετε το ήθος των δύο συνομιλητών.
Απάντηση
Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία: «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω ...», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως ...», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, ... και κάνε το».
Η ζωντάνια και η παραστατικότητα που διέπουν τον διάλογο μεταξύ του Πρωταγόρα και του Σωκράτη μας δίνουν τη δυνατότητα να διαγράψουμε με ενάργεια το ήθος τους.
Έτσι, παρατηρούμε ότι ο Πρωταγόρας εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά ότι μπορεί να διδάξει την «εὐβουλία». Η αυτοπεποίθησή του κορυφώνεται μετά την εσκεμμένη αμφισβήτηση των δυνατοτήτων του από τον Σωκράτη. Διαφοροποιείται από τους άλλους σοφιστές και υπερτονίζει το «εγώ» του. Η αυτεπίγνωση της αξίας του στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας τον οδηγεί σε αυτοπροβολή και τάση επίδειξης. Άλλωστε, είναι ένας καταξιωμένος και φημισμένος δάσκαλος, που έχει βιώσει τον σεβασμό των συγχρόνων του και το κύρος του είναι αδιαμφισβήτητο. Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτονται από τα εξής χωρία: «Το μάθημα [το οποίο] διδάσκω ...», «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω», «Εγώ νομίζω πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο».
Με τη σειρά του, ο Σωκράτης είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί με ευγένεια, σεβασμό και λεπτότητα να διαφωνήσει με τον συνομιλητή του. Χρησιμοποιεί λεπτή «ειρωνεία», χωρίς όμως να γίνεται προσβλητικός. Διακρίνεται για τη λογική και συγκροτημένη σκέψη του στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την αλήθεια στην οποία είναι προσηλωμένος. Τέλος, δείχνει να αντιμετωπίζει με ηρεμία τις αντίθετες απόψεις και να μην παραφέρεται. Δηλωτικές των παραπάνω γνωρισμάτων του είναι οι φράσεις: «Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;», «Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.», «Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως ...», «Εγώ λοιπόν, Πρωταγόρα, ... και κάνε το».