Παραδοσιακή ιστορία
για τα καλικατζάρια
Μια
παλιά ιστορία λέει πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της,
βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως
ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε:
"του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα, πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
"Ω! στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα".
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί.
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια.
Γι αυτό όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει,
όλο το Δωδεκαήμερο.
για τα καλικατζάρια
Η ιστορία των καλικατζάρων (Λαϊκή παράδοση)
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε:
"του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".
Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα, πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.
Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
"Ω! στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα".
Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί.
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια.
Γι αυτό όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει,
όλο το Δωδεκαήμερο.