Στις 17 Φεβρουαρίου 1982 ψηφίστηκε στην Ελλάδα ο νόμος 1250 «για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου» ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό. Με την ισχύ του νόμου αυτού έπαψε ο θρησκευτικός γάμος να συνιστά τη μόνη, συνεπώς και την υποχρεωτική μορφή σύναψης γάμου αναγνωριζόμενου από την έννομη τάξη, κάτι που ίσχυε στην Ελλάδα από τον 9ο αι. μ.Χ. έως τη χρονιά εκείνη.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο πολιτικός γάμος αποτελούσε από δεκαετίες νωρίτερα τον βασικό τύπο γάμου. Στην Ελλάδα όμως, δεν αναγνωριζόταν σε όσους δεν πίστευαν στο χριστιανισμό ή είχαν διαφορετική πίστη το δικαίωμα να παντρευτούν, με αποτέλεσμα την παραβίαση της θεμελιώδους αρχής τής θρησκευτικής ελευθερίας.
Τις πρώτες δυο δεκαετίες, ωστόσο, μετά τη νομοθέτηση του ν.1250/1982, η χρήση του πολιτικού γάμου παρέμενε περιορισμένη στην Ελλάδα και λόγω της αποτρεπτικής στάσης της Εκκλησίας η οποία αρνείται σε όσους τέλεσαν πολιτικό γάμο να βαφτίσουν και να παντρέψουν άλλα ζευγάρια, ενώ έχουν υπάρξει και περιστατικά άρνησης ιερέων να κηδέψουν κάποιον που έχει παντρευτεί πολιτικά.
Το νόμο 1250/1982 ακολούθησε η ψήφιση του νόμου 1329/83 για την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών στον Αστικό Κώδικα και τον εκσυγχρονισμό των διατάξεων του Α.Κ. που αφορούσαν το Οικογενειακό Δίκαιο.
Οι κυριότερες από τις αλλαγές αυτές είναι οι εξής:
α) Καταργήθηκε ο ανδροκρατικός θεσμός της προίκας και καθιερώθηκε ο θεσμός της γονικής παροχής.
β) Καθορίστηκε το 18ο έτος της ηλικίας ως το κατώτατο όριο ηλικίας για τη σύναψη γάμου και για τα δύο φύλα και προστατεύθηκε έτσι η σοβαρότητά του, καθώς και ο σεβασμός προς τη βούληση και την προσωπικότητα του κοριτσιού.
γ) Εισήχθη η μορφή του συναινετικού διαζυγίου.
δ) Καθιερώθηκε ο ισχυρός κλονισμός του γάμου ως λόγος διαζυγίου έπειτα από τετράχρονη διακοπή τής συμβίωσης.
ε) Καθιερώθηκε η υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν από κοινού για την αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών της οικογένειας.
στ) Επήλθε η πλήρης εξομοίωση των εκτός γάμου παιδιών -των μειωτικά αποκαλούμενων «εξώγαμα»- με τα «γνήσια».
ζ) Ορίστηκε το αμετάβλητο του επωνύμου και της συζύγου για τις έννομες σχέσεις, όπως το επιβάλλει η αρχή της ισότητας των δύο φύλων.
η) Εξασφαλίστηκε νομοθετικά η ισότητα του άνδρα και της γυναίκας στο πλαίσιο της οικογένειας, όπου όλες οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται συντροφικά. Καταργήθηκε έτσι η ανδροκρατική αρχή ότι «ο άνδρας συνιστά την κεφαλή της οικογένειας».
θ) Καθιερώθηκε η γονική μέριμνα, δηλαδή η κοινή υποχρέωση φροντίδας των παιδιών και από τους δύο γονείς, αντί της πατρικής εξουσίας.