Κύριοι, Όσοι από εσάς με ακούτε μόλις αυτή τη στιγμή για πρώτη φορά- και δεν έτυχε ίσως στο μεταξύ να πάρει το αυτί σας πάρα πολλά για την προηγούμενη διάλεξή μου πριν από τρεις βδομάδες- πρέπει να έχετε την καλοσύνη να μεταφερθείτε χωρίς άλλη προετοιμασία στο κλίμα μιας σοβαρής συζήτησης που είχα αρχίσει να τη διηγούμαι την τελευταία φορά και που σήμερα θα σας θυμίσω τα τελευταία σημεία της.
Ο συνοδός του φιλοσόφου είχε μόλις εξηγήσει με ειλικρίνεια κι εμπιστοσύνη στον σπουδαίο δάσκαλό του γιατί αναγκάστηκε, βαρύθυμα, να αφήσει τη θέση του στην εκπαίδευση. Κι έλεγε ακόμη ότι περνούσε τώρα τον καιρό του απαρηγόρητος σε μια μοναξιά που την είχε διαλέξει μόνος του και ότι αυτή η απόφασή του κάθε άλλο παρά σε οίηση οφειλόταν.
«Έχω ακούσει», έλεγε ο έντιμος μαθητής , «πάρα πολλά από σας, δάσκαλέ μου, έχω μείνει πολύ καιρό κοντά σας, ώστε δεν μπορώ να έχω πια εμπιστοσύνη στην παιδεία και στην εκπαίδευσή μας, έτσι όπως είναι τώρα. Βλέπω ολοκάθαρα τα τεράστια λάθη και τις αδυναμίες που εσείς συνηθίζατε να τα δείχνετε με το δάχτυλο.
Άλλα αιθάνομαι ότι δεν έχω μέσα μου αρκετή δύναμη να παλέψω γενναία και να συντρίψω τους προμαχώνες αυτής της δήθεν παιδείας. Μια αποθάρρυνση ολοκληρωτική με κυρίεψε: η καταφυγή στην μοναξιά δεν ήταν αλαζονεία, δεν ήταν έπαρση». Κι ύστερα για να δικαιολογήσει τη στάση του, σκιαγράφησε με τέτοιον τρόπο το γενικό γνώρισμα αυτής της εκπαίδευσης αυτής της εκπαίδευσης, ώστε ο φιλόσοφος άρχισε να του μιλάει με συγκινημένη φωνή και να τον καθησυχάζει κάπως έτσι» Ησύχασε, φτωχέ μου φίλε», του είπε, « σε καταλαβαίνω τώρα καλύτερα, δεν έπρεπε να σου μιλήσω τόσο σκληρά. Έχεις σε όλα δίκιο, εκτός από την αποθάρρυνση. Θα σου πω αμέσως κάτι που θα σε παρηγορήσει. Μη φανταστείς ότι αυτή η ψεύτικη παιδεία, που τόσο σε βαραίνει, θα εξακολουθήσει να υπάρχει για πολύ ακόμα.
Δεν θέλω να σου κρατήσω κρυφο τι πιστεύω πια γι’ αυτήν: Ο καιρός της έχει περάσει, οι μέρες της είναι πια μετρημένες. Ο πρώτος που θα τολμήσει να φανεί απόλυτα έντιμος στον χώρο αυτό θα «ακούσει» τον απόηχο της τιμιότητάς του να αντηχεί μέσα σε θαρραλέες ψυχές. Γιατί ουσιαστικάοι πιο ευγενικά προικισμένοι και οι πιο ευαίσθητοι έχουν κάνει μια σιωπηροί συμφωνία: Ο καθένας τους ξέρει τι υπέφερε εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στα σχολεία, ο καθένας τους θα ήθελε να λυτρωθούν οι επόμενες γενιές από αυτό το βάρος, έστω κι αν χρειαζόταν να θυσιαστεί ο ίδιος.
Αιτία όμως που αυτή η απόλυτη εντιμότητα δεν εκδηλώνεται πουθενά, είναι η πνευματική φτώχεια της παιδαγωγικής σκέψης της εποχής μας. Λείπουν ακριβώς τα ταλέντα με τη γνήσια ευρηματικότητα, λείπουν οι αληθινά πρακτικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι με τις ωραίες νέες ιδέες που ξέρουν ότι η σωστή μεγαλοφυία και η σωστή πράξη πρέπει κατανάγκη να συναντηθούν στο ίδιο άτομο, ενώ σήμερα λείπει από τους νηφάλιους ανθρώπους της πράξης η έμπνευση- και γι’ αυτό δεν υπάρχει σωστή πράξη.
Αρκεί ν ακοιτάξει κανείς τα παιδαγωγικά βιβλία του καιρού μας. Θα διαπιστώσει πως ο μόνος που δεν θα πάθει ζημιά από τη μελέτη τους είναι εκείνος που δεν αισθάνεται φρίκη για την έσχατη πνευματική γύμνια και τις αδέξιες επαναλήψεις των ίδιων πραγμάτων. Κατανάγκη λοιπόν αφετηρία της φιλοσοφίας μας δεν είναι πια ο θαυμασμός αλλά η φρίκη. Όποιος δεν μπορεί να την αισθάνεται παρακαλείται να μην απλώνει τα χέρια του στην εκπαίδευση.
Φυσικά ως τώρα το αντίθετο ήταν ο κανόνας. Όσοι αισθάνονταν φρίκη, όπως εσύ φτωχέ μου φίλε, έσπευδαν να φυγουν, ενώ εκείνοι οι νηφάλιοι κι απτόητοι άπλωναν τα αδέξια χέρια τους φαρδιά πλατιά στην πιο λεπτή τεχνική που μπορεί να υπάρξει: στην τεχνική της παιδείας. Αυτό όμως δεν μπορεί να εξακολουθήσει για πολύ καιρό ακόμα. Αρκεί να φανεί έτσω μια φορά ο έντιμος άνθρωπος με τις καλές και νέες ιδέες, ο οποιος προκειμένου να τις πρααγματοποιήσει, θα τολμήσει να διακόψει κάθε σχέση με την παρούσα κατάσταση. Αρκεί μόνο μια φορά να δείξει ο έντιμος άνθρωπος με το παράδειγμά του τι δεν μπορούν να κάνουν τα δραστήρια αδέξια χέρια.Τότε τουλάχιστον θα έχει πια κανείς τη δυνατότητα να διακρίνει τα πράγματα, να αισθάνεται τη διαφορά και να κάνει σκέψεις για τα αίτια αυτής της αντίθεσης, ενώ τώρα τόσοι και τόσοι πιστεύουν εντελώς καλόπιστα ότι τα αδέξια χέρια ανήκουν στο παιδαγωγικό έργο».
* Νίτσε: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ. Printa, 2006, σελ.57-60
Πηγή