Η βύθισή του ήταν μία από τις χειρότερες τραγωδίες στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά, πολλαπλασίως μεγαλύτερη από αυτήν του θρυλικού «Τιτανικού» το 1912, ενώ ο αριθμός των θυμάτων το τοποθετεί στην κορυφή των πλέον πολύνεκρων ναυαγίων στη Μεσόγειο.
Ωστόσο, παρά το γεγονός αυτό, το ναυάγιο του «Όρια» παρέμενε ως πρόσφατα σχεδόν άγνωστο…
Το «Όρια» (SS Oria) κατασκευάστηκε το 1920 στο Σάντερλαντ της Βρετανίας από την Osbourne, Graham & Co με αριθμό ναυπήγησης 222 και η συνολική χωρητικότητά του ήταν 2.127 τόνοι.
Αποτελούσε ιδιοκτησία της νορβηγικής εταιρείας Fearnley & Eger με έδρα το Όσλο και με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν για τη μεταφορά στρατευμάτων τους στη Νορβηγία, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στις γερμανικές νηοπομπές με προορισμό τη Βόρεια Αφρική.
Το 1941 και ενώ βρισκόταν στο λιμάνι της Καζαμπλάνκα, επιτάχθηκε από τη φιλογερμανική γαλλική «κυβέρνηση του Βισύ», μετονομάστηκε σε «Sainte Julienne» και με έδρα το λιμάνι της Μασσαλίας χρησιμοποιήθηκε στη Μεσόγειο.
Στις 25 Νοεμβρίου 1942 επιστράφηκε στον νόμιμο ιδιοκτήτη του και πήρε εκ νέου το αρχικό του όνομα, ενώ λίγο καιρό αργότερα δόθηκε στη γερμανική εταιρεία Mittelmeer Reederei GmbH και απέπλευσε για την Ιταλία.
Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τις γερμανικές δυνάμεις, το «Όρια» βρέθηκε στη Ρόδο, συμμετέχοντας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή.
Στις 10.25 το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1944 (κατ’ άλλες πηγές το απόγευμα της ίδιας ημέρας) απέπλευσε από το λιμάνι του νησιού με κατεύθυνση τον Πειραιά. Στα αμπάρια του μετέφερε περισσότερους από 4.000 Ιταλούς αιχμαλώτους από τις φρουρές της Ρόδου και της Λέρου, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν 43 αξιωματικοί και 118 υπαξιωματικοί όλων των όπλων.
Σημειώνεται ότι ο ακριβής αριθμός των Ιταλών αιχμαλώτων παραμένει αδιευκρίνιστος, καθώς σε διαφορετικές πηγές αναφέρεται πως ήταν από 4.046 ως 4.233.
Εκτός από τους αιχμαλώτους, στο πλοίο επέβαιναν ακόμα 90 Γερμανοί στρατιώτες (οι 30 ως φρουρά), ενώ το πλήρωμα αποτελείτο από πέντε ναυτικούς, μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας μηχανικός, και τον Νορβηγό καπετάνιο Μπιάρνε Ρασμούσεν.
Κατά το ταξίδι του προς τον Πειραιά το «Όρια» συνοδευόταν από τα ιταλικά ελαφρά αντιτορπιλικά ΤΑ16, ΤΑ17 και ΤΑ19, τα οποία είχαν καταληφθεί από τους Γερμανούς. Λίγες ώρες μετά τον απόπλου από τη Ρόδο, ανοιχτά της Κω, η νηοπομπή δέχτηκε επίθεση από βρετανικά πλοία, ενώ σύμφωνα με άλλες πληροφορίες κοντά στην Αστυπάλαια επίθεση και από υποβρύχιο, που εκτόξευσε ανεπιτυχώς τρεις τορπίλες εναντίον του.
Η πρόσκρουση και η βύθιση
Γύρω στις 6.30 το απόγευμα της επομένης, 12 Φεβρουαρίου, πλέοντας με ταχύτητα 9 κόμβων, το «Όρια» έφθασε στην περιοχή του Σουνίου, όπου επικρατούσε σφοδρή κακοκαιρία, με την ταχύτητα των ανέμων να φτάνει στα 10 μποφόρ!
Ο δίαυλος μεταξύ της νησίδας Πάτροκλος (Γαϊδουρονήσι) και των αττικών ακτών είναι γεμάτος ξέρες και υφάλους και για τον λόγο αυτόν, σύμφωνα με τα ημερολόγια των συνοδών πλοίων και παρά την έλλειψη σε ενημερωμένους ναυτικούς χάρτες, είχε υποδειχθεί στον καπετάνιο του «Όρια» η πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει στην περιοχή, ώστε να παραπλεύσει τον Πάτροκλο.
Ωστόσο, καθώς το «Όρια» εξακολουθούσε την εσφαλμένη πορεία του «σπρωγμένο» από τους ισχυρούς δυτικούς ανέμους, το πλοίο συνοδείας ΤΑ19 με νέα του διαταγή και με την εκτόξευση ερυθρών φωτοβολίδων επιχείρησε να προειδοποιήσει τον Ρασμούσεν για τον επερχόμενο κίνδυνο. Παρά την απάντηση «Κατανοητό!» του καπετάνιου, στις 6.45 μ.μ. το «Όρια» κτύπησε με τη δεξιά του πλευρά στα βράχια.
Ο Ρασμούσεν ανέφερε έντρομος στον ασύρματο «Προσαράξαμε», όμως η έντονη θαλασσοταραχή δεν επέτρεπε στα τρία ελαφρά αντιτορπιλικά να επέμβουν.
Το «Όρια» πλημμύρισε αμέσως και σε ελάχιστα λεπτά ανατράπηκε, με την πλώρη του να εξέχει από το νερό, σε μια περιοχή που το βάθος των νερών κυμαίνεται από 5 ως 42 μέτρα. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, τα συνοδά πλοία κατάφεραν να φτάσουν στον Πειραιά και να ενημερώσουν τις εκεί κατοχικές αρχές.
Νωρίς το πρωί, με το πρώτο φως της ημέρας, ξεκίνησαν από τον Πειραιά πέντε ρυμουλκά πλοία με κατεύθυνση την περιοχή του ναυαγίου, λόγω όμως της θαλασσοταραχής το σημείο προσέγγισε τελικά μόνο το «Vulcan».
Έκπληκτο, το πλήρωμά του διαπίστωσε ότι στην επιπλέουσα πλώρη του καραβιού βρίσκονταν παγιδευμένοι πέντε άνθρωποι. Η φορητή συσκευή οξυγόνου όμως, με την οποία προσπάθησαν να κόψουν τις λαμαρίνες του πλοίου ώστε να τους απεγκλωβίσουν, παρασύρθηκε από τα ορμητικά κύματα και έτσι την επομένη κατέπλευσε στο σημείο το ρυμουλκό «Τιτάν» με νέα συσκευή, με την οποία έγινε δυνατή η διάνοιξη ενός περάσματος, από το οποίο βγήκαν οι πέντε ναυαγοί, προτού το «Όρια» βυθιστεί εντελώς.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις των επιζώντων, από το ναυάγιο του «Όρια» διασώθηκαν μόνο τα μέλη του πληρώματος, ο καπετάνιος, 45 Γερμανοί και 49 Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι βγήκαν εξαντλημένοι ή τραυματισμένοι στην ακτή. Μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής αναφέρουν ότι για πολλές εβδομάδες τα κύματα ξέβραζαν στη ακτή Χάρακας και στην ευρύτερη περιοχή δεκάδες πτώματα, τα οποία οι Γερμανοί έθαβαν πρόχειρα στην άμμο.
Αν και οι πηγές δεν συμφωνούν, το βέβαιο είναι ότι τελικά τα θύματα υπερέβησαν τα 4.000 –με πιθανότερο αριθμό τα 4.184–, τα περισσότερα από τα οποία πνίγηκαν εγκλωβισμένα στα αμπάρια του πλοίου, προκαλώντας τη χειρότερη απώλεια ζωών από ναυάγιο στη Μεσόγειο.
Επισημαίνεται ότι τις ημέρες του ναυαγίου αλλά και τα επόμενα χρόνια διατυπώθηκε η υπόνοια ότι, στην πραγματικότητα, το «Όρια» είχε τορπιλιστεί είτε από γερμανικό είτε από το Ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής».
Το «σενάριο» αυτό στηρίχθηκε σε μαρτυρίες κατοίκων των Λεγραινών ότι άκουσαν έναν δυνατό κρότο λίγο πριν από τη βύθιση του πλοίου.
Ωστόσο, η ύπαρξη γερμανικού υποβρυχίου στην περιοχή δεν επιβεβαιώνεται από καμία αξιόπιστη πηγή, ενώ σύμφωνα με τα αρχεία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στις 12 Φεβρουαρίου 1944 το «Παπανικολής» κατευθυνόταν προς την Βηρυτό, ύστερα από περιπολίες που είχε διενεργήσει στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Κρήτης, της Μήλου και της νησίδας Φαλκονέρα.
Πηγή