Αν ρωτήσετε τις γιαγιάδες σας για το πώς παντρεύτηκαν και πώς αρχικά γνώρισαν τον παππού σας, η συντριπτική πλειοψηφία θα σας απαντήσει με...
συνοικέσιο! Και μπορεί στις μέρες μας αυτό να σας φαίνεται αστείο και φυσικά απαράδεκτο, μιας και εδώ μιλάμε για σχέση ζωής, τότε όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, με τα κορίτσια να προετοιμάζονται από την μέρα της γέννησής τους γι' αυτό ακριβώς: Να τους βρουν έναν καλό γαμπρό και τελικά να τον παντρευτούν. Εννοείται, ότι εκτός τηςαέναης αναζήτησης του κατάλληλου γαμπρού για τη θυγατέρα, οι γονείς είχαν και την αποστολή της συλλογής μιας αξιοπρεπούς προίκας, για να δώσουν στο γαμπρό πακέτο με τη νύφη! Και επειδή η ελληνική παράδοση διατηρείται ατόφια στο πέρασμα των αιώνων σας έχουμε ένα προικοσύμφωνο από το 1671 για να πάρετε μία ιδέα για τα έθιμα του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσετε ότι πλέον οι άντρες είναι ολιγαρκείς!
Εν έτει 1671 μηνί Ιανουαρίω ημέρα δεκάτη εν Σύρω.
Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της Κοκκίνης προστάτιδος της νήσου Σύρου Προκοσύμφωνον της πρώτης μας κόρης και της θυγατρός του Κωστάκη και της Σμαράγδας και της μακαρίτισσας της γυναικός μου Πιπινίτσας ήτις θα πάρη νόμιμον σύζυγον τον Ντεμογιαννάκη του Κωνσταντάκη της Πιπινίτσας Πηνελόπης Βαρβαρίτσας. Και εγώ και η μακαρίτισσα η γυναίκα μου Πιπινίτσα δίδομεν την συγκατάθεσίν μας εις το να πάρη η κόρη μας Κατή, νόμιμον σύζυγον και να τον έχη να τον νέμεται μέρα νύκτα, τον Ντεμογιαννάκη Μανωλάκην του Κωνσταντάκη και της Πιπινίτσας Πηνελόπης Βαρβαρίτσας.
Εν πρώτοις δίδομεν από τα φύλλα της καρδιάς μας την ευχήν να τρισευτυχήσουν και να πολυχρονίσουν. Δεύτερον δε τέσσαρα εικονίσματα το πρώτον ευς ξύλον δυνατόν και χονδρόν δύο δάκτυλα και τα άλλας εις αχιβάδα. Τρία υποκάμισα τα δύο μικρά και το ένα μεγάλο, δύο μικρά αποκατινά (εσώβρακα) παστρικά, ατρύπητα και ολόγερα. Δύο μισοφόρια ολόγερα και μπουγαδιασμένα. Ενάμισυ ζευγάρι κάλτσες εως ότου να γίνη ο γάμος έχη καιρόν να πλέξη και την άλλη για να γίνουν δύο ζευγάρια. Ενα φουστάνι από τσίτι ριγωτό, άλλο ένα από σακονέτα της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου. Ενα μανδύλι του λαγιού και δύο μανδοσαλάμια. Μια φασκιά για τα καλορίζικα. Δύο ζεύγη παπούτσια το ένα μπαλωμένο Σαράντα πήχες βρακοζώνα και μετά τον θάνατο του παπού μας άλλη τόση. Του γαμβρού μια σκούφια να την φορή βραδιά παρά βραδιά δια να μη του τρυπήση γρήγορα. Δύο τσουκάλια κάστρινα της καραίτισσας της γιαγιάς μου. Δύο φλιτζάνια του καφέ χωματίνια. Το αμελέτητο με δύο χέρια νεροπαστρικό και άπιαστο Τρεις βελόνες της κάλτσας. Ένα ζάρφι χωματένιο.
Ενα στρώμα μπαλωμένο της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου από φύλλα καλαμόφυλλα. Ενα λύχνο χωματένιο και άλλον έναν από ντενεκέ. Ενα κλειδί
Μια ψυράγγα (χωράφι) ίθα με μιά παλέστρα του γαϊδάρου. Τρία ρεάλια, πέντε παράδες και επτά άσπρα. Κοντά με όλα αυτά που τους κάμαμεν τους νοικοκυραίους της Σύρου την μίαν κάμαραν του σπιτικού που καθούμαστε και άμα πεθάνω εγώ και ο παππούς της Κατής όλο το σπίτι. Ακόμη δε και αυτά 2 κόττες ένα πετεινό, είκοσι αυγά, ένα κόσκινο, μία μπιρμπιτσέλια σπητίσια μακαρόνια, και αν προφθάσουμεν θα κάνουμε άλλα τόσα. Δέκα οκάδες ελιές και πέντε οκάδες χαμάδα, 2 βάζα κάπαρι, δύο ντουζίνες χήνους, σαράντα κοπόνια κρομμύδια όλα αυτά να τα κάμουν θάλασσα να τρών και να πίνουν όλο το οκταήμερο γαμβρός και νύμφη και όλο το συμπεθεριό και οι ποιό κοντά γειτόνοι.
Εις τον γαμβρόν, την Κατή με τα ούλα της.
Ο πενθερός
Κωνσταντάκης της Σμαράγδας
Εν Σύρω τη 10 Ιανουαρίου 1671