Η Σαρακοστή μού δίνει την ιδέα να
μιλήσω σήμερα για λιχουδιές. Όχι βέβαια για μας. Για τους προγόνους μας
που ήταν ακόμα αβάπτιστοι. Από μικρός αναρωτιόμουν τι έτρωγαν οι αρχαίοι
Έλληνες. Όταν μεγάλωσα και μου ήρθε να
γράψω το Αρχαίο Ερωτικό και Συμποσιακό Λεξιλόγιο, έμαθα πολλά για το
θέμα και από τους κωμικούς συγγραφείς αλλά κυρίως από τον Αθήναιο.
Χρειάστηκε να διαβάσω το πόνημά του «Οι δειπνοσοφιστές».
Και τους 15 τόμους. Και να σκεφτείτε
ότι είχε γράψει τριάντα και χάθηκαν οι μισοί. Ο ΑΘήναιος, που ήταν
«γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός» από την Ναυκρατίδα,
την πλούσια ελληνική αυτή πόλη της φαραωνικής Αιγύπτου, γράφει το έργο
του τον 2ο με 3ο μετά Χριστόν αιώνα, στη Ρώμη. Μοναδικές οι πληροφορίες
του για την Ελλάδα την αρχαιότερή του και εξίσου μοναδικές οι συνταγές
που μας περιγράφει. «Ωνθυλευμένη τευθίδα (καλαμάρι γεμιστό) από τη Ρόδο,
και χορδή (πατσά) από την Σικελία». Μαθαίνουμε ότι οι Ιωνες είχαν 72
διαφορετικά είδη ψωμιού. Υπενθυμίζω ότι οι δημητριακοί καρποί όπως το
στάρι και το κριθάρι -που οδήγησαν στους πρώτους οικισμούς- ήταν η βάση
της διατροφής όλων των λαών, μέχρι σήμερα! Δεν είναι τυχαίο ότι από
πάντα ο άρτος ήταν διατιμημένος. Μέχρι σήμερα! Η αφρόκρεμα των Αθηναίων
έτρωγε τον σεμιδαλίτηγ άρτον, από ψιλοκοσκινισμένη κατάλευκη φαρίνα από
σεμίδαλιν, δηλαδή σιμιγδάλι. Ο σίτος ερχόταν κυρίως από τις ευρωπαϊκές
χώρες που βρέχονται από τη Μαύρη Θάλασσα. Δεν είναι παράξενο που τόσοι
πόλεμοι έγιναν για τα Στενά των Δαρδανελίων, μη εξαιρουμένου και του
Τρωικού.
Μερικά πιο πολυτελή εδέσματα εύρισκαν
οι ναυτικοί στη χώρα των Χαλύβων, στη Μικρασιατική όχθη, οι οποίοι
-εκτός από την κατασκευή του χάλυβα που είχαν ανακαλύψει- ήταν
περικυκλωμένοι από αναρίθμητους φασιανούς που είχαν πάρει το όνομά τους
από τον ποταμό Φάσι της περιοχής. Οταν οι Αθηναίοι ανακάλυψαν τον
φασιανό, έγιναν ομηρικά συμπόσια, με πρώτο πρώτο τον Αλκιβιάδη που ήταν
ικανός να πληρώσει χιλιάδες δραχμές (χωρίς υπερβολή) για ένα από τα
δυσεύρετα αυτά πουλιά. Για το σεξουαλικό σφρίγος του άνδρα (αφροδίσια ή
φλεβός τροπωτήρες) οι σελίδες του Αθήναιου συμβούλευαν λασταυροκάκκαβον
(σούπα από πέρδικα) με κρέμμυον μισοψημένο στη χόβολη και κοχλίας
(σαλιγκάρια). Με καταχύσματα (σάλτσες) από ωοτάριχον (αβγοτάραχο) νάπυ
(μουστάρδα, Κύπρου κατά προτίμηση), θύμον (Υμηττού), ορίγανον (Τενέδου),
άλας και πέπερι, έλαιον και, φυσικά, οινοθεραπείαν. Τα παστά ψάρια από
όσο ξέρουμε ερχόταν από τον Ελλήσποντο. Οι φακές και τα ρεβίθια ήταν
συχνά στο τραπέζι. Στην Ελληνιστική περίοδο -που ήταν η ηδονικότερη-
άρχισαν φαίνεται οι Ελληνες να αναζητούν τα τοπικά προϊόντα. Από τον
Αθήναιο μαθαίνουμε ότι προτιμούσαν μήλα από την Εύβοια, ασταφίδες και
ισχάδες (ξηρά σύκα) από τη Ρόδο, εγχέλεις (χέλια) από την Κωπαΐδα, έριφο
από τη Μήλο, κάρδαμο από τη Μίλητο, μύραινα (σμέρνα) από το Σικελικό
πέλαγος.
Στα συμπόσια της ελληνο-ρωμαϊκής
εποχής, των πλουσίων ιδιαίτερα, ετοιμάζονταν λουκούλλεια γεύματα. Ο
Λούκουλλος ήταν ένας Ρωμαίος στρατηγός που πλούτισε από τις εκστρατείες
του στη Μικρά Ασία, γνωστός σαν μέγιστος καλοφαγάς. Πιο διάσημος ακόμα
για το αμάρτημα της λαιμαργίας στο οποίο υπέπεσε ήταν ο βαθύπλουτος
Γάβιος Απίκιος, που μας άφησε ένα σωρό πολύπλοκες συνταγές. Είχε ξοδέψει
200 εκατομμύρια σημερινά ευρώ για τα συμπόσια που οργάνωνε για τους
φίλους του. Στο τέλος αυτοκτόνησε από φόβο ότι θα πεθάνει από την…
πείνα! Στην κλασική Αθήνα, έτρωγαν πασατέμπο και στραγάλια στα
φιλολογικά συμπόσια. Το ενδιαφέρον τους ήταν συγκεντρωμένο στο κρασί,
λίγο ώς πολύ νερωμένο. Αυτός που κατάφερνε να παραμείνει άυπνος μέχρι το
πρωί κέρδιζε μια πυραμίδα. Οι Ελληνες έτρωγαν άψητα τα γλυκά με αλεύρι.
Ειδικά η πυραμίδα ψηνόταν στην πυρά. Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει έναν
Ελληνα τουρίστα στην Αίγυπτο (αν δεν ήταν ο Σόλων) που επισκεπτόταν τα
μνημεία της, φιλοξενούμενος από έναν Αιγύπτιο. Περήφανος ο Αιγύπτιος τον
έφερε να θαυμάσει ένα τεράστιο τριγωνικό μνημείο. Ο Ελληνας,
καλαμπουριτζής από τότε, του λέει: «Ε, και τι είναι αυτό, μια πυραμίς
είναι!». Κάποτε χάθηκε η αιγυπτιακή λέξη για το μνημείο και έμεινε
Πυραμίδα…
Τι τρώγαν οι αρχαίοι; Θα μας πει ο
Αλέξις, κωμικός ποιητής του 4ου αιώνα π.Χ., που έγραψε 245 κωμωδίες.
Σώθηκαν ελάχιστοι στίχοι του, όπως το ειρωνικότατο «Πιάτο του φτωχού»
που θα μπορούσε να είχε γραφτεί και για την εποχή μας.
ΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ
Φτωχός ο άνδρας μου, φτωχιά κι εγώ,
γριά η κακομοίρα, με κόρη και με γιο
και με τη δούλα αυτήν την προκομμένη
πέντε είμαστε οι καημένοι.
Μονάχα οι τρεις μας απόψε θα δειπνήσουν,
οι άλλοι δυο μαζί μας θα καθίσουν,
θα μας κοιτούν και λίγο αλεύρι θα τσιμπήσουν.
Χωρίς μια λίρα, τη μοίρα μας θρηνούμε
που δεν έχουμε τίποτα να φάμε και να πιούμε.
Κοιτάξτε κάτωχροι πώς γίναμε σ’ όλο μας το σώμα,
από την ασιτία κοιτάξτε πώς αλλάξαμε χρώμα!
Κι αν θέλετε να μάθετε ποιο είναι το μενού
και ρωτάμε πώς ζούμε και τι τρώμε, ιδού:
Κουκιά και πασατέμπο, λούπινα και κρεμμύδια,
μπιζέλια και τζιτζίκια, ρίζες και βελανίδια,
φραγκόσυκα, ρεβίθια και, χάρη στην Κυβέλη*,
της Παναγιάς τα σύκα που άλλος κανείς δε θέλει!
*Μερικές συκιές ήταν αφιερωμένες στην Πανάγια Κυβέλη, μητέρα των θεών, που λατρεύονταν και σαν προστάτιδα της φτωχολογιάς.
Πηγή: Ελευθεροτυπία