Η φτωχόσουπα ήταν μια εύκολη και γρήγορη σούπα που έφτιαχναν οι παλιές γυναίκες της Κρήτης με λάδι, νερό και αλάτι για να ξεγελάσουν την πείνα τους στους δύσκολους καιρούς των πολέμων και της φτώχειας.
Αυτό το φαγητό ήταν μια από τις ελάχιστες απολαύσεις για τον Σπύρο Μπλαζάκη και το Γιώργο Τσομπανάκη, οι οποίοι μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949, έζησαν κυνηγημένοι για 35 χρόνια στα Λευκά Όρη της Κρήτης.
Ήταν τα δύο τελευταία στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού που παρέμεναν ασύλληπτα, από τότε που το ΚΚΕ κηρύχθηκε παράνομο.
Η ζωή στις σπηλιές
Μετά τις μάχες στο Γράμμο, τα περισσότερα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη, διαφεύγοντας σε γειτονικές χώρες. Για τους Κρητικούς αντάρτες Σπύρο Μπλαζάκη που τότε ήταν 21 ετών και τον 25χρονο Γιώργο Τζομπανάκη, η φυγή στο εξωτερικό ήταν σχεδόν αδύνατη.
Έτσι, αποφάσισαν να κρυφτούν σε απόμερα σημεία του νησιού, έχοντας ως μόνα εφόδια τους στρατιωτικούς σάκους τους, που περιείχαν ελάχιστα ρούχα, αδιάβροχα και κουβέρτες.
Οι δύο νέοι που αρνούνταν να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας, ζούσαν σαν αγρίμια μακριά από συγγενείς, φίλους και γνωστούς, με την ελπίδα ότι θα έπαιρναν αμνηστία.
Οι κρυψώνες που χρησιμοποιούσαν συχνά ήταν οι σπηλιές στα βουνά και στις θάλασσες.
Εκτός από τη φτωχόσουπα, έτρωγαν σαύρες, σκορπιούς, ρίζες ή ακόμη και φώκιες.
Όταν κάποιος τσοπάνης τους χάριζε κανά ζωντανό, το έψηναν και το έτρωγαν ολόκληρο μέσα σε μια ημέρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές πάντως που οι κρητικοί στα χωριά, άνοιγαν τα σπίτια τους για να δεχτούν …
Το φαγητό όμως δεν ήταν η μοναδική απόλαυση που στερούνταν. Επειδή φοβούνταν μην τους καταδώσουν, απέφευγαν όπως «ο διάβολος το λιβάνι», τις ερωτικές ή σεξουαλικές επαφές με γυναίκες. «Ακόμη και τα ζώα ζουν τον έρωτα, εμείς όχι», διηγήθηκαν οι δύο άντρες.
Η διασκέδασή τους ήταν απλή. Πότε τραγουδούσαν μαζί και πότε πήγαιναν σε διάφορα πανηγύρια για να ακούσουν κρυμμένοι και να χορέψουν από μακριά, τα αγαπημένα τους κρητικά τραγούδια.
Μια φορά ο Γιώργος Τσομπανάκης μπήκε σε ένα κλειστό σπίτι για να βρει κάτι να φάνε. Το μάτι του έπεσε πάνω σε μια λύρα και θυμήθηκε ότι ο Σπύρος Μπλαζάκης, του είχε πει ότι ήξερε να τη «γρατζουνάει».
Την πήρε μαζί του και από τότε ο ήχος του οργάνου, ανακούφιζε έστω και για λίγο τις δύσκολες ώρες που ζούσαν. «Για μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν σκοτάδι και δεν φαινόταν να χαράζει η ποθητή ημέρα», έλεγαν οι αντάρτες.
Πως ξέμεινα όμως τόσα χρόνια στο βουνό; Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσαν να κατέβουν γιατί οι αντικομμουνιστικοί νόμοι ήταν σε ισχύ και θα τους φυλάκιζαν ή θα τους έστελναν εξορία. Τη δεκαετία του ’60 πίστεψαν ότι θα έπαιρναν χάρη από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ήρθε όμως το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και αντί για να ετοιμαστούν για την ελευθερία, κρύφτηκαν ακόμη περισσότερο….
Η επιστροφή των ανταρτών Φεβρουάριος 1975. Η μεταπολίτευση τους απάλλαξε από το φόβο και η κυβέρνηση Καραμανλή αμνήστευσε τους δύο αντάρτες, που πήραν το δρόμο του γυρισμού από τα Λευκά Όρη.
Λίγο έξω από το Θέρισο, στο χωριό του Τζομπανάκη, πλήθος κόσμου περίμενε με αγωνία τους δύο αντάρτες. Μόλις εμφανίστηκαν, φίλοι, συγγενείς και συγχωριανοί και στελέχη του ΚΚΕ, τους «έπνιξαν» στην αγκαλιά τους. Το τρικούβερτο γλέντι στήθηκε αμέσως. Ο Τζομπανάκης και ο Μπλαζάκης μπορούσαν πλέον να απολαύσουν τα ριζίτικα τραγούδια, τη ρακί, το φαγητό και την παρέα των ανθρώπων που τους αγαπούσαν
Όταν οι δημοσιογράφοι τους ζήτησαν να αδειάσουν τους σάκους για να δουν τι είχαν μέσα, ανάμεσα στα ρούχα, βρήκαν μια ξυριστική μηχανή και μια κρέμα ενυδάτωσης για τον ήλιο.
Την επόμενη ημέρα βρέθηκαν στην Αθήνα όπου κατέθεσαν ένα ματσάκι φασκομηλιάς και λίγα αγριολούλουδα από τα Λευκά Όρη, στο μνημείο των Ηρώων του Πολυτεχνείου. Ελεύθεροι πλέον ακολούθησαν ξεχωριστούς δρόμους.
Ο Σπύρος Μπλαζάκης παντρεύτηκε και έμεινε στη Νέα Σμύρνη. Ο Γιώργος Τζομπανάκης παντρεύτηκε και αυτός, αλλά δεν έφυγε από την αγαπημένη του Κρήτη. Έμειναν για πάντα δύο καλοί και αγαπημένοι φίλοι. Και οι δύο πέθαναν το 1996, με ένα μήνα διαφορά…
mixanitouxronou.gr