Ο θρήνος της Μεγάλης Βδομάδας, που κάπου δεν σταματά, που κάπου συνεχίζεται και μετά την Ανάσταση.
«Πρωταγωνίστρια» η Μάνα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας: «Τρωαδίτισσες», «Του Νεκρού αδελφού», «Επιτάφιος», «Ματωμένος γάμος»… μάνες – η μάνα του Τούση, του Πέτρουλα, του Λαμπράκη, της Βασιλακοπούλου, οι βαρυπενθούσες της Κύπρου, οι μάνες της Μέσης Ανατολής…
Πολλά τα αριστουργήματα της παγκόσμιας Λυρικής Τέχνης και δίπλα σ’ αυτά η «Μάνα του Χριστού» και «Οι πόνοι της Παναγιάς» του Βάρναλη. Μιας ποίησης που όπως έλεγε ο κριτικός της λογοτεχνίας Παναγής Λεκατσάς «ανήκει στη σειρά των όρθιων δέντρων. Των δέντρων που οι ρίζες τους βυθίζονται στην εθνική παράδοση (…).
Η ποίησή του είναι γνωστή κι αγαπημένη σε πλατύτατα στρώματα του λαού (…). Η διάκριση λαϊκότητας και ποιότητας φυσικά περιττεύει: Η αληθινή ποίηση απευθύνεται και στους λίγους και στους πολλούς, προσφέροντας πάντα, και στους λίγους και στους πολλούς, περισσότερα απ’ όσα μπορούνε να πάρουν.
Η ποίηση του Βάρναλη, ένας από τους χρυσούς ακόμη κρίκους που συνδέουν τις ψυχές και των Λίγων και των Πολλών, με τον κόσμο των Οραμάτων και των Μορφών, ανακρατεί τη λειτουργία, το αξίωμα και την πραγματική υπερηφάνεια της ποιητικής και στις μέρες μας τέχνης (… )».
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ’ υστέρα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!