Άγγλος γιατρός, γεωλόγος, παλαιοντολόγος και πολιτικός ακτιβιστής. Εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο από τη νευρολογική ασθένεια που φέρει το όνομά του («Νόσος του Πάρκινσον»), καθώς ήταν ο πρώτος επιστήμονας που περιέγραψε τα συμπτώματά της.
Ο Τζέιμς Πάρκινσον (James Parkinson) γεννήθηκε στις 11 Απριλίου 1755 στη συνοικία Σόρεντιτς του Λονδίνου και ήταν γιος του φαρμακοποιού και πρακτικού χειρουργού Τζον Πάρκινσον με μεγάλη πελατεία στην περιοχή. Ακολούθησε το ιατρικό επάγγελμα και το 1783 ανέλαβε το ιατρείο του πατέρα του. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε τη Μέρι Ντέιλ, με την οποία απέκτησε έξι παιδιά.
Ο Πάρκινσον από νωρίς ασχολήθηκε με την πολιτική και ήταν θερμός οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης. Στα περίπου 20 φυλλάδια που εξέδωσε, καταφερόταν εναντίον των προνομιούχων συμπατριωτών του και ζητούσε την είσοδο του λαού στη Βουλή των Κοινοτήτων με την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας. Το όνομά του αναμίχθηκε και σε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του Βασιλιά Γεώργιου Γ', αλλά απαλλάχτηκε ελλείψει ενοχοποιητικών στοιχείων. Σύμφυτη με την πολιτική του δράση ήταν η ενασχόλησή του με θέματα δημόσιας υγείας, ζητώντας ουσιαστικές παρεμβάσεις από το «κράτος - νυχτοφύλακα» εκείνης της περιόδου.
Από το 1799 αφοσιώθηκε περισσότερο στην ερευνητική ιατρική και εξέδωσε σειρά μελετών για την περιτονίτιδα, αλλά και τη λαιμαργία. Έγραψε ιστορία στην ιατρική το 1817 με τη μελέτη του «Δοκίμιο για την τρομώδη παράλυση» («An Essay on the Shaking Palsy»), όπου περιέγραφε την ασθένεια του κεντρικού νευρικού συστήματος, που εξήντα χρόνια αργότερα ο διακεκριμένος γάλλος νευρολόγος Ζαν Μαρτέν Σαρκό ονόμασε «Νόσο του Πάρκινσον». Για να καταλήξει στις διαπιστώσεις του, ο Πάρκινσον παρατήρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα το καθημερινό βάδισμα έξι ασθενών, που εμφάνιζαν τα συμπτώματα της νόσου.
Με την πάροδο του χρόνου, το ενδιαφέρον του για την ιατρική μειώθηκε και αναβίωσε ένα νεανικό του χόμπι για τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Έγραψε πολλές πραγματείες και υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Γεωλογικής Εταιρείας του Λονδίνου.
Ο Τζέιμς Πάρκινσον έφυγε από τη ζωή στις 21 Δεκεμβρίου 1824, σε ηλικία 69 ετών.