Ο Τορκουάτο Τάσσο, Ιταλός ποιητής, γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου 1544 στο Σορέντο και πέθανε στις 25 Απριλίου 1595 στη Ρώμη.
Φοίτησε στη σχολή των Ιησουιτών της Νεάπολης και έπειτα γράφτηκε στη νομική σχολή της Πάδοβας, τα οποία εγκατέλειψε, αφοσιώθηκε στην ποίηση και σε ηλικία 17 χρόνων όταν έγραψε το επικολυρικό ποίημα «Ρονάλδος», που είχε μεγάλη επιτυχία.
Το 1563 δημοσίευσε τα πρώτα άσματα από το θαυμάσιο έργο του «Απελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ», το οποίο ολοκλήρωσε το 1575, ένα ευχάριστο επικό ποίημα που εξυμνεί τους ιππότες της πρώτης Σταυροφορίας οι οποίοι απελευθέρωσαν την Ιερουσαλήμ.
Το έργο προκάλεσε την αντίδραση και τις σκληρές επιθέσεις της Ιερής Εξέτασης που χαρακτήρισε το μεγάλο ποιητή άθεο. Είναι γραμμένο σε οκτάστιχα και θεωρείται υποδειγματικό μνημείο λυρισμού και επικής φαντασίας. Τα ωραιότερα μέρη του είναι όχι οι επικές αφηγήσεις, αλλά τα ερωτικά επεισόδια και οι παρένθετες αισθηματικές μυθιστορίες. Το βλάπτουν όμως οι συχνές εικόνες, οι εξεζητημένες αντιθέσεις, η επιτηδευμένη κομψότητα και ο ρητορισμός.
Ο δούκας της Φεράρας Αλφόνσος Β΄ τον πήρε στην ακολουθία του όπου έζησε, περίπου 10 χρόνια, ζωή γεμάτη διασκεδάσεις και ανέσεις. Το 1573 δίδαξε μέσα στην αυλή το βουκολικό δράμα «Αμύντας», με το οποίο γοήτευσε τους υψηλούς θεατές του.
Ο δούκας Αλφόνσος τον προέτρεψε να το εκδώσει αμέσως, εκείνος όμως αμφιταλαντευόταν. Αμφέβαλε για την ορθότητα του έργου του από δογματική άποψη, διότι μέσα σ` αυτό περιέχονταν έρωτες και μαγγανείες, ενώ βασικός του στόχος ήταν να υμνήσει το χριστιανισμό. Φοβόταν ακόμα και την κριτική της εκκλησίας. Γι` αυτό το έστειλε σε λόγιους και ιεράρχες, για να ζητήσει τη γνώμη τους· αυτοί επέφεραν τόσο πολλές διορθώσεις, ώστε το έργο να καταντήσει τελικά αγνώριστο και το αριστούργημα να μεταβληθεί σε στιχούργημα κατάλληλο αποκλειστικά για καλογριές. Πολλοί τον συκοφάντησαν στην Ιερά Εξέταση ως εχθρό της εκκλησίας και άθεο και έπαθε ένα είδος μανίας καταδίωξης.
Η κατάστασή του χειροτέρεψε, όταν έμαθε ότι το έργο του κυκλοφόρησε με τις διορθώσεις των κριτικών και των κληρικών. Το 1586 το ξανάγραψε με τίτλο «Η ανακτηθείσα Ιερουσαλήμ». Η νέα μορφή ήταν ένα κακότεχνο και αποτυχημένο κατασκεύασμα. Ο ποιητής στο μεταξύ είχε καταντήσει πνευματικό και ψυχικό ερείπιο. Πλανιόταν από πόλη σε πόλη και υπέφερε από την έλλειψη και του καθημερινού του ψωμιού ακόμα. Βιαιοπραγούσε εναντίον αγνώστων και έβριζε χωρίς αιτία.
Τον έκλεισαν 7 χρόνια σε ψυχιατρείο και τον ελευθέρωσαν το 1586. Ξανάρχισε τις περιπλανήσεις του και κυριεύτηκε και πάλι από κρίσεις. Τελικά πέθανε σε ένα μοναστήρι, τη στιγμή που ο πάπας Κλήμης Α΄ τον καλούσε στο Καπιτώλιο, για να τον στεφανώσει ως μεγάλο ποιητή.
Έγραψε ποιήματα και πεζά (φιλοσοφικούς διαλόγους, ρητορικούς λόγους, διατριβές ιστορικές και φιλολογικές). Από τα άλλα του έργα πρέπει να μνημονεύσουμε και την τραγωδία "Τορισμόνδος".
Την «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» μετέφρασαν στα ελληνικά ο Δ. Γιουζέλης, το 1807, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και ο Ιούλιος Τυπάλδος.
Απόσπασμα σε μετάφραση του Ιούλιου Τυπάλδου
«Γυμνοί τα πόδια προχωρούν όλοι, μικροί μεγάλοι,
τα ολόχρυσα στολίσματα βγάνουν από το κεφάλι
και από τις καρδιές τ' ακάθαρτα πάθη που τες μολύνουν,
τις αμαρτίες ομολογούν και πικρά δάκρυα χύνουν:
Το χώμα, που το αίμα σου έβρεξε, να φιλήσω,
Χριστέ μου και με κλάματα θερμά να τα ποτίσω.
Τι στέκεις, παγωμένη μου καρδιά κι εσείς τι αργείτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυο βρύσες να γενείτε!
Συντρίψου, αχάριστη καρδιά, στο κρίμα βυθισμένη,
η κλάψα απαρηγόρητη κι αιώνια σε προσμένει!».
τα ολόχρυσα στολίσματα βγάνουν από το κεφάλι
και από τις καρδιές τ' ακάθαρτα πάθη που τες μολύνουν,
τις αμαρτίες ομολογούν και πικρά δάκρυα χύνουν:
Το χώμα, που το αίμα σου έβρεξε, να φιλήσω,
Χριστέ μου και με κλάματα θερμά να τα ποτίσω.
Τι στέκεις, παγωμένη μου καρδιά κι εσείς τι αργείτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυο βρύσες να γενείτε!
Συντρίψου, αχάριστη καρδιά, στο κρίμα βυθισμένη,
η κλάψα απαρηγόρητη κι αιώνια σε προσμένει!».