Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου (1) σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε (2) κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει (3) και μετερίζια.
Επήραν τ’ αλαφρά (4) σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε (5), παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία (6) ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
Εκείνοι εφοβήθηκαν (7) κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά (8) με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’απάν’ από τη χούφτα (9)
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
- Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης,
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω. (10)
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ’ έξι ημερών (11) ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι (12) θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι. (13)
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
- Εμέν’ αν εσουβλίσετε (14), ένας Γραικός εχάθη,
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Πολίτης (Εκλογαί 11) διορθώνει σωστά: «τον ταϊφά μου».
2. Θα ήταν δημοτικότερα: «Ογλήγορα να πιάσωμε».
3. Ίσως: «Πο ’χει ταμπούρια δυνατά, έχει και μ».
4. αλαφριά
5. Ίσως: «Κάντε καρδιά, τους φώναξε».
6. ανδρείοι ωσάν Ε. (Η έκφραση συνηθιζόταν στις προκηρύξεις).
7. εφοβήθηκανε,
8. ή: μονάχος,
9. Λέγεται και φούχτα και χούφτα,
10. Απ’ αυτό και «θε να πεθάνω»,
11. Ίσως ήταν: «μόνο τριώ μερών ζωή, θέλω να μου χαρίστε» (ή: μονάχα πεντ–έξι μερών»),
12. γιατί…
13. Θα πήγαινε κι’ εδώ (όπως και στον στίχ. 42): κι’ όλο σας το Δεβλέτι (ή Δοβλέτι),
14. Άλλοι διορθώνουν: κι’ αν με σουβλίσετε.
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου (1) σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε (2) κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει (3) και μετερίζια.
Επήραν τ’ αλαφρά (4) σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε (5), παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία (6) ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
Εκείνοι εφοβήθηκαν (7) κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά (8) με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’απάν’ από τη χούφτα (9)
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
- Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης,
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω. (10)
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ’ έξι ημερών (11) ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι (12) θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι. (13)
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
- Εμέν’ αν εσουβλίσετε (14), ένας Γραικός εχάθη,
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο Πολίτης (Εκλογαί 11) διορθώνει σωστά: «τον ταϊφά μου».
2. Θα ήταν δημοτικότερα: «Ογλήγορα να πιάσωμε».
3. Ίσως: «Πο ’χει ταμπούρια δυνατά, έχει και μ».
4. αλαφριά
5. Ίσως: «Κάντε καρδιά, τους φώναξε».
6. ανδρείοι ωσάν Ε. (Η έκφραση συνηθιζόταν στις προκηρύξεις).
7. εφοβήθηκανε,
8. ή: μονάχος,
9. Λέγεται και φούχτα και χούφτα,
10. Απ’ αυτό και «θε να πεθάνω»,
11. Ίσως ήταν: «μόνο τριώ μερών ζωή, θέλω να μου χαρίστε» (ή: μονάχα πεντ–έξι μερών»),
12. γιατί…
13. Θα πήγαινε κι’ εδώ (όπως και στον στίχ. 42): κι’ όλο σας το Δεβλέτι (ή Δοβλέτι),
14. Άλλοι διορθώνουν: κι’ αν με σουβλίσετε.