Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 1746 – 16 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του, που ανήκει στην περίοδο του ροκοκό και του ρομαντισμού, περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.
Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Κατά το 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.
Βιογραφία
Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια πριν μετακομίσει με την οικογένειά του στη Σαραγόσα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με τον ζωγράφο Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ, καλλιτέχνη που είχε εκπαιδευτεί στη Νάπολι και συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα του Γκόγια. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες τελικά απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες, τις οποίες ολοκλήρωσε μέσα στα επόμενα χρόνια.
Τον Ιούλιο του 1773 παντρεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδερφή του δασκάλου του και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας (Real Fábrica de Tapices de Santa Bárbara). Η επιρροή του Μπαγιέ στους κύκλους της αυλής της Μαδρίτης υπήρξε ενδεχομένως καθοριστική για την ανάθεση του έργου στον Γκόγια, πέρα από το ταλέντο που είχε ήδη εκδηλωθεί στο πρώιμο έργο του. Οι ύστεροι τοιχοτάπητες που ολοκλήρωσε αποτυπώνουν την αυτονομία του Γκόγια ως καλλιτέχνη και την ανάπτυξη ενός προσωπικού ύφους που εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια. Τον Μάιο του 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο (Real Academia de Bellas Artes de S Fernando) υποβάλοντας τον πίνακα Ο εσταυρωμένος Χριστός, μία συμβατική σύνθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα του Άντον Ράφαελ Μενγκς, που πιθανώς στηρίζεται στο ομώνυμο έργο του Ντιέγο Βελάθκεθ. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ στις 25 Ιουνίου του 1786 ανακηρύχθηκε επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ', με ετήσιο μισθό 15.000 ρεάλια. Την περίοδο αυτή, ο Γκόγια καθιερώθηκε και απέκτησε σημαντική φήμη ως προσωπογράφος.
Ο θάνατος του Καρόλου Γ' το 1788, λίγο πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οδήγησε σε μία νέα εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, υπό την ηγεμονία του Καρόλου Δ'. Υπό την προστασία του νέου βασιλιά, ο Γκόγια ανακηρύχθηκε «ζωγράφος της Αίθουσας του βασιλιά» και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους και πιο πετυχημένους ζωγράφους της Ισπανίας. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε όμως δύο χρόνια αργότερα, εξαιτίας
προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν εμφανιστεί από το 1792, όταν προσβλήθηκε από μία σοβαρή νόσο που είχε ως αποτέλεσμα την μόνιμη απώλεια της ακοής του. Σχετικά με την αρρώστια του, δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε γνωρίζουμε αν υπήρξε αποκλειστικά σωματικής φύσης ή επηρέασε την ψυχική του υγεία. Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά», με ετήσιο μισθό 50.000 ρεάλια. Τον ίδιο χρόνο, τυπώθηκε και η δημοφιλής σειρά χαρακτικών του, με τίτλο Καπρίτσια (Los Caprichos), έργο που είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί από το 1796 και επιβεβαίωνε μία γενικότερη αλλαγή στο ύφος του έργου του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τις καθιερωμένες φόρμες. Ανάμεσα σε αυτές τις παραγγελίες ξεχωρίζουν, την περίοδο αυτή, οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για τον Άγιο Αντώνιο δε λα Φλόριδα της Μαδρίτης, καθώς και το ομαδικό πορτρέτο για την οικογένεια του Καρόλου Δ'.
Το 1808, ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του,Φερδινάνδος Ζ', ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ο Γκόγια, όπως και η πλειοψηφία των φιλελεύθερων Ισπανών, διχάστηκε σε ό,τι αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσει καθώς έβλεπε θετικά τις μεταρρυθμίσεις που πίστευε πως θα προωθούσαν οι Γάλλοι, από την άλλη πλευρά όμως, δεν ήταν αδιάφορος απέναντι σε πατριωτικά αισθήματα και στη γενικευμένη εξέγερση του ισπανικού λαού εξαιτίας των εκτελέσεων που πραγματοποίησαν τα γαλλικά στρατεύματα. Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με Ισπανούς εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Τελικά διατήρησε τη θέση του ως αυλικός ζωγράφος, αποτυπώνοντας στις προσωπογραφίες του τόσο Ισπανούς όσο και Γάλλους στρατιωτικούς. Τον Οκτώβριο του 1808 ταξίδεψε στη Σαραγόσα όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα με θέμα την αντίσταση των κατοίκων της πόλης. Ολοκλήρωσε επίσης μία προσωπογραφία του Ιωσήφ Βοναπάρτη που ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 1808. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια, αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών που απεικονίζουν τη σκληρότητα του πολέμου, με γενικό τίτλο Οι Συμφορές του Πολέμου.
Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την επιστροφή του Φερδινάνδου Ζ' στην Ισπανία, επαναφέρθηκε το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Ο Γκόγια διατήρησε τη θέση του, παρά το γεγονός πως είχε υπηρετήσει τον Γάλλο βασιλιά και θεωρείτο «ύποπτος» ως φιλελεύθερος, αν και αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες Γυμνή μάχα και Η ντυμένη μάχα που θεωρήθηκαν «άσεμνοι», χωρίς ωστόσο να καταδικαστεί. Με αφορμή την παλινόρθωση των Βουρβόνων, φιλοτέχνησε τους πίνακες Η 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, χάρη στους οποίους βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη. Το 1819 ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης, σε μία κατοικία που ονομάστηκε από τους περίοικους «Η έπαυλη του κουφού» (La Quinta del Sordo). Στα τέλη του έτους αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενος και μαύρους πίνακές του. Το 1824, όταν οι διώξεις έναντι των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων ανανεώθηκαν, ο Γκόγια υπέβαλε αίτημα για άδεια μετακίνησής του στη Γαλλία, για λόγους υγείας. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντό μέχρι το τέλος της ζωής του, με εξαίρεση λίγες ημέρες κατά τις οποίες επισκέφθηκε τη Μαδρίτη προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα της συνταξιοδότησής του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε μία σειρά λιθογραφιών, με σκηνές ταυρομαχίας.
Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 στο Μπορντώ, σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1901 στη Μαδρίτη και θάφτηκαν τελικά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δε λα Φλόριδα, διακοσμημένη με τις νωπογραφίες του Γκόγια του 1798.
Έργο
Τα πρώτα έργα του Γκόγια, ως επί το πλείστον νωπογραφίες για εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς της Σαραγόσας, αποτύπωναν θρησκευτικά θέματα και ήταν επηρεασμένα από την κυρίαρχη τεχνοτροπία του ροκοκό. Μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1774, τού ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας, με το οποίο ανέπτυξε μία σταθερή συνεργασία. Αυτό το είδος της ζωγραφικής δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο αποτελούσε πιθανότατα μία ευκαιρία διάκρισης για τον νεαρό Γκόγια, ο οποίος παρουσίασε τα προσχέδια για τους τοιχοτάπητες το 1780, μπροστά στον βασιλιά. Συνολικά συνέθεσε 62 προσχέδια, αντλώντας τα θέματά του με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μελών της βασιλικής οικογένειας, των οποίων τα δωμάτια θα διακοσμούσαν, αποδίδοντας κυρίως σκηνές της καθημερινότητας, όπως στιγμιότυπα από κυνήγι ή διασκεδάσεις. Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (μάχος) και τις γυναίκες (μάχας) των λαϊκών τάξεων, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνθέσεις Ο Γάμος και Η Μαριονέτα, στις οποίες διαφαίνεται η κριτική διάθεση του Γκόγια. Η πρώτη αποτελεί ένα σχόλιο αποδοκιμασίας για τους γάμους που πραγματοποιούνταν από οικονομικό συμφέρον, ενώ η δεύτερη σατιρίζει την ικανότητα των γυναικών να χειραγωγούν τους άνδρες.
Από το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ΄, ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγο Βελάθκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάθκεθ στον πίνακα Las Meninas. Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάθκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό. Ενδεικτικό είναι ακόμα το γεγονός πως επέλεξε να απεικονίσει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς διάθεση κολακείας. Ανάμεσα στους διακεκριμένους παραγγελιοδότες του Γκόγια, ανήκε επίσης ο πρωθυπουργός της Ισπανίας,Μανουέλ Γοδόι.
Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το προαύλιο των τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται. Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ' και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων.
Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Η γυμνή μάχα (La maja desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Η ντυμένη μάχα (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή μάχα, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη μάχα λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και τον Νοέμβριο του 1814 ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους. Η υπόθεση τελικά θα «κουκουλωθεί» - πιθανώς χάρη σε παρέμβαση του Antonio Maria Galarza, μέλους του συμβουλίου της Ιεράς Εξέτασης και συγγενή της πεθεράς του γιου του, Χαβιέ.
Η ενασχόλησή του με τη χαρακτική συνεχίστηκε, όταν με αφορμή την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων ολοκλήρωσε ένα κύκλο έργων που ονομάστηκε Οι Συμφορές του Πολέμου, αποτελούμενος από 82 συνθέσεις που αποτύπωναν τις θηριωδίες του πολέμου. Ο Γκόγια επέλεξε να φιλοτεχνήσει τα έργα από μία μάλλον ουδέτερη οπτική γωνία, χωρίς διάθεση να εξυμνήσει τα κατορθώματα μίας πλευράς ή να αναδείξει στοιχεία ηρωισμού, ενώ τα θέματά τους δεν βασίστηκαν σε προσωπικές του εμπειρίες, αλλά αποτέλεσαν προϊόν της φαντασίας του. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ο Γκόγια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φερδινάνδο Ζ' και το 1814 ολοκλήρωσε δύο παραγγελίες για τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, στους οποίους αποτύπωσε την εξέγερση που είχε ξεσπάσει το 1808 στη Μαδρίτη. Στα έργα αυτά, ο Γκόγια επιχείρησε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα δίνοντας στην ισπανική εξέγερση μία θρησκευτική διάσταση, χωρίς να δώσει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών.
Το χειμώνα του 1819, ο Γκόγια ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία σειρά 14 ελαιογραφιών, έργα που έμειναν γνωστά με την ονομασία Μαύροι Πίνακες λόγω των σκοτεινών τόνων που τα χαρακτηρίζουν. Οι πίνακες προορίζονταν για τη διακόσμηση της νέας κατοικίας του, στα περίχωρα της Μαδρίτης, και συνέπεσαν χρονικά με μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του. Οι «μαύροι πίνακες», όπως και άλλοι που ανήκουν στο ύστερο έργο του, διακρίνονται για την ζοφερή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους πίνακες της σειράς αυτής, με τίτλο Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του, απεικονίζει τον ομώνυμο θεό της μυθολογίας να καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του. Το ίδιο θέμα απεικόνισε περίπου το 1636 ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο οποίος ωστόσο απέδωσε τον Κρόνο με λιγότερο τερατώδη χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο έργο του Γκόγια που διακρίνεται για την ωμότητα του. Οι «μαύροι πίνακες» ήταν αρχικά τοιχογραφίες, οι οποίες μεταγενέστερα «μεταφέρθηκαν» σε μουσαμά και από το 1881 ανήκουν στο Μουσείο Πράδο.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την εγκατάστασή του στο Μπορντώ της Γαλλίας, ο Γκόγια φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες φιλικών του προσώπων και άλλες μικρογραφίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική της λιθογραφίας, που είχε ανακαλυφθεί περίπου το 1798. Μεταξύ των τελευταίων έργων του Γκόγια ξεχωρίζουν οι τέσσερις λιθογραφίες της σειράς Οι Ταύροι του Μπορντώ, που απεικονίζουν σκηνές από ταυρομαχίες, αγαπημένο θέμα του Γκόγια από τα νεανικά του χρόνια. Την περίοδο 1815-16, παράλληλα με τις Συμφορές του πολέμου, είχε φιλοτεχνήσει επίσης μία σειρά 33 χαρακτικών με γενικό τίτλο Ταυρομαχία, στις οποίες απεικονίζονται αρκετές βίαιες σκηνές ή ριψοκίνδυνες ενέργειες των ταυρομάχων. Αντίθετα, στους Ταύρους του Μπορντώ, ο Γκόγια εστιάζει περισσότερο στην ταυρομαχία ως είδος λαϊκής διασκέδασης και αναψυχής.
Αποδοχή και μεταθανάτια φήμη
Ο Γκόγια υπήρξε εν γένει αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία και έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις εν ζωή. Η φαντασία του, η ικανότητά του στη διαχείριση του χρώματος και των σκιών, οι καινοτομίες στη σύνθεση και η πρωτοτυπία του αναγνωρίστηκαν από σύγχρονους κριτικούς, ενώ παράλληλα κατακρίθηκε κυρίως για την έλλειψη πειθαρχίας και στις συνθέσεις του και το γεγονός πως δεν «επέμενε» σε λεπτομέρειες των έργων του. Ο Γκόγια δεν διέθετε μεγάλο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να μην επηρεάσει άμεσα την καλλιτεχνική ζωή της εποχής του, διαδίδοντας τις γνώσεις, τις αισθητικές του αντιλήψεις ή την τεχνική του σε άλλους ζωγράφους. Σχετικά με τους μαθητές του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, κυρίως από αναφορές των ονομάτων τους σε σχέδια, έγγραφα ή επιστολές του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Luis Gil Ranc (1787-1867), Felipe Arrojo (1801-70) και María del Rosario Weiss (1814-43). Η τελευταία υπήρξε κόρη της συντρόφου του Γκόγια, Λεοκάντια Βάις, και μαθήτριά του κατά την παραμονή του στο Μπορντώ.
Αν και κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής του, οι προσωπογραφίες του εκτοπίστηκαν από έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Vicente López y Portaña (1772-1850), ορισμένοι ρομαντικοί καλλιτέχνες συνέχισαν να αναπαράγουν πίνακες ή χαρακτικά του Γκόγια, είτε μιμούμενοι το ύφος του, είτε αντιγράφοντας έργα του. Εκτός των ισπανικών συνόρων, η φήμη του ενισχύθηκε σημαντικά με την κυκλοφορία της σειράς χαρακτικών Καπρίτσια. Βασισμένος στα χαρακτικά του Γκόγια, ο Ευγένιος Ντελακρουά ολοκλήρωσε ανάλογα σχέδια, στα μέσα της δεκαετίας του 1820, ενώ μέχρι το 1835, ο Γκόγια θεωρείται πως είχε ασκήσει επίδραση στο σύνολο των Γάλλων ρομαντικών ζωγράφων, ανανεώνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον στη Γαλλία, για την ισπανική τέχνη. Ο Εντουάρ Μανέ μελέτησε επίσης το έργο του Γκόγια, γεγονός που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στον πίνακα Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (1867), έργο που παραπέμπει στον πίνακα 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια.
Μετά το θάνατό του, μέρος του έργου του, κυρίως εκείνο που θεματικά συνδεόταν με τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις στην Ισπανία, έπαψε να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις επόμενες γενιές. Έργα όπως οι «μαύροι πίνακες», κρίθηκαν κυρίως υπό το πρίσμα της ωμότητάς και της σκληρότητας που αποπνέουν, θεωρούμενα ως δημιουργία ενός «διαταραγμένου» μυαλού. Οι ιμπρεσιονιστές, αλλά και μεταγενέστερα ρεύματα, εκτίμησαν το έργο του Γκόγια και εμπνεύστηκαν από αυτό, με αποτέλεσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα να αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» ζωγράφους.