Ο Όσκαρ Ουάιλντ κατηγορήθηκε για σοδομισμό και προσβολή των χρηστών ηθών. Ο Ρόμπερτ Ρος, μαζί με τον Ρέτζιναλντ Τέρνερ (Reginald Turner, 1869 - 1938), Βρετανό συγγραφέα, αισθητιστή και καλό φίλο του ποιητή, συναντήθηκε με τον Ουάιλντ στο ξενοδοχείο όπου είχε καταφύγει ο τελευταίος, στο Νάιτσμπριτζ (Knightsbridge) στο δυτικό Λονδίνο. Και οι δύο συμβούλεψαν τον ποιητή να πάει μεμιάς στο Ντόβερ (Dover) και να πάρει ένα πλοίο με προορισμό την Γαλλία· η μητέρα του όμως, τον συμβούλεψε να μείνει και να πολεμήσει σαν άνδρας. Ο Ουάιλντ, βυθισμένος στην αδράνεια, το μόνο που ψέλλισε ήταν: «Το τρένο έχει φύγει. Είναι πολύ αργά». Ο Ουάιλντ συνελήφθη στις 6 Απριλίου 1895, στο δωμάτιο 118 του ξενοδοχείου Κάδογκαν (Cadogan Hotel), για απρεπή συμπεριφορά μεταξύ ανδρών (κατ' ευφημισμό ο ομοφυλοφιλικός έρωτας), σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του 1885. Κατόπιν εντολής του, ο Ρος και ο υπηρέτης του Ουάιλντ, μάζεψαν προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα και γράμματα από το διαμέρισμα του στην οδό Τάιτ 16. Ο Ουάιλντ στην συνέχεια κρίθηκε προφυλακιστέος, και μεταφέρθηκε στην γυναικεία φυλακή Χόλογουεϊ (HM Prison Holloway) στο βόρειο Λονδίνο, όπου τον επισκεπτόταν καθημερινά ο Ντάγκλας.
Οι διαδικασίες κινήθηκαν πολύ γρήγορα και στις 26 Απριλίου 1895 ξεκινούσε η δίκη με κατηγορούμενο τον Ουάιλντ, ο οποίος δήλωσε «αθώος». Είχε παρακαλέσει τον Ντάγκλας να εγκαταλείψει το Λονδίνο για το Παρίσι, αλλά ο νεαρός αρνιόταν πεισματικά· ήθελε μάλιστα να καταθέσει υπέρ του Ουάιλντ στην δίκη. Ύστερα από πολλές πιέσεις κατέφυγε στο ξενοδοχείοHotel du monde στην γαλλική πρωτεύουσα. Φοβούμενοι πιθανή δίωξη, ο Ρος κι άλλοι στενοί φίλοι του ποιητή εγκατέλειψαν την Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή. Κατά την ανάκρισή του στο δικαστήριο, ο Ουάιλντ ήταν αρχικά διστακτικός, έπειτα όμως μίλησε με την γνωστή του άνεση:
- Τσαρλς Γκιλ (Charles Gill) (κατήγορος): Τι είναι η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της;
- Ουάιλντ: Η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της στον αιώνα μας είναι αυτή η τρυφερότητα που αισθάνεται ένας μεγαλύτερος για έναν νεότερο άνδρα, όπως ένιωθε ο Δαβίδ για τον Ιωνάθαν, εκείνη που ο Πλάτωνας έκανε βάση της φιλοσοφίας του κι ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Σαίξπηρ εξύμνησαν στα σονέτα τους. Είναι ένας πνευματικός δεσμός τόσο αγνός και τόσο τέλειος. Υπαγορεύει και ορίζει τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως αυτά του Μιχαήλ Αγγέλου και του Σαίξπηρ, αλλά και τα δύο γράμματά μου, κάνοντας τα αυτό που είναι. Στον αιώνα μας είναι τόσο παρεξηγημένος, που καλείται ηαγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της, και εξαιτίας αυτής της στενομυαλιάς βρίσκομαι εδώ. Είναι όμορφη, είναι καθάρια, είναι η τελειότερη μορφή τρυφερότητας. Δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο πάνω της. Είναι πνευματική, και δημιουργείται μεταξύ ενός ώριμου κι ενός νεότερου άνδρα, όταν ο μεγαλύτερος διαθέτει το πνεύμα, και ο νεαρός όλη την χαρά, την αισιοδοξία και την γοητεία της ζωής μπροστά του. Το ότι θα έπρεπε να είναι έτσι, ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει· το περιφρονεί, το κατηγορεί, και καμία φορά στέλνει κάποιον στον κύφωνα.
Αυτή η απάντηση ήταν αντιπαραγωγική από νομικής άποψης, καθώς ενίσχυε τις κατηγορίες για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Η δίκη ολοκληρώθηκε με τους ενόρκους να μην μπορούν να καταλήξουν σε ετυμηγορία. Ο συνήγορος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Κλαρκ, κατάφερε να πείσει έναν ειρηνοδίκη να επιτρέψει στον Ουάιλντ να αφεθεί με εγγύηση. Ο κληρικός Στιούαρτ Χέντλαμ (Stewart Headlam) κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος από τις 5.000 λίρες που είχαν οριστεί ως εγγύηση, όντας αντίθετος με την αντιμετώπιση που είχε συναντήσει ο Ουάιλντ από τον Τύπο και τους δικαστές. Έτσι, μετά την αποφυλάκισή του από την Χόλογουεΐ, κατέφυγε, με άκρα μυστικότητα, στο σπίτι των πολύ καλών του φίλων Έρνεστ και Άντα Λέβερσον (Ernest & Ada Leverson). Την τελευταία μάλιστα ο ποιητής συνήθιζε να την αποκαλεί χαϊδευτικά Σφίγγα. Τότε ήταν που ο Κάρσον, ο κατήγορος του Ουάιλντ, προσέγγισε τον Νομικό Σύμβουλο της Βασίλισσας (Solicitor General) και τον ρώτησε: «Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στην ησυχία του τώρα;», για να πάρει την απάντηση ότι, παρόλο που και ο Σύμβουλος επιθυμούσε το ίδιο, η υπόθεση είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δεν γινόταν να κλείσει έτσι.
Η ετυμηγορία στην τελευταία δίκη, υπό την προεδρία του Δικαστή Ουίλς (Alfred Wills), στις 25 Μαΐου 1895, ήταν καταδικαστική για τον Ουάιλντ και τον Τέιλορ - κρίθηκαν ένοχοι για προσβολή των χρηστών ηθών και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Δικαστής έκρινε την ποινή, την μέγιστη δυνατή από τον νόμο, ως «εντελώς ανεπαρκή για μία υπόθεση σαν κι αυτή», και την χαρακτήρισε μάλιστα «την χειρότερη υπόθεση που έχω χειριστεί». Η απάντηση του Ουάιλντ «Κι εγώ; Να μην πω τίποτα, άρχοντά μου;» πνίγηκε μέσα στις οργισμένες ιαχές «Ντροπή» από το ακροατήριο.
Φυλάκιση
Όταν πρωτομπήκα στη φυλακή, μερικοί με συμβούλεψαν να προσπαθήσω να ξεχάσω ποιος ήμουν. Ήταν μια ολέθρια συμβουλή. Μόνο συνειδητοποιώντας το τι είμαι βρήκα κάποια παρηγοριά. Τώρα βρίσκονται μερικοί άλλοι που με συμβουλεύουν να ξεχάσω, όταν θ’ απολυθώ, ό,τι έκανα κάποτε στη φυλακή. Το ξέρω πως κι αυτό θα ‘ταν ολέθριο. Θα σήμαινε πως θα με κατάτρεχε για πάντα η ίδια ανυπόφορη αίσθηση της ατίμωσης. Επιπλέον όλα τα πράγματα που ΄χουν για μένα το ίδιο μεγάλη σημασία όσο και για τον καθένα – η ομορφιά του ήλιου και της σελήνης, το φαντασμαγορικό θέαμα των εποχών, η μουσική της χαραυγής και η σιωπή των μεγάλων νυχτών, η βροχή που πέφτει ανάμεσα στα φύλλα και η δρόσος που σέρνεται πάνω στην χλόη κάνοντάς την ασημένια – όλ’ αυτά θ’ αμαυρώνονταν για μένα, θα χάνανε την θεραπευτική τους δύναμη και τη δύναμή τους να δίνουν χαρά. Το να μετανιώνει κανείς για τις εμπειρίες του είναι ταυτόσημο με το να σταματάει την εξέλιξή του. Το να αρνείται κανείς την εμπειρία του είναι σαν να βάζει ένα ψέμα στα χείλη της ίδια του της ζωής. Είναι ταυτόσημο με το ν’ απαρνιέσαι την ψυχή σου. —Εκ Βαθέων |
Αρχικά κρατήθηκε στις φυλακές του Πέντονβιλ (HM Prison Pentonville) και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στην Ουάντσγουορθ (HM Prison Wandsworth)· αμφότερες στα περίχωρα του Λονδίνου. Οι τρόφιμοι ακολουθούσαν πρόγραμμα «σκληρής δουλειάς, κακής σίτισης και κακού ύπνου», το οποίο έφθειρε πολύ έντονα τον Ουάιλντ, καθώς ήταν συνηθισμένος σε όλες τις υλικές ανέσεις. Η υγεία του επιδεινώθηκε απότομα και, τον Νοέμβριο του 1895, κατά την διάρκεια του εκκλησιασμού, κατέρρευσε από την αδυναμία και την ασιτία. Από την πτώση αποκόμισε ρήξη τυμπάνου του δεξιού αυτιού, η οποία αργότερα θα αποδεικνυόταν μοιραία. Τους επόμενους δύο μήνες τους πέρασε στο αναρρωτήριο.
Ο περίφημος Άγγλος ρεφορμιστής, μέλος του Φιλελεύθερου κόμματος και μετέπειτα Υπουργός Πολέμου της Βρετανίας για επτά χρόνια (1905 - 1912), Ρίτσαρντ Χάλντεϊν (Richard Haldane), επισκέφτηκε τον Ουάιλντ στην φυλακή και κατάφερε να πετύχει την μεταφορά του στην φυλακή του Ρήντινγκ (HM Prison Reading), 50 χλμ. δυτικά του Λονδίνου. Κατά την μεταφορά του, στην αποβάθρα του τρένου, πλήθος κόσμου τον χλεύαζε και τον έφτυνε. Γνωστός πλέον ως κρατούμενος C.3.3, στην αρχή δεν είχε ούτε χαρτί ή μολύβι· μόνο μετά από παρέμβαση του Χάλντεϊν απέκτησε πρόσβαση στην βιβλιοθήκη και την γραφική ύλη της φυλακής. Ο Ουάιλντ ζήτησε, μεταξύ άλλων: την Βίβλο στα γαλλικά, ιταλικές και γερμανικές γραμματικές, κάποια κείμενα Αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, την Θεία Κωμωδία του Δάντη, το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ζορίς-Καρλ Υσμάν με τίτλο En route, καθώς και δοκίμια του Αυγουστίνου Ιππώνος, του Καρδιναλίου Τζον Νιούμαν και του Ουόλτερ Πέιτερ.
Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1897 ο Ουάιλντ έγραψε μια επιστολή 50.000 λέξεων στον Ντάγκλας, την οποία δεν μπόρεσε να στείλει, αλλά πήρε μαζί του κατά την αποφυλάκισή του. Με στοχαστική διάθεση, ο Ουάιλντ εξετάζει ψύχραιμα την μέχρι τότε καριέρα του, το ότι υπήρξε ένας γραφικός προβοκατόρικος παράγοντας στο Βικτωριανό Λονδίνο, την τέχνη του που - όπως και τα ευφυολογήματά του - αναζητούσε ταυτόχρονα την ανατροπή και την αποθέωση. «Έχω πει για τον εαυτό μου πως ήμουν κάποιος που βρισκόταν σε συμβολικές σχέσεις με την τέχνη και την πνευματική καλλιέργεια της εποχής του», έγραφε στο γράμμα. Εκεί βρισκόταν όταν ξεκίνησε η ζωή του με τον Ντάγκλας, περίοδο την οποία εξετάζει πολύ προσεκτικά ο Ουάιλντ· καταλήγει μάλιστα να τον απαρνηθεί για αυτό που μόλις τώρα αντιλαμβάνεται ως αλαζονεία και ματαιοδοξία: ο συγγραφέας δεν είχε ξεχάσει το σχόλιο του Μπόζι, όταν ήταν άρρωστος, «όταν δε βρίσκεσαι πάνω στο βάθρο σου, χάνεις κάθε ενδιαφέρον». Κατηγορούσε τον εαυτό του ωστόσο για την ηθική κατάπτωση που επέτρεψε στον Ντάγκλας να προκαλέσει στον εαυτό του, και ανέλαβε την ευθύνη για την δική του πτώση, γράφοντας «Είμαι εδώ γιατί προσπάθησα να ρίξω τον πατέρα σου στην φυλακή». Το πρώτο μέρος της επιστολής καταλήγει με τον Ουάιλντ να συγχωρεί τον Ντάγκλας, για το καλό και των δύο. Το δεύτερο μέρος ακολουθεί το πνευματικό ταξίδι του συγγραφέα στην εξιλέωση και την ολοκλήρωση μέσω της μελέτης του στην φυλακή. Συνειδητοποίησε ότι ο Γολγοθάς του τού προσέφερε τον καρπό της εμπειρίας, όσο πικρή γεύση κι αν είχε εκείνη την στιγμή.
...ήθελα να δοκιμάσω όλα τα φρούτα απ' όλα τα δέντρα του κήπου του κόσμου... Και πραγματικά έτσι βγήκα κι έτσι έζησα. Το μόνο μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα τόσο αποκλειστικά στα δέντρα εκείνα που μου φαίνονταν να 'ναι η ηλιοφώτιστη πλευρά του κήπου και απέφευγα την άλλη, επειδή ήταν γεμάτη σκιές και σκοτάδι.
Με την αποφυλάκισή του ο Ουάιλντ έδωσε το χειρόγραφο στον Ρος, με την οδηγία να το στείλει στον Ντάγκλας (ο Μπόζι αργότερα αρνήθηκε ότι το είχε λάβει ποτέ). Το Εκ Βαθέων δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1905, με αρκετές ελλείψεις. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά στην πλήρη μορφή του το 1962, στην συλλογή Μια ζωή επιστολές(The letters of Oscar Wilde).
Παρακμή: 1897-1900
Εξορία
Ο Ουάιλντ αποφυλακίστηκε στις 19 Μαΐου 1897, δύο χρόνια μετά την καταδίκη του, και παρόλο που η υγεία του είχε κλονιστεί σημαντικά, είχε μια αίσθηση πνευματικής ανανέωσης. Έγραψε άμεσα στην Εταιρία του Ιησού, την γνωστή αδελφότητα των Ιησουιτών, ζητώντας καταφύγιο για έξι μήνες· όταν του το αρνήθηκαν, το πήρε βαρέως. «Ευελπιστώ να ασπαστώ τον Καθολικισμό σύντομα», ήταν η απάντησή του σε ερώτηση δημοσιογράφου για τις θρησκευτικές προθέσεις του. Έφυγε την επόμενη κιόλας για την Ευρώπη, περνώντας τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του σε μια εξαθλιωμένη εξορία. Άλλαξε το όνομά του σε Σεβαστιανός Μέλμοθ (Sebastian Melmoth), εμπνευσμένος από τον Άγιο Σεβαστιανό, καθώς και τον ομώνυμο πρωταγωνιστή της γοτθικής νουβέλας Μέλμοθ ο περιπλανώμενος (Melmoth the wanderer, 1820), του μακρινού θείου εξ' αγχιστείας του Ουάιλντ, Τσάρλς Ματούριν (Charles Maturin). Έγραψε δύο μακροσκελείς επιστολές στον συντάκτη της εφημερίδας Daily Chronicle, περιγράφοντας τις απάνθρωπες συνθήκες στις Αγγλικές φυλακές, προτείνοντας ολική αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος. Η αναφορά του μάλιστα στην απόλυση του φύλακα Μάρτιν επειδή έδωσε ένα μπισκότο σε ένα αναιμικό ανήλικο τρόφιμο, επανάφερε στο προσκήνιο τα θέματα της διαφθοράς και του εκφυλισμού του σωφρονισμού, που είχε υπογραμμίσει πριν από μερικά χρόνια και στο έργο του Η ψυχή του ανθρώπου στον Σοσιαλισμό.
Πέρασε την υπόλοιπη χρονιά με τον Ρόμπερτ Ρος στο Μπερνεβάλ-λε-Γκραν, στις νορμανδικές ακτές, όπου έγραψε την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ. Το ποίημα αναφέρεται την εκτέλεση του Τσαρλς Τόμας Γούλντριτζ (Charles Thomas Wooldridge), ο οποίος δολοφόνησε την γυναίκα του υποπτευόμενος ότι τον απατούσε· η αφήγηση σταδιακά μετατοπίζεται από την αντικειμενική καταγραφή των γεγονότων σε μία συμβολική ταύτιση με όλους τους κρατούμενους. Ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει την ορθότητα των νόμων που τους καταδίκασαν, αντ' αυτού επιλέγει να εμβαθύνει στην κτηνωδία της τιμωρίας, που βιώνουν όλοι οι κρατούμενοι - και με μία πιο ευρεία έννοια, οι αμαρτωλοί. Ο Ουάιλντ στέκεται πλάι στον καταδικασμένο άνδρα, συγκρίνεται μαζί του με τον στίχο «Καθένας μας σκοτώνει την αγάπη του» (Yet each man kills the thing he loves), και καταλήγει ότι «Μα δεν τονε σκοτώνουνε γι' αυτό» (Yet each man does not die). Και ο ίδιος ο ποιητής είχε βιώσει την απώλεια: είχε χωριστεί με την σύζυγο και τα παιδιά του, τα οποία δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ. Υιοθέτησε την μπαλάντα, πιο λαϊκή από τα πρότερα έργα του, και αντί για το όνομά του, στο εξώφυλλο φιγούραρε το «C.3.3» - ο αριθμός του κελιού του. Προτίμησε να δημοσιευτεί στο περιοδικό Reynold's Magazine, επειδή «είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στις κατώτερες τάξεις, των εγκληματιών - εκεί όπου πλέον ανήκω. Για πρώτη φορά θα με διαβάσουν οι όμοιοί μου - πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα». Σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, φτάνοντας τις επτά εκδόσεις σε λιγότερο από δύο έτη - τότε μόνο εμφανίστηκε το όνομα του ποιητή στο εξώφυλλο, αν και μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής ήταν κοινό μυστικό ότι το έργο ήταν του Ουάιλντ. Δεν του απέφερε πολλά έσοδα.
Αν και ο Ντάγκλας υπήρξε η αιτία των δεινών του, ξανασμίξανε με τον Ουάιλντ τον Αύγουστο του 1897 στην Ρουέν. Οι συγγενείς και οι φίλοι και των δύο ανδρών εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους για αυτή την επανένωση. Η Κόνστανς Ουάιλντ είχε αρνηθεί να συναντηθεί με τον Ουάιλντ ή να του επιτρέψει να δει τα παιδιά του, αλλά του παρείχε τα απαραίτητα για να τα βγάζει πέρα. Το δεύτερο μισό του 1897, ο Ουάιλντ κι ο Ντάγκλας πέρασαν μερικούς ξένοιαστους μήνες μαζί κοντά στη Νάπολη, μέχρι που οι οικογένειές τους τούς χώρισαν υπό την απειλή της διακοπής χρηματοδότησης.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ο Ουάιλντ τους πέρασε στο Παρίσι, στο φτηνιάρικο ξενοδοχείο Οτέλ ντ' Αλσάς (Hôtel d'Alsace) - γνωστό πλέον ως το πολυτελές Λ'Οτέλ (L'Hôtel). «Αυτή η πενία αλήθεια σου ραγίζει την καρδιά· είναι τόσο ελεεινή, τόσο τρομακτικά θλιβερή, τόσο απελπιστική. Σε εκλιπαρώ να κάνεις ό,τι μπορείς», έγραφε στον εκδότη του εκείνες τις ημέρες. Επεξεργαζόταν και επανέκδοσε τον Ιδανικό σύζυγο και την Σημασία του να είναι κανείς σοβαρός, σημάδια τα οποία σύμφωνα με τον Έλμαν δείχνουν άνθρωπο που έχει «τον έλεγχο του εαυτού του και του έργου του» - αρνήθηκε όμως να γράψει, καθώς έλεγε ότι «μπορώ να γράψω, αλλά έχω χάσει την χαρά της γραφής». Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας περιπλανώμενος μονάχος στους παριζιάνικους δρόμους, και ό,τι λίγα λεφτά είχε τα ξόδευε στο ποτό. Μια σειρά από ντροπιαστικές συναντήσεις με Βρετανούς επισκέπτες, ή Γάλλους που γνώριζε από τις μέρες της δόξας του, καταρράκωσαν κι άλλο το ηθικό του. Σταδιακά ο Ουάιλντ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, και, σε μια από τις ελάχιστες εξόδους του, φημολογείται ότι δήλωσε, με το χαρακτηριστικό του φλέγμα, «Η ταπετσαρία μου και εγώ παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας από τους δύο πρέπει να φύγει». Στις 12 Οκτωβρίου 1900 έστειλε τηλεγράφημα στο Ρος: «Τρομερά αδύναμος. Παρακαλώ έλα.» Η διάθεσή του είχε τρομερές διακυμάνσεις· ο Ρέτζιναλντ Τέρνερ, από τους ελάχιστους φίλους που στάθηκαν στο πλευρό του συγγραφέα μέχρι και το τέλος, περιέγραφε πως τον βρήκε βυθισμένο στην κατάθλιψη έπειτα από έναν εφιάλτη που είδε: «Ονειρεύτηκα ότι πέθανα, και βρισκόμουν σε δείπνο με τους νεκρούς!». «Είμαι σίγουρος», αποκρίθηκε ο Τέρνερ, «ότι θα ήσασταν η ψυχή του πάρτι». Ο Τέρνερ μάλιστα ήταν στο προσκέφαλό του τις τελευταίες στιγμές του Ουάιλντ.
Θάνατος
Μέχρι τις 25 Νοεμβρίου ο Ουάιλντ είχε ήδη αναπτύξει μηνιγγίτιδα. Ο Ρόμπερτ Ρος έφτασε στις 29 Νοεμβρίου κι αμέσως έστειλε να φωνάξουν έναν ιερέα, κι έτσι ο συγγραφέας βαπτίστηκε Ρωμαιοκαθολικός, από τον Ιρλανδό αιδεσιμότατο Κούθμπερτ Νταν (Cuthbert Dunne), μέλος του Τάγματος των Πασιονιστών. Ο Αιδεσιμότατος Νταν θυμάται:
Καθώς η άμαξα διέσχιζε τους σκοτεινούς παριζιάνικους δρόμους εκείνη την κρύα νύχτα του χειμώνα, η θλιβερή ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ μου φανερώθηκε ξανά εν μέρει... Ο Ρόμπερτ Ρος στεκόταν γονατιστός δίπλα στο κρεβάτι, βοηθώντας με όσο καλύτερα μπορούσε, καθώς εγώ τελούσα την βάπτιση, και εν συνεχεία απαγγέλοντας την δοξολογία του μυστηρίου όσο ο Ουάιλντ, ξαπλωμένος μπρούμυτα, λάμβανε το Χρίσμα των αρρώστων(Anointing of the Sick) και εγώ του έψελνα την επιθανάτια δέηση. Καθώς ο άνθρωπος ήταν σε ημί-κωματώδη κατάσταση, δεν επιχείρησα να του προσφέρω την Θεία Ευχαριστία· εδώ πρέπει να επισημάνω ξανά ότι μπορούσε να συνέλθει από αυτή την κατάσταση και συνήλθε κατά την παρουσία μου. Όταν ήταν ξύπνιος, έδειχνε σημάδια ενδόμυχης συνείδησης... Είμαι πλήρως πεπεισμένος ότι με κατάλαβε όταν του είπα ότι θα γινόταν δεκτός στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και του διάβασα το έσχατο μυστήριο επί επιθανάτιας κλίνης... Κι όταν έγειρα στο αυτί του και ψιθύρισα τα Άγια Ονόματα, την Μετάνοια, την Ελπίδα και την Ελεημοσύνη, προσπάθησε να ψελλίσει τα λόγια μετά από μένα, δείχνοντας ταπεινά υποταγμένος στο Θέλημα του Θεού.
Ο Ουάιλντ απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 1900, υποκύπτοντας στην μηνιγγίτιδα. Δίνονται διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με τα αίτια της μηνιγγίτιδας: ο βιογράφος Ρίτσαρντ Έλμαν ισχυριζόταν ότι οφειλόταν σε σύφιλη· ο εγγονός του Ουάιλντ, Μέρλιν Χόλαντ (Merlin Holland), πίστευε πως η ερμηνεία αυτή αποτελεί παρανόηση, αφού, σημείωνε, η μηνιγγίτιδα του Ουάιλντ εμφανίστηκε ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, πιθανώς μαστοειδεκτομή· σύμφωνα με τις αναφορές των θεραπόντων ιατρών του Ουάιλντ η κατάστασή του προερχόταν από μια παλαιά μόλυνση στο δεξί αυτί (une ancienne suppuration de l'oreille droite d'ailleurs en traitement depuis plusieurs années) και δεν σχετιζόταν με πιθανή σύφιλη.