Ήταν μια κοπελίτσα και οι γονείς της δούλευαν συνέχεια. Έτσι έμενε συχνά μόνη της σπίτι. Οι γονείς της ανησυχούσαν για την υγεία της και αποφάσισαν να πάνε σε ένα ψυχολόγο για να μην έχει κάποιο πρόβλημα που μένει μόνη. Ο ψυχολόγος συστήνει στην οικογένεια να πάρουν ένα σκυλάκι, έτσι ώστε όταν λείπουν η μικρή να νιώθει μια παρουσία δίπλα της. Έτσι και έγινε. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί το σκυλάκι ερχόταν στο κρεβάτι της, αυτή άφηνε το χέρι κάτω και της το έγλυφε, ένιωθε έτσι ασφάλεια.
Μία μέρα, κλασικά πήγε στο κρεβάτι, άφησε το χέρι από κάτω και ένιωσε το σκυλάκι να την γλύφει, όμως υπήρχε ένας εκνευριστικός θόρυβος, σαν μια βρύση να στάζει, τακ τακ τακ κλπ. Πηγαίνει στην κουζίνα, κοιτάζει την βρύση και έδειχνε μια χαρά. Γυρίζει πάλι στο κρεβάτι, το σκυλάκι γλύφει κλπ, ο θόρυβος όμως δεν σταμάτησε. Πηγαίνει στο μπάνιο, κοιτάζει την βρύση του νεροχύτη και ήταν κλειστή, ο θόρυβος όμως ακουγόταν πίσω από την κουρτίνα του μπάνιου. Ανοίγει την κουρτίνα και βλέπει το σκυλάκι καρφωμένο στον τοίχο να στάζει το αίμα του και να γράφει με το αίμα του στο τοίχο:
«ΑΝ ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ, ΠΟΙΟΣ ΣΟΥ ΕΓΛΥΦΕ ΤΟ ΧΕΡΙ;»