Ο πρώτος σουπερστάρ του ποδοσφαίρου που θα γινόταν ποπ είδωλο!
Όταν ο Τζορτζ Μπεστ άφηνε την τελευταία του πνοή τον Νοέμβριο του 2005, ο παγκόσμιος αθλητισμός έχανε μια από τις κορυφαίες του μορφές.
Ήταν στη δεκαετία του '60, με το απαράμιλλο ποδοσφαιρικό του ταμπεραμέντο και τον εξωφρενικό τρόπο ζωής του, που ο Μπεστ θα αναλάμβανε το έργο -άθελά του- να μετατρέψει το ποδόσφαιρο από σπορ της εργατικής τάξης στο είδος της δημοφιλούς ψυχαγωγίας που είναι σήμερα!
Κι αυτό γιατί ο Μπεστ ήταν ο πρώτος ίσως πραγματικός σουπερστάρ που ξεπήδησε από τις τάξεις της μπάλας, ένα κοινωνικό φαινόμενο δηλαδή που στην εποχή του συγκρινόταν μόνο με τη φήμη που απολάμβαναν οι Beatles.
Ο τύπος έκανε το αδιανόητο, τόσο μέσα όσο και έξω από τα γήπεδα. Δεν του έφτανε να περνά απλώς τους αμυντικούς, έπρεπε να τους βασανίζει κιόλας παίζοντας μαζί τους. Κι ενώ στον αγωνιστικό χώρο ήταν ο έλεγχος της μπάλας και ο επιδέξιος χειρισμός της που θα τον έκαναν αστέρι, στην προσωπική του ζωή ήταν ακριβώς η έλλειψη ελέγχου και αυτοσυγκράτησης που θα τον μετέτρεπαν σε «δεξιοτέχνη» της αυτοκαταστροφής, ένα καθαρόαιμο λαϊκό είδωλο δηλαδή της ταραγμένης δεκαετίας του '60.
Κι αν ο ίδιος παραδεχόταν ότι εξαιτίας του ασυγκράτητου τρόπου ζωής του δεν δικαίωσε ποτέ το ταλέντο του πλήρως, ο Μπεστ παραμένει ακόμα κι έτσι ένα από τα λίγα μεγαθήρια που είχαν την τιμή να αντικρίσουν ποτέ οι ποδοσφαιρικοί χώροι.
Όπως άλλωστε λέγεται χαριτολογώντας, Pele Good, Maradona Better, George Best!
Πρώτα χρόνια
Ο Τζορτζ Μπεστ γεννιέται στις 22 Μαΐου 1946 στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας ως το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, με τον πατέρα του να είναι εργάτης ναυπηγείου και τη μητέρα του να είναι πρώην διεθνής αθλήτρια του χόκεϊ, από την οποία κληρονόμησε ενδεχομένως τη σχεδόν υπερφυσική αίσθηση ισορροπίας που είχε.
Όπως και κάθε άλλο αγόρι, ο μικρός Τζορτζ περνούσε τις μέρες του παίζοντας μπάλα με την παρέα του στο πεζοδρόμιο μπροστά από τα εργατικά σπίτια της περιοχής, με τους πατεράδες τους να συμμετέχουν στα απογευματινά ματς επιστρέφοντας από τις δουλειές τους. Ο Μπεστ δεν ήταν ωστόσο όπως τα άλλα παιδιά: λεπτεπίλεπτος και ντελικάτος, το στιλ του ήταν η απίστευτη ταχύτητα και η ασύλληπτη ισορροπία, την ώρα που τα άλλα παιδιά έπαιζαν «τραχιά» και δυνατή μπάλα, με τους αγκώνες και τα γόνατά τους να είναι τα δυνατά τους όπλα.
Όταν μάλιστα γράφτηκε στην πρώτη του ομάδα, οι ικανότητές του θα έλαμπαν ακόμα περισσότερο: στο Cregagh Football Club του Μπέλφαστ, με χορτάρι κάτω από τα πόδια του, χώρο για ντρίμπλες και διαιτητές να υποδεικνύουν τα δυνατά και αντικανονικά μαρκαρίσματα, το αστέρι του Μπεστ σύντομα θα έλαμπε. Ο προπονητής του κατάλαβε ότι το να παίζει με αγόρια της ηλικίας του ήταν γι' αυτόν χάσιμο χρόνου, καθώς κανείς στο Μπέλφαστ δεν είχε ξαναδεί τέτοιο φαινόμενο!
Την ίδια γνώμη είχαν επίσης ο σκάουτερ Bob Bishop και ο βοηθός προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Jimmy Murphy, οι οποίοι ανακάλυψαν τον Μπεστ σε ηλικία 15 ετών. Το τηλεγράφημα του Bishop στη Μάντσεστερ για τον Μπεστ είναι πλέον θρυλικό: «Νομίζω ότι βρήκα μια ιδιοφυΐα»!
Τα χρόνια της Μάντσεστερ
Ο Μπεστ έκανε λοιπόν το δοκιμαστικό του για την περίφημη βρετανική ομάδα το 1961. Έπειτα ωστόσο από την πρώτη του νύχτα στο Μάντσεστερ, ο έφηβος Μπεστ νιώθει περίεργα και επιστρέφει άρον-άρον στο Μπέλφαστ! Ο πατέρας του τον κατσαδιάζει, επικοινωνεί με τον προπονητή της Μάντσεστερ, Matt Busby, και στέλνει τον γιο του «πακέτο» πίσω στο Μάντσεστερ.
Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Μπεστ θα εκπαιδευόταν στις ακαδημίες της ομάδας και το 1963, σε ηλικία 17 ετών, θα υπέγραφε το πρώτο του συμβόλαιο με τη Μάντσεστερ, ενώ 4 μήνες μετά θα εντασσόταν στη βασική ομάδα. Στον πρώτο του αγώνα με τη φανέλα της Μάντσεστερ αντιμετώπισε τους αμυντικούς της Γουέστ Μπρομ (14 Σεπτεμβρίου 1963), της δεύτερης καλύτερης ομάδας της κατηγορίας, κάνοντας κυριολεκτικά ό,τι ήθελε μαζί τους. Μέχρι το δεύτερο ημίχρονο, κάθε φορά που έπιανε μπάλα στα πόδια όλο το γήπεδο σηκωνόταν όρθιο: η Μάντσεστερ κέρδισε 1-0 και ένας θρύλος είχε μόλις γεννηθεί!
Μέσα στις επόμενες σεζόν, ο Μπεστ θα άφηνε το στίγμα του στη Μάντσεστερ με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως μέσω της αναβίωσης της εδώ και καιρό ξεχασμένης ντρίμπλας, στην οποία επιδείκνυε μια πρωτοφανή δεινότητα!
Ήταν στη δεκαετία του '60, με το απαράμιλλο ποδοσφαιρικό του ταμπεραμέντο και τον εξωφρενικό τρόπο ζωής του, που ο Μπεστ θα αναλάμβανε το έργο -άθελά του- να μετατρέψει το ποδόσφαιρο από σπορ της εργατικής τάξης στο είδος της δημοφιλούς ψυχαγωγίας που είναι σήμερα!
Κι αυτό γιατί ο Μπεστ ήταν ο πρώτος ίσως πραγματικός σουπερστάρ που ξεπήδησε από τις τάξεις της μπάλας, ένα κοινωνικό φαινόμενο δηλαδή που στην εποχή του συγκρινόταν μόνο με τη φήμη που απολάμβαναν οι Beatles.
Ο τύπος έκανε το αδιανόητο, τόσο μέσα όσο και έξω από τα γήπεδα. Δεν του έφτανε να περνά απλώς τους αμυντικούς, έπρεπε να τους βασανίζει κιόλας παίζοντας μαζί τους. Κι ενώ στον αγωνιστικό χώρο ήταν ο έλεγχος της μπάλας και ο επιδέξιος χειρισμός της που θα τον έκαναν αστέρι, στην προσωπική του ζωή ήταν ακριβώς η έλλειψη ελέγχου και αυτοσυγκράτησης που θα τον μετέτρεπαν σε «δεξιοτέχνη» της αυτοκαταστροφής, ένα καθαρόαιμο λαϊκό είδωλο δηλαδή της ταραγμένης δεκαετίας του '60.
Κι αν ο ίδιος παραδεχόταν ότι εξαιτίας του ασυγκράτητου τρόπου ζωής του δεν δικαίωσε ποτέ το ταλέντο του πλήρως, ο Μπεστ παραμένει ακόμα κι έτσι ένα από τα λίγα μεγαθήρια που είχαν την τιμή να αντικρίσουν ποτέ οι ποδοσφαιρικοί χώροι.
Όπως άλλωστε λέγεται χαριτολογώντας, Pele Good, Maradona Better, George Best!
Πρώτα χρόνια
Ο Τζορτζ Μπεστ γεννιέται στις 22 Μαΐου 1946 στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας ως το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, με τον πατέρα του να είναι εργάτης ναυπηγείου και τη μητέρα του να είναι πρώην διεθνής αθλήτρια του χόκεϊ, από την οποία κληρονόμησε ενδεχομένως τη σχεδόν υπερφυσική αίσθηση ισορροπίας που είχε.
Όπως και κάθε άλλο αγόρι, ο μικρός Τζορτζ περνούσε τις μέρες του παίζοντας μπάλα με την παρέα του στο πεζοδρόμιο μπροστά από τα εργατικά σπίτια της περιοχής, με τους πατεράδες τους να συμμετέχουν στα απογευματινά ματς επιστρέφοντας από τις δουλειές τους. Ο Μπεστ δεν ήταν ωστόσο όπως τα άλλα παιδιά: λεπτεπίλεπτος και ντελικάτος, το στιλ του ήταν η απίστευτη ταχύτητα και η ασύλληπτη ισορροπία, την ώρα που τα άλλα παιδιά έπαιζαν «τραχιά» και δυνατή μπάλα, με τους αγκώνες και τα γόνατά τους να είναι τα δυνατά τους όπλα.
Όταν μάλιστα γράφτηκε στην πρώτη του ομάδα, οι ικανότητές του θα έλαμπαν ακόμα περισσότερο: στο Cregagh Football Club του Μπέλφαστ, με χορτάρι κάτω από τα πόδια του, χώρο για ντρίμπλες και διαιτητές να υποδεικνύουν τα δυνατά και αντικανονικά μαρκαρίσματα, το αστέρι του Μπεστ σύντομα θα έλαμπε. Ο προπονητής του κατάλαβε ότι το να παίζει με αγόρια της ηλικίας του ήταν γι' αυτόν χάσιμο χρόνου, καθώς κανείς στο Μπέλφαστ δεν είχε ξαναδεί τέτοιο φαινόμενο!
Την ίδια γνώμη είχαν επίσης ο σκάουτερ Bob Bishop και ο βοηθός προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Jimmy Murphy, οι οποίοι ανακάλυψαν τον Μπεστ σε ηλικία 15 ετών. Το τηλεγράφημα του Bishop στη Μάντσεστερ για τον Μπεστ είναι πλέον θρυλικό: «Νομίζω ότι βρήκα μια ιδιοφυΐα»!
Τα χρόνια της Μάντσεστερ
Ο Μπεστ έκανε λοιπόν το δοκιμαστικό του για την περίφημη βρετανική ομάδα το 1961. Έπειτα ωστόσο από την πρώτη του νύχτα στο Μάντσεστερ, ο έφηβος Μπεστ νιώθει περίεργα και επιστρέφει άρον-άρον στο Μπέλφαστ! Ο πατέρας του τον κατσαδιάζει, επικοινωνεί με τον προπονητή της Μάντσεστερ, Matt Busby, και στέλνει τον γιο του «πακέτο» πίσω στο Μάντσεστερ.
Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Μπεστ θα εκπαιδευόταν στις ακαδημίες της ομάδας και το 1963, σε ηλικία 17 ετών, θα υπέγραφε το πρώτο του συμβόλαιο με τη Μάντσεστερ, ενώ 4 μήνες μετά θα εντασσόταν στη βασική ομάδα. Στον πρώτο του αγώνα με τη φανέλα της Μάντσεστερ αντιμετώπισε τους αμυντικούς της Γουέστ Μπρομ (14 Σεπτεμβρίου 1963), της δεύτερης καλύτερης ομάδας της κατηγορίας, κάνοντας κυριολεκτικά ό,τι ήθελε μαζί τους. Μέχρι το δεύτερο ημίχρονο, κάθε φορά που έπιανε μπάλα στα πόδια όλο το γήπεδο σηκωνόταν όρθιο: η Μάντσεστερ κέρδισε 1-0 και ένας θρύλος είχε μόλις γεννηθεί!
Μέσα στις επόμενες σεζόν, ο Μπεστ θα άφηνε το στίγμα του στη Μάντσεστερ με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως μέσω της αναβίωσης της εδώ και καιρό ξεχασμένης ντρίμπλας, στην οποία επιδείκνυε μια πρωτοφανή δεινότητα!
Αργότερα στην πρώτη του χρονιά στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο θα λάμβανε την κλήση της εθνικής ομάδας της Βόρειας Ιρλανδίας, γινόμενος έτσι μόλις ο τρίτος παίκτης κάτω των 18 στην ιστορία του ποδοσφαίρου που συμμετείχε σε διεθνές επίπεδο.
Ο Μπεστ ενσάρκωνε ένα νέο είδος ποδοσφαιρικού αστέρα: με το ωραίο του παρουσιαστικό, τα απαράμιλλα αθλητικά του χαρίσματα και την αφοσίωσή του στην καλοπέραση και την παραβατικότητα ήταν το απόλυτο σύμβολο μιας εποχής που είχε μόλις ανατείλει. Η επίδρασή του στο ποδόσφαιρο έχει συχνά παραλληλιστεί με την επίδραση των -συγχρόνων του- Beatles στη μουσική!
Ήταν όμως και το άλλο: το άστρο του αναδύθηκε σε μια εποχή που οι αμυντικοί στο αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν ελεύθεροι να κάνουν τα πάντα για να σταματήσουν τον επιθετικό. Η μοναδική ικανότητα του Μπεστ να «χορεύει» ανάμεσά τους σχεδόν αβίαστα, σαν ταυρομάχος καταμεσής άγριων ταύρων, τον έκανε αυτόματα ήρωα στα μάτια του αγγλικού ποδοσφαιρικού κόσμου, έτσι όπως έπαιζε τους αμυντικούς στα δάχτυλα και περνούσε ανενόχλητα την μπάλα κάτω από τα ανοιχτά τους πόδια.
Από κοινού με τα αστέρια της νέας ομάδας της Μάντσεστερ (τη σεζόν 1957-58 είχε συμβεί η αεροπορική τραγωδία που αφάνισε όλη την παλιά -και εκπληκτική- ομάδα), Bobby Charlton και Denis Law, ο Μπεστ έβαλε σκοπό να τη φέρει και πάλι στην κορυφή του παγκοσμίου ποδοσφαίρου: η Γιουνάιτεντ τερματίζει δεύτερη στο πρωτάθλημα της σεζόν 1963-64, ενώ την επόμενη χρονιά κατακτά το πρωτάθλημα Αγγλίας. Ο Μπεστ, στα 18 του χρόνια, είχε ήδη διεθνή προβολή σκοράροντας 14 συναρπαστικά γκολ.
Τη σεζόν 1965-66, το αστέρι του Μπεστ είχε λάμψει: ο αθλητικός Τύπος τον αποκαλούσε από «αγόρι του Μπέλφαστ» της προηγούμενης χρονιάς σε «πέμπτο Σκαθάρι» πλέον, με τον 19χρονο άσο να κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει τους αντίπαλους αμυντικούς. Χαρακτηριστικό των επιδόσεών του ήταν το ευρωπαϊκό ματς κατά της Μπενφίκα, με τη Μάντσεστερ να την καθηλώνει στο γήπεδό της με 5-1 και τον Μπεστ να σκοράρει 2 γκολ στα πρώτα 12 λεπτά!
Το 1966-67, με τον Μπεστ μόνιμα θρονιασμένο στη δεξιά πτέρυγα της Γιουνάιτεντ, οι «Κόκκινοι Διάβολοι» κατακτούν το πρωτάθλημα, με το αστέρι να σκοράρει 10 γκολ σε 45 ματς. Το 1968 σειρά έχει το Ευρωπαϊκό Κύπελλο, με τη Μάντσεστερ να το κατακτά επικρατώντας της Ρεάλ Μαδρίτης στα ημιτελικά και νικώντας την Μπενφίκα στα τελικά.
Η σεζόν του 1968 ήταν η στιγμή του: ο Μπεστ βραβεύεται ως Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς, την ίδια στιγμή που λαμβάνει 10.000 γράμματα θαυμαστών την εβδομάδα και έχει πια φαν κλαμπ από τη Μόσχα ως και το Τόκιο! Ταυτοχρόνως, δεν υπάρχει κατάστημα στην Αγγλία που να μην πουλάει κάποιο προϊόν με το πρόσωπό του επάνω.
Όταν έπαιζε ο Μπεστ, στα εκδοτήρια της Μάντσεστερ δεν περίμεναν πλέον το μαγικό χαρτάκι μόνο άντρες της εργατικής τάξης, αλλά και κάθε λογής αρτίστες και δανδήδες. Το ποδόσφαιρο δεν ήταν πια προνόμιο του εργάτη, ούτε καν του άντρα, με τα κορίτσια να ακολουθούν πλέον ευχαρίστως τους μπαμπάδες τους στα κυριακάτικα ντέρμπι για να τον απολαύσουν. Σύντομα θα ακολουθούσαν και οι νοικοκυρές! Το Ολντ Τράφορντ είδε τους οπαδούς του να αυξάνονται κατά το αστρονομικό νούμερο των 15.000 φιλάθλων ανά αγώνα όταν ο Μπεστ ήταν πια αστέρι.
Ο ίδιος άλλαξε ωστόσο και την εικόνα του ποδοσφαιριστή, κάνοντάς τον πια σελέμπριτι. Όταν ήρθε στα ποδοσφαιρικά πράγματα, οι παίκτες διατηρούσαν χαμηλό προφίλ εκτός γηπέδου. Ο Μπεστ θα το άλλαζε αυτό μέσα σε δύο μόλις σεζόν: με προχωρημένα ρούχα και πανάκριβα αυτοκίνητα, ήταν συνεχώς στη δημοσιότητα, με σκάνδαλα και σπατάλες και όλα αυτά τα υπέροχα. Η εικόνα του μπαλαδόρου μεταμορφώθηκε ακολουθώντας τα πρότυπά του. Ο σκανδαλοθηρικός Τύπος φιλοξενούσε κατά δεκάδες τις «παρατημένες» φιλενάδες του, με πολλές να τον σέρνουν ακόμα και στα δικαστήρια.
Την επόμενη χρονιά, το 1969, ο προπονητής της ομάδας και δεύτερος πατέρας του αποσύρθηκε από το ποδόσφαιρο, με τον Μπεστ να παίρνει την κάτω βόλτα: έχανε τις προπονήσεις, έγινε πιο «ατομιστής» μέσα στο γήπεδο, με τον νέο προπονητή Wilf McGuiness να τον τιμωρεί με έναν μήνα αποχής. Ταυτοχρόνως, ο χρόνιος αλκοολισμός του άρχισε να επηρεάζει την απόδοσή του, με μια σειρά από επεισόδια που περιλάμβαναν πολύ σαμπάνια, ακόμα περισσότερη βότκα και διωγμούς από προπονήσεις και ματς να αμαυρώνουν την ποδοσφαιρική του περσόνα.
Οι τελευταίες μεγάλες στιγμές της Μάντσεστερ σημειώθηκαν στο πρωτάθλημα του 1970. Παρά το γεγονός ότι η ομάδα δεν είχε τα ψυχικά αποθέματα να κατακτήσει το πρωτάθλημα, έκανε μια εμπνευσμένη προσπάθεια: στο ματς κατά της Νορθάμπτον, ο Μπεστ εξαπολύει όλες του τις αρετές και σκοράρει 6 γκολ!
Παρά το γεγονός ότι η θέση του ήταν θέση δημιουργού φάσεων, ο Μπεστ ήταν ο γκολτζής της Μάντσεστερ για 6 συναπτές σεζόν! Στα χρόνια αυτά σημείωσε 116 γκολ σε 190 αγώνες.
Αν όμως η δεκαετία του '60 ήταν ολότελα δική του, η επόμενη του '70 ήταν κακή. Πολύ κακή...
Κατοπινά χρόνια
Το 1971, η Γιουνάιτεντ δεν ήταν πια παρά σκιά του άλλοτε καλού εαυτού της: τα αστέρια της ήταν πλέον γερασμένα, τραυματισμένα ή... πιωμένα. Ο Μπεστ, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο γύρω του, έψαχνε πλέον τη συγκίνηση που του έδινε η μπάλα εκτός γηπέδων, όπως στον τζόγο: την πρώτη φορά που έκατσε σε τραπέζι κέρδισε 50.000 λίρες, άθλο που θα προσπαθούσε για χρόνια να επαναλάβει χωρίς επιτυχία βεβαίως.
Τα χρέη συσσωρεύονταν για τον ίδιο, ενώ οι επιχειρηματικές του απόπειρες με κέντρο διασκέδασης και μπουτίκ ρούχων θα στέφονταν από αποτυχία. Και μπορεί το συμβόλαιό του στη Μάντσεστερ να μην ήταν παχυλό, έβγαζε ωστόσο πάρα πολλά από διαφημίσεις, με τον ίδιο να προωθεί από αρώματα μέχρι και αυγά. Σύντομα θα έχανε όλη του την περιουσία.
Το 1972, ο νέος προπονητής της ομάδας Tommy Docherty, κουρασμένος από τα καμώματά του, τις χαμένες προπονήσεις και την τιμωρία του από την ποδοσφαιρική ένωση για κακή διαγωγή, τον διώχνει από τη βασική ομάδα και τον στέλνει να προπονείται με τους πιτσιρικάδες. Ο Μπεστ δηλώνει ότι αποσύρεται από το ποδόσφαιρο, 9 μήνες ωστόσο μετά επιστρέφει, με τις σχέσεις του ωστόσο με την ομάδα να είναι ταραγμένες. Κι έτσι τον Ιανουάριο του 1974, με τον ίδιο στα 28 του χρόνια, σε αυτό που θα ήταν υπό άλλες συνθήκες η ακμή της καριέρας του, ο Μπεστ δίνει το τελευταίο του ματς με τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας.
Με το δεξί του γόνατο σχεδόν κατεστραμμένο, ο ίδιος αποπειράται να κάνει την πρώτη από τις πολλές επιστροφές που θα υποσχεθεί: υπογράφει με την Dunstable, μια ομάδα που αποτελούταν από παίκτες μερικούς απασχόλησης και παρακολουθούσαν κάπου 200 φίλαθλοι! Όταν έπαιξε εκεί ο Μπεστ βεβαίως οι οπαδοί αυξήθηκαν στις 5.000!
Το 1975 υπογράφει στη Stockport County, ομάδα τέταρτης κατηγορίας, ενώ την επόμενη χρονιά επιστρέφει στην Ιρλανδία, παίζοντας για λογαριασμό της Cork Celtic, η οποία μάλιστα θα τον έδιωχνε ύστερα από τρεις αγώνες! Εκτός φόρμας και 15 κιλά βαρύτερος, είχε ακόμα το ταλέντο και το πάθος, ήταν ωστόσο πια παρωδία του παλιού Μπεστ που κανείς οπαδός δεν έπαιρνε στα σοβαρά.
Κλείνοντας δύο χρόνια εκτός μεγάλου κλαμπ, ο Μπεστ μετακινείται στις ΗΠΑ, που το όνομά του σήμαινε ακόμα κάτι για το μικρό ποδοσφαιρικό κοινό της Αμερικής. Η Cosmos της Νέας Υόρκης του κάνει μια εξαιρετικά συμφέρουσα προσφορά για μπόλικα χρόνια, ο ίδιος ωστόσο την απορρίπτει καθώς υπολόγιζε να μείνει στην Αμερική μόνο για μια σεζόν. Υπογράφει λοιπόν με τους Los Angeles Aztecs, τους πρωταθλητές του αμερικανικού ποδοσφαίρου, και αποβιβάζεται στο Λος Άντζελες τον Φεβρουάριο του 1976, με τον πρόεδρο της ομάδας να είναι ωστόσο σίγουρος ότι ο Μπεστ δεν θα ήταν στην επίμαχη πτήση.
Ήταν όμως! Κι όσο κι αν του πήρε λίγο καιρό για να ξαναβρεί τη φόρμα του, σύντομα θα φιγούραρε στους πρώτους σκόρερ της αμερικανικής λίγκας. Στις πρώτες 9 νίκες της ομάδας το 1976, ο Μπεστ σημείωσε το νικητήριο γκολ στις 7, με τους συμπαίκτες του εκεί να τον θαυμάζουν απεριόριστα...
Στους Aztecs θα περνούσε τις επόμενες δύο σεζόν, σημειώνοντας αξιοπρεπείς εμφανίσεις, με το σκοράρισμά του να τον ανεβάζει στις πρώτες θέσεις του σχετικού πίνακα κάθε χρονιά. Το σπίτι του μάλιστα ήταν ένα βήμα από τη θάλασσα, ο ίδιος ισχυριζόταν ωστόσο ότι δεν επισκέφτηκε ποτέ την παραλία: είχε ένα μπαρ στο μεσοδιάστημα!
Το 1979 μετακινήθηκε στους Ft. Lauderdale Strikers για δύο σεζόν, τον περισσότερο καιρό τον πέρασε ωστόσο τραυματίας.
Η περιπέτεια της Αμερικής κλείνει το 1981, όταν και έπαιξε με τα χρώματα των San Jose Earthquakes: σκόραρε 13 γκολ σε 30 αγώνες και επέστρεψε κατόπιν στην Ευρώπη, όπου έπαιξε σε μερικά ματς επίδειξης.
Η τελευταία φορά που εμφανίστηκε σε επαγγελματικό ματς ήταν το 1983, παίζοντας για λογαριασμό της αγγλικής ομάδας της τρίτης κατηγορίας Bournemouth, έχοντας εν τω μεταξύ περάσει για ιδιαίτερα σύντομο διάστημα από ομάδες της Σκοτίας, της Νότιας Αφρικής, ακόμα και του Χονγκ-Κονγκ, με τους δαίμονές του να κάνουν ωστόσο και πάλι την εμφάνισή τους. Στο τέλος της σεζόν του '83, σε ηλικία 37 ετών, ο Μπεστ αποσύρεται οριστικά από τον επαγγελματικό αθλητισμό...
Θάνατος και κληρονομιά
Στις δύο δεκαετίες που έπαιξε μπάλα ο Μπεστ, πρόλαβε να δει την καριέρα του να εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα ύψη και να κατακρημνίζεται σε αβυσσαλέα βάθη. Το χειρότερο ίσως για τον ίδιο είναι το γεγονός ότι δεν συμμετείχε ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο: μπορεί να πήρε 37 νίκες για λογαριασμό της Βόρειας Ιρλανδίας, η ομάδα δεν τα κατάφερε ωστόσο ποτέ να προκριθεί.
Ως παίκτης πάντως ήταν αναμφίβολα ο καλύτερος που είδαν ποτέ τα βρετανικά γήπεδα και σίγουρα στους κορυφαίους όλων των εποχών. Ακόμα και ο Πελέ, για τον οποίο κρατείται συνήθως αυτή η τιμή, έσπευσε κάποτε να δηλώσει ότι ο Μπεστ ήταν καλύτερος, κι αυτό γιατί ήταν «φονικός» και με τα δυο του πόδια.
Μέχρι το 1984, ο Μπεστ ήταν πια έρμαιο των παθών του, όταν και συνελήφθη για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης και ξυλοδαρμό αστυνομικού. Παρά το γεγονός ότι η ζωή του είχε πάρει την κάτω βόλτα, ο ίδιος εργάστηκε τη δεκαετία του '90 για λογαριασμό του δικτύου Sky Sports και για μια σειρά από εφημερίδες, αποδεικνύοντας ότι ο κόσμος του ποδοσφαίρου δεν του γύρισε ποτέ την πλάτη. Ζούσε αξιοπρεπώς από τηλεοπτικές εμφανίσεις και δικαιώματα και απολάμβανε μια ξεχωριστή θέση σε κοινωνικά γεγονότα, παρά το γεγονός της χρόνιας περιπέτειάς του με το αλκοόλ.
Το 2002 ο Μπεστ χρειαζόταν άμεσα νέο συκώτι, με τη μεταμόσχευση να του στερεί παραλίγο τη ζωή. Κι όταν ο ίδιος θα ανάρρωνε από την περιπέτεια, θα γιόρταζε το γεγονός με άφθονο ποτό! Ήταν πια ο αγαπημένος μπεκρής της Αγγλίας.
Η κατάχρηση αλκοόλ θα του στερούσε τελικά τη ζωή στις 25 Νοεμβρίου 2005, σε ηλικία 59 ετών, μία μόλις ημέρα μετά την τροπολογία που πέρασε η βρετανική κυβέρνηση και επέτρεπε στα μπαρ να παραμένουν ανοιχτά επί 24ωρου βάσεως. Στην κηδεία του στο Μπέλφαστ, περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι παρατάχθηκαν στον δρόμο για να αποτίσουν τον ύστατο φόρο τιμής στον καλλιτέχνη της στρογγυλής θεάς.
Τελικός απολογισμός: 704 επαγγελματικοί αγώνες, 252 γκολ, νούμερα που δεν φανερώνουν φυσικά το επίπεδο της ποδοσφαιρικής του ευφυΐας ή τον αντίκτυπό του στο σπορ. Γιατί ο Μπεστ ήταν μοναδικός δημιουργός φάσεων και αρτίστας στο τελείωμα, γεγονός που κανένα νούμερο δεν μπορεί ποτέ να αποκαλύψει.
Κι αν σήμερα οι αστέρες του ποδοσφαίρου βλέπουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς να αγγίζουν ταβάνι, πρέπει να ευχαριστούν το αγόρι από το Μπέλφαστ, που έκανε τους μπαλαδόρους ποπ είδωλα...
Πηγή