Ο Ρόκκος Χοϊδάς (1830-1890) ήταν δικαστικός, βουλευτής και γνωστός κυρίως για τους αγώνες του ενάντια στη μοναρχία.
Γεννήθηκε στη Κεφαλονιά και ήταν γιος ιερολοχίτη, γόνου παλαιάς αρχοντικής οικογένειας της Κεφαλονιάς που στα 1500 εγκαταστάθηκε στο νησί προερχόμενη από την Κρήτη. Το 1593 η οικογένεια εγγράφηκε στο Libro d'oro. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του αντιεισαγγελέα Εφετών.
Το 1875 σε μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε το συγκεντρωμένο λαό με αποτέλεσμα την επέμβαση υπέρ του λαού του Χοϊδά, ο οποίος από την θέση του εισαγγελέα εφετών προέβαλε τις φιλελεύθερες ιδέες του. Τελικά η φιλονικία κατέληξε σε μονομαχία, στην οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Επί ένα μήνα χαροπάλευε ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από την οικία του. Η βασιλική αυλή για να προλάβει τις αναταραχές του πρότεινε να σταλεί με υποτροφία από το παλάτι η κόρη του, Πηνελόπη, για σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί κυρία επί των τιμών της βασίλισσας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε, κερδίζοντας την εκτίμηση των ομοϊδεατών του και παράλληλα το μένος των φιλομοναρχικών.
Στις 18 Ιουλίου του 1875 εκλέχτηκε βουλευτής Κραναίας Κεφαλληνίας και το 1883 βουλευτής Αττικής. Κατα τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες αλλά κυρίως για την αντίθεσή του προς την Βασιλεία. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, κυρίως στις προεκλογικές του περιοδείες, από διαφόρους παρακρατικούς μηχανισμούς έχοντας ως αποτέλεσμα να μην εκλέγεται πάντα βουλευτής. Το 1885 παραιτήθηκε οριστικά από το βουλευτικό αξίωμα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του που πραγματοποιήθηκε στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο. Η παραίτηση του όμως δεν έγινε αποδεκτή, που όμως παρ' όλα αυτά δεν επανήλθε στη Βουλή, συνεχίζοντας έτσι τους δημοκρατικούς του αγώνες έξω από την αίθουσα του κοινοβουλίου. Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε με τον Καλαβρυτινό βουλευτή Οικονόμου το Λαϊκό κόμμα, το οποίο διαλύθηκε σύντομα ενώ στήριξε δημοκρατικούς συλλόγους όπως τον «Δημοκρατικό Σύλλογο των Πατρών» και τον «Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο» του Σταύρου Καλλέργη. Έπειτα συνεργάστηκε με τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου στην έκδοση του πολιτικοσατιρικού περιοδικού «Ραμπαγάς». Η ιδεολογία του ήταν αντίθετη με αυτή του Τρικούπη με αποτέλεσμα να έρθουν σε ρήξη. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1888, αν και γνώστης των άρθρων του ισχύοντος τότε Συντάγματος της Ελλάδος, δημοσίευσε δύο άρθρα του στην εφημερίδα Ραμπαγά, τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά για τον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο. Τότε ο Χοϊδάς συνελήφθη, κατόπιν και πιθανής συναίνεσης του αρθρογράφου του «Τις πταίει;», εκείνης της εποχής, πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, και οδηγήθηκε σε δίκη στην Άμφισσα, όπου τον Μάιο του 1889 μετά από μία απολογία που διήρκεσε 24 ώρες, κατά την οποία κατηγόρησε δριμύτατα τους αυλοκόλακες και τα βασιλικά κόμματα της εποχής, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και οδηγήθηκε στις φυλακές της Χαλκίδας. Λέγεται ότι ο Τρικούπης τον ενημέρωσε ότι θα του δινόταν χάρη αν προηγουμένως δήλωνε πίστη στο Σύνταγμα. Ο Χοϊδάς όμως θεώρησε την πρόταση εξευτελιστική και αρνήθηκε την αποδοχή της όπου και παρέμεινε ένα χρόνο εσώκλειστος στις φυλακές μέχρι τα μέσα Μαΐου του 1890, οπότε και απεβίωσε από υποτροπή της παλιάς του πληγής εξαιτίας των κακουχιών της φυλακής. Μερικοί υποστήριξαν ότι αυτοκτόνησε, κάτι το οποίο δεν αποδείχτηκε.