ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Πύλος (ή Νεόκαστρο) είναι μικρή πόλη του νομού Μεσσηνίας, με 2.000 περίπου κατοίκους, έδρα του ομώνυμου Δήμου, αλλά και ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι στη ΝΔ άκρη της Πελοποννήσου. Η Πύλος είναι γνωστή από την περίφημη ναυμαχία του Ναβαρίνου, στην οποία η νίκη των συμμαχικών δυνάμεων ήταν η απαρχή της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τούρκικο ζυγό. Σήμερα η Πύλος είναι σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο και έχει αναπτυχθεί σημαντικά ο τουρισμός, αφού όλη η περιοχή είναι από τις πιο όμορφες περιοχές της Ελλάδας. Από άποψη ασφάλειας, λόγω της Σφακτηρίας (στενόμακρο νησί, μπροστά από τον όρμο του Ναβαρίνου), που λειτουργεί σαν φυσικός κυματοθραύστης, η Πύλος θεωρείται ως ένα από τα πιο ασφαλή αγκυροβόλια στη Μεσόγειο.
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Η Πύλος, αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό Πύλο και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιο. Στην αρχαιότητα ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης. Στα Βυζαντινά χρόνια, περί τον 6ο αιώνα (τότε λεγόταν «Ζόγκλος»), καταλήφθηκε από τους Αβάρους και ονομάστηκε Αβαρίνος, απ’ όπου προήλθε, κατά μία άποψη και η ονομασία Ναβαρίνο, εκ συνεκφοράς «νέο αβαρίνο», κατά την οποία και προσδιοριζόταν όλος ο κόλπος της Πυλίας με τα γύρω φρούρια, απέναντι από τα νησιά Πρώτη και Σαπιέντζα, από τα οποία και ισαπέχει. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το όνομα Ναβαρίνο είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει «μέρος με σφεντάμια».
ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΝΑΒΑΡΙΝΟΥ
Η Πύλος πέρασε από ενετική και τελικά τουρκική κατοχή. Εξεγέρθηκε το 1821, με αρχηγούς τους Γιωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη. Το 1825, ο Ιμπραήμ κατέλαβε την Πύλο και το φρούριό της Νεόκαστρο και την κράτησε μέχρι τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Σε πλατεία της Πύλου υπάρχει μεγαλόπρεπο μνημείο, σε ανάμνηση της μεγάλης εκείνης νίκης.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Στην περιοχή της Πύλου έχουν ανακαλυφτεί αξιόλογοι αρχαιολογικοί θησαυροί. Αρχικά ήρθαν στο φως πέτρινοι τοίχοι, κομμάτια από τοιχογραφίες, δάπεδα, μυκηναϊκά αγγεία, πήλινες επιγραφές στον Επάνω Εγκλιανό. Η ανασκαφή του Εγκλιανού αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας πλούσιας ανασκαφικής δραστηριότητας που είχε αναπτύξει ο Carl Blegen (μέχρι το 1939) και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, σε προϊστορικά κέντρα της Αργολίδας και Κορινθίας αρχικά και αργότερα στην Τροία (1932-1938). Η ανακάλυψη του Ανακτόρου του Νέστορα το 1939, που ήταν καρπός της γόνιμης συνεργασίας του με τον Κ. Κουρουνιώτη, οδήγησε στη σταδιακή αποκάλυψη της καλλίτερα διατηρημένης βασιλικής κατοικίας που γνωρίζουμε έως τώρα από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα κι άνοιξε το δρόμο για τη συστηματική εξερεύνηση ολόκληρης της επικράτειας του Νέστορα. Οι έρευνες διακόπηκαν στα χρόνια του πολέμου και ξανάρχισαν το 1952 από το Σ. Μαρινάτο. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1957 ανακαλύπτεται ο κυψελοειδής τάφος του Νηλέα, πατέρα του Νέστορα, βασιλιά της Πύλου, όπως και πτέρυγα του Ανακτόρου ηλικίας 3000 ετών. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και μέχρι το 1964, οπότε ήρθε στο φως ολόκληρο σχεδόν το Ανάκτορο του βασιλιά της Πύλου Νέστορα. Ο απροσδόκητα μεγάλος αριθμός πήλινων πινακίδων με κείμενα της Γραμμικής Β (Μυκηναϊκής) Γραφής, που απέδωσε η αρχική ανασκαφή στον Εγκλιανό, συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχή εξέλιξη της προσπάθειας αποκρυπτογράφησης της γραφής από τον Michael Ventris. Το Ανάκτορο του Νέστορα βρίσκεται στο λόφο του Άνω Εγκλιανού, στη δυτική πλευρά του δημοσίου δρόμου που ενώνει την Πύλο με τη Χώρα. Απέχει 4 χλμ. νότια από τη Χώρα και 17 χλμ. βόρεια από την Πύλο. Ο λόφος υψώνεται απότομα ανάμεσα σε ρεματιές, σε μια περιοχή κατάφυτη από ελαιώνες και αμπελώνες, έχοντας εξαίρετη θέα προς τον Όρμο του Ναβαρίνου.
Το ερειπωμένο Μυκηναϊκό Ανάκτορο βρίσκεται στην ισοπεδωμένη κορυφή του λόφου του Εγκλιανού, με έκταση (170Χ90 μ.) λίγο μεγαλύτερη από το ΝΔ μισό του πλατώματος και σήμερα προστατεύεται, στο μεγαλύτερο τμήμα του, από μεταλλικό στέγαστρο. Στη γύρω περιοχή βρέθηκαν όστρακα Νεολιθικής εποχής, καθώς και κατάλοιπα Πρωτοελλαδικού οικισμού. Είναι εξακριβωμένο ότι ο λόφος του Άνω Εγκλιανού κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά τη Μεσοελλαδική εποχή (γύρω 2000 π.Χ.), οπότε και κατασκευάστηκε οχυρωματικός περίβολος γύρω από το χώρο, όπου αργότερα θεμελιώθηκε το Ανάκτορο. Η Πύλη και τμήματα των τειχών σώζονται ακόμη. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ακόμη, ότι τουλάχιστον ένα πρωιμότερο ανακτορικό κτίριο βρισκόταν ακριβώς κάτω από το κεντρικό κτίριο. Όμως αυτό το κτίσμα ισοπεδώθηκε στις αρχές της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β εποχής (τέλος 14ου αιώνα π.Χ.) και το νέο ανάκτορο, που το αντικατέστησε, είναι το κτίριο που βλέπουν σήμερα οι επισκέπτες. Το κτίριο υπέστη πολλές μετατροπές στη διάρκεια του 13ου αιώνα π.Χ. και σήμερα είναι ορατή η τελευταία του φάση.
Ο ανακτορικός λόφος του Εγκλιανού, σε αντίθεση με άλλες γνωστές μυκηναϊκές ακροπόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα, Αθήνα), δεν είχε ισχυρές κυκλώπειες οχυρώσεις. Το ανάκτορο, που ήταν διώροφο, διέθετε μεγάλες αυλές, πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ιδιωτικά διαμερίσματα, εργαστήρια, λουτρά, κλιμακοστάσια, φωταγωγούς καθώς και αποχετευτικό σύστημα.
Οι πολυάριθμες ομάδες ευρημάτων που ήλθαν στο φως στη συνέχεια, στη διάρκεια της υποδειγματικής ανασκαφής των διαμερισμάτων του ανακτόρου, έδωσαν τη δυνατότητα αναγνώρισης των λειτουργιών των διαφόρων χώρων του ανακτορικού συγκροτήματος κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., εφόσον αποτελούσε οικονομικό, διοικητικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο, αλλά και χώρο κατοίκησης. Σε μικρή απόσταση από τα όρια της ακρόπολης βρέθηκαν δύο βασιλικοί θολωτοί τάφοι (Θολωτοί τάφοι ΙΙΙ, ΙV).
ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣ
Όσον αφορά στον τρόπο οικοδόμησης των κτιρίων του Ανακτόρου, είναι απόλυτα εξακριβωμένο ότι έγινε άφθονη χρήση του ξύλου, τόσο για τις ξυλοδεσιές μέσα στους πέτρινους ή πλίνθινους τοίχους, όσο και για τους κίονες (ραβδωτούς ή απλούς), τα θυρώματα, τα φατνώματα και τις στέγες. Το γέμισμα των τοίχων, όπως και οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν από αργούς λίθους. Η επιφάνεια ωστόσο των εσωτερικών τοίχων ήταν συστηματικά επιχρισμένη με ασβεστοκονίαμα, ενώ τις σημαντικές αίθουσες διακοσμούσαν πολύχρωμες νωπογραφίες, που μερικές παριστάνουν λυράρηδες και γρύπες (σύμβολο της εξουσίας του Νέστορα). Τα δάπεδα των κυρίων αυλών και των περισσότερων χώρων κατοίκησης του Ανακτόρου έφεραν επίσης επίστρωση ασβεστοκονιάματος. Αρκετά από τα δάπεδα, όπως αυτά του Μεγάρου, είχαν γραπτές διακοσμήσεις. Κίονες, πλαίσια θυρών και παραθύρων, επενδύσεις, ταβάνια, στέγες ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, ενώ το σύστημα της ξυλοδεσιάς εφαρμόστηκε ευρέως στην τοιχοποιία, ενισχύοντας την ελαστικότητα των τοίχων και συμβάλλοντας έτσι στην αντισεισμική προστασία του κτιρίου. Είναι αποδεδειγμένο ότι τα δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, το Νοτιοδυτικό και το Κεντρικό, είχαν και δεύτερο όροφο με τοίχους από ωμές πλίνθους, που ήταν προσιτός με κλιμακοστάσια.
Λίθοι ακατέργαστοι χρησιμοποιήθηκαν για τα θεμέλια, πωρόλιθος λαξευμένος σε ορθογώνιους δόμους χρησιμοποιήθηκε για την επένδυση των προσόψεων των εξωτερικών τοίχων, σε μια πολύ επιμελημένη κατασκευή. Παρόμοιοι τέτοιοι δόμοι είναι ορατοί στο κατώτερο μέρος κάποιων εσωτερικών τοίχων καθώς και στις κλίμακες ανόδου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν ελαφρά υλικά: ωμές πλίνθοι τοποθετημένες σε σκελετό ξυλοδεσιάς και ξύλο. Η στέγη πρέπει να ήταν διαμορφωμένη σε ταράτσες ίσως και σε δύο ή περισσότερα επίπεδα. Πάνω από την αίθουσα του Θρόνου η στέγη σίγουρα θα ήταν ψηλότερη απ’ ότι στις πλαϊνές πλευρές.
ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Λίθος, ξύλο, ενδεχομένως και ορείχαλκος, χρησιμοποιούνταν μερικές φορές για διακοσμητικούς σκοπούς, αλλά το κύριο διακοσμητικό στοιχείο ήταν η τοιχογραφία, ακόμη και σε εξωτερικούς τοίχους σε στεγασμένα πρόπυλα.
Στο ανακτορικό συγκρότημα του Άνω Εγκλιανού, περισσότερο από κάθε άλλο μυκηναϊκό ανάκτορο της ηπειρωτικής Ελλάδας, διατηρούνται πολλά στοιχεία της μινωικής αρχιτεκτονικής παράδοσης: Η εκτεταμένη χρήση της ξυλοδεσιάς, οι ισόδομες λίθινες προσόψεις, οι πολυάριθμες αυλές, το πρόπυλο με τον τελετουργικό κίονα, ο χώρος του λουτρού, οι φωταγωγοί, οι χώροι με τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία, οι χώροι συναθροίσεων, το αποχετευτικό σύστημα, το μικρό ιερό καθώς και η ύπαρξη ενός ζεύγους κεράτων καθοσίωσης, που η αρχική τους θέση ήταν προφανώς στην κορυφή του κτιρίου. Ένα ακόμη μινωικό ιερό σύμβολο, ο διπλός πέλεκυς, βρέθηκε χαραγμένο, εν είδη αρχιτεκτονικού σημείου, σε πωρόλιθο κάτω από το δάπεδο του δωματίου 7. Είναι πιθανό ότι η πλάκα αυτή προερχόταν από παλαιότερο κτίσμα, ενδεχομένως μινωικής παράδοσης, που αντικατέστησε το μυκηναϊκό ανάκτορο.
Εντούτοις, τα μυκηναϊκά ανάκτορα στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα αλλά και στην Πύλο, διατάσσονται στο χώρο με διαφορετικές αρχές από τις μινωικές. Το συγκρότημα επικεντρώνεται σε ένα «μέγαρο», μια επιμήκη αίθουσα, που προσεγγίζεται μέσω μιας στοάς, συχνά με έναν προθάλαμο, που μεσολαβεί, που μπορεί να πλαισιώνεται σε μία ή και στις δύο πλευρές του από διαδρόμους, που οδηγούν σε βοηθητικά δωμάτια. Η κεντρική του θέση επιβεβαιώνει ότι το μέγαρο είχε μεγάλη σημασία, σχετική με θρησκευτικές τελετές και τελετουργίες.
Το Νοτιοδυτικό κτίριο, συνολικού εμβαδού 1.400 τ.μ. περίπου, γειτνιάζει με το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της Κάτω Πόλης, είναι παλαιότερο βασιλικό ενδιαίτημα και θεωρείται ως το Ανάκτορο του Νηλέα.
Το Ανάκτορο του Νηλέα φαίνεται ότι χτίστηκε πριν την ανέγερση του Κεντρικού κτιρίου, αλλά παρέμεινε σε χρήση ολόκληρο τον 13ου αιώνα π.Χ. μέχρι την τελική καταστροφή του ανακτορικού συγκροτήματος από πυρκαγιά, γύρω στα 1200 π.Χ. Ο σημαντικότερος και επισημότερος χώρος του, ήταν η μεγάλη επίσημη αίθουσα του Θρόνου, μια μεγάλη αίθουσα με 4 ή 6 εσωτερικούς κίονες για τη στήριξη της οροφής. Στην αίθουσα αυτή οδηγούσε ένας προθάλαμος με δύο κίονες στην ανοιχτή του πλευρά και έναν τρίτο, ανορθόδοξα από στατικής άποψης τοποθετημένο στο κέντρο, ελεύθερα, χωρίς να φτάνει στην οροφή. Την επισημότητα της κεντρικής αίθουσας μαρτυρούν τα ίχνη εστίας, και η χαμηλή κατασκευή για τη θέση του φρουρού στα δεξιά της εισόδου. Η λαμπρότητα του προθαλάμου και της αίθουσας του θρόνου επιβεβαιώνεται από τα θραύσματα των πλούσιων νωπογραφιών που στόλιζαν τους τοίχους.
Φαίνεται, ότι στην αίθουσα του Θρόνου ο άνακτας θα εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Χώροι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος του κτιρίου είναι ο ευρύχωρος Προθάλαμος, με δύο κίονες στην πρόσοψη και ένα τρίτο εσωτερικό, η Σκευοθήκη, που περιείχε πλήθος μαγειρικών σκευών, το πιθανολογούμενο Λουτρό, καθώς και η μεγάλη χωριστή Αποθήκη Οίνου στη βόρεια πλευρά του κτιρίου. Το συγκρότημα αυτό περιλάμβανε επίσης υπαίθριες, ελεύθερες και περίκλειστες αυλές, αποθήκες τροφίμων, κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον όροφο, φωταγωγό, καθώς και μια ισχυρή διώροφη πυργοειδή εντυπωσιακή κατασκευή με παχείς τοίχους. Η διάταξη των χώρων δεν έχει αξονική συμμετρία και παρουσιάζει εικόνα δαιδαλώδη.
Ως κύρια είσοδο έχει το Πρόπυλο, στη ΝΑ πλευρά, ενώ σημαντική λειτουργία φαίνεται ότι είχε, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, και ο ΒΑ Πυλώνας 41. Πυρήνας του Κεντρικού κτιρίου είναι το Μέγαρο του Βασιλιά, αποτελούμενο από την Πρόστυλη Στοά(αίθουσα), τον Πρόδομο και το Κυρίως Μέγαρο ή Αίθουσα του Θρόνου (δόμο), διαστάσεων 12,90Χ11,20 μ. και πλούσια διακοσμημένη με νωπογραφίες στο δάπεδο, στην οροφή και τους τοίχους. Το δάπεδο ήταν επιχρισμένο με κονίαμα, ζωγραφισμένο σε πυκνές σειρές τετραγώνων, τα οποία εκτός από ένα, που είχε ζωγραφισμένο ένα μεγάλο χταπόδι, ήταν διακοσμημένα με ποικίλα γραμμικά θέματα χρώματος ερυθρού, γαλάζιου, κίτρινου, άσπρου και μαύρου. Στο κέντρο της αίθουσας του θρόνου, της επίσημης, δηλαδή, αίθουσας ακροάσεων, σώζεται η μεγάλη κυκλική εστία, επιχρισμένη με ζωγραφιστό κονίαμα, η μεγαλύτερη που έχει αποκαλυφθεί έως τώρα σε μέγαρο Μυκηναίου βασιλιά. Η πήλινη εστία έχει διάμετρο 4 μ., ύψος 20 εκ. και είναι πλούσια διακοσμημένη. Την εστία πλαισιώνουν συμμετρικά γύρω από την περιφέρεια της λίθινες βάσεις 4 ξύλινων κιόνων, με 32 ραβδώσεις ο καθένας, που στήριζαν το υπερώο και το ψηλό οπαίο, που εκτός του ότι φώτιζε την αίθουσα, χρησίμευε και για τη διαφυγή του καπνού. Μεταξύ του δυτικού κίονα και της εστίας βρέθηκε μεγάλη πήλινη επιχρισμένη τράπεζα προσφορών.
Το Μέγαρο, πλαισιώνεται, από στενούς διαδρόμους, προσιτούς από τον προθάλαμο και από το αίθριο, που οδηγούν σε βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους του ισογείου, όπως σκευοθήκες και αποθήκες λαδιού, κοινού κι αρωματισμένου, καθώς και στον όροφο, διαμέσου δύο κλιμακοστασίων, όπου προφανώς βρίσκονταν οι βασιλικοί κοιτώνες κι άλλες αποθήκες. Ανάμεσα στους υπόλοιπους χώρους του κτιρίου, που έχει επιβεβαιωθεί η χρήση τους είναι τρία αυτοτελή διαμερίσματα, στα οποία οδηγεί υπόστυλη στοά στα ΒΑ του αίθριου:
α) Μια διώροφη πυργοειδής κατασκευή, με δικό της κλιμακοστάσιο. Ο ανασκαφέας του ανακτόρου C. Blegen, θεώρησε ότι η κατασκευή αυτή ακριβώς στο πρόπυλο του ανακτόρου προοριζόταν για την εγκατάσταση του αρχηγείου της ανακτορικής φρουράς, ήταν δηλαδή το Φρουραρχείο του ανακτόρου.
ΟΙ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ
Από τη μελέτη των κειμένων των 1.100 και πλέον πινακίδων της Γραμμικής Β που βρέθηκαν στο κεντρικό Αρχείο, αλλά και σε άλλους χώρους του μεγάλου συγκροτήματος του Εγκλιανού, προέκυψαν άφθονα στοιχεία για την έντονη βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί με κέντρο το Ανάκτορο, για τη συστηματική οργάνωση των διαφόρων λειτουργιών του και τη διοίκηση που ασκούσε. Αντλήθηκαν, επίσης, πολύτιμες πληροφορίες για τη διάρθρωση της Μυκηναϊκής κοινωνίας της Πύλου στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο βασιλιάς, για τη διαίρεση και εκμετάλλευση της γης και για τον τρόπο είσπραξης των φόρων από το Ανάκτορο. Ορισμένες πινακίδες καταγράφουν προσφορές σε λατρευτικές θεότητες και θρησκευτικές τελετουργίες, ενώ άλλες κάνουν αναφορές σε προετοιμασίες για την αποτελεσματική φύλαξη των ακυών. Εξαιρετική σημασία αποκτά μια ομάδα πινακίδων που αναφέρονται λεπτομερειακά στη διαδικασία παραγωγής, αποθήκευσης και διάθεσης του αρωματικού ελαίου, που ήταν ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα του Ανακτόρου. Ως τόπος παρασκευής του έχει προταθεί η νεώτερη Αυλή, γνωστή κι ως Αυλή της Βασίλισσας, ενώ κύριοι χώροι φύλαξής του φαίνεται ότι ήταν η Αποθήκη και το δωμάτιο πάνω από τον Προθάλαμο. Αξίζει ακόμη να τονισθεί ότι η λέξη Πύλος εμφανίζεται σε αρκετές από τις πινακίδες.
ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Το Ανάκτορο του Εγκλιανού καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά στα τέλη της Υστεροελλαδικής III-Β περιόδου, γύρω στο 1200 π.Χ., που ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τις πυκνές ξυλοδεσιές των τοίχων του κτιρίου και τις μεγάλες ποσότητες αποθηκευμένου λαδιού. Όπως συνέβη και με το Μυκηναϊκό ανάκτορο του Βοιωτικού Ορχομενού και αντίθετα με ό,τι συνέβη στο Μυκηναϊκό ανάκτορο των Θηβών (το Νεώτερο Καδμείο), οι βασιλικοί ένοικοι φαίνεται ότι είχαν προλάβει να αφαιρέσουν από τα διαμερίσματα του Ανακτόρου τα περισσότερα πολύτιμα αντικείμενα κι έπιπλα πριν την καταστροφή. Ωστόσο, για μερικά από αυτά έχουμε ακριβείς περιγραφές στα κείμενα των πινακίδων από το αρχείο του Ανακτόρου. Έφτασαν, ακόμη, μέχρις εμάς και κομμάτια ενός ασημένιου κυπέλλου με ένθετη διακόσμηση, από το Πρόπυλο και την Ανωφέρεια 59.
Κατά την άποψη του Blegen η πυρπόληση του Ανακτόρου γύρω στο 1200 π.Χ. οφείλεται στους Δωριείς. Κατά τον Γεώργιο Μυλωνά η καταστροφή μπορεί να ήταν αποτέλεσμα πειρατικής επιδρομής. Σύμφωνα με άλλους, η καταστροφή του, όπως και οι καταστροφές των άλλων σύγχρονων ανακτόρων της ηπειρωτικής Ελλάδας (Γλας, Ορχομενός, Καδμείο, Μυκήνες, Τίρυνθα), την ίδια περίοδο, πιθανότατα οφείλονται σε γενικότερες λαϊκές αναστατώσεις και εξεγέρσεις στις έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων, που οδήγησαν σε πολιτικές ανακατατάξεις. Πάντως, υπάρχουν ισχυρές μαρτυρίες, από τελευταίες κυρίως έρευνες, ότι μετά την καταστροφή, κάποια στιγμή στους σκοτεινούς χρόνους (περίπου 1100-900 π.Χ.), σημειώνεται περιορισμένη επανακατοίκηση του λόφου μέχρι και τη Γεωμετρική εποχή, ιδιαίτερα στον χώρο μεταξύ της Αποθήκης Οίνου, του Βορειοανατολικού και του Κεντρικού Κτιρίου, με σαφή ίχνη ανθρώπινης παρουσίας: κεραμική, εργαλεία και οικοδομικά λείψανα. Το στρώμα αυτό κάλυπτε περίπου το 20% του χώρου του Ανακτόρου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι συγκεκριμένα σημεία της βασιλικής κατοικίας του Νέστορα, που αναφέρονται στην Γ ραψωδία της Οδύσσειας (Τηλεμάχεια), βρίσκουν κοντινές έως ακριβείς αντιστοιχίες σε ανασκαμμένα τμήματα του Ανακτόρου του Εγκλιανού. Τέτοια είναι το θρανίο (πεζούλι) του Δωματίου 10 (πρβλ. Οδύσσεια γ, 405-412), η Αποθήκη Οίνου 104-105 (πρβλ. Οδύσσεια γ, 390-392) και η εγκατάσταση του Λουτρού 43 (πρβλ. Οδύσσεια γ, 464-469), όπου σύμφωνα με την Ομηρική περιγραφή η κόρη του Νέστορα Πολυκάστη έλουσε τον φιλοξενούμενο Τηλέμαχο.
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
Η Πύλος, αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό Πύλο και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιο. Στην αρχαιότητα ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης. Στα Βυζαντινά χρόνια, περί τον 6ο αιώνα (τότε λεγόταν «Ζόγκλος»), καταλήφθηκε από τους Αβάρους και ονομάστηκε Αβαρίνος, απ’ όπου προήλθε, κατά μία άποψη και η ονομασία Ναβαρίνο, εκ συνεκφοράς «νέο αβαρίνο», κατά την οποία και προσδιοριζόταν όλος ο κόλπος της Πυλίας με τα γύρω φρούρια, απέναντι από τα νησιά Πρώτη και Σαπιέντζα, από τα οποία και ισαπέχει. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το όνομα Ναβαρίνο είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει «μέρος με σφεντάμια».
ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΝΑΒΑΡΙΝΟΥ
Η Πύλος πέρασε από ενετική και τελικά τουρκική κατοχή. Εξεγέρθηκε το 1821, με αρχηγούς τους Γιωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη. Το 1825, ο Ιμπραήμ κατέλαβε την Πύλο και το φρούριό της Νεόκαστρο και την κράτησε μέχρι τη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Σε πλατεία της Πύλου υπάρχει μεγαλόπρεπο μνημείο, σε ανάμνηση της μεγάλης εκείνης νίκης.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Στην περιοχή της Πύλου έχουν ανακαλυφτεί αξιόλογοι αρχαιολογικοί θησαυροί. Αρχικά ήρθαν στο φως πέτρινοι τοίχοι, κομμάτια από τοιχογραφίες, δάπεδα, μυκηναϊκά αγγεία, πήλινες επιγραφές στον Επάνω Εγκλιανό. Η ανασκαφή του Εγκλιανού αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας πλούσιας ανασκαφικής δραστηριότητας που είχε αναπτύξει ο Carl Blegen (μέχρι το 1939) και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, σε προϊστορικά κέντρα της Αργολίδας και Κορινθίας αρχικά και αργότερα στην Τροία (1932-1938). Η ανακάλυψη του Ανακτόρου του Νέστορα το 1939, που ήταν καρπός της γόνιμης συνεργασίας του με τον Κ. Κουρουνιώτη, οδήγησε στη σταδιακή αποκάλυψη της καλλίτερα διατηρημένης βασιλικής κατοικίας που γνωρίζουμε έως τώρα από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα κι άνοιξε το δρόμο για τη συστηματική εξερεύνηση ολόκληρης της επικράτειας του Νέστορα. Οι έρευνες διακόπηκαν στα χρόνια του πολέμου και ξανάρχισαν το 1952 από το Σ. Μαρινάτο. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1957 ανακαλύπτεται ο κυψελοειδής τάφος του Νηλέα, πατέρα του Νέστορα, βασιλιά της Πύλου, όπως και πτέρυγα του Ανακτόρου ηλικίας 3000 ετών. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και μέχρι το 1964, οπότε ήρθε στο φως ολόκληρο σχεδόν το Ανάκτορο του βασιλιά της Πύλου Νέστορα. Ο απροσδόκητα μεγάλος αριθμός πήλινων πινακίδων με κείμενα της Γραμμικής Β (Μυκηναϊκής) Γραφής, που απέδωσε η αρχική ανασκαφή στον Εγκλιανό, συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχή εξέλιξη της προσπάθειας αποκρυπτογράφησης της γραφής από τον Michael Ventris. Το Ανάκτορο του Νέστορα βρίσκεται στο λόφο του Άνω Εγκλιανού, στη δυτική πλευρά του δημοσίου δρόμου που ενώνει την Πύλο με τη Χώρα. Απέχει 4 χλμ. νότια από τη Χώρα και 17 χλμ. βόρεια από την Πύλο. Ο λόφος υψώνεται απότομα ανάμεσα σε ρεματιές, σε μια περιοχή κατάφυτη από ελαιώνες και αμπελώνες, έχοντας εξαίρετη θέα προς τον Όρμο του Ναβαρίνου.
Το ερειπωμένο Μυκηναϊκό Ανάκτορο βρίσκεται στην ισοπεδωμένη κορυφή του λόφου του Εγκλιανού, με έκταση (170Χ90 μ.) λίγο μεγαλύτερη από το ΝΔ μισό του πλατώματος και σήμερα προστατεύεται, στο μεγαλύτερο τμήμα του, από μεταλλικό στέγαστρο. Στη γύρω περιοχή βρέθηκαν όστρακα Νεολιθικής εποχής, καθώς και κατάλοιπα Πρωτοελλαδικού οικισμού. Είναι εξακριβωμένο ότι ο λόφος του Άνω Εγκλιανού κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά τη Μεσοελλαδική εποχή (γύρω 2000 π.Χ.), οπότε και κατασκευάστηκε οχυρωματικός περίβολος γύρω από το χώρο, όπου αργότερα θεμελιώθηκε το Ανάκτορο. Η Πύλη και τμήματα των τειχών σώζονται ακόμη. Πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ακόμη, ότι τουλάχιστον ένα πρωιμότερο ανακτορικό κτίριο βρισκόταν ακριβώς κάτω από το κεντρικό κτίριο. Όμως αυτό το κτίσμα ισοπεδώθηκε στις αρχές της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β εποχής (τέλος 14ου αιώνα π.Χ.) και το νέο ανάκτορο, που το αντικατέστησε, είναι το κτίριο που βλέπουν σήμερα οι επισκέπτες. Το κτίριο υπέστη πολλές μετατροπές στη διάρκεια του 13ου αιώνα π.Χ. και σήμερα είναι ορατή η τελευταία του φάση.
Ο ανακτορικός λόφος του Εγκλιανού, σε αντίθεση με άλλες γνωστές μυκηναϊκές ακροπόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Μιδέα, Αθήνα), δεν είχε ισχυρές κυκλώπειες οχυρώσεις. Το ανάκτορο, που ήταν διώροφο, διέθετε μεγάλες αυλές, πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ιδιωτικά διαμερίσματα, εργαστήρια, λουτρά, κλιμακοστάσια, φωταγωγούς καθώς και αποχετευτικό σύστημα.
Οι πολυάριθμες ομάδες ευρημάτων που ήλθαν στο φως στη συνέχεια, στη διάρκεια της υποδειγματικής ανασκαφής των διαμερισμάτων του ανακτόρου, έδωσαν τη δυνατότητα αναγνώρισης των λειτουργιών των διαφόρων χώρων του ανακτορικού συγκροτήματος κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., εφόσον αποτελούσε οικονομικό, διοικητικό, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο, αλλά και χώρο κατοίκησης. Σε μικρή απόσταση από τα όρια της ακρόπολης βρέθηκαν δύο βασιλικοί θολωτοί τάφοι (Θολωτοί τάφοι ΙΙΙ, ΙV).
ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ
Το ανακτορικό συγκρότημα του Εγκλιανού αποτελεί ένα υπερσύνολο μέσα στο οποίο εντάσσονται διάφορα κτίρια, μεταξύ των οποίων 105 ισόγεια διαμερίσματα και άλλοι χώροι. Η ακμή του καλύπτει την περίοδο από το 1300 ως το 1200 π.Χ. περίπου. Το ανάκτορο αυτό είναι ένα από τα καλύτερα μυκηναϊκά ανάκτορα που έχουν σωθεί, πιθανολογείται ότι κτίστηκε το 13ο αιώνα π.Χ. και καταστράφηκε με την κάθοδο των Δωριέων (1100 π.Χ.). Πέρα από την απουσία ισχυρών οχυρώσεων για την προστασία του Ανακτόρου, που αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα των προγενεστέρων Κρητικών ανακτόρων, στο ανακτορικό συγκρότημα του Εγκλιανού αναγνωρίζονται πολλά Μινωικά στοιχεία, πιο πολλά απ’ όσα στα άλλα γνωστά Μυκηναϊκά ανάκτορα. Αποτελούν επιβιώσεις από την Κρητική ανακτορική αρχιτεκτονική των Νεοανακτορικών χρόνων (1700-1400 π.Χ.). Το Μινωικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική παράδοση του Εγκλιανού υποδηλώνεται και από την ύπαρξη χαράγματος διπλού πέλεκυ (Κρητικού λατομικού σημείου) σε πώρινο δόμο κάτω από το δάπεδο του Δωματίου 7 του Ανακτόρου, που θα ανήκε σε τοίχο παλαιοτέρου ανακτορικού οικοδομήματος Μινωικής, ίσως, εμφάνισης. Το λαμπρό ανακτορικό συγκρότημα της Μυκηναϊκής Πύλου καταλαμβάνει το ΝΔ τμήμα του λόφου και αποτελείται από 4 αυτοτελή κτιριακά συγκροτήματα: το Νοτιοδυτικό, το Κεντρικό, τοΒορειοανατολικό και τις Αποθήκες οίνου, ελαίου και σιταριού ενώ υπάρχουν και κάποια μικρότερα κτίσματα. Η μεγάλη ορθογώνια «αίθουσα του θρόνου» με την κυκλική εστία, το λουτρό με τον πήλινο λουτήρα και οι αποθήκες με τα πολυάριθμα αποθηκευτικά αγγεία θεωρούνται ως τα πιο σημαντικά διαμερίσματά του.ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣ
Όσον αφορά στον τρόπο οικοδόμησης των κτιρίων του Ανακτόρου, είναι απόλυτα εξακριβωμένο ότι έγινε άφθονη χρήση του ξύλου, τόσο για τις ξυλοδεσιές μέσα στους πέτρινους ή πλίνθινους τοίχους, όσο και για τους κίονες (ραβδωτούς ή απλούς), τα θυρώματα, τα φατνώματα και τις στέγες. Το γέμισμα των τοίχων, όπως και οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν από αργούς λίθους. Η επιφάνεια ωστόσο των εσωτερικών τοίχων ήταν συστηματικά επιχρισμένη με ασβεστοκονίαμα, ενώ τις σημαντικές αίθουσες διακοσμούσαν πολύχρωμες νωπογραφίες, που μερικές παριστάνουν λυράρηδες και γρύπες (σύμβολο της εξουσίας του Νέστορα). Τα δάπεδα των κυρίων αυλών και των περισσότερων χώρων κατοίκησης του Ανακτόρου έφεραν επίσης επίστρωση ασβεστοκονιάματος. Αρκετά από τα δάπεδα, όπως αυτά του Μεγάρου, είχαν γραπτές διακοσμήσεις. Κίονες, πλαίσια θυρών και παραθύρων, επενδύσεις, ταβάνια, στέγες ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, ενώ το σύστημα της ξυλοδεσιάς εφαρμόστηκε ευρέως στην τοιχοποιία, ενισχύοντας την ελαστικότητα των τοίχων και συμβάλλοντας έτσι στην αντισεισμική προστασία του κτιρίου. Είναι αποδεδειγμένο ότι τα δύο μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα, το Νοτιοδυτικό και το Κεντρικό, είχαν και δεύτερο όροφο με τοίχους από ωμές πλίνθους, που ήταν προσιτός με κλιμακοστάσια.
Λίθοι ακατέργαστοι χρησιμοποιήθηκαν για τα θεμέλια, πωρόλιθος λαξευμένος σε ορθογώνιους δόμους χρησιμοποιήθηκε για την επένδυση των προσόψεων των εξωτερικών τοίχων, σε μια πολύ επιμελημένη κατασκευή. Παρόμοιοι τέτοιοι δόμοι είναι ορατοί στο κατώτερο μέρος κάποιων εσωτερικών τοίχων καθώς και στις κλίμακες ανόδου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν ελαφρά υλικά: ωμές πλίνθοι τοποθετημένες σε σκελετό ξυλοδεσιάς και ξύλο. Η στέγη πρέπει να ήταν διαμορφωμένη σε ταράτσες ίσως και σε δύο ή περισσότερα επίπεδα. Πάνω από την αίθουσα του Θρόνου η στέγη σίγουρα θα ήταν ψηλότερη απ’ ότι στις πλαϊνές πλευρές.
ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Λίθος, ξύλο, ενδεχομένως και ορείχαλκος, χρησιμοποιούνταν μερικές φορές για διακοσμητικούς σκοπούς, αλλά το κύριο διακοσμητικό στοιχείο ήταν η τοιχογραφία, ακόμη και σε εξωτερικούς τοίχους σε στεγασμένα πρόπυλα.
Στο ανακτορικό συγκρότημα του Άνω Εγκλιανού, περισσότερο από κάθε άλλο μυκηναϊκό ανάκτορο της ηπειρωτικής Ελλάδας, διατηρούνται πολλά στοιχεία της μινωικής αρχιτεκτονικής παράδοσης: Η εκτεταμένη χρήση της ξυλοδεσιάς, οι ισόδομες λίθινες προσόψεις, οι πολυάριθμες αυλές, το πρόπυλο με τον τελετουργικό κίονα, ο χώρος του λουτρού, οι φωταγωγοί, οι χώροι με τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία, οι χώροι συναθροίσεων, το αποχετευτικό σύστημα, το μικρό ιερό καθώς και η ύπαρξη ενός ζεύγους κεράτων καθοσίωσης, που η αρχική τους θέση ήταν προφανώς στην κορυφή του κτιρίου. Ένα ακόμη μινωικό ιερό σύμβολο, ο διπλός πέλεκυς, βρέθηκε χαραγμένο, εν είδη αρχιτεκτονικού σημείου, σε πωρόλιθο κάτω από το δάπεδο του δωματίου 7. Είναι πιθανό ότι η πλάκα αυτή προερχόταν από παλαιότερο κτίσμα, ενδεχομένως μινωικής παράδοσης, που αντικατέστησε το μυκηναϊκό ανάκτορο.
Εντούτοις, τα μυκηναϊκά ανάκτορα στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα αλλά και στην Πύλο, διατάσσονται στο χώρο με διαφορετικές αρχές από τις μινωικές. Το συγκρότημα επικεντρώνεται σε ένα «μέγαρο», μια επιμήκη αίθουσα, που προσεγγίζεται μέσω μιας στοάς, συχνά με έναν προθάλαμο, που μεσολαβεί, που μπορεί να πλαισιώνεται σε μία ή και στις δύο πλευρές του από διαδρόμους, που οδηγούν σε βοηθητικά δωμάτια. Η κεντρική του θέση επιβεβαιώνει ότι το μέγαρο είχε μεγάλη σημασία, σχετική με θρησκευτικές τελετές και τελετουργίες.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ
ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟΤο Νοτιοδυτικό κτίριο, συνολικού εμβαδού 1.400 τ.μ. περίπου, γειτνιάζει με το πιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της Κάτω Πόλης, είναι παλαιότερο βασιλικό ενδιαίτημα και θεωρείται ως το Ανάκτορο του Νηλέα.
Το Ανάκτορο του Νηλέα φαίνεται ότι χτίστηκε πριν την ανέγερση του Κεντρικού κτιρίου, αλλά παρέμεινε σε χρήση ολόκληρο τον 13ου αιώνα π.Χ. μέχρι την τελική καταστροφή του ανακτορικού συγκροτήματος από πυρκαγιά, γύρω στα 1200 π.Χ. Ο σημαντικότερος και επισημότερος χώρος του, ήταν η μεγάλη επίσημη αίθουσα του Θρόνου, μια μεγάλη αίθουσα με 4 ή 6 εσωτερικούς κίονες για τη στήριξη της οροφής. Στην αίθουσα αυτή οδηγούσε ένας προθάλαμος με δύο κίονες στην ανοιχτή του πλευρά και έναν τρίτο, ανορθόδοξα από στατικής άποψης τοποθετημένο στο κέντρο, ελεύθερα, χωρίς να φτάνει στην οροφή. Την επισημότητα της κεντρικής αίθουσας μαρτυρούν τα ίχνη εστίας, και η χαμηλή κατασκευή για τη θέση του φρουρού στα δεξιά της εισόδου. Η λαμπρότητα του προθαλάμου και της αίθουσας του θρόνου επιβεβαιώνεται από τα θραύσματα των πλούσιων νωπογραφιών που στόλιζαν τους τοίχους.
Φαίνεται, ότι στην αίθουσα του Θρόνου ο άνακτας θα εκτελούσε τα ιερατικά του καθήκοντα. Χώροι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος του κτιρίου είναι ο ευρύχωρος Προθάλαμος, με δύο κίονες στην πρόσοψη και ένα τρίτο εσωτερικό, η Σκευοθήκη, που περιείχε πλήθος μαγειρικών σκευών, το πιθανολογούμενο Λουτρό, καθώς και η μεγάλη χωριστή Αποθήκη Οίνου στη βόρεια πλευρά του κτιρίου. Το συγκρότημα αυτό περιλάμβανε επίσης υπαίθριες, ελεύθερες και περίκλειστες αυλές, αποθήκες τροφίμων, κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον όροφο, φωταγωγό, καθώς και μια ισχυρή διώροφη πυργοειδή εντυπωσιακή κατασκευή με παχείς τοίχους. Η διάταξη των χώρων δεν έχει αξονική συμμετρία και παρουσιάζει εικόνα δαιδαλώδη.
ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ
Δίπλα στο Ανάκτορο του Νηλέα βρίσκεται το Κεντρικό Κτίριο, που θεωρείται ότι ήταν το Ανάκτορο του Νέστορα. Με πρόσοψη 30 μ. και μήκος 75 μ. περίπου και συνολικό εμβαδόν 2.000 τ.μ., καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση του όλου κτιριακού συγκροτήματος του λόφου. Είναι το καλύτερα διατηρημένο μυκηναϊκό ανάκτορο, που μάλιστα σώζεται όχι απλώς στα θεμέλια του, αλλά στην αρχή των τοίχων του, σε ορισμένα σημεία μέχρι και σε ύψος 1 μ. Το συμπαγές αυτό κτιριακό συγκρότημα, εκτός από το κεντρικό αίθριο και τις δύο υπαίθριες αυλές στη ΒΑ πλευρά, προσιτές μόνον από το εσωτερικό, περιλαμβάνει 50 ανεξάρτητους μικρούς και μεγαλύτερους στεγασμένους χώρους διαφόρων χρήσεων, πάνω από τους οποίους υψωνόταν ο όροφος. Το ανακτορικό συγκρότημα, αυστηρά ορθογώνιο, αντίθετα με το παλαιότερο του Νηλέα και τα άλλα μυκηναϊκά σύγχρονά του ανάκτορα, αναπτύσσεται γύρω από έναν κεντρικό άξονα, συμμετρικά και εύρυθμα υπηρετώντας προκαθορισμένες ανάγκες. Στον κεντρικό άξονα βρίσκονται σε σειρά, το Πρόπυλο, το Αίθριο και το κυρίαρχο Μέγαρο με το Προστώο, τον Πρόδομο και την Αίθουσα του θρόνου.Ως κύρια είσοδο έχει το Πρόπυλο, στη ΝΑ πλευρά, ενώ σημαντική λειτουργία φαίνεται ότι είχε, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, και ο ΒΑ Πυλώνας 41. Πυρήνας του Κεντρικού κτιρίου είναι το Μέγαρο του Βασιλιά, αποτελούμενο από την Πρόστυλη Στοά(αίθουσα), τον Πρόδομο και το Κυρίως Μέγαρο ή Αίθουσα του Θρόνου (δόμο), διαστάσεων 12,90Χ11,20 μ. και πλούσια διακοσμημένη με νωπογραφίες στο δάπεδο, στην οροφή και τους τοίχους. Το δάπεδο ήταν επιχρισμένο με κονίαμα, ζωγραφισμένο σε πυκνές σειρές τετραγώνων, τα οποία εκτός από ένα, που είχε ζωγραφισμένο ένα μεγάλο χταπόδι, ήταν διακοσμημένα με ποικίλα γραμμικά θέματα χρώματος ερυθρού, γαλάζιου, κίτρινου, άσπρου και μαύρου. Στο κέντρο της αίθουσας του θρόνου, της επίσημης, δηλαδή, αίθουσας ακροάσεων, σώζεται η μεγάλη κυκλική εστία, επιχρισμένη με ζωγραφιστό κονίαμα, η μεγαλύτερη που έχει αποκαλυφθεί έως τώρα σε μέγαρο Μυκηναίου βασιλιά. Η πήλινη εστία έχει διάμετρο 4 μ., ύψος 20 εκ. και είναι πλούσια διακοσμημένη. Την εστία πλαισιώνουν συμμετρικά γύρω από την περιφέρεια της λίθινες βάσεις 4 ξύλινων κιόνων, με 32 ραβδώσεις ο καθένας, που στήριζαν το υπερώο και το ψηλό οπαίο, που εκτός του ότι φώτιζε την αίθουσα, χρησίμευε και για τη διαφυγή του καπνού. Μεταξύ του δυτικού κίονα και της εστίας βρέθηκε μεγάλη πήλινη επιχρισμένη τράπεζα προσφορών.
Στο κέντρο της ΒΑ πλευράς της αίθουσας, αντικριστά στην εστία, βρίσκεται η θέση τουβασιλικού θρόνου. Από το θρόνο, που θα πρέπει να ήταν ξύλινος δεν σώθηκε κανένα ίχνος. Δίπλα ακριβώς από αυτόν, βρέθηκε μια κατασκευή, που συνδέεται με την τέλεση σπονδών από τον ιερουργό-βασιλιά. Ιδιαίτερα εντυπωσιακές θα ήταν οι τοιχογραφίες, που στόλιζαν τους τοίχους. Όπως προκύπτει από τα θραύσματα: ο θρόνος πλαισιωνόταν από δύο τεράστιους γρύπες που είχαν πίσω τους ένα λιοντάρι, φρουρό (σύμβολο της βασιλικής εξουσίας), ενώ στην ανατολική γωνία της αίθουσας υπήρχε τοιχογραφία με παράσταση μουσικού καθισμένου σε βράχο να παίζει λύρα.
α) Μια διώροφη πυργοειδής κατασκευή, με δικό της κλιμακοστάσιο. Ο ανασκαφέας του ανακτόρου C. Blegen, θεώρησε ότι η κατασκευή αυτή ακριβώς στο πρόπυλο του ανακτόρου προοριζόταν για την εγκατάσταση του αρχηγείου της ανακτορικής φρουράς, ήταν δηλαδή το Φρουραρχείο του ανακτόρου.
β) Δίπλα στο φρουραρχείο βρίσκεται το δεύτερο αυτοτελές διαμέρισμα. Σε αυτό κυριαρχεί ένα σχεδόν τετράγωνο δωμάτιο με τρεις εισόδους, η λεγόμενη Αίθουσα της Βασίλισσας, με την υπαίθρια περίκλειστη αυλή, τους εσωτερικούς διαδρόμους και τους βοηθητικούς χώρους της. Είναι πλούσια διακοσμημένη με νωπογραφίες στην οροφή και τους τοίχους και με μικρότερη πήλινη κυκλική εστία στο κέντρο με παρόμοια διακόσμηση.
Οι νωπογραφίες κι η εστία μαρτυρούν την επισημότητα του χώρου, ο οποίος όμως πρέπει μάλλον να συνδεθεί όχι με τη βασίλισσα, της οποίας τα διαμερίσματα θα βρίσκονταν στον όροφο, αλλά με τον επικεφαλής και τους αξιωματούχους της φρουράς.
γ) Το τρίτο αυτόνομο διαμέρισμα χαρακτηρίζεται από ένα μικρό επίμηκες δωμάτιο με μόνιμη πήλινη ασάμινθο (λουτήρα), διακοσμημένο εσωτερικά με γραπτή διακόσμηση και δύο πιθάρια για νερό, ενσωματωμένα σε πεζούλι. Πλήρης δηλαδή εγκατάσταση υγιεινής, αν και φορητοί πήλινοι λουτήρες είναι γνωστοί και από άλλες 5 μεσσηνιακές θέσεις. Από τον ανασκαφέα θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για το βασιλικό Δωμάτιο του Λουτρού.
Άλλοι αυτοτελείς χώροι της κεντρικής πτέρυγας, όλοι κατά μήκος της αριστερής πλευράς της είναι μερικά δικάμαρα διαμερίσματα με εσωτερική επικοινωνία, διαδοχικά τοποθετημένα: σκευοθήκη, όπου βρέθηκαν 6.000 πήλινα αγγεία και οικιακά σκεύη, κυλικείο με αίθουσα αναμονής και το αρχείο.
ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ
Σημαντικότατη, τέλος, θέση στην όλη λειτουργία του ανακτορικού συγκροτήματος κατέχει το Αρχείο, όπου σε δύο συνεχόμενα δωμάτια ήταν εγκατεστημένο το κέντρο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής του Ανακτόρου. Το Αρχείο βρίσκεται στην είσοδο του κεντρικού ανακτορικού συγκροτήματος, δίπλα στο εξωτερικό Πρόπυλο. Στο Αρχείο βρέθηκαν 1.000 περίπου πήλινες πινακίδες, ολόκληρες ή αποσπασματικές, με επιγραφές στη Γραμμική Β Γραφή. Οι πινακίδες διατηρήθηκαν τυχαία όταν η πυρκαγιά, που κατέστρεψε το ανακτορικό συγκρότημα, κατέκαψε και το δωμάτιο, όπου φυλάσσονταν, γι’ αυτό αντιστοιχούν στην τελευταία διοικητική χρονιά του ανακτόρου.
Τα κείμενα των πινακίδων είναι στην πλειονότητά τους οικονομικοί κατάλογοι με απογραφές αγαθών και καταγραφές εμπορικών συναλλαγών και φοροεισπράξεων, καθώς και καταγραφές προσφορών και αφιερωμάτων στους θεούς δίνοντας πολύ σημαντικές πληροφορίες για την παραγωγή των προϊόντων, την αποθήκευσή τους, τη διανομή των αγαθών, τη διάθεσή τους στο εμπόριο, αλλά και για την πολιτική συγκρότηση, τη διοικητική διάρθρωση, την οικονομία, τη δομή της κοινωνίας των Μυκηναίων καθώς και στοιχεία για τη λατρεία. Το περιεχόμενο των πινακίδων θα ήταν άγνωστο εάν ο βρετανός αρχιτέκτονας Michael Ventris δεν είχε κατορθώσει, το 1952, μετά από επίμονες προσπάθειες να αποκρυπτογραφήσει τη Γραμμική Β Γραφή, μελετώντας τις πινακίδες από την Πύλο.
ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ
Στην ακρόπολη, έξω από τα όρια του ανακτόρου (στα ΒΑ) και εντελώς ανεξάρτητο από αυτό, βρίσκεται και το λεγόμενο Βορειοανατολικό κτίριο, που φαίνεται ότι συγκέντρωνε σημαντικές βιοτεχνικές δραστηριότητες. Αποτελείται από 6 χώρους μ’ ένα Διάδρομο ανάμεσά τους και πιθανότατα από ένα στεγασμένο Προστώο με κιονοστοιχία. Μπροστά του υπάρχει μικρή Αυλή με ορθογώνιο βωμό. Από τα δωμάτια του κτιρίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν 3 χώροι: η Αποθήκη, το Εργαστήριο και η Οπλοθήκη (αντίστοιχη με αυτή του Νεωτέρου Καδμείου στη Θήβα), μέσα στην οποία βρέθηκαν εκατοντάδες μικρές χάλκινες αιχμές βελών. Από το χώρο του Εργαστηρίου προέρχονται και πήλινες ενεπίγραφες πινακίδες, πολλές από τις οποίες αναφέρονται σε επισκευές δερμάτινων ή μεταλλικών ειδών, σε προμήθειες χαλκού ή δερμάτων και σε εξαρτήματα αρμάτων, απεικονίσεις των οποίων δεν λείπουν κι από τις τοιχογραφίες του Ανακτόρου. Τα παραπάνω στοιχεία σε συνδυασμό με τις αιχμές βελών, που αποκαλύφθηκαν, δείχνουν ότι αυτό το συγκρότημα ήταν εργαστήριο πολεμικών ειδών και οπλοστάσιο του ανακτόρου. Ο πιο ενδιαφέρων όμως χώρος του συγκροτήματος αυτού είναι ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, ανοιχτό στην πρόσοψή του, ανάμεσα σε δύο ογκώδεις παραστάδες και με ορθογώνιο λίθινο βωμό απέναντι από την είσοδο. Όπως υποδηλώνει ενεπίγραφη πινακίδα, από αυτές που βρέθηκαν στο χώρο, πρόκειται για Ιερό αφιερωμένο στη θεά Πότνια Ιππία, θεότητα ταυτισμένη με την Αθηνά. Με βάση επιγραφική μαρτυρία από το Κτίριο, είναι πιθανόν η Αποθήκη, το Εργαστήριο και το Οπλοστάσιο να βρίσκονταν κάτω από τη προστασία της Αθηνάς.
ΑΠΟΘΗΚΗ ΟΙΝΟΥ
Τέλος, εκτός από τη μακρόστενη Σκευοθήκη, στα νότια του Κεντρικού κτιρίου, μέσα στην οποία φυλάσσονταν πάνω από 850 αγγεία, υπάρχει, σε εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο, η μεγάλη κεντρική Αποθήκη Οίνου. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο δικάμαρο κτίσμα, μεγάλων διαστάσεων, εκτός των ορίων του ανακτόρου, εμβαδού 250 τ.μ. Είχε ιδιαίτερο Προθάλαμο, προορισμένο για τον υπεύθυνο της διάθεσης του κρασιού, και κύριο Δωμάτιο, που περιείχε 35 πιθάρια για κρασί, διευθετημένα σε σειρές, που βρίσκονταν στις πλευρές του μεγάλου δωματίου και σε διπλή σειρά κατά μήκος του κεντρικού του άξονα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα από τα 60 πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στην Αποθήκη υπήρχε ιδιαίτερο εγχάρακτο σημείο της Γραμμικής Β Γραφής, δηλωτικό του κρασιού.ΟΙ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ
Από τη μελέτη των κειμένων των 1.100 και πλέον πινακίδων της Γραμμικής Β που βρέθηκαν στο κεντρικό Αρχείο, αλλά και σε άλλους χώρους του μεγάλου συγκροτήματος του Εγκλιανού, προέκυψαν άφθονα στοιχεία για την έντονη βιοτεχνική και εμπορική δραστηριότητα που είχε αναπτυχθεί με κέντρο το Ανάκτορο, για τη συστηματική οργάνωση των διαφόρων λειτουργιών του και τη διοίκηση που ασκούσε. Αντλήθηκαν, επίσης, πολύτιμες πληροφορίες για τη διάρθρωση της Μυκηναϊκής κοινωνίας της Πύλου στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο βασιλιάς, για τη διαίρεση και εκμετάλλευση της γης και για τον τρόπο είσπραξης των φόρων από το Ανάκτορο. Ορισμένες πινακίδες καταγράφουν προσφορές σε λατρευτικές θεότητες και θρησκευτικές τελετουργίες, ενώ άλλες κάνουν αναφορές σε προετοιμασίες για την αποτελεσματική φύλαξη των ακυών. Εξαιρετική σημασία αποκτά μια ομάδα πινακίδων που αναφέρονται λεπτομερειακά στη διαδικασία παραγωγής, αποθήκευσης και διάθεσης του αρωματικού ελαίου, που ήταν ένα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα του Ανακτόρου. Ως τόπος παρασκευής του έχει προταθεί η νεώτερη Αυλή, γνωστή κι ως Αυλή της Βασίλισσας, ενώ κύριοι χώροι φύλαξής του φαίνεται ότι ήταν η Αποθήκη και το δωμάτιο πάνω από τον Προθάλαμο. Αξίζει ακόμη να τονισθεί ότι η λέξη Πύλος εμφανίζεται σε αρκετές από τις πινακίδες.
ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Το Ανάκτορο του Εγκλιανού καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά στα τέλη της Υστεροελλαδικής III-Β περιόδου, γύρω στο 1200 π.Χ., που ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τις πυκνές ξυλοδεσιές των τοίχων του κτιρίου και τις μεγάλες ποσότητες αποθηκευμένου λαδιού. Όπως συνέβη και με το Μυκηναϊκό ανάκτορο του Βοιωτικού Ορχομενού και αντίθετα με ό,τι συνέβη στο Μυκηναϊκό ανάκτορο των Θηβών (το Νεώτερο Καδμείο), οι βασιλικοί ένοικοι φαίνεται ότι είχαν προλάβει να αφαιρέσουν από τα διαμερίσματα του Ανακτόρου τα περισσότερα πολύτιμα αντικείμενα κι έπιπλα πριν την καταστροφή. Ωστόσο, για μερικά από αυτά έχουμε ακριβείς περιγραφές στα κείμενα των πινακίδων από το αρχείο του Ανακτόρου. Έφτασαν, ακόμη, μέχρις εμάς και κομμάτια ενός ασημένιου κυπέλλου με ένθετη διακόσμηση, από το Πρόπυλο και την Ανωφέρεια 59.
Κατά την άποψη του Blegen η πυρπόληση του Ανακτόρου γύρω στο 1200 π.Χ. οφείλεται στους Δωριείς. Κατά τον Γεώργιο Μυλωνά η καταστροφή μπορεί να ήταν αποτέλεσμα πειρατικής επιδρομής. Σύμφωνα με άλλους, η καταστροφή του, όπως και οι καταστροφές των άλλων σύγχρονων ανακτόρων της ηπειρωτικής Ελλάδας (Γλας, Ορχομενός, Καδμείο, Μυκήνες, Τίρυνθα), την ίδια περίοδο, πιθανότατα οφείλονται σε γενικότερες λαϊκές αναστατώσεις και εξεγέρσεις στις έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων, που οδήγησαν σε πολιτικές ανακατατάξεις. Πάντως, υπάρχουν ισχυρές μαρτυρίες, από τελευταίες κυρίως έρευνες, ότι μετά την καταστροφή, κάποια στιγμή στους σκοτεινούς χρόνους (περίπου 1100-900 π.Χ.), σημειώνεται περιορισμένη επανακατοίκηση του λόφου μέχρι και τη Γεωμετρική εποχή, ιδιαίτερα στον χώρο μεταξύ της Αποθήκης Οίνου, του Βορειοανατολικού και του Κεντρικού Κτιρίου, με σαφή ίχνη ανθρώπινης παρουσίας: κεραμική, εργαλεία και οικοδομικά λείψανα. Το στρώμα αυτό κάλυπτε περίπου το 20% του χώρου του Ανακτόρου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Ανάκτορο του Εγκλιανού, με τη μορφή που έλαβε κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., κρίνεται απόλυτα ισάξιο με τα σύγχρονά του ανακτορικά κτίσματα της Αργολίδος και της Βοιωτίας. Μπορεί με βεβαιότητα να αναγνωρισθεί ως η κατοικία των μελών της βασιλικής δυναστείας των Νηλειδών, της πιο ισχυρής τοπικής δυναστείας, γνωστής από την αρχαία Ελληνική παράδοση, που θα μπορούσε να κατέχει τέτοιο ανάκτορο κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή. Αρχηγός της Δυναστείας των Νηλειδών ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο Νηλέας, πρίγκιπας από τη Θεσσαλία. Μετά από φιλονικία με τον αδελφό του Πελία, βασιλιά της Ιωλκού, μετοίκησε στη Μεσσηνία και έκτισε την Πύλο ή την κατέλαβε από τον κτίστη της, τον Μεγαρέα Πύλο. Την δόξασε τόσο που ο Όμηρος ονομάζει την Πύλο «πόλη του Νηλέως» (Νηλήιο Πύλο, π.χ. Οδύσσεια γ 4). Γιος του Νηλέα ήταν ο Νέστωρας, ο συνετός βασιλιάς, που κυβέρνησε την Πύλο επί 3 γενεές. Είχε ακόμη σημαντικό ηγετικό ρόλο στην πρώτη ενωμένη Ελληνική στρατιωτική επιχείρηση, την εκστρατεία κατά της Τροίας, οδηγώντας 90 πλοία, δεύτερος μόνο σε ναυτική δύναμη μετά τον άνακτα των Μυκηνών, τον Αγαμέμνονα.Αξίζει να σημειώσουμε ότι συγκεκριμένα σημεία της βασιλικής κατοικίας του Νέστορα, που αναφέρονται στην Γ ραψωδία της Οδύσσειας (Τηλεμάχεια), βρίσκουν κοντινές έως ακριβείς αντιστοιχίες σε ανασκαμμένα τμήματα του Ανακτόρου του Εγκλιανού. Τέτοια είναι το θρανίο (πεζούλι) του Δωματίου 10 (πρβλ. Οδύσσεια γ, 405-412), η Αποθήκη Οίνου 104-105 (πρβλ. Οδύσσεια γ, 390-392) και η εγκατάσταση του Λουτρού 43 (πρβλ. Οδύσσεια γ, 464-469), όπου σύμφωνα με την Ομηρική περιγραφή η κόρη του Νέστορα Πολυκάστη έλουσε τον φιλοξενούμενο Τηλέμαχο.