17 Ιουνίου 1964. Το ελληνικό ποδόσφαιρο και η ελληνική κοινωνία έρχονται αντιμέτωποι με το ξαφνικό, αυθεντικό, αναρχικό και ενωτικό ξέσπασμα των φιλάθλων δύο αιώνιων αντιπάλων. Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού ένωσαν αρχικά τις φωνές τους και στην συνέχεια τις δυνάμεις τους για να δείξουν την αγανάκτηση τους σε κάτι που στα μάτια τους φαινόταν “σάπιο”. Έναν ημιτελικό κυπέλλου που οι ποδοσφαιριστές και των δύο ομάδων φαίνονταν κατώτεροι των περιστάσεων και της φανέλας που φορούσαν. Από την κούραση και την ζέστη της ημέρας σύμφωνα με τους τελευταίους, από την επιθυμία τους να υπάρξει επαναληπτικός αγώνας για να καρπωθούν από τις εισπράξεις σύμφωνα με τους φιλάθλους.
Ο αγώνας, υπό τα βλέμματα 25.000 φιλάθλων και των δύο ομάδων στο γήπεδο της Λεωφόρου , κύλισε υποτονικά στην κανονική του διάρκεια και έληξε 1-1, αποτέλεσμα που οδηγούσε σε παράταση όχι όμως σε πέναλτι αν παρέμενε ισόπαλο το αποτέλεσμα αλλά σε επαναληπτικό αγώνα ο οποίος θα γινόταν στο στάδιο Καραϊσκάκη. Οι παίκτες συνέχισαν να παίζουν ακόμη πιο υποτονικά και να χάνουν ευκαιρίες που όπως περιγράφουν οι εφημερίδες της εποχής δεν χάνονται με τίποτα. Οι αποδοκιμασίες πληθαίνουν, έρχονται τόσο από φιλάθλους του Παναθηναϊκού όσο και του Ολυμπιακού και σε λίγο αρχίζουν τα συνθήματα. “Θα μπούμε μέσα”, “Απατεώνες”, “Αλήτες”. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το “άχαστο” του Μίμη Δομάζου στο 112'. Ο κορυφαίος σκόρερ του “τριφυλλιού” αστοχεί από απόσταση τριών μέτρων σε κενή εστία. Τα κιγκλιδώματα αρχίζουν να δονούνται.
Διαιτητές, παίκτες και “παγκίτες” δεν πρόλαβαν να πάρουν ανάσα καθώς οι φίλαθλοι που είχαν σπάσει τα κιγκλιδώματα, είχαν σπάσει πλέον και τον αστυνομικό κλοιό και προέλαυναν στα αποδυτήρια. Καταφεύγουν στο κλειστό του μπάσκετ όπου και εκεί γίνονται αντιληπτοί. Μέχρι να έρθει η αστυνομία πέφτουν μερικές ψιλές και τελικά όσοι είχαν λόγο να κρύβονται από το μαινόμενο πλήθος φυγαδεύονται στο μυστικό “δωματιάκι” όπου δεν ξεμύτισαν παρά αργά το βράδυ. Στα αποδυτήρια είχε βρεθεί και ο ρεπόρτερ της “Βραδυνής” ο οποίος συνομίλησε με τον Ολλανδό διαιτητή:
“ Ο παλύψηλος διαιτητής κ. Μάρτενς έντρομος μου εξηγούσε την απόφασι του να διακόψη τον αγώνα, ενώ κάθε τόσο κοιτούσε προς την πόρτα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να δεχθή επίθεσι, ανεύθυνος στην πραγματικότητα αυτός. «Την στιγμή που οι θεαταί τράνταζαν τα κάγκελα πίστεψα ότι θα γινόταν ή συντέλεια του κόσμου. Άθελα μου θυμήθηκα τον διαιτητή του αγώνος Αργεντινής – Περού και σκέφθηκα μήπως ήμουν εγώ ο υπεύθυνος της μανίας του κόσμου (σ.σ. Ο αγώνας Περού – Αργεντινής είχε πραγματοποιηθεί τρεις εβδομάδες νωρίτερα για την προκριματική φάση των Ολυμπιακών του Τόκυο, στην Λίμα. Ο διαιτητής του αγώνα ακύρωσε γκολ των γηπεδούχων με αποτέλεσμα το πλήθος να ξεσπάσει και να υπάρξουν 318 νεκροί. Το σύνθημα “Περου – Περού” ακούστηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια του ημιτελικού στην Λεωφόρο). Ήταν αδύνατον να συνεχίσω το μάτς. Αν μέναμε ακόμη ένα λεπτό δεν ξέρω αν τώρα θα είμαστε ζωντανοί. Όσα χρόνια και αν περάσουν θα θυμάμαι με φρίκη την εικόνα αυτή”.
Στο γήπεδο πλέον σχεδόν το σύνολο των οπαδών, Ολυμπιακών και Παναθηναϊκών, είχε επιδοθεί σε βανδαλισμούς υπό το απαθές βλέμμα των αστυνομικών που είχαν πάρει εντολή άνωθεν, και συγκεκριμένα από τον διοικητή της Αστυνομίας Κανελάκη, να μην αντιδράσουν και εξαγριώσουν περαιτέρω το πλήθος. Η εντολή για παθητική στάση από τα όργανα της τάξης αποτυπώνεται από την συνομιλία που είχε ρεπόρτερ της “Ακρόπολης” με αστυνομικό: “Έχουμε διαταγή να μην προβούμε είς δυναμικές συγκρούσεις. Ο προϊστάμενος μας εδήλωσε: Αν δώσετε σφαλιάρα, θα σας κόψω το χέρι. Αν κλωτσήσετε, θα σας κόψω το πόδι”. Καθώς όμως τα χέρια τους τους έτρωγαν αλλά και οι εντολές ήταν εντολές οι αστυνομικοί (σ.σ. σε μία από τις πλέον σουρεάλ σκηνές που θα ήθελα να ζήσω) άρχισαν να χειροκροτούν τους καταστροφείς για να εισπράξουν την επευφημία “Ζήτω η Αστυνομία”.
“Σε μία στιγμή ευρίσκοντο μέσα στον αγωνιστικό χώρο ίσος αριθμός απαθών αστυνομικών και μαινομένων νεανίσκων. Ευκολώτατα θα μπορούσε να επιβληθή ή τάξις, έστω και τότε. Προτίμησαν όμως να λένε: «Ελάτε παιδιά, φτάνει πιά. Αρκετά τους εκδικηθήκατε». Οι άλλοι φρενιασμένοι τους απαντούσαν:«Μας έχουν ψήσει τόσα χρόνια και μας κοροϊδεύουν συνέχεια. Τώρα θα τους βάλουμε μυαλό εμείς»”. Οι συνολικές ζημίες στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας φέρεται ότι ξεπέρασαν το 1.000.000 δραχμές.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Δ.Ι. Κοκκινάκη από την εφημερίδα “Ακρόπολη” το μόνο που διεσώθη από το γήπεδο του Παναθηναϊκού ήταν τα δημοσιογραφικά θεωρεία. “Όχι παιδιά, εδώ κάθονται οι δημοσιογράφοι... Αυτοί είναι με το μέρος μας, συμβούλευσε κάποιος από τους επικεφαλείς του «ξηλώματος» μία ομάδα φιλάθλων που εκινείτο προς τους πάγκους που έχουν παραχωρηθή δια τον Τύπον. Και η επίθεσις εματαιώθη”.
Οι παίκτες παρέμειναν “αμπαρωμένοι”, και φρουρούμενοι από την αστυνομία, έως αργά το βράδυ και όπως αναφέρουν τα δημοσιεύματα είχαν συμφιλιωθεί. “Με την αγωνία και τον φόβον ζωγραφισμένον στα πρόσωπα τους και οι 22 παίκται δεν εβασανίζοντο παρά από μία μόνον σκέψιν: «Πως να ξεφύγουν από τους διώκτας των»... Αντιμετωπίζοντες «κοινήν μοίραν» οι ποδοσφαιρισταί μέσα είς τήν «φωλεάν» των, κατέστρωναν σχέδια αποδράσεως από τον ασφυκτικόν κλοιόν... Στοχυολογούμεν μερικές από τίς ιδέες τους:
Βουτσαράς (Παναθηναϊκού): Εγώ θα βγώ μέ τήν φανέλλα του Ολυμπιακού.
Γ. Σιδέρης (Ολυμπιακού): Μόνον αν έρθη ελικόπτερο θα φύγω.
Πολυχρονίου (Ολυμπιακού): Θα περιμένω να ξημερώση.
Ανδρέου (Παναθηναϊκού): Θα περάσω ... ως Ανδρέου
Στεφανάκος (Ολυμπιακού) Λουκανίδης (Παναθηναϊκού) Πλήρης ομοφωνία. Να κάμωμε ηρωϊκή έξοδο...”
Κανείς τους δεν προχώρησε στα σχέδια που κατέστρωναν. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε ο Βαγγέλης Πανάκης, ο βετεράνος αρχηγός του Παναθηναϊκού. Με πλήρη μυστικότητα και χωρίς να φανερώσει πριν σε κανένα το σχέδιο του, μεταμφιέστηκε σε εισπράκτορα λεωφορείου και έφυγε ανενόχλητος ανάμεσα στο πλήθος που κατέστρεφε ακόμη το γήπεδο. Την στολή φρόντισε να του την προμηθεύσει ένα πιστός φίλος του.
Όσο οι ποδοσφαιριστές βρίσκονταν εις την «φωλεάν των» δεν γνώριζαν ότι περιουσιακά τους στοιχεία είχαν γίνει στόχος του μαινόμενου πλήθους.
“Κρατώντας ψηλά τα «λάφυρα» της παραφροσύνης τους μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα εκύκλωσαν τα γραφεία της ΕΠΟ, στην οδό Ακαδημίας, τα καταστήματα των Λουκανίδη (Φωκίωνος Νέγρη), Δομάζου (πλατεία Βικτωρίας), Σιδέρη (Εμμαν. Μπενάκη), Πολυχρονίου (οδός Χαλκοκονδύλη) και Στεφανάκου όπου προέβησαν σε καταστροφάς εκδιωχθέντες τελικώς από την προστρέξασαν αστυνομίαν. Θύμα της μανίας του πλήθους υπήρξε και ο Παπαεμμανουήλ, το αυτοκίνητον του οποίου κατεστράφη εξ ολοκλήρου”.
Τόσο οι παίκτες όσο και οι παράγοντες, ποτέ, κανείς δεν παραδέχθηκε ότι υπήρξε “συμπαιγνία”. Δεκαετίες μετά τα γεγονότα, η εκπομπή Παρασκήνιο της ΕΡΤ σε αφιέρωμα της για την “Λεωφόρο” φιλοξενεί το Δομάζο, τον αρνητικό πρωταγωνιστή του 112', ο οποίος ανέφερε ότι “στα είκοσι χρόνια που παίζω, αν υπάρχει παιχνίδι Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού συνεννοημένο, εγώ θα χάσω τα γαλόνια μου”. Αλλά και από το ρεπορτάζ της εποχής στις στιγμές που οι ποδοσφαιριστές ήταν πολιορκημένοι από τους φιλάθλους δεν προέκυψε κάτι “ενοχοποιητικό”. Υπενθυμίζεται ότι ο Τύπος – ανεξαρτήτου πολιτικής τοποθέτησης – είχε πάρει σαφή θέση ότι το παιχνίδι ήταν σικέ. Το ρεπορτάζ της επόμενης ημέρας της “Ακρόπολης” από τα αποδυτήρια μεταφέρει διαλόγους μεταξύ των αντιπάλων:
“Ανδρέου (απευθυνόμενος προς τον Σιδέρην): Μωρέ Γιώργο, δεν το έβαζες εκείνο το γκολ! Αν έμπαινε δεν θα τραβούσαμε αυτά που περνάμε.
Σιδέρης: Μήπως μ' άφησες κι' εσύ να κάνω το θαύμα μου;
Πρώτη φορά στα χρονικά των αγώνων Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού οι αντίπαλοι εφαίνοντο απογοητευμένοι που δεν ενίκησαν οι ... αντίπαλοι”.