H γιαγιά μου κάποτε μου είχε πει μια ιστορία για τον πατέρα της με έναν τράγο. Ο προπάππος μου μόλις είχε τελειώσει η κατοχή κι ενώ η Αθήνα ήταν ακόμα χωριό κι όχι η γνωστή τσιμεντούπολη που όλοι γνωρίζουμε, γυρνώντας από την δουλεία στο σπίτι βλέπει μπροστά του έναν τράγο. Ήξερε πως κανένας γείτονας δεν είχε στην κατοχή του κάποιον τράγο και σκέφτηκε ότι από κάπου θα είχε φύγει και βρέθηκε στην περιοχή. Μην γνωρίζοντας σε ποιον ανήκει είπε να τον πάρει, αλλά την ώρα που πλησίασε τον τράγο για να τον πάρει τον είδε να αλλάζει και να γίνεται κάτι σαν άνθρωπος με κέρατα και πόδια τράγου.
Μόλις κατάλαβε τι ήταν αυτό, ο προπάππος το έβαλε στα πόδια κι αυτό άρχισε να τον κυνηγάει. ο προπάππος πρόλαβε να μπει στο σπίτι του και ζήτησε από τα παιδιά του και την γυναίκα του να κλειδαμπαρώσουν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα. Τότε όλες οι πόρτες και τα παράθυρα άρχισαν να τρέμουν με βροντές και ακούστηκε μια φωνή, «βγες έξω, είσαι δικός μου», βλασφημίες και άλλα τέτοια. Η προγιαγιά μου και τα παιδιά τα έχασαν. Ο προπάππος μου τους εξήγησε τι είχε γίνει και η προγιαγιά μου κατάλαβε έτσι πήρε λιβάνι και λιβάνισε όλο το σπίτι και προσευχήθηκε σε μια εικόνα της Παναγίτσας που είχε για να φύγει το κακό. Μέτα από λίγο οι βροντές και οι φωνές σταμάτησαν και όλα ηρέμησαν.