Στις 4 Ιουνίου του 1456 οι Τούρκοι έφτασαν στην Αθήνα και την κατέλαβαν ειρηνικά με συνθηκολόγηση του Δούκα Acciaiuoli το 1458. Μετά την πλήρη κατάκτηση της Αθήνας από τους Οθωμανούς την διετία 1456-58, την πόλη επισκέφτηκε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, ο άνθρωπος που κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ, άνθρωπος με ευρεία μόρφωση και θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, ήρθε στην Αθήνα για να θαυμάσει τα μνημεία του παρελθόντος για τα οποία είχε τόσα πολλά ακούσει. Σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι Αθηναίοι παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση στον Σουλτάνο, εκείνος τους παραχώρησε αρκετά προνόμια και άφησε παρακαταθήκη στους νεώτερους να προστατεύουν και να τιμούν τα παλιά μνημεία της πόλης. Την διοίκηση της πόλης επέβλεπε ο Πασάς που έδρευε στο Νεγρεπόντε (την σημερινή Χαλκίδα), την τάξη εξασφάλιζε μικρό στρατιωτικό τμήμα Οθωμανών, που είχε την έδρα του στην Ακρόπολη και την δικαιοσύνη απένεμε ο Οθωμανός δικαστής που ονομαζότανε καδής. Οι Αθηναίοι διατήρησαν τους δικούς τους τοπικούς άρχοντες με περιορισμένες εξουσίες, κυρίως για τα ζητήματα ανάμεσα στους χριστιανούς. Οι άρχοντες αυτοί ονομάζονταν δημογέροντες και προέρχονταν από τις 10-12 παλιές αρχοντικές οικογένειες της πόλης. Ο υπόλοιπος λαός διακρινόταν σε γαιοκτήμονες (νοικοκυραίους), σε έμπορους και βιοτέχνες (παζαρίτες) και τους χωρικούς (ξωτάριδες) που κατοικούσαν στα μικρά αραιοκατοικημένα χωριά της υπαίθρου γύρω από την πόλη σε ολόκληρη την Αττική, τα κατάλοιπα των Δήμων της εποχής της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τα μέλη της κάθε κοινωνικής τάξης φορούσαν και διαφορετική ενδυμασία που τους διέκρινε μεταξύ τους. Σύντομα ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τζαμί με ένα κτίσμα που έβλεπε προς την Μέκκα στο εσωτερικό του αρχαίου ναού, όπως επί βυζαντινών χρόνων ο αρχαίος ναός της Αθηνάς είχε μετατραπεί σε ναό της Παρθένου Παναγίας. Επίσης, οι Ορθόδοξοι Έλληνες ξαναλειτούργησαν τα παλιά μοναστήρια τους που είχαν κλείσει ή μετατραπεί σε καθολικά επί της κυριαρχίας των Λατίνων και ίδρυσαν και νεώτερα κυρίως στον Υμηττό και στην Πεντέλη. Σε εκείνη την εποχή έζησε και η περίφημη Ρηγούλα Μπενιζέλου, γόνος παλαιάς Αθηναϊκής οικογένειας, που λόγω του φιλανθρωπικού της έργου ανακηρύχτηκε αργότερα άγια από την Ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα Φιλοθέη. Από το όνομα της αγίας πήρε και το όνομά της η σημερινή περιοχή της Φιλοθέης, γιατί εκεί υπήρχε ο τάφος της. |
Οι ίδιοι οι Αθηναίοι ονομαζόμενοι από τον κατακτητή «ραγιάδες» πλήρωναν αρκετούς φόρους μεταξύ των οποίων επαχθέστερος ήταν ο κεφαλικός φόρος (χαράτσι) και κάποιες φορές το παιδομάζωμα κυρίως τον 16ο αιώνα. Κατά το παιδομάζωμα οι Οθωμανοί επέλεγαν από τις ελληνικές οικογένειες παιδιά μικρότερα από δώδεκα χρονών. Τα μικρά αγόρια τα μετέτρεπαν σε πολεμιστές, τους λεγόμενους γενιτσάρους και τα κορίτσια τα οδηγούσαν στο χαρέμι του Σουλτάνου. Τα σπίτια των πλέον ευκατάστατων αθηναϊκών οικογενειών ήταν διώροφα με μεγάλη εσωτερική αυλή που περιβαλλόταν από υψηλούς τοίχους γύρω-γύρω. Οι περιορισμοί περιλάμβαναν για τους σκλαβωμένους Αθηναίους την υποχρέωσή τους να φοράνε συγκεκριμένα ρούχα και πολλές άλλες απαγορεύσεις. Οι σπουδαιότερες απ' αυτές ήταν η απαγόρευση να κτίζουν ψηλότερα σπίτια από των Μουσουλμάνων, να φέρουν όπλα, να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη, να ιππεύουν άλογα και να φοράνε πολυτελή ρούχα. Τα περισσότερα στοιχεία που γνωρίζουμε για την ιστορία της πόλης αυτούς τους χρόνους προέρχονται από διάφορα τοπικά αρχεία και τις διηγήσεις πολλών επισκεπτών που έρχονταν εδώ για να θαυμάσουν τα αρχαία μνημεία και να γνωρίσουν από κοντά την παλαιά δόξα των αρχαίων Αθηνών. Από τους περιηγητές προήλθε και το όνομα Settines που διαβάζουμε σε χάρτες των δυτικών της εποχής. Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο γεγονός πως οι Έλληνες έλεγαν «στην Αθήνα» και από παραφθορά αυτής της φράσης προήλθε η εσφαλμένη ονομασία των ξεχασμένων Αθηνών. Το 1667 επισκέφτηκε την πόλη και ο περίφημος τούρκος ταξιδευτής Εβλιά Τσελεμπί που στις αναμνήσεις του επαίνεσε πολύ την πόλη με την αρχία αίγλη. Το 1645 ο έλεγχος των Αθηνών περιήλθε στον αρχιευνούχο του χαρεμιού που διατηρούσε ο Σουλτάνος στο παλάτι του στο περίφημο Τοπ Καπί. Αυτή την περίοδο η ζωή των Αθηναίων καλυτέρευσε αισθητά. Το 1656 ένας κεραυνός έπληξε τα Προπύλαια στην Ακρόπολη που ανατινάχτηκαν γιατί εκεί φύλαγαν οι κατακτητές το μπαρούτι για τα κανόνια τους. Τότε σκοτώθηκε και ο Γιουσούφ Αγάς που σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο των παλιών Αθηναίων τον κεραυνό τον έστειλε ο Άγιος Δημήτριος γιατί ο αγάς σχεδίαζε να βομβαρδίσει τους Έλληνες την ημέρα της γιορτής του Άγιου. Την ίδια περίπου περίοδο, οι Γάλλοι μοναχοί του τάγματος των Καπουτσίνων ίδρυσαν καθολική μονή στην θέση που σήμερα βρίσκεται η Αγία Αικατερίνη και το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτους. Στις αναμνήσεις Καπουτσίνων μοναχών που δημοσιεύτηκαν στην Δύση μαθαίνουμε πως εκείνη την εποχή υπήρχαν και λειτουργούσαν πολλές μικρές εκκλησίες που είχαν κτιστεί κυρίως με τα υλικά κατεστραμμένων αρχαιοτήτων. Άλλοι ονομαστοί επισκέπτες των Αθηνών ήταν το 1670 ο Σπον και ο Γουήλερ (Wheler) που περιέγραψαν αναλυτικά τα μνημεία της παλιάς Αθήνας όπως σώζονταν ακόμα. Οι Βενετοί ουδέποτε αναγνώρισαν την κυριαρχία των Οθωμανών στο Αιγαίο και συνεχώς τους αμφισβητούσαν διάφορα κάστρα και νησιά, όπως στην περίπτωση της Αθήνας το 1464 και το 1687. Το 1687 οι Βενετοί κατόρθωσαν να καταλάβουν την Αττική, κατά την διάρκεια κάποιου από τους πολλούς πολέμους που διεξήγαγαν κατά των Τούρκων, και διατήρησαν την κυριαρχία τους για δυο σχεδόν χρόνια. Τότε μάλιστα, στην προσπάθεια του Μοροζίνι να καταλάβει την πόλη από τους Τούρκους, καταστράφηκε και ο Παρθενώνας από μια εύστοχη βολή του βενετσιάνικου πυροβόλου που χτυπούσε τους Τούρκους που είχαν οχυρωθεί στην Ακρόπολη. Επίσης ο Μοροζίνι εγκαταλείποντας την Αθήνα ξανά στους Τούρκους το 1689 πήρε μαζί του και ένα μαρμάρινο λιοντάρι από το λιμάνι του Πειραιά και το μετέφερε στην Βενετία, όπου το θαυμάζουν και σήμερα οι επισκέπτες της. Από ένα παρόμοιο μαρμάρινο λιοντάρι ονομάστηκε το επίνειο των Αθηνών, ο Πειραιάς, Πόρτο Λεόνε. Μετά την εγκατάλειψη της πόλης από τους Βενετούς οι περισσότεροι κάτοικοι κατέφυγαν σε περιοχές που κατείχαν ακόμα οι Βενετοί, στην Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, καθώς επίσης και στην γειτονική Σαλαμίνα, όπως γινόταν τα αρχαία χρόνια σε εποχές εισβολών επικίνδυνων εχθρών. Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα άρχισαν να επιστρέφουν και τελικά επέστρεψαν οι περισσότεροι από όσους είχαν φύγει, μετά από την αμνηστία που έδωσε στους Αθηναίους ο Σουλτάνος. Επίσης επέστρεψαν και λιγότεροι Τούρκοι που εγκαταστάθηκαν και πάλι στην πόλη. Από τότε και πέρα η παρουσία των Τούρκων στην πόλη δεν ανερχόταν σε μεγάλους αριθμούς, όπως πριν την επίθεση του Μοροζίνι. Οι Οθωμανοί έκτισαν λιγοστά καινούρια κτίρια, κυρίως θρησκευτικού και διοικητικού χαρακτήρα. Το 1721 ιδρύθηκε ο Μεντρεσές, ένα θρησκευτικό Οθωμανικό ίδρυμα που προοριζόταν για την μελέτη των ιερών κειμένων τους. Και το 1759 κτίστηκε και το γνωστό τζαμί μπροστά από τον σημερινό σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι. Τότε για το κτίσιμό του χρησιμοποιήθηκε και μια κολώνα από το ναό του Ολυμπίου Διός που ανατινάχτηκε με δυναμίτη και όπως γνωρίζουμε από την ιστορία ο Πασάς της Χαλκίδας στην δικαιοδοσία του οποίου ανήκε και η Αθήνα τιμωρήθηκε από τον Σουλτάνο με μεγάλο πρόστιμο γιατί παρέβη τις εντολές του Μωάμεθ του Πορθητή, που είχε ζητήσει από τους Τούρκους να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν τα αρχαία μνημεία των Αθηνών. Από την άλλη πλευρά το 1750 ο πλούσιος έμπορος Ντέκας έκτισε μια σχολή, εκεί όπου η σημερινή οδός Ντέκα κοντά στην Πλάκα, για να μπορούν να φοιτούν εκεί τα παιδιά των φτωχών Αθηναίων. Επίσης πολλοί περιηγητές συνέχισαν να επισκέπτονται την πόλη, μεταξύ των οποίων οι Edward Gibbon και οι Stuart και Revett οι οποίοι δημοσίευσαν ένα περίφημο έργο για τις αρχαιότητες της πόλης με πολλές γκραβούρες. Έτσι, μετά την δημοσίευση αυτού του περίφημου έργου έγιναν γνωστές στην Δύση και με πολλές εικόνες οι αρχαιότητες γεγονός που προκάλεσε αύξηση των επισκεπτών. Τότε επισκέφτηκε την πόλη ο γνωστός Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και αργότερα στις αρχές του 19ου αιώνα ο γνωστός βρετανός ποιητής Λόρδος Μπάιρον με τον φίλο του Χομπχάουζ. Από τότε είναι γνωστός και ο τρυφερός έρωτας του ποιητή για την νεαρή Τερέζα Μακρή, στο σπίτι των γονιών της οποίας είχε φιλοξενηθεί και για την οποία έχει γράψει μερικά πολύ ωραία ποιήματά του. Το 1772 ο Χατζή Αλί Χασεκί αγόρασε τον Μαλικανέ των Αθηνών και τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε βοεβόδας των Αθηνών και ξεκίνησε την επιχείρησή του να βγάλει όσα λεφτά μπορούσε από τους Αθηναίους. Το 1777 ορδές Τουρκαλβανών λυμαίνονταν την περιοχή και ο βοεβόδας με την συμμετοχή των Ελλήνων έκτισε ένα χαμηλό τοίχο γύρω από την πόλη, τον Σερπετζέ, για να προστατεύεται η πόλη. Τότε για το κτίσιμο του τείχους χρησιμοποιήθηκαν πολλά μαρμάρινα και πέτρινα τμήματα από τα αρχαία μνημεία. Η διοίκηση του Χασεκί διήρκεσε 20 σχεδόν χρόνια, μέχρι το 1792 οπότε ο Σουλτάνος τον έδιωξε από βοεβόδα και τον τιμώρησε, μετά από πολλά παράπονα των Αθηναίων. Άλλο σημαντικό γεγονός ήταν στις αρχές του 19ου αιώνα η κλοπή των μαρμάρινων γλυπτών του Παρθενώνα με την άδεια των Τούρκικων αρχών από τον βρετανό Λόρδο Έλγιν. Τότε στις παραμονές της επανάστασης οι κάτοικοι των Αθηνών υπολογίζονταν γύρω στις 10 έως 12 χιλιάδες ψυχές. |