Ο Ντάνι θυμάται τη νύχτα εκείνη που αποφάσισε να πάει στο δάσος, με νωπές ακόμα τις μνήμες από το χαμό του καλύτερού του φίλου. Αφού έφτασε, κάθισε και για αρκετή ώρα περισυλλογιζόταν, δίχως να μπορεί όμως να βρει γαλήνη στη σκέψη του. Αυτό, μέχρι τη στιγμή που ξεπρόβαλε ξαφνικά μια παρουσία μέσα από τους θάμνους. Η μορφή παρέπεμπε στο παρουσιαστικό του φίλου του. Του ίδιου φίλου που του έλειπε. Του ίδιου φίλου που τόσο πολύ αγαπούσε. Του ίδιου φίλου που θρηνούσε. Το «πλάσμα» τον πλησίασε με αργό και μηχανικό τρόπο.
Ο Ντάνι σάστισε και έμεινε ακίνητος. Τα συναισθήματά του αντικρουόμενα. Κάθε βήμα που έφερνε αυτήν την άγνωστη και απόκοσμη φιγούρα όλο και πιο κοντά, του δημιουργούσε ευφορία και συνάμα ανατριχίλα. Όταν η απόσταση μεταξύ τους μηδενίστηκε, ο Ντάνι άρχισε να παρατηρεί. Παρατηρούσε σιωπηλός, αλλά μέσα του έβραζε. Του ερχόταν να ουρλιάξει, αλλά η καρδιά του δεν τον άφηνε. Τρομολαγνεία και ευτυχία, δυο συναισθήματα τόσο αντικρουόμενα που τη δεδομένη στιγμή είχαν γίνει ένα.
Ο καλύτερός του φίλος βρισκόταν εκεί μπροστά του, όμως δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Δεν ήταν καν το ίδιο πλάσμα. Δεν ήταν ζωντανός, δεν ήταν νεκρός. Ήταν κάτι ανάμεσα και στα δυο. Ένα αποκύημα όχι της φαντασίας, αλλά μιας φριχτής αλήθειας που ο ανθρώπινος νους δε δύναται να δεχτεί.