Τα γεγονότα έχουν συμβεί πριν 17 χρόνια, και είναι νωπά ακόμα στις μνήμες όσων το έχουν ζήσει που κατέφυγαν ως και σε φάρμακα για να τα αποβάλουν από το μυαλό τους. Τα πρόσωπα έχουν αλλαχτεί για ευνόητους λόγους. H ιστορία είχε γίνει στην Αμερική στο Σαν Φρανσίσκο...
Ήταν Μάρτιος του 1991 και το παντρεμένο ζευγάρι με το όνομα Τζορτζ και Μάρθα ήταν έτοιμοι να βγουν για φαγητό με τον πρόεδρο της εταιρίας που δούλευε ο Τζορτζ. Είχαν στολιστεί και ετοιμαστεί και περίμεναν ένα πράγμα. Την νταντά που προσλάμβανε για να προσέχει τον οκτάχρονο γιο τους Μάρτιν. Η ώρα περνούσε και η νταντά αργούσε να έρθει. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο και η νταντά ήταν στην άλλη γραμμή. Η νταντά τους είχε πει πώς θα αργούσε και άλλο επειδή ήταν στο γιατρό με τη θεία της και έπρεπε να μείνει. Οι γονείς δεν ήξεραν τι να κάνουν μιας και δεν ήθελαν να χάσουν το δείπνο επειδή ήταν σημαντικό. Ο Μάρτιν που κατάλαβε τι έγινε, είπε στην μαμά του να μην ανησυχεί και πως θα μπορούσαν να φύγουν αφού κλείδωνε ο ίδιος καλά τη πόρτα και θα περίμενε την νταντά να έρθει. Θα πρόσεχε πολύ. Η μητέρα δεν ήθελε αλλά ο γιος της ήταν τόσο πειστικός που τους έπεισε τελικά. Το ζευγάρι αποχώρισε από το σπίτι και ο Μάρτιν αφού κλείδωσε καλά τη πόρτα, πήγε στην κουζίνα όπου έβγαλε από το ψυγείο μια σακούλα με ποπ κορν, τα γέμισε σε ένα μεγάλο μπολ και έβαλε στο ποτήρι του κόκα κόλα. Πήγε στο σαλόνι, άνοιξε τη τηλεόραση και ήταν έτοιμος να απολαύσει το θρίλερ που έπαιζε, μέχρι να ερχόταν η νταντά όπου και αναγκαστικά θα πήγαινε στο δωμάτιο του. Η ώρα πέρασε και άλλο, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν απλά καταιγίδα που ξέσπασε ξαφνικά, και άρχισε στο λεπτό να βρέχει μανιωδώς. Ο Μάρτιν συνέχιζε να βλέπει τηλεόραση, μέχρι που έγινε το χειρότερο. Η καταιγίδα ήταν τόσο ισχυρή που έπεσαν τα φώτα του σπιτιού και της γειτονιάς. Η τηλεόραση έκλεισε, και ο Μάρτιν περίμενε τώρα την νταντά να έρθει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Όταν μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε μια φωνή να λέει, “Για, θέλεις να παίξουμε; θέλεις να παίξουμε κρυφτό;”. Ο Μαρτίν τρόμαξε. Δεν άκουσε κανέναν θόρυβο από κάποιον να μπαίνει στο σπίτι, και η πόρτα ήταν καλά κλειδωμένη, καθώς και τα παράθυρα. Η φωνή ήταν παιδική και ενός μικρού κοριτσιού. Ξανακούστηκε πιο έντονα αυτή τη φορά. “Θες να παίξουμε; θες να παίξουμε; θες να παίξουμε;”. Ο Μάρτιν πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να μην κλάψει, κράτησε τις δυνάμεις του, πέταξε κάτω τα ποπ κορν και την κόκα κόλα, και μη κάνοντας άλλο θόρυβο, κατευθυνόταν με αργά βήματα στο δωμάτιο του. Μπήκε στο δωμάτιο και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Περίμενε την νταντά. Η ώρα πέρασε και η φωνή δεν ακουγόταν άλλο. Ο Μάρτιν ήταν ακόμα τρομαγμένος, μέχρι που χτύπησε η πόρτα. Αμέσως σκέφτηκε πως ήταν η νταντά που τελικά ήρθε. Βγήκε από το κρεβάτι του, άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά, και πήγαινε προς την εξώπορτα. Όταν η φωνή ξανακούστηκε αλλά αυτή την φορά δυνατά, “έλα να παίξουμε, έλα να παίξουμε”. ο Μάρτιν γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε…….. και άρχισε να ουρλιάζει. Η νταντά που άκουσε τις κραυγές με την βοήθεια των γειτόνων έσπασε τη πόρτα και βρήκε το παιδί στο πάτωμα μη μπορώντας να αναπνεύσει. Αμέσως κάλεσε ασθενοφόρο και πήγαν στο νοσοκομείο, όπου έφτασαν και οι γονείς εκεί έντρομοι. Μετά από μέρες και αφού οι γιατροί προσπαθούσαν να δουν τι φόβισε το παιδί τόσο πολύ, Ο Μάρτιν έβγαλε μόνο μια φράση από το στόμα του, “δεν έχει πρόσωπο, δε έχει πρόσωπο”. Ο Μάρτιν δεν ξαναμίλησε, και 2 χρόνια μετά ήταν υπό την ιατρική περίθαλψη γιατρών και ψυχολόγων. Οι γονείς ποτέ δεν έμαθαν τι είχε συμβεί. Παρά μόνο 8 μήνες αργότερα πολλοί στη γύρω περιοχή άρχισαν να κάνουν εικασίες για ένα παλιό εργοστάσιο εγκαταλειμμένο. Η ιστορία έλεγε πώς το 1950 κάτι παιδιά είχαν μπει κρυφά μέσα για να παίξουν κρυφτό. Τότε ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά και τα παιδιά χωρίς τη βοήθεια κανενός εγκλωβίστηκαν μέσα και κάηκαν ζωντανά. Μάλιστα τα πτώματα ήταν τόσο καμένα που σόκαραν και τον ίδιο τον ιατροδικαστή. Από τότε έλεγαν πολλοί για περίεργα πράγματα που συνέβαιναν στο εργοστάσιο μιας και δεν ξανακτίστηκε. Δυο παιδιά που πήγαν εκεί πέρα βράδυ, άκουγαν γέλια και φωνές να ακούγονται από μέσα και φυσικά το έβαλαν στα πόδια. Ο Μάρτιν δεν ξαναμίλησε παρά μόνο στα 22 του χρόνια και με τη βοήθεια ύπνωσης εκμυστηρεύτηκε τι του συνέβη. Η υπόθεση είναι ακόμα ανοιχτή...