Η Ελληνική Χωροφυλακή ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο σώμα ασφαλείας της Ελλάδας για 150 χρόνια. Συστήθηκε με διάταγμα την 1η Ιουνίου 1833, ανήμερα των γενεθλίων του βασιλιά Όθωνα, ως Βασιλικό Σώμα Χωροφυλακής και μετονομάσθηκε αργότερα σε Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή και στη συνέχεια σε Ελληνική Χωροφυλακή, όπου και έφθασε μέχρι το 1984 όταν με απόφαση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου συγχωνεύθηκε με την Αστυνομία Πόλεων σε ενιαίο αστυνομικό σώμα υπό τη σύγχρονη ονομασία Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.).
Η Χωροφυλακή, ένας από τους σπουδαιότερους οργανισμούς του ελληνικού κράτους για πολλά χρόνια, ήταν υπεύθυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια σε όλη την Ελλάδα εκτός από την Αθήνα, τον Πειραιά, την Πάτρα και την Κέρκυρα, που ήταν αρμοδιότητα της Αστυνομίας Πόλεων. Επίσης, ήταν υπεύθυνη για την αστυνόμευση του προσωπικού του Ελληνικού Στρατού μέχρι το 1951(οπότε και δημιουργήθηκε η ΕΣΑ) και την προστασία της βασιλικής οικογένειας. Ήταν σώμα με στρατιωτική οργάνωση και πειθαρχία και οι άντρες του πολέμησαν γενναία σε όλους τους πολέμους που διεξήγαγε το ελληνικό κράτος από το 1897 έως το 1949, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζαν το έγκλημα, όντας έτσι πρωταγωνιστές σε πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας.
Στον εμφύλιο και στα χρόνια που ακολούθησαν, στο διεθνές πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, η Χωροφυλακή έγινε το κύριο όργανο της αντικομμουνιστικής εκστρατείας του ελληνικού κράτους και οι άνδρες της απέκτησαν φήμη απηνούς διώκτη όλων των πολιτών που δεν ανήκαν πολιτικά στη Δεξιά, κάτι που αποτυπώθηκε στη γνωστή φράση της εποχής «ο φόβος του χωροφύλακα».
Πρόδρομοι της Χωροφυλακής
Πρόδρομοι της Χωροφυλακής ήταν η Πολιταρχεία που ιδρύθηκε στο Ναύπλιο το 1828, η οποία είχε καθήκοντα κυρίως εκτελεστικής δύναμης και η Eκτελεστική Δύναμη Πελοποννήσου, μία Πεντακοσιαρχία που είχε διαιρεθεί σε διάφορα τμήματα της Πελοποννήσου που λάμβαναν της ονομασία του τόπου εγκατάστασής τους. Επικεφαλής της δύναμης αυτής ήταν ο Ιωάννης Μακρυγιάννης και αποστολή είχε την εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας, επιδεικνύοντας θετική δράση στην καταπολέμηση της ληστείας. Σημειώνεται ότι πολλοί κλέφτες και αρματολοί μεμονωμένοι συνέχιζαν να παραμένουν στα βουνά ως ανένταχτοι στο νέο καθεστώς.
Στις 29 Ιανουαρίου 1829 ο Ιωάννης Καποδίστριας με ψήφισμά του δημοσίευσε τον «Κανονισμό της αστυνομίας και καθηκόντων αυτής». Τα καθήκοντα αυτά ήταν κυρίως ο έλεγχος κίνησης αλλοδαπών και κατοίκων άλλων επαρχιών, ο έλεγχος - παρακολούθηση και καταστολή συνομωσιών, ο έλεγχος οπλοφορίας, ο έλεγχος επαιτών, λεσχών και καφενείων, ο έλεγχος οικοδομών, η φρούρηση φυλακών, η εκτέλεση διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων και η άσκηση δικαστικής αστυνομίας.
Οι Πολιταρχίες αυτές φαίνεται να λειτούργησαν για τη δημόσια ασφάλεια με επιτυχία, όχι όμως και μεταξύ τους από τις συνεχείς φιλονικείες και έριδες. Έτσι, με τη δολοφονία του Καποδίστρια ακολούθησε αφ' ενός μεν μια κοινωνική ασυδοσία όπου το «κατ' εντολήν τότε κράτος» οδηγήθηκε σε αναρχία με πλήρη αδυναμία παροχής στοιχειώδους προστασίας του λαού από ληστές και λοιμούς και αφετέρου ένας αλληλοσπαραγμός των καπεταναίων των σωμάτων αυτών που δεν είχε προηγούμενο μέχρι την άφιξη του Όθωνα.
Όταν ανέλαβε ο Όθωνας στο ανεξάρτητο πλέον κράτος, αυτό βρισκόταν σε μια άθλια κατάσταση, με τους πλέον δυσμενείς οιωνούς για την αποκατάσταση της τάξης, για την οποία και ανέλαβε δυναμικά το σώμα των 5.000 Βαυαρών στρατιωτών που συνόδευε τον νέο βασιλιά.
Ίδρυση της Χωροφυλακής
Στις 12 Ιουνίου 1833, δηλαδή μόλις 12 ημέρες μετά την έκδοση του σχετικού διατάγματος που περιείχε 34 άρθρα, συγκροτήθηκε το Σώμα Χωροφυλακής από επίλεκτους άνδρες των προηγουμένων Πολιταρχιών, διαρθρούμενο από έναν αρχηγό, 10 μοιράρχους, 24 υπομοιράρχους, 1 «καταλυματία» (αντίστοιχος βαθμός, περίπου, του σημερινού ανθυπασπιστού), 103 ενωμοτάρχες, 120 έφιππους χωροφύλακες και 800 πεζούς χωροφύλακες, συνολικής δύναμης 1059 ανδρών.
Σημειώνεται ότι τότε η Αντιβασιλεία είχε χωρίσει διοικητικά τον ελληνικό χώρο σε δέκα νομούς και 42 επαρχίες, αντικαθιστώντας το καθεστώς των δημογερόντων με τους δημάρχους των ορισθέντων δήμων. Σύμφωνα με το σκεπτικό του διατάγματος εκείνου, το νέο αυτό Σώμα αποτελούσε συμπληρωματικό τμήμα του υπό σύσταση ελληνικού στρατού.
Στις 10 Νοεμβρίου του ίδιου έτους δημοσιεύθηκε και ο «Κανονισμός της Υπηρεσίας του Σώματος» που αποτελούταν από 283 άρθρα, στα οποία προστέθηκαν ακόμη 4 στις 31 Ιανουαρίου του 1834. Ο κανονισμός αυτός ήταν ένας συνδυασμός γερμανικών και γαλλικών νομοθετημάτων, λαμβάνοντας υπόψη την ελληνική πραγματικότητα. Πράγματι οι Βαυαροί πέτυχαν μ' αυτό να καταστήσουν την πρώτη «μαγιά» έννομης τάξης και ν' αντιμετωπίσουν το πολιτικό εκείνο χάος. Πρωτεργάτες σ' αυτό υπήρξαν ο βασιλιάς Όθωνας και ο φιλέλληνας Γάλλος συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος.
Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα 1833-1835 (περίοδος Αντιβασιλείας) δαπανήθηκαν για μεν τον βαυαρικό στρατό, που είχε λίγο μειωθεί, 8.828.500 περίπου δραχμές, ενώ για τη Χωροφυλακή, συμπεριλαμβάνοντας και τον οπλισμό της, περίπου 1.108.000 δραχμές.
Σημειώνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα 1833-1835 (περίοδος Αντιβασιλείας) δαπανήθηκαν για μεν τον βαυαρικό στρατό, που είχε λίγο μειωθεί, 8.828.500 περίπου δραχμές, ενώ για τη Χωροφυλακή, συμπεριλαμβάνοντας και τον οπλισμό της, περίπου 1.108.000 δραχμές.
Ονομασία - σύμβολα
Η αρχική βασιλική ονομασία δεν ενείχε καμία προσωποπαγή σημασία, απλά ακολούθησε τη γενικότερη εφαρμογή των χωρών που είχαν ή έχουν βασιλεία ακόμα και σήμερα (π.χ. Βασιλική Πρεσβεία, Βασιλικό Ναυτικό, ή Αεροπορία Αγγλίας, Δανίας, Ισπανίας, Σουηδίας κ.λπ.), ή ακόμα και προϊστάμενοι υπηρεσιών, π.χ. Βασιλικός Έφορος, Πρέσβης, Επίτροπος κ.λπ.
Η βοιωτική ασπίδα αποτελούσε το έμβλημα της Ελληνικής Χωροφυλακής.
Περίοδος 1833 - 1905
Πρώτος αρχηγός του νεοσύστατου αυτού σώματος ανέλαβε ο Γάλλος φιλέλληνας συνταγματάρχης Φραγκίσκος Γκραγιάρ που ήταν ήδη διορισμένος από τον Φεβρουάριο του 1833 αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του βασιλιά Όθωνα. Οι πρώτοι δέκα που κατατάχθηκαν και που ανέλαβαν τη διοίκηση των ισάριθμων μοιραρχιών ήταν οι: Αντώνης Μαυρομιχάλης, Νικόλαος Πετιμεζάς,Ηλίας Πανάς, Κωνσταντίνος Βλαχόπουλος, Δημήτριος Δεληγιώργης, Ιωάννης Βελέντζας, Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος,Γεώργιος Κλεώπας, Μιχάλης Σισίνης, και Γεώργιος Βοϊνέσκος, σχεδόν όλοι αρχηγοί προηγουμένων ατάκτων σωμάτων. Ομοίως και οι 25 υπομοίραρχοι, που κατατάχθηκαν τότε, αποτελούσαν εξαίρετες προσωπικότητες της εποχής και ήταν ό,τι το καλύτερο είχε να επιδείξει τότε το αναγεννημένο ελληνικό κράτος, κατάλληλο για το αντικείμενο, σε ανθρώπινο δυναμικό. Οι παραπάνω νέοι μοίραρχοι ανέλαβαν τις ισάριθμες μοιραρχίες που ορίσθηκαν στις πρωτεύουσες των 10 τότε νομών του κράτους που ήταν:Ναύπλιο (πρωτεύουσα), Πάτρα, Καλαμάτα, Τρίπολη, Μυστράς, Μεσολόγγι, Σάλωνα, Αθήνα, Χαλκίδα και Ερμούπολη.
Αλλά και οι χωροφύλακες που κατατάχθηκαν εθελούσια, ηλικίας 25 έως 40 ετών, (και που γνώριζαν γράμματα και γραφή και είχαν τετραετή ευδόκιμη προϋπηρεσία στο στρατό), μετά από πολλή αυστηρή επιλογή και έγγραφη δήλωση συμμόρφωσης επί του Β.Δ. 3/3/1833 «Περί διαλύσεως ατάκτων σωμάτων», μετέτρεψαν τον επιδειχθέντα ζήλο τους για ανεξαρτησία σε έφεση επί της αναζητούμενης ευνομίας και της προόδου του νέου Σώματος.
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, η εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη ήταν η πλέον δυσμενής. Θεωρούσαν γενικά ότι η ληστεία και η πειρατεία ήταν ελληνικά και μόνο προϊόντα συμπεριφοράς, (κάνοντας συνειρμούς με τις λέξεις "γκρες", "γκρης", "γκρεκ"). Αυτό όμως ήταν τελείως άδικο αφού οι διάφορες ληστοσυμμορίες που είχαν εμφανισθεί προηγουμένως προέρχονταν από το τουρκικό έδαφος και στις οποίες για διάφορους λόγους ο αγροτικός πληθυσμός μπορεί να παρείχε αρχικά κάποια συνδρομή, πλην όμως ουδέποτε, στις ενέργειες αυτών, συμμετείχε ο ίδιος. Παρά ταύτα, η νεοϊδρυθείσα Χωροφυλακή καλούταν ν' αλλάξει άρδην αυτή την εικόνα, γεγονός που πέτυχε και μάλιστα σε σύντομο χρόνο.
Το 1861 ιδρύθηκε η Σχολή της Χωροφυλακής ως τμήμα του Υπουργείου Στρατιωτικών και η εκπαίδευση του προσωπικού της άρχισε να λαμβάνει χώρα σε εγκαταστάσεις του στρατού. Το 1893, με τον νόμο ΒΡΠΗ΄, η Χωροφυλακή επιφορτίστηκε και με την άσκηση αστυνόμευσης της υπαίθρου την οποία προηγουμένως διαχειρίζονταν οι δήμοι. Τα νέα αυτά καθήκοντα καθόριζαν με λεπτομέρειες οι νόμοι ΓΡΞΕ΄ του 1906 και ΓΦΟΖ΄ του 1910.
Το 1899 ιδρύθηκε και η Κρητική Χωροφυλακή, ακολουθώντας το ιταλικό πρότυπο, η οποία συγχωνεύθηκε με τη Βασιλική Χωροφυλακή το 1913 (Ν.Δ. 10/7/1913), με την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Περίοδος 1906 - 1967
Το 1906 η Χωροφυλακή ανασυγκροτήθηκε αποκτώντας τις δικές τις εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις. Τέσσερις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Πάτρα και η Κέρκυρα), απέκτησαν τη δική τους Αστυνομία Πόλεων τη δεκαετία του 1920 (Νόμος 1370/1918) και η Χωροφυλακή διατήρησε την ευθύνη όλης της υπόλοιπης επικράτειας. Τα δύο Σώματα ήταν αυτόνομα, είχαν τον δικό τους αρχηγό και μόνο σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους.
Άλλα αστυνομικά σώματα
Παράλληλα και λίγο μετά την έκδοση του ιδρυτικού διατάγματος της Χωροφυλακής, εκδόθηκε και το πρώτο διάταγμα «Περί Λιμενίων Αρχών» με σκοπό την αστυνόμευση του θαλάσσιου χώρου και τη πάταξη της πειρατείας που συνεχιζόταν στα ελληνικά ύδατα. Την αρμοδιότητα αυτή ανέλαβε το τότε Βασιλικό Ναυτικό, του οποίου είχε ξεκινήσει η αναδιοργάνωση. Επίσης, περί το τέλος εκείνου του έτους, στις 27 Δεκεμβρίου 1833 καθιερώθηκε και η Δημοτική Αστυνομία με τη διαίρεση της χώρας σε δήμους.
Άλλα αστυνομικά σώματα που ιδρύθηκαν κατά την οθωνική περίοδο ήταν η Οροφυλακή, η Εθνοφυλακή και η Διοικητική Αστυνομία με περιορισμένα όμως καθήκοντα δημόσιας ασφάλειας όπως η φύλαξη των συνόρων και του συνταγματικού καθεστώτος.
Πολλοί χωροφύλακες πήραν μέρος ανεπίσημα στον Μακεδονικό Αγώνα. Αποσπάσματα της Χωροφυλακής πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Οι πολεμικές αυτές δραστηριότητες την κρατούσαν προσκολλημένη στη στρατιωτική δομή της και στο να παραμελεί τα αμιγώς αστυνομικά της καθήκοντα. Μετά το 1935 μεταλλάχτηκε σταδιακά σε ένα αμιγώς αστυνομικό σώμα, μια πορεία που διακόπηκε κατά τη στρατιωτική δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940), τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1940-1945) και τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) στον οποίο η Χωροφυλακή έπαιξε σημαντικό ρόλο, όπως και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974). Το 1946 η Χωροφυλακή έπαψε να αποτελεί οργανικό τμήμα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και μετατάχθηκε στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Το 1969 η Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή μετονομάσθηκε σε Ελληνική Χωροφυλακή. Την ίδια χρονιά απέκτησε και το τελευταίο (στην ιστορία της) έμβλημα, τη βοιωτική ασπίδα.
Το 1981 ήλθε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αρχικά προσπάθησε να συνεργαστεί με τη Χωροφυλακή, αλλά υπήρχε η αίσθηση ότι το Σώμα ασχολούταν περισσότερο με την παρακολούθηση πολιτικών φρονημάτων και λιγότερο με την καταπολέμηση του εγκλήματος.
Η Χωροφυλακή τη στιγμή της συγχώνευσης (Οκτώβριος 1984) είχε δύναμη 30.000 περίπου ατόμων και το νέο αστυνομικό σώμα διατήρησε την προϋπάρχουσα δομή της, όχι όμως τη στρατιωτική.
Διακριτικά βαθμών της Ελληνικής Χωροφυλακής
Διακριτικά Βαθμών των Αξιωματικών στην Ελληνική Χωροφυλακή | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αντιστράτηγος(Αρχηγός) | Υποστράτηγος | Ταξίαρχος | Συνταγματάρχης (Αστυνομικός Διευθυντής) | Αντισυνταγματάρχης (Αστυνομικός Υποδιευθυντής) | Ταγματάρχης | Μοίραρχος | Υπομοίραρχος | Ανθυπομοίραρχος | ||
Διακριτικά Βαθμών των Υπαξιωματικών στην Ελληνική Χωροφυλακή | ||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ανθυπασπιστής | Ενωμοτάρχης | Υπενωμοτάρχης | ||||||
Οχήματα
Μεταπολεμικά, το Σώμα προέβη στην αγορά ποικίλων μεταφορικών μέσων: Περιπολικά («κούρσες» και τζιπ), μοτοσικλέτες, λεωφορεία και άλλα βοηθητικά οχήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 απέκτησε τα πρώτα περιπολικά του (κούρσες), μάρκας Ford Fairlane. Λίγο αργότερα απέκτησε τζιπ Willys Overseas. Τα συγκεκριμένα οχήματα (Ford και Willys) χρησιμοποιήθηκαν στη νεοσύστατη τότε (1960) Υπηρεσία Αμέσου Επεμβάσεως (αντίστοιχη με την υπηρεσία Αμέσου Δράσεως που ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1959 από το Σώμα της Αστυνομίας Πόλεων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έπειτα η προμήθεια οχημάτων γινόταν με όλο και αυξανόμενους ρυθμούς. Τότε αγοράστηκαν περιπολικά Volvo "Αμαζόνες" (1964),Chevrolet Chevelle (1966) και Vauxhall Cresta (1967 και 1970). Τα δε επόμενα χρόνια (Δεκαετία 1970 και αρχές δεκαετίας 1980) το Σώμα απέκτησε -μεταξύ άλλων- περιπολικά Ford Taunus (1971), Fiat 125 Special (1971), Ford Cortina (1972), Plymouth Valiant (δύο γενιές: 1970 και 1974), Fiat 132 (1973 και 1975), Datsun Bluebird (1977), Mitsubishi Galant (1976, 1978, 1980 και 1984), Volvo 264GL (1977 και 1979), Datsun 120Y (1978), Datsun Violet (1981), Nissan Stanza (1982), Fiat 131 Supermirafiori (1983). Επίσης, απέκτησε τζιπ Land Rover (1969 και 1970), ARO M-461 (1970 έως 1973), ARO 240 (1975 έως 1977) και Nissan Patrol (1981 και 1984), μίνι λεωφορεία Mercedes Benz και Hino, γερανούς Dodge, ανακριτικά Dodge Κ-160, φορτηγά Hanomag, μοτοσικλέτες CZ (1970) (175cc).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έπειτα η προμήθεια οχημάτων γινόταν με όλο και αυξανόμενους ρυθμούς. Τότε αγοράστηκαν περιπολικά Volvo "Αμαζόνες" (1964),Chevrolet Chevelle (1966) και Vauxhall Cresta (1967 και 1970). Τα δε επόμενα χρόνια (Δεκαετία 1970 και αρχές δεκαετίας 1980) το Σώμα απέκτησε -μεταξύ άλλων- περιπολικά Ford Taunus (1971), Fiat 125 Special (1971), Ford Cortina (1972), Plymouth Valiant (δύο γενιές: 1970 και 1974), Fiat 132 (1973 και 1975), Datsun Bluebird (1977), Mitsubishi Galant (1976, 1978, 1980 και 1984), Volvo 264GL (1977 και 1979), Datsun 120Y (1978), Datsun Violet (1981), Nissan Stanza (1982), Fiat 131 Supermirafiori (1983). Επίσης, απέκτησε τζιπ Land Rover (1969 και 1970), ARO M-461 (1970 έως 1973), ARO 240 (1975 έως 1977) και Nissan Patrol (1981 και 1984), μίνι λεωφορεία Mercedes Benz και Hino, γερανούς Dodge, ανακριτικά Dodge Κ-160, φορτηγά Hanomag, μοτοσικλέτες CZ (1970) (175cc).
Xαρακτηριστική αποτέλεσε η προμήθεια μοτοσικλετών μεγάλου κυβισμού ΒΜW (1973 και 1976), Harley Davidson Electra Glide (τέλη δεκαετίας '60), Moto Guzzi (1973), Suzuki, καθώς και η προμήθεια τεθωρακισμένων MOWAG (οι λεγόμενες "αύρες") σε δύο εκδόσεις (Roland και Grenadier) (1974 έως 1976).