Τα λαμόγια ήταν οι βοηθοί, οι αβανταδόροι των παπατζήδων. Ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως στα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου για να προσδιορίσει τους τσιλιαδόρους, που υποκρίνονταν τον παίκτη του παπατζή, για να προσελκύσουν τα θύματα.
Η λέξη λαμόγια προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος). Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε, δήθεν φοβισμένος «la moglie, la moglie», (λαμόγιε...), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο, δεν τήρουσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του). Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα.
Υπάρχουν, επίσης, μάλλον αδύνατες ερμηνείες, που υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Ισπανική λέξη “el moyo”ή από τη λέξη “la molla”.