Ο Πόλεμος των Φόκλαντς ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 1982 και ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Αντίπαλοι, η Μεγάλη Βρετανία, που κατείχε τα νησιά Φόκλαντς, Νότια Γεωργία και Νότια Σάντουιτς και η Αργεντινή, που τα διεκδικούσε τουλάχιστον από το 1833. Τα Φόκλαντς -Μαλβίνας για τους Αργεντινούς- βρίσκονται στ' ανοιχτά της Αργεντινής και αποτελούν ένα σύμπλεγμα νησιών, με 3.000 κατοίκους και περισσότερους πιγκουΐνους.
Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου υπήρξε η εμφάνιση 50 αργεντίνων εμπόρων σιδηρομεταλλευμάτων στα νησιά της Νότιας Γεωργίας στις 19 Μαρτίου 1982. Δημιούργησαν μία πρόχειρη εγκατάσταση και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής, χωρίς να θεωρήσουν τα διαβατήριά τους. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε εχθρική πράξη από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έξι μέρες αργότερα έστειλε το περιπολικό σκάφος Endurance για να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Εμποδίστηκε, όμως, από την κορβέτα Guerrico του πολεμικού ναυτικού της Αργεντινής.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 ο λαός της Αργεντινής βρισκόταν κάτω από την μπότα της Χούντας του στρατηγού Γκαλτιέρι. Το καθεστώς αντιμετώπιζε οξύτατη κοινωνική αναταραχή, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που συνεχώς χειροτέρευε. Η Χούντα βρήκε τη βολική διέξοδο να φουντώσει το εθνικό συναίσθημα με μία στρατιωτική επιχείρηση στα Φόκλαντς. Αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών ήταν μία συμβολική κατάληψη των Φόκλαντς, που θα επισήμανε στη διεθνή κοινότητα τα απαράγραπτα δικαιώματά της στα νησιά.
Απόβαση βρετανών κομάντος στη Νότια Γεωργία
Το γενικό επιτελείο της Αργεντινής, μετά την αποφασιστική στάση της Βρετανίας, αλλάζει στρατηγική και αντί της συμβολικής κατάληψης επιλέγει τη διατήρηση των νησιών, έπειτα και από λαϊκή απαίτηση. Όμως, η επιχείρηση ήταν άσχημα σχεδιασμένη και η φρουρά στα Φόκλαντς σχετικά μικρή.
Σε διπλωματικό επίπεδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί την Αργεντινή να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα Φόκλαντς. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τεράστιο δίλημμα, καθώς και οι δύο εμπόλεμες χώρες είναι σύμμαχοί τους. Το Υπουργικό Συμβούλιο διχάζεται και ο πρόεδρος Ρίγκαν απορεί με την επιμονή τους να υπερασπιστούν «κάτι παγωμένα βράχια εκεί κάτω». Τελικά, οι Αμερικανοί συντάσσονται με τη Μεγάλη Βρετανία, όπως και οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ρόλος της Γαλλίας είναι σημαντικός για τους Βρετανούς, καθώς αποτελεί τον κύριο προμηθευτή του στρατιωτικού υλικού της Αργεντινής. Από τη Λατινική Αμερική, οι περισσότερες χώρες εκφράζουν την υποστήριξή τους στην Αργεντινή, με κτυπητή εξαίρεση τη Χιλή του στρατηγού Πινοτσέτ, που έχει συνοριακές διαφορές μαζί της στην Παταγωνία.
Η πολεμική αναμέτρηση φθάνει στο αποκορύφωμά της στις 21 Μαΐου, όταν οι Βρετανοί πραγματοποιούν αμφίβια επιχείρηση για την ανακατάληψη των Φόκλαντς με τη συμμετοχή 4.000 ανδρών, που στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν με άλλους 5.000. Στις 14 Ιουνίου 1982, οι Βρετανοί εισέρχονται θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα Στάνλεϊ. Η φρουρά των νησιών παραδίδεται και 9.800 Αργεντινοί αιχμαλωτίζονται. Η Γηραιά Αλβιόνα είναι η νικήτρια του πολέμου, έπειτα από 74 μέρες μαχών σε θάλασσα, αέρα και ξηρά.
Οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες για τους δύο αντιπάλους, ώστε ο Πόλεμος των Φόκλαντς να καταγραφεί ως μία από τις μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Οι Βρετανοί έχασαν 255 άνδρες και είχαν 746 τραυματίες, ενώ οι Αργεντινοί 649 νεκρούς και 1.068 τραυματίες. 11.313 αργεντίνοι στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν έναντι ενός μόνο βρετανού. Η επιχείρηση ανακατάληψης των Φόκλαντς στοίχισε στη Μεγάλη Βρετανία 1,6 δισεκατομμύρια λίρες (2,3 δισεκατομμύρια ευρώ), ενώ οι απώλειες σε άψυχο υλικό ανήλθαν σε 6 πλοία, 10 με σοβαρές ζημιές και 34 αεροσκάφη. Το δίδαγμα για τους στρατιωτικούς από τον Πόλεμο των Φόκλαντς ήταν η τρωτότητα των πολεμικών πλοίων από τους πυραύλους, χωρίς συστήματα αυτοπροστασίας.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ήττα των Αργεντινών διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και προκάλεσε την κατάρρευση της Χούντας. Ένα χρόνο μετά, η Δημοκρατία επανήλθε στη χώρα του τάνγκο. Στη Βρετανία, το εθνικό συναίσθημα τονώθηκε και αναβίωσαν τα μεγαλεία του αυτοκρατορικού παρελθόντος. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, κερδίζοντας άνετα την επανεκλογή της το 1983.
ΠΗΓΗ