Στις 17 Ιουλίου του 1955,ημέρα Κυριακή μεσημέρι, 27 κομμουνιστές κρατούμενοι δραπέτευσαν από τις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα,στον Πειραιά,κόντρα στις εντολές του κόμματος πραγματοποιώντας την πιο μεγάλη, την πιο συναρπαστική, την πιο μυθιστορηματική απόδραση όλων των εποχών στην Ελλάδα. Οι φυλακές των Βούρλων ήταν υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες. Η περιοχή των Βούρλων Δραπετσώνας βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το λιμάνι του Πειραιά. Στα τέλη του 19ου αιώνα, και ενώ ολόκληρη η περιοχή καλυπτόταν από έλος όπου φύτρωναν θαμνοειδή βούρλα,στο τετράγωνο μεταξύ των οδών Δογάνης, Εθνικής Αντιστάσεως και Ψαρών χτίστηκαν εκεί 72 ισόγεια σπίτια για να στεγάσουν οίκους ανοχής. Την περίοδο της Κατοχής οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν το συγκρότημα αυτό σε φυλακές, κατασκευάζοντας ψηλούς μαντρότοιχους και στήνοντας εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιές, ενώ μετά την απελευθέρωση τον χώρο παρέλαβαν οι ελληνικές Αρχές.
Το έργο θ' άρχιζε από το γωνιακό κελί 13 της δυτικής πτέρυγας, που βρισκόταν κοντύτερα από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών και απέναντι από το εργοστάσιο «Ντεστρέ». Επρεπε στο τσιμεντένιο δάπεδό του να ανοιχτεί μια τρύπα, να σχηματιστεί ένα «πηγαδάκι» βάθους 3 μέτρων, απ' όπου θ' άρχιζε μια σήραγγα διαμέτρου 80 εκατοστών και μήκους 18-19 μέτρων. Η πορεία της υπόγειας σήραγγας: αφού θα περνούσε κάτω από τα θεμέλια του τοίχου της φυλακής και του εξωτερικού μαντρότοιχου, θα διάσχιζε την οδό Δογάνη, θα περνούσε τον τοίχο του «Ντεστρέ» και θα κατέληγε στους λουτήρες. Η τρύπα αποφασίστηκε ν' ανοίξει κάτω από το κρεβάτι του Μπαρτζώκα, που βρισκόταν δεξιά, δίπλα στην είσοδο του κελιού. Το κρεβάτι εκείνο, όπως όλα τα κρεβάτια της φυλακής, δεν ήταν παρά τρεις μετακινούμενες σανίδες στηριγμένες πάνω σε τρία τσιμεντένια τοιχάκια. Τα εργαλεία της δουλειάς, ήταν στη φάση αυτή ένα κοπίδι και ένα τσαγγαράδικο σφυρί, από εκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα. Αργότερα, όταν προχώρησαν στο σκάψιμο, απόκτησαν ένα πικούνι κι ένα σκεπάρνι.
Στο έργο
Δύο-τρεις κράταγαν τσίλιες, στο εσωτερικό του κελιού και στο προαύλιο, και ένας, ντυμένος μια παλιοφόρμα, έσκαβε. Το σκάψιμο δεν ήταν εύκολο. Είχε μπει ένα αρχικό πλάνο για 20 πόντους σκάψιμο την ημέρα, που στην πράξη έβγαινε αδύνατο και κάποτε χρειάστηκε να προστεθούν νυχτερινές βάρδειες για να προχωρήσει η δουλειά. Το σκάψιμο γινόταν ένα μέτρο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, κι εκείνο που πρόσεχαν ήταν να μην ξεφύγουν προς τα πάνω, οπότε υπήρχε κίνδυνος (κυρίως όταν έφτασαν στην οδό Δογάνη) να υποχωρήσει το έδαφος από το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν. Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν τι θα έκαναν τα χώματα και τις πέτρες που συσσώρευαν. Και να ποιες λύσεις βρήκαν: Αφού ξεχώριζαν το χώμα από τις πέτρες, κρησάριζαν το πρώτο σε τρύπια κουτιά (πάντα κάτω από τη γη), το έριχναν μέσα σε πάνινες σακκούλες - τις «αντέρες», όπως τις έλεγαν- που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, τις πέρναγαν στη μέση τους και τις άδειαζαν στα αποχωρητήρια, απ' όπου κατέβαιναν στους υπονόμους με τη βοήθεια μπόλικου νερού.
Το πράγμα ωστόσο δεν είναι τόσο εύκολο όσο μπορεί να φαίνεται. Τα αποχωρητήρια δεν προσφέρονταν συνέχεια γι' αυτό τον σκοπό. Σε κάποια φάση οι υπόνομοι βούλωσαν από το πολύ χώμα. Η απόφραξη δεν ήταν οπωσδήποτε δική τους δουλειά. Εκείνοι όμως επέμεναν στη διεύθυνση να την κάνουν οι ίδιοι «για νάχουν με κάτι ν' ασχολούνται», όπως έλεγαν. Και το πέτυχαν, χωρίς οι άλλοι να υποψιαστούν τίποτα. Εμεναν οι πέτρες και τα χαλίκια. Ενα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στον χώρο του μπάνιου και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, πάντα με την άδεια της διεύθυνσης. Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διάθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα. Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τους δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα γέμισε με γλάστρες. Ηταν κυρίως γκαζοτενεκέδες, που και πολύ χώμα έπαιρναν αλλά και χαλίκι.
Φωτισμός και αέρας
Ηταν το πρόβλημα του φωτισμού και του αέρα στη σήραγγα. Το πρώτο το έλυσαν χρησιμοποιώντας τα μικρά λαμπάκια και τις μπαταρίες που έπαιρναν νόμιμα για να φωτίσουν τα χειροποίητα καραβάκια, τους φάρους και τα άλλα μικροπράγματα που κατασκεύαζαν. Το δεύτερο, ο αερισμός, παρουσίαζε μεγαλύτερες δυσκολίες. Από ένα σημείο και πέρα η παραμονή αυτού που δούλευε κάτω από τη γη δεν γινόταν να είναι μεγαλύτερη από 10 λεπτά. Την διευκόλυναν με αέρα που κατέβαζαν με τις σαμπρέλες από τις μπάλες του βόλεϊ, με βεντάλιες, με τεχνητούς χειροκίνητους ανεμιστήρες και ό,τι άλλο εφεύρισκαν. Οσο για το πρόβλημα των υποστηλώσεων το έλυσαν με σανίδε, πουαφαιρούσαν από τα ξυλοκρέβατά τους ή με τα τελλάρα των παραθύρων, που λόγω καλοκαιριού -υπήρχαν και σιδερένια κάγκελα- είχαν βγει και στοιβαχτεί στο προαύλιο.
Συνεχίζοντας το σκάψιμο αριστερώτερα έφτασαν στον τοίχο των λουτήρων του εργοστασίου. Σε ώρα που το προσωπικό είχε φύγει, άνοιξαν μια τρυπίτσα και κατόπτευσαν τον χώρο. Ηταν όπως το είχαν υπολογίσει. Ξανάκλεισαν την τρύπα και σχεδίασαν την τελευταία φάση του εγχειρήματος: Την φυγή. Ηταν Παρασκευή. Διάλεξαν το μεσημέρι της Κυριακής. Μετά από εργασίες σχεδόν 5 μηνών βγήκαν πράγματι στο σημείο που είχαν προγραμματίσει φορώντας πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν και εξαφανίστηκαν στον Πειραιά! Το ίδιο βράδυ της απόδρασης η «Ελεύθερη Ελλάδα», ο παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ, έκανε την παρακάτω έκκληση:
«Καλούμε τον λαό και όλους τους πατριώτες να προστατεύσουν τους αγωνιστές που κατόρθωσαν να δραπετεύσουν από τις φυλακές της αμερικανοκρατίας. Ελευθερία και γενική αμνηστία στους αγωνιστές».
Η είδηση της απόδρασης έσκασε σαν βόμβα κι αφού η αστυνομία «εξαπόλυσε ανθρωποκυνηγητό» , άνευ αποτελέσματος, η κυβέρνηση Παπάγου επικήρυξε τους δραπέτες με νόμο του 1871 «περί ληστοκρατείας», ως «λίαν επικινδύνους διά την δημοσίαν ασφάλειαν» με μεγάλα ποσά (χρηματική αμοιβή από 5.000 για πληροφορίες,έως 30.000 δραχμές για κατάδοση). Η επικήρυξη δεν έφερε άμεσα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι θα συλληφθούν αργότερα -τυχαία ή έπειτα από κατάδοση. Συγκεκριμένα από τους 27 συνολικά κομμουνιστές δραπέτες τελικά μόνο οι έντεκα κατάφεραν να διαφύγουν οριστικά. Δεκαπέντε συνελήφθηκαν και ένας δολοφονήθηκε στα σύνορα.
Τα ονόματα των 27 δραπετών (όλοι μεταξύ 26 και 40 ετών):
Βαρδής Βαρδινογιάννης, Αν. Βελής, Γκαστόν Βερναρδής, Γ. Γεωργίου, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, Β. Δουκάκης, Χαρ. Καλαντζής, Σταύρος Καράς, Β. Κάτρης, Παντελής Κιουρτσής, Ζήσιμος Κόκλας, Μιχ. Κολοκοτρώνης, Κ. Λιναρδάτος, Αλ. Λογαράς, Αν. Μπαρτζώκας, Δ. Μυριανθόπουλος, Δ. Πανουσόπουλος, Αλ. Παπαλεξίου, Αλ. Παπούλιας, Στ. Πάσιος, Περ. Ροδάκης, Στ. Σιδέρης, Σωτ. Σωτηρόπουλος, Λ. Τζεφρώνης, Κυρ. Τσακίρης, Κ. Φίλης, Γ. Χατζηπέτρου.