Στη συνθήκη του Λονδίνου της 6 Ιουλίου 1827 οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), παρακινούμενες από την επιθυμία ενίσχυσης της επιρροής τους στα Βαλκάνια, αποφάσισαν την ειρήνευση στην Ελλάδα, προτείνοντας παράλληλα στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ την παραχώρηση ανεξαρτησίας στους Έλληνες.
Συγκεκριμένα η συνθήκη του Λονδίνου περιλάμβανε επτά άρθρα φανερά κι ένα συμπληρωματικό που ήταν και μυστικό. Επιγραμματικά το περιεχόμενό της είχε ως εξής:
- Να υπάρξει ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων – των επαναστατημένων, δηλαδή, Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – και μεσολάβηση των μεγάλων δυνάμεων.
- Η Ελλάδα να γίνει αυτόνομο κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο, του οποίου την επικυριαρχία όφειλε να αναγνωρίσει.
- Να αποζημιωθούν οι Οθωμανοί, των οποίων οι περιουσίες θα περνούσαν στην κυριότητα Ελλήνων.
- Τα σύνορα του αυτόνομου ελληνικού κράτους να οριστούν ύστερα από διαπραγματεύσεις.
Ακόμη οι τρεις μεγάλες δυνάμεις διακήρυτταν ότι δεν επιθυμούσαν να τους αναγνωριστούν στην Ελλάδα ιδιαίτερα πολιτικά, εμπορικά και άλλα συμφέροντα, απ’ αυτά που θα αναγνωρίζονταν σε άλλα ξένα κράτη.
Στο μυστικό άρθρο της συνθήκης προβλεπόταν πως αν στο διάστημα ενός μηνός η οθωμανική κυβέρνηση δε δεχόταν το διαμεσολαβητικό ρόλο των τριών μεγάλων δυνάμεων, δεν αποδεχόταν την ανακωχή και τις προτάσεις τους, οι εν λόγω δυνάμεις όφειλαν:
- Να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με την ελληνική πλευρά.
- Να επιβάλουν την ανακωχή χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσο.
- Να επιβάλουν τις αρχές ειρήνευσης μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων που συμπεριλαμβάνονταν στην εν λόγω συνθήκη.
Η Συνθήκη του Λονδίνου αναγνώριζε την αυτονομία της Ελλάδος ως φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Ήταν μία απόφαση που άλλαξε ουσιαστικά τα δεδομένα του ελληνικού ζητήματος και οδήγησε τελικά στην ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Η επανάσταση, ωστόσο, δεν είχε ακόμη τελειώσει, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία απέρριψε τη Συνθήκη. Η οριστική ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους παγιώθηκε δυόμισι χρόνια αργότερα, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου.