Ιερός, απαραβίαστος, απαγορευμένος, αλλά και ακάθαρτος ή καταραμένος.
Η λέξη εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αγγλική κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Καταγράφηκε το 1777 από τον Τζέιμς Κουκ όταν επισκέφθηκε το νησί Τόνγκα. Από την Αγγλική πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες αυτούσια και με την ίδια σημασία.
Αγγλικές πηγές ετυμολογούν το ταμπού από την Πολυνησιακή γλώσσα της νήσου Τόνγκα και δίνουν τη σημασία «με ειδική σήμανση», «ιδιαίτερα σημειωμένο» (από τα «ta» = σημειωμένος και «bu» = ειδικός, ιδιαίτερος). Οι μελετητές των γλωσσών του Ειρηνικού προτείνουν την ετυμολόγηση από ένα πρωτο-πολυνησιακό *tapu που προέρχεται από το *tabu μιας πρωτο-ωκεάνιας γλώσσας και σημαίνει «ιερό» «απαγορευμένο». Παραλλαγές στη λέξη και στη σημασία συναντούμε σε όλη την περιοχή των νησιών του Ειρηνικού: tambu στα νησιά του Σολομόντα, kapu= «ιερός», «απαγορευμένος» στη Χαβάη, tapu= «σε τελετουργικό περιορισμό», «ιερός» στους Μαορί και στην Ταϊτή.
Στις ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους ανθρωπολόγους για να περιγράψει τα τελετουργικά έθιμα και πρακτικές των λαών από τις οποίες προέρχεται, στη συνέχεια όμως πέρασε σε ευρεία χρήση, η σημασία της επεκτάθηκε και σήμερα σημαίνει οτιδήποτε απαγορευμένο και κάθε θέμα που σιωπηρά ή ανοικτά δεν επιτρέπεται να τεθεί ή να συζητηθεί.
Από την άσπρη λέξη.
Διαβάστε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.