Η λέξη παραλία προήλθε από ουσιαστικοποίηση του επιθέτου της αρχαίας ελληνικής παράλιος(θηλυκό) που σήμαινε ό,τι και σήμερα. Η λέξη παράλιος είναι σύνθετη από την πρόθεση παρά(προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *per- με σημασία μπροστά, δίπλα) και το επίθετοἅλιος (ἡ ἅλς, τῆς ἁλός) που είναι η αρχαιοελληνική λέξη για την θάλασσα και συγκεκριμένα για την αβαθή θάλασσα, την κοντινή στην ξηρά) και προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sal- με σημασία αλάτι). Από την ίδια ρίζα *sal- προέρχεται επίσης η αρχαιοελληνική λέξη για το αλάτι (ο ἅλς)- (δες την αυστριακή πόλη Σάλτζμπουργκ (Salzburg) που πήρε το όνομά της από τα παλιά αλατωρυχεία της - γερμανικό Salz, αλάτι).
Η λέξη σχηματίζει αρκετά παράγωγα και σύνθετα, όπως το επίθετο παραλιακός και το επίρρημα παραλιακώς, παραλιακά. Χρησιμοποιούμε επίσης και σήμερα την λόγια εκδοχή της λέξης παράλιος (παράλιες εκτάσεις).
Αξίζει να σημειώσουμε ακόμη τις λέξεις Παραλία και παράλιοι, την λέξη Πάραλος και την έκφρασηπαρὰ θῖν᾿ἁλὸς. Παραλία ήταν το κομμάτι της Αττικής μεταξύ του Υμηττού, της Βραυρώνας και του Σουνίου και παράλιοι ονομάζονταν οι κάτοικοί της. Πάραλος, που σημαίνει παράλιος, ήταν το όνομα μιας από τις ιερές αθηναϊκές τριήρεις. Τέλος η Ομηρική έκφραση παρὰ θῖν᾿ἁλὸς (Οδύσσεια β 261)χρησιμοποιείται και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις.
Περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.