Ήταν η εποχή που το βινύλιο ψυχορραγούσε. Κάτι περισσότερο από είκοσι χρόνια πριν, με ένα καθαρά εφηβικό, αφελές αίσθημα διαρκούς «ανακάλυψης της Αμερικής», αναζητούσαμε εκείνους τους δίσκους της EMI με ιστορικές ηχογραφήσεις από τη Σκάλα του Μιλάνου. Δίσκοι με highlights από μεγάλες όπερες, με κιτρινωπό-μουσταρδί φάκελο (ανάλογα με το αν ήταν εισαγωγής ή όχι) και πάντα έναν κλασικό πίνακα του ιστορικού θεάτρου στο εξώφυλλο. Εκτός από το θρυλικό όνομα της Μαρίας Κάλλας, ο ανθεκτικός «σκληρός δίσκος» ενός εφήβου συγκράτησε τότε και μερικά ακόμα ονόματα: Τούλιο Σεραφίν ή Βίκτορ ντε Σάμπατα (στο πόντιουμ), Τίτο Γκόμπι (ως Ριγκολέτο ή ως Φίγκαρο από τον «Κουρέα» του Ροσίνι) και, βέβαια, Τζουζέπε ντι Στέφανο.
Βέρος Σικελός
Ο διάσημος τενόρος που συνδύασε το όνομά του με την Κάλλας όσο λίγοι, τόσο πάνω στη σκηνή και το στούντιο όσο και στην ιδιωτική τους ζωή. Ο ντι Στέφανο τελείωσε τις μέρες του 3 Μαρτίου 2004, στα 86 του, φανερά καταπονημένος, όχι τόσο από τα γηρατειά όσο από τα τραύματα που του άφησε η επίθεση που δέχθηκε στην Κένυα από ληστές τον Δεκέμβριο του 2004. Ουσιαστικά δεν συνήλθε ποτέ από εκείνο το γεγονός, απ' το οποίο είναι θαύμα και που επέζησε. Ομως αυτό ήταν ο ντι Στέφανο, σε όλη του τη ζωή: ένας πολύ αρρενωπός Σιτσιλιάνος με γερή κράση. Το δυνατό μέταλλο δεν το είχε μόνο στη φωνή του. Γεννημένος στην Αναστάζια της Κατάνια τον Ιούλιο του 1921, ο ντι Στέφανο μεγάλωσε στο Μιλάνο. Στα δεκαέξι του τραγουδούσε σε χορωδία και ύστερα από μια επιτυχημένη παρτίδα με την τράπουλα, αποφάσισε να σπουδάσει σοβαρά μουσική. Ο πόλεμος όμως διέκοψε τις μουσικές του σπουδές, ντύθηκε στο χακί και συχνά ψυχαγωγούσε τους άλλους φαντάρους με το τραγούδι του. Οταν το 1943 η Ιταλία συνθηκολόγησε, διέφυγε στην Ελβετία, όπου άρχισε να τραγουδά στη ραδιοφωνία της Λωζάννης. Εκεί τραγούδησε και τον πρώτο του Νεμορίνο, από το «Ελιξήριο του έρωτα» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι. Το 1946 ο ντι Στέφανο πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη Σκάλα του Μιλάνου κι ένα χρόνο αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με την ΕΜΙ.
Ηταν το ξεκίνημα μιας μεγάλης καριέρας, καθώς τον Φεβρουάριο του 1948 ο ντι Στέφανο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, σε έναν από τους μεγάλους του ρόλους, ως Δούκας της Μάντουα, από τον «Ριγκολέτο». Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που μέσα στην επόμενη πενταετία έγινε ο πιο δημοφιλής τενόρος του νεοϋορκέζικου κοινού. Το 1951 ο ντι Στέφανο εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ όπου ερμήνευσε το Ρέκβιεμ του Βέρντι, υπό τη διεύθυνση του μεγάλου μαέστρου Αρτούρο Τοσκανίνι.
Η μοιραία συνάντηση με την Κάλλας ήρθε τον Σεπτέμβριο του 1951, στο Σάο Πάολο όπου τραγούδησαν μαζί «Τραβιάτα», για να συνεχίσουν να εμφανίζονται μαζί με μεγάλη επιτυχία (συνδύασαν αυτές τις εμφανίσεις και με ένα σύντομο ρομαντικό ειδύλλιο). Σύμφωνα με τους μουσικοκριτικούς, μερικές από τις κορυφαίες τους στιγμές ήταν η «Τόσκα» το 1953 και δύο χρόνια αργότερα η πολυθρύλητη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» με τον Κάραγιαν στο πόντιουμ. Αξιομνημόνευτη όμως είναι και η «Τραβιάτα» τους, την ίδια χρονιά, το 1955, με τον Κάρλο Μαρία Τζουλίνι να διευθύνει και τον Βισκόντι να σκηνοθετεί. Ηταν η εποχή που και οι δύο μεσουρανούσαν στο στερέωμα του λυρικού τραγουδιού.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60, και μολονότι ο ντι Στέφανο ήταν μόνο σαράντα χρόνων, η φωνή του έχει αρχίσει σιγά σιγά να «σπάει». Στα απομνημονεύματά του, ο Σερ Ρούντολφ Μπινγκ, διευθυντής της Μετροπόλιταν Οπερα, γράφει ότι η φωνή του ντι Στέφανο ήταν ό,τι ωραιότερο είχε ακούσει να βγαίνει από ανθρώπινο λαρύγγι κατά τη διάρκεια της θητείας του (και ήταν μια μεγάλη θητεία: από το 1951 έως το 1972). Ωστόσο, ο ίδιος έκανε λόγο για έλλειψη αυτοπειθαρχίας εκ μέρους του διάσημου τενόρου, για παραδοπιστία και πληθωρικότητα. Δεν είναι τυχαίο: ο ντι Στέφανο ήταν ο στερεοτυπικός μεσογειακός λυρικός τραγουδιστής, τόσο ως προς τη γλυκύτητα της φωνής του όσο και ως προς το ταμπεραμέντο (εξάλλου, οι ηχογραφήσεις του παραδοσιακών σιτσιλιάνικων τραγουδιών, στα τέλη της δεκαετίας του '40, είχαν συμβάλλει καθοριστικά στη διάδοση του ονόματός του).
Τα έδωσε όλα
Το γεγονός της πρόωρης πτώσης του (συνέχισε, πάντως, να τραγουδάει, ακόμα και με την Κάλλας το 1973-74, όταν και οι δύο βρίσκονταν σε σταθερή παρακμή, ενώ το 1992, ερμήνευσε τον ρόλο του γηραιού αυτοκράτορα στην «Τουραντότ») ίσως και να οφείλεται στο ότι ο ντι Στέφανο «τα έδωσε όλα» πολύ γρήγορα. Φημισμένος για την εκπληκτική του άρθρωση, παθιασμένος σε κάθε του ρόλο και προικισμένος με ένα επιβλητικό παρουσιαστικό, ο ντι Στέφανο ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους μιας αλλοτινής εποχής του λυρικού τραγουδιού. Πολλοί λένε ότι αποτέλεσε το απόλυτο ίνδαλμα για τον πρόωρα χαμένο Λουτσιάνο Παβαρότι.
Σε ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας, ο ντι Στέφανο ακούγεται να μιλάει για εκείνη με απέραντη τρυφερότητα και θαυμασμό, ενώ μνημονεύει μία της φράση: «Ηταν κατά το δειλινό και η Ντίβα κοίταζε μελαγχολικά τον ήλιο να δύει. Γύρισε και μου είπε τότε, «Αχ, Πεπίνο, μία ακόμα ημέρα λιγότερη απ' τη ζωή μας»». Σε αντίθεση με τη «Ντίβα», ο «Πεπίνο» μέτρησε πολλές ακόμα ημέρες, μα τώρα σώπασε κι εκείνος για πάντα. Απομένει όμως πάντα η ηχώ από τη φωνή του, στη θλιμμένη άρια του Νεμορίνο «Una furtiva lagrima» - ένα φευγαλέο δάκρυ...
Ηλίας Μαγκλίνης